Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)
(31 ΜΑΪΟΥ 2020)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.                 
     (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
«Εἰ­σε­λεύ­σον­ται... λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου»
Τι­μᾶ σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α τοὺς 318 ἁ­γί­ους καὶ θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες τῆς Α’ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νῆλ­θαν στὴ Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας τὸ 325 μ.Χ. μὲ σκο­πὸ νὰ κα­τα­δι­κά­σουν τὴ φο­βε­ρὴ αἵ­ρε­ση τοῦ θε­ο­μά­χου Ἀ­ρεί­ου καὶ νὰ ἀ­σφα­λί­σουν τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο ποί­μνιο στὴν ὁ­δὸ τῆς ἀ­λη­θεί­ας.
Τὰ ἱ­ε­ρὰ Ἀ­να­γνώ­σμα­τα καὶ οἱ ὕ­μνοι τῆς ἡ­μέ­ρας πρὸς τι­μήν τους ἔ­χουν κα­θι­ε­ρω­θεῖ. Εἶ­ναι δὲ πο­λὺ ἐ­πί­και­ρος ὁ λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα: «Προ­σέ­χε­τε», λέ­ει ὁ ἀ­κού­ρα­στος Ἀ­πό­στο­λος ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου· «ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λεύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου»· γνω­ρί­ζω κα­λὰ ὅ­τι με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σή μου θὰ εἰ­σβά­λουν ἀ­νά­με­σα σας ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι σὰν ἄ­γριοι καὶ σκλη­ροὶ λύ­κοι, ποὺ θὰ δι­αρ­πά­ζουν ἀ­λύ­πη­τα τὸ ποί­μνιο βλά­πτον­τας καὶ ἀ­φα­νί­ζον­τας τὶς ψυ­χὲς τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των.
Αὐ­τὸς ὁ θε­ό­πνευ­στος ἀ­πο­στο­λι­κὸς λό­γος μᾶς δί­νει τὴν ἀ­φορ­μὴ πρῶ­τον, νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὸν κίν­δυ­νο τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καὶ δεύ­τε­ρον, νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σου­με τὸ δι­κό μας χρέ­ος ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ τοῦ κιν­δύ­νου.

1. «Λύ­κοι βα­ρεῖς»
Δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἡ εἰ­κό­να τῶν ἄ­γρι­ων λύ­κων ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, γιὰ νὰ πα­ρα­στή­σει τὸν κίν­δυ­νο ἀ­πὸ τὴν εἰ­σβο­λὴ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἄλ­λω­στε ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος εἶ­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει «λύ­κους ἅρ­πα­γες» τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς καὶ μά­λι­στα εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει τοὺς μα­θη­τές του νὰ προ­σέ­χουν, δι­ό­τι οἱ ἁρ­πα­κτι­κοὶ αὐ­τοὶ λύ­κοι ἐμ­φα­νί­ζον­ται «ἐν ἐν­δύ­μα­σι προ­βά­των», δη­λα­δὴ μὲ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ μορ­φὴ τῆς ἀ­θω­ό­τη­τας καὶ τῆς ἡ­με­ρό­τη­τας τοῦ προ­βά­του (Ματθ. ζ'[7] 15)!
Πό­σο ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ ἐ­πί­και­ροι ἀ­κού­γον­ται καὶ σή­με­ρα αὐ­τοὶ οἱ λό­γοι! Πλῆ­θος αἱ­ρέ­σε­ων καὶ πλα­νε­μέ­νων πα­ρα­θρη­σκευ­τι­κῶν ὁ­μά­δων δι­εισ­δύ­ουν μέ­σα στὴ σύγ­χρο­νη πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὴ καὶ συγ­κρη­τι­στι­κὴ κοι­νω­νί­α μας καὶ προ­βάλ­λουν τὶς δι­ε­στραμ­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τους μὲ τρό­πο πει­στι­κὸ καὶ ἑλ­κυ­στι­κό. Εἶ­ναι οἱ Πα­πι­κοὶ καὶ Οὐ­νί­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι, πα­ρὰ τὴν ἐμ­μο­νή τους σὲ σο­βα­ρὲς αἱ­ρε­τι­κὲς πλά­νες, δι­α­δί­δουν ὅ­τι δὲν ἔ­χου­με πολ­λὲς δι­α­φο­ρὲς καὶ συμ­με­τέ­χουν κά­πο­τε καὶ σὲ θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες τῶν Ὀρ­θό­δο­ξων, καὶ προ­σέρ­χον­ται ἀ­κό­μη καὶ γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σουν! Εἶ­ναι οἱ Προ­τε­στάν­τες καὶ μά­λι­στα οἱ Πεν­τη­κο­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ δω­ρε­ὰν δι­α­νο­μὴ ἐν­τύ­πων καὶ βι­βλί­ων, μὲ ρα­δι­ο­φω­νι­κὲς ἐκ­πομ­πὲς καὶ ἄλ­λες συ­στη­μα­τι­κὲς με­θό­δους προ­σπα­θοῦν ὕ­που­λα νὰ προ­ση­λυ­τί­σουν ἀ­νύ­πο­πτους συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἀ­κό­μη πιὸ ὕ­που­λοι εἶ­ναι οἱ γνω­στοὶ «Μάρ­τυ­ρες τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ» μὲ τὴν ἀν­τι­χρι­στι­α­νι­κὴ καὶ ἀν­τε­θνι­κὴ προ­πα­γάν­δα τους, ἀλ­λὰ καὶ οἱ 500 καὶ πλέ­ον νε­ο­φα­νεῖς αἱ­ρέ­σεις καὶ πα­ρα­θρη­σκεῖ­ες, ποὺ δροῦν ἀ­νε­νό­χλη­τες στὴν Πα­τρί­δα μας μὲ τὴ μορ­φὴ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κῶν, ἀν­θρω­πι­στι­κῶν ἢ κοι­νω­νι­κῶν σω­μα­τεί­ων, καὶ δη­μι­ουρ­γοῦν, πολ­λὲς ἀ­π’ αὐ­τές, ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἐ­ξάρ­τη­ση στοὺς ὀ­πα­δούς τους...
Ὁ κίν­δυ­νος εἶν­σι με­γά­λος. Ὅ­ποι­ος μπλε­χτεῖ στὰ δί­χτυ­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ λυ­τρω­τι­κὸ χῶ­ρο τῆς χά­ρι­τός της. Δι­ό­τι, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ ἅ­γιος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Κυ­πρια­νός, «Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α»!
2. Γρη­γο­ρεῖ­τε!
Ποι­ὸ εἶ­ναι λοι­πὸν τὸ δι­κό μας χρέ­ος ἀ­πέ­ναν­τι στὸν ὁ­ρα­τὸ αὐ­τὸ κίν­δυ­νο τῶν αἱ­ρέ­σε­ων;
Τὸ πρῶ­το ποὺ χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι ἡ ἐ­γρή­γορ­ση. «Γρη­γο­ρεῖ­τε!», φώ­να­ζε τό­τε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς ποι­μέ­νες τῆς Ἐ­φέ­σου καὶ μέ­σῳ αὐ­τῶν σὲ ὅ­λους μας. Νὰ εἶ­στε ξύ­πνιοι, σὲ ἐ­πι­φυ­λα­κή. Εἶ­ναι λοι­πὸν ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ προ­σέ­χου­με καὶ μεῖς πο­λύ, γιὰ νὰ μὴ δε­χό­μα­στε τί­πο­τε αἱ­ρε­τι­κό. Ὅ­πως ἐ­ξε­τά­ζου­με τὶς τρο­φές, ὥ­στε νὰ μὴν εἶ­ναι ἀλ­λοι­ω­μέ­νες ἢ δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νες, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὀ­φεί­λου­με νὰ δι­α­φυ­λάτ­του­με τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο δόγ­μα καὶ ἦ­θος ἀ­πὸ κά­θε ἀλ­λοί­ω­ση, νο­θεί­α καὶ πα­ρα­χά­ρα­ξη. Μό­νο ὅ,τι εἶ­ναι γνή­σιο κι ἀ­λη­θι­νό, ἔ­χει ἀ­ξί­α. Ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο εἶ­ναι ψεύ­τι­κο, ἄ­χρη­στο καὶ πο­λὺ βλα­βε­ρό!
Ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας, νὰ με­λε­τοῦ­με τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ κα­θὼς καὶ βι­βλί­α μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν Ἁ­γί­ων καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὥ­στε νὰ εἴ­μα­στε σὲ θέ­ση νὰ δι­α­κρί­νου­με τὴν ἀ­λή­θεια ἀ­πὸ τὴν πλά­νη. Μπο­ροῦ­με ἐ­πί­σης νὰ βροῦ­με κα­τάλ­λη­λα ἀν­τι­αι­ρε­τι­κὰ βι­βλί­α καὶ Ὀρ­θό­δο­ξες ἱ­στο­σε­λί­δες, ποὺ ἐ­νη­με­ρώ­νουν γιὰ τὶς πλά­νες τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καὶ τὴν ὕ­που­λη προ­ση­λυ­τι­στι­κὴ δρά­ση τους, ὥ­στε κι ἐ­μεῖς νὰ εἴ­μα­στε ἐ­νη­με­ρω­μέ­νοι καὶ ἄλ­λους νὰ μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­φω­τί­ζου­με.
Ὁ Κύ­ριος μᾶς ζη­τᾶ νὰ ἀ­γα­πᾶ­με ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἂν κά­τι ἀ­πο­στρε­φό­μα­στε δὲν εἶ­ναι οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, ἀλ­λὰ οἱ φρι­κτὲς αἱ­ρέ­σεις ποὺ ὑ­πο­στη­ρί­ζουν καὶ ἡ δι­ά­σπα­ση τῆς ἑ­νό­τη­τος τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­φέ­ρουν στὸ Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες ἔ­δω­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στὸ θέ­μα «αἵ­ρε­ση» καὶ ἀ­γω­νί­στη­καν μὲ τὴν «σφεν­δό­νη τοῦ Πνεύ­μα­τος» καὶ ὅ­λες τους τὶς δυ­νά­μεις, ὥ­στε νὰ δι­ώ­ξουν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν ποί­μνη τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς «βα­ρεῖς καὶ λοι­μώ­δεις λύ­κους». Ἂς τοὺς πα­ρα­κα­λοῦ­με νὰ πρε­σβεύ­ουν καὶ γιὰ ὅ­λους ἐ­μᾶς, ὥ­στε νὰ μέ­νου­με στα­θε­ροὶ κι ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στὴν πί­στη τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας καὶ ἄ­γρυ­πνοι θε­μα­το­φύ­λα­κες τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς της.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.                            
           (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ἡ ὥρα πού ἡ σοφία σου ὅ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ ὁ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ἀ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ἡ ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ἀ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπ’ αὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ' ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ἔ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ' αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄνθρω­ποι συ­νε­χῶς ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ἔ­χον­τας ζων­τα­νὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ' αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τους κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γι' αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ' αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ’ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου