Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)
(14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἃγιοι πάντες δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρείτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι. Τοι­γα­ροῦν κα ἡ­μεῖς, το­σοῦ­τον ἔ­χον­τες πε­ρι­κε­ί­με­νον ἡ­μῖν νέ­φος μαρ­τύ­ρων, ὄγ­κον ἀ­πο­θέ­με­νοι πάν­τα κα τν εὐ­πε­ρί­στα­τον ἁ­μαρ­τί­αν, δι' ὑ­πο­μο­νῆς τρέ­χω­μεν τν προ­κε­ί­με­νον ἡ­μῖν ἀ­γῶ­να, ἀ­φο­ρῶν­τες ες τν τς πί­στε­ως ἀρ­χη­γὸν κα τε­λει­ω­τὴν Ἰ­η­σοῦν.                                    
                                      (Ἑβρ.ια΄[11] 33 – ιβ΄[12] 2)

Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΖΩΗΣ
«Ἄλ­λοι δὲ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, οὐ προσ­δε­ξά­με­νοι τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρείτ­τω­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν»
Ἡ πρώ­τη Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὴ μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των, δη­λα­δὴ ὅ­λων «τῶν ἁ­παν­τα­χοῦ τῆς οἰ­κου­μέ­νης» γνω­στῶν καὶ ἀ­γνώ­στων ἁ­γί­ων. Πολ­λοὶ ἀπ᾿ αὐ­τούς, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χθη­καν νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη τους, ὑ­πο­βλή­θη­καν σὲ σκλη­ρὰ βα­σα­νι­στή­ρια. Ἀρ­νή­θη­καν νὰ δε­χθοῦν «τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν», νὰ γλυ­τώ­σουν δη­λα­δὴ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια καὶ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή τους. Προ­τί­μη­σαν τὸ μαρ­τύ­ριο, «Ἵ­να κρείτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν», γιὰ νὰ ἀ­να­στη­θοῦν στὴν τε­λι­κὴ ἀ­νά­στα­ση καὶ ὄ­χι νὰ πε­τύ­χουν μιὰ πρό­σκαι­ρη ἀ­πο­κα­τά­στα­ση σ᾿ αὐ­τὴ τὴ ζω­ή.
Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν πῶς ἡ ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ὴ ἐ­νί­σχυ­ε τοὺς Ἁ­γί­ους μπρο­στὰ στὶς κά­θε εἴ­δους δο­κι­μα­σί­ες, καὶ τί ση­μα­σί­α ἔ­χει αὐ­τὸ γιὰ τὴ δι­κή μας ζω­ή.
1. «Προσ­δο­κί­α ἄλ­λης βι­ο­τῆς»
Εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη ἡ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἡ καρ­τε­ρί­α ποὺ ἔ­δει­ξαν οἱ Ἅ­γιοι μπρο­στὰ σὲ κά­θε δυ­σκο­λί­α καὶ κίν­δυ­νο, ἀ­κό­μη καὶ μπρο­στὰ στὸν θά­να­το! Ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὅ­πλι­ζε τὶς ψυ­χές τους μὲ θάρ­ρος καὶ ἀν­δρεί­α ἦ­ταν ἡ ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως καὶ ἡ κλη­ρο­νο­μιὰ τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀ­γα­θῶν. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἔ­με­ναν ἀ­νε­πη­ρέ­α­στοι ἀ­πὸ τὰ θέλ­γη­τρα τοῦ κό­σμου καὶ ἀ­τρό­μη­τοι μπρο­στὰ στὰ φό­βη­τρα τῶν τυ­ράν­νων.
Ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι τὸ μαρ­τύ­ριο τῶν ἑ­πτὰ Μακ­κα­βαί­ων, ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη. Τὰ ἑ­πτὰ αὐ­τὰ ἀ­δέλ­φια προ­τί­μη­σαν νὰ πε­θά­νουν πα­ρὰ νὰ προ­δώ­σουν τὴν πί­στη τῶν πα­τέ­ρων τους. Ὅ­ταν ὁ δή­μιος ἀ­πεί­λη­σε τὸν τρί­το ἀ­δελ­φὸ ὅ­τι θὰ τοῦ κό­ψει τὴ γλώσ­σα καὶ τὰ χέ­ρια, ἐ­κεῖ­νος ἤ­ρε­μος ἀ­πάν­τη­σε: «Ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ἔ­χω τὰ μέ­λη αὐ­τὰ (τὴ γλώσ­σα καὶ τὰ χέ­ρια) καὶ προ­κει­μέ­νου νὰ μεί­νω στὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ ἀ­δι­α­φο­ρῶ γι᾿ αὐ­τά, για­τί ἐλ­πί­ζω ὅ­τι θὰ τὰ λά­βω καὶ πά­λι ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ» (Β' Μακ. ζ'[7] 11). Κι ἡ ἁ­γί­α μη­τέ­ρα τους, ποὺ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μὲ πό­νο τὰ μαρ­τύ­ρια τους, ὄ­χι μό­νο δὲν λύ­γι­σε ἀλ­λὰ στε­κό­ταν μὲ γεν­ναι­ο­ψυ­χί­α καὶ ἐ­νί­σχυ­ε τὰ παι­διά της μὲ λό­για γε­μά­τα πί­στη κι ἐλ­πί­δα. Τοὺς ἔ­λε­γε: Ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς τοῦ κό­σμου, ποὺ ἔ­πλα­σε τὸν ἄν­θρω­πο κι ἔ­δω­σε ζω­ὴ σὲ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα, Αὐ­τὸς θὰ σᾶς χα­ρί­σει καὶ πά­λι κα­τὰ τὴν εὐ­σπλα­χνί­α του πνεῦ­μα καὶ ζω­ή! (Β' Μακ. ζ'[7] 23).
Ἐ­πί­σης ἐν­τυ­πω­σια­κὸ εἶ­ναι καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ δι­καί­ου Ἰ­ώβ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἂν καὶ ἔ­χα­σε ξαφ­νι­κὰ τὴν πε­ρι­ου­σί­α του καὶ ὅ­λα τὰ παι­διά του, ἐν­τού­τοις δὲν ἀ­πελ­πί­στη­κε. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ τὸν ἐ­νί­σχυ­ε ἦ­ταν ἡ πί­στη στὸν Θε­ὸ καὶ ἡ ἐλ­πί­δα στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή. Ἔ­λε­γε: Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὁ Κύ­ριος «ἀ­έν­να­ός ἐ­στιν», δη­λα­δὴ ζεῖ στοὺς αἰ­ῶ­νες καὶ εἶ­ναι Αὐ­τὸς ποὺ θὰ μὲ λυ­τρώ­σει ἀ­πὸ τὰ φο­βε­ρὰ δει­νὰ καὶ θὰ μὲ ἀ­να­στή­σει (Ἰ­ὼβ ιθ΄[19] 25-26). Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δό­ξα­ζε τὸν Θε­ὸ μὲ τὰ γνω­στὰ λό­για του: «Εἴ­η τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας» (Ἰ­ὼβ α'[1] 21).
2. Ἡ ἐλ­πί­δα μας σή­με­ρα.
Ἔ­τσι ζοῦ­σαν οἱ Ἅ­γιοι. Μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως καὶ τὴν προσ­δο­κί­α τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος. Κι αὐ­τὸ τοὺς ἔ­δι­νε δύ­να­μη κι ἐ­νί­σχυ­ση γιὰ νὰ ὑ­περ­νι­κοῦν κά­θε δυ­σκο­λί­α, ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἀ­πει­λὴ τοῦ θα­νά­του. Κι ἂν ἔ­τσι πο­λι­τεύ­ον­ταν ἄν­θρω­ποι ποὺ ἔ­ζη­σαν στὰ χρό­νια τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ἐ­μεῖς ποὺ ζοῦ­με στὴν ἐ­πο­χὴ τῆς χά­ρι­τος, με­τὰ τὸν θρί­αμ­βο τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, κα­λού­μα­στε νὰ ἔ­χου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο στε­ρε­ω­μέ­νη τὴν πί­στη καὶ τὴν ἐλ­πί­δα μας στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Ἐ­κεῖ ποὺ βρί­σκε­ται ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή.
Ἂς στρέ­ψου­με λοι­πὸν τὸ βλέμ­μα μας στὸν οὐ­ρα­νὸ· στὸν τε­λι­κὸ στό­χο καὶ προ­ο­ρι­σμό μας. Ἂν συ­νει­δη­το­ποι­ού­σα­με ποι­ὰ δό­ξα μᾶς ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει ὁ Θε­ὸς ἐ­φό­σον μεί­νου­με ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί του, τό­τε θὰ πε­ρι­φρο­νού­σα­με κά­θε ἐ­πί­γεια δό­ξα καὶ πρό­σκαι­ρη ἀ­πό­λαυ­ση καὶ θὰ ὑ­πο­μέ­να­με μὲ καρ­τε­ρί­α κά­θε τα­λαι­πω­ρί­α. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι «οὐκ ἄ­ξια τὰ πα­θή­μα­τα τοῦ νῦν και­ροῦ πρὸς τὴν μέλ­λου­σαν δό­ξαν ἀ­πο­κα­λυ­φθῆ­ναι εἰς ἡ­μᾶς»· ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ἄ­ξια τὰ ὅ­σα πά­σχου­με καὶ ὑ­πο­φέ­ρου­με στὴν πα­ροῦ­σα ζω­ὴ σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὴ δό­ξα ποὺ πρό­κει­ται νὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ γιὰ νὰ μᾶς δο­θεῖ στὴ μέλ­λου­σα ζω­ὴ (Ρωμ. η΄[8] 18). Ἂς δε­χό­μα­στε λοι­πὸν ὅ­σα ἐ­πι­τρέ­πει ὁ Θε­ὸς μὲ ἀ­κλό­νη­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γα­θὴ Πρό­νοι­ά του κι ἂς κά­νου­με ὑ­πο­μο­νή, δι­ό­τι, ὅ­πως λέ­γει πά­λι ὁ ἴ­διος θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος, «τὸ πα­ραυ­τί­κα ἐλαφρὸν τῆς θλί­ψε­ως ἡ­μῶν καθ᾿ ὑ­περ­βο­λὴν εἰς ὑ­περ­βο­λὴν αἰ­ώ­νιον βά­ρος δό­ξης κα­τερ­γά­ζε­ται ἡ­μῖν»· δη­λα­δή, οἱ θλί­ψεις μας ποὺ γρή­γο­ρα περ­νοῦν καὶ εἶ­ναι γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­λα­φρές, ἑ­τοι­μά­ζουν σὲ ὑ­περ­βο­λι­κὰ με­γά­λο βαθ­μὸ αἰ­ώ­νιο βά­ρος δό­ξας σὲ μᾶς (Β' Κορ. δ' [4] 17).
Α­ξί­ζει πράγ­μα­τι νὰ με­λε­τοῦ­με συ­χνὰ τὴ ζω­ὴ τῶν Ἁ­γί­ων, ὥ­στε οἱ ψυ­χές μας νὰ λαμ­βά­νουν θάρ­ρος, ἐ­νί­σχυ­ση καὶ πολ­λὴ πνευ­μα­τι­κὴ ὠ­φέ­λεια. Κα­θὼς λοι­πὸν ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α σή­με­ρα τι­μᾶ τὴ μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των, εἶ­ναι εὐ­και­ρί­α νὰ στρέ­ψου­με τὸ νοῦ καὶ τὴν καρ­διά μας στοὺς ἥ­ρω­ες αὐ­τοὺς τῆς πί­στε­ως καὶ νὰ τοὺς πα­ρα­κα­λέ­σου­με νὰ πρε­σβεύ­ουν γιὰ ὅ­λους ἐ­μᾶς, ὥ­στε νὰ τοὺς μι­μη­θοῦ­με στὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴ στα­θε­ρό­τη­τά τους καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ κλη­ρο­νο­μή­σου­με μα­ζί τους τὴν ἄ­φθαρ­τη δό­ξα καὶ χα­ρὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, τὴν αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ!       
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Επεν Κύριος τος αυτο μαθητας. Πς ον ­στις ­μο­λο­γ­σει ν ­μο μ­προ­σθεν τν ν­θρ­πων, ­μο­λο­γ­σω κ­γ ν α­τ μ­προ­σθεν το πα­τρς μου το ν ο­ρα­νος· ­στις δ' ν ρ­ν­ση­τα με μ­προ­σθεν τν ν­θρ­πων, ρ­ν­σο­μαι α­τν κ­γ μ­προ­σθεν το πα­τρς μου το ν ο­ρα­νος. φι­λν πα­τ­ρα μη­τ­ρα ­πρ ­μ οκ ­στι μου ­ξι­ος· κα φι­λν υ­ν θυ­γα­τ­ρα ­πρ ­μ οκ ­στι μου ­ξι­ος· κα ς ο λαμ­β­νει τν σταυ­ρν α­το κα ­κο­λου­θε ­π­σω μου, οκ ­στι μου ­ξι­ος. Ττε ­πο­κρι­θες Πτρος ε­πεν α­τ· ­δο ­μες ­φ­κα­μεν πν­τα κα ­κο­λου­θ­σα­μν σοι· τ ­ρα ­σται ­μν; δ ­η­σος ε­πεν α­τος· ­μν λ­γω ­μν ­τι ­μες ο ­κο­λου­θ­σαν­τς μοι, ν τ πα­λιγ­γε­νε­σ­, ­ταν κα­θ­σ υ­ς το ν­θρ­που ­π θρ­νου δ­ξης α­το, κα­θ­σε­σθε κα ­μες ­π δ­δε­κα θρ­νους κρ­νον­τες τς δ­δε­κα φυ­λς το σ­ρα­λ. κα πς ς ­φ­κεν ο­κ­ας ­δελ­φος ­δελ­φς πα­τ­ρα μη­τ­ρα γυ­να­­κα τ­κνα ­γρος ­νε­κεν το ὀ­νό­μα­τός μου, ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λή­ψε­ται κα ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σει. Πολ­λοὶ δ ἔ­σον­ται πρῶ­τοι ἔ­σχα­τοι κα ἔ­σχα­τοι πρῶ­τοι.            
       (Ματθ.ι΄[10] 32 – 33, 37 – 38, ιθ΄[19] 27 – 30)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πε Κύ­ριος στούς μα­θη­τές του. Κα­θέ­νας πού θὰ μὲ ὁ­μο­λο­γή­σει ὡς Σω­τή­ρα του καὶ Θε­ὸ του μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους πού κα­τα­δι­ώ­κουν τὴν πί­στη μου, θὰ τὸν ὁ­μο­λο­γή­σω κι ἐ­γώ ὡς δι­κό μου πι­στὸ μπρο­στὰ στὸν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ μὲ ἀρ­νη­θεῖ ὡς Θε­άν­θρω­πο Σω­τή­ρα μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους, αὐ­τὸν θὰ τὸν ἀρ­νη­θῶ κι ἐ­γώ καὶ δὲν θὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σω ὡς δι­κό μου μπρο­στὰ στὸν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­γα­πᾶ τὸν πα­τέ­ρα του ἢ τὴ μη­τέ­ρα του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μέ­να, καὶ μὲ ἀρ­νεῖ­ται γιὰ νὰ μὴ χω­ρι­σθεῖ ἀ­πό τους γο­νεῖς του, δὲν ἀ­ξί­ζει γιὰ μέ­να. Κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ τὸ γιό του ἢ τὴν κό­ρη του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μέ­να, δὲν εἶ­ναι ἄ­ξιος νὰ λέ­γε­ται μα­θη­τής μου. Κι ἐ­κεῖ­νος που δὲν παίρ­νει τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ ὑ­πο­στεῖ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το καὶ δὲν ἀ­κο­λου­θεῖ πί­σω μου μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή, δὲν μι­μεῖ­ται δη­λα­δὴ σὲ ὅ­λα τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου, δὲν ἀ­ξί­ζει γιὰ μέ­να. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Νά, ἐ­μεῖς ὅ­λα τὰ ἀ­φή­σα­με καὶ σὲ ἀ­κο­λου­θή­σα­με. Τί ἄ­ρα­γε θὰ μᾶς δο­θεῖ ὡς ἀ­μοι­βή; Κι ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς εἶ­πε: Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι ἐ­σεῖς πού μὲ ἀ­κο­λου­θή­σα­τε, ὅ­ταν ξα­να­γεν­νη­θεῖ ὁ κό­σμος καὶ θὰ ἔ­χει συν­τε­λε­σθεῖ ἡ ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, ὁπό­τε θὰ  κα­θί­σει ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἄν­θρω­που σὲ θρό­νο λαμ­πρό, ἀν­τά­ξιο τῆς δό­ξας του, θὰ κα­θί­σε­τε κι ἐ­σεῖς σὲ δώ­δε­κα θρό­νους δι­κά­ζον­τας τὶς δώ­δε­κα φυ­λὲς το­ῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Καὶ κα­θέ­νας πού ἄ­φη­σε σπί­τια ἢ ἀ­δελ­φοὺς ἢ ἀ­δελ­φὲς ἢ πα­τέ­ρα ἢ μη­τέ­ρα ἢ γυ­ναῖ­κα ἢ παι­διὰ ἢ χω­ρά­φια γιὰ νὰ μεί­νει ἑ­νω­μέ­νος καὶ νὰ μὴ χω­ρι­σθεῖ ἀ­πὸ μέ­να, θὰ πά­ρει ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρα σ' αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει καὶ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Πολ­λοὶ μά­λι­στα πού εἶ­ναι στὸν κό­σμο αὐ­τὸ πρῶ­τοι, θὰ εἶ­ναι στὸν ἄλ­λο κό­σμο τε­λευ­ταῖ­οι, καὶ πολ­λοὶ τε­λευ­ταῖ­οι θὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ πρῶ­τοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου