Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(21 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020)

΄


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, δό­ξα καὶ τι­μὴ καὶ εἰ­ρή­νη παν­τὶ τῷ ἐρ­γα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀ­γα­θόν, ᾿Ι­ου­δα­ί­ῳ τε πρῶ­τον καὶ ῞Ελ­λη­νι· οὐ γάρ ἐ­στι προ­σω­πο­λη­ψί­α πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ. Ὅ­σοι γὰρ ἀ­νό­μως ἥ­μαρ­τον, ἀ­νό­μως καὶ ἀ­πο­λοῦν­ται· καὶ ὅ­σοι ἐν νό­μῳ ἥ­μαρ­τον, διὰ νό­μου κρι­θή­σον­ται. Οὐ γὰρ οἱ ἀ­κρο­α­ταὶ τοῦ νό­μου δί­και­οι πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποι­η­ταὶ τοῦ νό­μου δι­και­ω­θή­σον­ται. Ὅ­ταν γὰρ ἔ­θνη τὰ μὴ νό­μον ἔ­χον­τα φύ­σει τὰ τοῦ νό­μου ποι­ῇ, οὗ­τοι νό­μον μὴ ἔ­χον­τες ἑ­αυ­τοῖς εἰ­σι νό­μος, οἵ­τι­νες ἐν­δε­ί­κνυν­ται τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν, συμ­μαρ­τυ­ρο­ύ­σης αὐ­τῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως καὶ με­τα­ξὺ ἀλ­λή­λων τῶν λο­γι­σμῶν κα­τη­γο­ρούν­των ἢ καὶ ἀ­πο­λο­γου­μέ­νων - ἐν ἡ­μέ­ρᾳ ὅ­τε κρι­νεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυ­πτὰ τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­όν μου διὰ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ.           
          (Ρωμ.β΄[2] 10 - 16)

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ
«Ἐν­δεί­κνυν­ται τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις
αὐ­τῶν, συμ­μαρ­τυ­ρού­σης αὐ­τῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως»
Δὲν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος ποὺ νὰ μὴ γνω­ρί­ζει ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ κα­λὸ καὶ τὸ κα­κό. Ἀ­κό­μη καὶ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες, ὅ­πως μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, «ἐν­δεί­κνυν­ται τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν, συμ­μαρ­τυ­ρού­σης αὐ­τῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως»· δη­λα­δὴ ἔ­χουν στὶς καρ­δι­ές τους γραμ­μέ­νο τὸν νό­μο ποὺ τοὺς δι­α­φω­τί­ζει νὰ δι­α­κρί­νουν τὸ κα­λὸ ἀ­πὸ τὸ κα­κό. Ὁ νό­μος αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ συ­νεί­δη­ση ποὺ δί­νει μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὸ ἂν εἶ­ναι σω­στὴ κά­θε πρά­ξη τους.
Μᾶς δί­νε­ται λοι­πὸν ἡ ἀ­φορ­μὴ σή­με­ρα νὰ δοῦ­με τί εἶ­ναι ἡ συ­νεί­δη­ση καὶ πῶς μπο­ροῦ­με νὰ τὴν καλ­λι­ερ­γοῦ­με, ὥ­στε νὰ μᾶς κα­θο­δη­γεῖ σω­στά.
1. Συ­νεί­δη­ση, ἡ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ
Συ­νεί­δη­ση ὀ­νο­μά­ζε­ται ἡ ἔμ­φυ­τη δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ δι­α­κρί­νει τὸ κα­λὸ ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ καὶ νὰ ἐ­νερ­γεῖ μὲ βά­ση ἠ­θι­κοὺς κα­νό­νες. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ συ­νεί­δη­ση εἶ­ναι ἡ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ μέ­σα μας. Αὐ­τὴ μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει τί πρέ­πει νὰ κά­νου­με καὶ τί νὰ ἀ­πο­φύ­γου­με, αὐ­τὴ ἐ­πί­σης ἐ­πι­δο­κι­μά­ζει ἢ ἀ­πο­δο­κι­μά­ζει κά­θε σκέ­ψη, ἐ­πι­θυ­μί­α ἢ πρά­ξη μας.
Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή, ὅ­ταν ὁ Θε­ὸς δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν ἄν­θρω­πο, «νό­μον αὐ­τῷ φυ­σι­κὸν ἐγ­κα­τέ­θη­κε... καὶ αὐ­το­δί­δα­κτον ἐ­ποί­η­σε τὴν γνῶ­σιν τῶν κα­λῶν καὶ τῶν οὐ τοι­ού­των» (PG 49, 131). Δη­λα­δὴ φύ­τε­ψε ὁ Πλά­στης μας Κύ­ριος μέ­σα στὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς νό­μο φυ­σι­κὸ τὴ συ­νεί­δη­ση, κι ἔ­τσι ἀ­πὸ μό­νος του πλέ­ον ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει νὰ ξε­χω­ρί­ζει τὸ κα­λὸ ἀ­πὸ τὸ κα­κό.
Μ᾿ αὐ­τὴ τὴ συ­νεί­δη­ση συμ­μορ­φώ­θη­καν οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι, ὅ­πως π.χ. ὁ Ἀ­βρα­άμ, ὁ Ἰ­σα­άκ, ὁ Ἰ­α­κώβ, ποὺ ἔ­ζη­σαν πρὶν ἀ­πὸ τὸν γρα­πτὸ νό­μο καὶ εὐ­α­ρέ­στη­σαν στὸν Θε­ό. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως μὲ τὴν προ­ο­δευ­τι­κὴ ἐ­ξά­πλω­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἡ φω­νὴ τῆς συ­νει­δή­σε­ως δια­ρκῶς ἐ­ξα­σθε­νοῦ­σε, «ἐ­δε­ή­θη­μεν τοῦ γρα­πτοῦ νό­μου, ἐ­δε­ή­θη­μεν τῶν ἁ­γί­ων προ­φη­τῶν, ἐ­δε­ή­θη­μεν αὐ­τῆς τῆς ἐ­πι­δη­μί­ας τοῦ Δε­σπό­του ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ εἰς τὸ ἀ­να­κα­λύ­ψαι καὶ ἀ­νε­γεῖ­ραι αὐ­τὴν» (ἀβ­βᾶς Δω­ρό­θε­ος). Χρει­α­στή­κα­με δη­λα­δὴ τὸν γρα­πτὸ νό­μο ποὺ πα­ρέ­δω­σε ὁ Θε­ὸς στὸν Μω­υ­σῆ. Χρει­α­στή­κα­με ἀ­κό­μη τὸ ἀ­φυ­πνι­στι­κὸ κή­ρυγ­μα τῶν Προ­φη­τῶν καὶ τέ­λος τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ Δε­σπό­του Χρι­στοῦ γιὰ νὰ ξα­να­φέ­ρει τὴ συ­νεί­δη­ση στὸ φῶς καὶ νὰ τὴν ἀ­να­στή­σει.
Ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χου­με συ­νεί­δη­ση. Λει­τουρ­γεῖ ὅ­μως σω­στά; Δι­ό­τι μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι τά­χα δὲν τὸν ἐ­λέγ­χει ἡ συ­νεί­δη­σή του, ἐ­νῶ δι­α­πράτ­τει σο­βα­ρὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα. Τό­τε θὰ λέ­γα­με ὅ­τι συμ­βαί­νει κά­τι πα­ρό­μοι­ο μὲ τὰ μά­τια. Ὅ­ταν πά­σχει κά­ποι­ος ἀ­πὸ μυ­ω­πί­α ἢ κά­ποι­α ἄλ­λη σχε­τι­κὴ πά­θη­ση, βλέ­πει θαμ­πὰ καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ δι­α­κρί­νει ὀρ­θὰ τὰ πράγ­μα­τα. Κι ὅ­σο σο­βα­ρό­τε­ρη εἶ­ναι ἡ ἀ­σθέ­νειά του, τό­σο πιὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νο εἶ­ναι νὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τὴν ὅ­ρα­σή του. Ἔ­τσι καὶ ἡ συ­νεί­δη­ση πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὑ­γι­ὴς γιὰ νὰ κα­θο­δη­γεῖ μὲ ἀ­σφά­λεια τὸν ἄν­θρω­πο. Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦ­με νὰ καλ­λι­ερ­γοῦ­με τὴ συ­νεί­δη­σή μας, ὥ­στε νὰ λει­τουρ­γεῖ σω­στά;
2. Ἡ καλ­λι­έρ­γεια τῆς συ­νει­δή­σε­ως
Τὸ πρῶ­το καὶ πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γιὰ τὴν καλ­λι­έρ­γεια τῆς συ­νει­δή­σε­ως εἶ­ναι νὰ με­λε­τοῦ­με τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ἡ συ­νεί­δη­σή μας φω­τί­ζε­ται γιὰ τὸ ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ τί ἀ­πο­τε­λεῖ πα­ρά­βα­ση τοῦ Νό­μου του.
Ἐ­πί­σης στὴν καλ­λι­έρ­γεια τῆς συ­νει­δή­σε­ως πο­λὺ βο­η­θεῖ ἡ τα­κτι­κὴ αὐ­το­κρι­τι­κὴ καὶ ἡ με­τά­νοι­α. Λέ­ει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της: «Κα­θὼς τὰ πη­γά­δια ὅ­σο σκά­βον­ται, τό­σο κα­θα­ρό­τε­ρο καὶ γλυ­κύ­τε­ρο νε­ρὸ βγά­ζουν, ἔ­τσι κι ἡ συ­νεί­δη­ση, ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­ξε­τά­ζε­ται καὶ ξε­χώ­νε­ται ἀ­πὸ τὰ πά­θη ποὺ εἶ­ναι σκε­πα­σμέ­νη, τό­σο κα­λύ­τε­ρα μᾶς δι­δά­σκει τί πρέ­πει νὰ κά­νου­με». Ἂς ἐ­ξε­τά­ζου­με λοι­πὸν συ­στη­μα­τι­κὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας κι ἂς κα­τα­φεύ­γου­με μὲ με­τά­νοι­α καὶ συν­τρι­βὴ στὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, ὅ­που λαμ­βά­νου­με ὄ­χι μό­νο τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, ἀλ­λὰ καὶ κα­τάλ­λη­λες συμ­βου­λὲς ἀ­πὸ τὸν ἱ­ε­ρέ­α – Πνευ­μα­τι­κό, ὁ ὁ­ποῖ­ος κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν μᾶς βο­η­θεῖ νὰ δι­α­κρί­νου­με τί εἶ­ναι σω­στὸ καὶ ὠ­φέ­λι­μο γιὰ τὴ ζω­ή μας.
Καὶ κά­τι τε­λευ­ταῖ­ο: Ἂς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε ὥ­στε νὰ μὴν πα­ρα­βαί­νου­με τὶς ὑ­πο­δεί­ξεις τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, ἀ­κό­μη καὶ σ᾿ αὐ­τὰ ποὺ θε­ω­ροῦ­με μι­κρὰ κι ἀ­σή­μαν­τα. Για­τί, ὅ­πως λέ­ει ὁ ἀβ­βᾶς Δω­ρό­θε­ος, ἀ­πὸ τὰ μι­κρὰ αὐ­τὰ καὶ ἀ­σή­μαν­τα φτά­νου­με νὰ κα­τα­φρο­νοῦ­με καὶ τὰ με­γά­λα.
Η συνείδηση! Ἡ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἀν­τη­χεῖ στὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς μας. Ἂς κα­θα­ρί­ζου­με τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας γιὰ νὰ ἀ­κοῦ­με κρυ­στάλ­λι­νη τὴ φω­νή της, κι ἂς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ συμ­μορ­φώ­νου­με τὴ ζω­ή μας πρὸς τὶς ὑ­πο­δεί­ξεις της. Νὰ ζη­τοῦ­με δὲ καὶ τὴ Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος διὰ τῶν ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὥ­στε ἡ συ­νεί­δη­σή μας νὰ φω­τί­ζε­ται καὶ νὰ ἁ­γι­ά­ζε­ται, γιὰ νὰ μᾶς κα­θο­δη­γεῖ ὀρ­θὰ στὸ δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας.
 (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, πε­ρι­πα­τῶν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πα­ρὰ τὴν θά­λασ­σαν τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, εἶ­δε δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, Σίμωνα τὸν λε­γό­με­νον Πέτρον καὶ ᾿Αν­δρέ­αν τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, βάλ­λον­τας ἀμ­φί­βλη­στρον εἰς τὴν θά­λασ­σαν· ἦ­σαν γὰρ ἁ­λι­εῖς· καὶ λέ­γει αὐ­τοῖς· Δεῦ­τε ὀ­πί­σω μου καὶ ποι­ή­σω ὑ­μᾶς ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὰ δί­κτυ­α ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ προ­βὰς ἐ­κεῖ­θεν, εἶ­δεν ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζε­βε­δα­ί­ου καὶ ᾿Ι­ω­άν­νην τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, ἐν τῷ πλο­ί­ῳ με­τὰ Ζε­βε­δα­ί­ου τοῦ πα­τρὸς αὐ­τῶν, κα­ταρ­τί­ζον­τας τὰ δί­κτυ­α αὐ­τῶν· καὶ ἐ­κά­λε­σεν αὐ­το­ύς. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τῶν, ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ πε­ρι­ῆ­γεν ὅ­λην τὴν Γα­λι­λα­ί­αν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς δι­δά­σκων ἐν ταῖς συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν, καὶ κη­ρύσ­σων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον τῆς βα­σι­λε­ί­ας, καὶ θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον καὶ πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ἐν τῷ λα­ῷ.
                                                                                 (Ματθ. δ΄[4] 18 – 23)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Κα­θὼς ὁ Ἰ­η­σοῦς περ­πα­τοῦ­σε κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα τῆς Γα­λι­λαίας, εἶ­δε δυ­ὸ ἀ­δελ­φούς, τὸν Σί­μω­να, τὸν ὁποῖο κα­τό­πιν ὀ­νό­μα­σε Πέ­τρο, καὶ τὸν Ἀν­δρέ­α τὸν ἀ­δελ­φό του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­ρι­χναν δί­χτυ­α στὴ θά­λασ­σα, δι­ό­τι ἦ­ταν ψα­ρά­δες. Καὶ τοὺς λέ­ει: Ἀ­κο­λου­θῆ­στέ με, καὶ θὰ σᾶς κά­νω ἱ­κα­νοὺς νὰ ψα­ρεύ­ε­τε ἀν­τὶ γιὰ ψά­ρια ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τοὺς θὰ ἑλ­κύ­ε­τε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ δί­χτυ­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὰ δί­χτυ­ά τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Κι ἀφοῦ προ­χώ­ρη­σε πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ ἐκεῖ, εἶ­δε ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φούς, τὸν Ἰ­ά­κω­βο, τὸν γιὸ τοῦ Ζε­βε­δαί­ου, καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν ἀ­δελ­φό του, νὰ ἑ­τοι­μά­ζουν τὰ δί­χτυ­ά τους μέ­σα στὸ πλοῖ­ο μα­ζὶ μὲ τὸν πα­τέ­ρα τους Ζε­βε­δαῖο. Καὶ τοὺς κά­λε­σε. Κι αὐ­τοὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σαν τὸ πλοῖ­ο καὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν.
Καὶ πε­ρι­ό­δευ­ε ὁ Ἰησοῦς ὅ­λη τὴ Γα­λι­λαί­α δι­δά­σκον­τας στὶς συ­να­γω­γές τους, ὅ­που κά­θε Σάβ­βα­το μα­ζεύ­ον­ταν οἱ Ἑ­βραῖ­οι γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ νὰ προ­σευ­χη­θοῦν. Καὶ κή­ρυτ­τε ἐκεῖ τὸ χαρ­μό­συ­νο ἄγ­γελ­μα ὅ­τι πλη­σί­α­ζε ὁ χρό­νος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς βα­σι­λεί­ας, πού θὰ ἔ­φερ­νε στοὺς ἀν­θρώ­πους τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­ση καὶ τὴ χα­ρά. Καὶ θε­ρά­πευ­ε κά­θε εἴ­δους ἀ­σθέ­νεια καὶ ἀ­δι­α­θε­σί­α στὸ λα­ό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου