ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(3 ΜΑΪΟΥ 2020)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν
πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ
αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν
εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν
τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους
ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ
τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου
προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους·
καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου,
καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ
Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων,
καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ
ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα,
πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
(Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)
ΕΥΧΡΗΣΤΟΙ ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Ἐπισκέψασθε, ἀδελφοί,
ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας
Τὸ σημερινὸ
Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» μᾶς μεταφέρει
στὴν ἱερὴ καὶ ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων
καὶ μᾶς περιγράφει ἕνα πράγματι ἀξιοσημείωτο περιστατικό: τὴν ἐκλογὴ
τῶν ἑπτὰ διακόνων. Ὅταν δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι διαπίστωσαν ὅτι
λόγῳ τοῦ αὐξανόμενου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦταν δυνατὸν
νὰ διακονοῦν στὸ ἔργο τῆς λατρείας καὶ τοῦ κηρύγματος καὶ παράλληλα
νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν καθημερινὴ σίτιση τῶν χριστιανῶν στὰ κοινὰ γεύματα
ἢ δεῖπνα, ποὺ συνήθιζαν τότε νὰ προσφέρουν, ἀποφάσισαν νὰ συγκαλέσουν
ὅλους τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ νὰ ἐκλέξουν ἑπτὰ
κατάλληλους ἄνδρες, γιὰ νὰ τοὺς ἀναθέσουν τὸ ὑπεύθυνο αὐτὸ ἔργο.
Ἡ ἐνέργεια
αὐτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε κι ἐμεῖς γιατί
εἶναι ἀναγκαῖο νὰ βοηθοῦμε στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποιοὶ εἶναι
κατάλληλοι γιὰ νὰ διακονοῦν στὰ ἔργα αὐτά.
1. Ἐνεργὰ μέλη
τῆς Ἐκκλησίας
Βασικὴ ἀποστολὴ
τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαβάζουμε καὶ στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή,
εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ διακονία τοῦ λόγου. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ θεία
Λατρεία καὶ τὸ κήρυγμα, διακονίες ἱερὲς οἱ ὁποῖες ἀνατίθενται ἀπό
τους ἐπισκόπους σὲ ἀνθρώπους μὲ εἰδικὴ κλήση ἀπὸ τὸν Θεό, κληρικοὺς
ἢ καὶ λαϊκοὺς θεολόγους, στὴν κάθε ἐνορία ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες
μορφὲς διακονίας. Τὸ φιλόπτωχο μὲ ὅλες τὶς δραστηριότητές του, οἱ
κατηχητικὲς συνάξεις γιὰ μικροὺς καὶ μεγάλους, οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ
πνευματικοῦ κέντρου κλπ. Ἐπίσης ὑπάρχουν καὶ πρακτικὲς ἀνάγκες, ὅπως
π.χ. ἡ τάξη καὶ ἡ εὐπρέπεια μέσα στὸν ἱερὸ Ναό, ἡ συντήρηση καὶ ἡ μέριμνα
γιὰ τὴν καλὴ λειτουργία του, καὶ τόσα ἄλλα...
Εὔκολα γίνεται
ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἱερεῖς δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἀναλάβουν μόνοι τους ὅλα
αὐτά, διότι τελικὰ αὐτὸ θὰ ἀποβεῖ εἰς βάρος τοῦ πνευματικοῦ τους ἔργου.
Αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν κίνδυνο εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ δήλωσαν:
«Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν
τραπέζαις», δηλαδὴ δὲν μᾶς φαίνεται σωστὸ νὰ ἀφήσουμε τὸ κήρυγμα
τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια φαγητοῦ. Συνεπῶς
τὸ πολύπτυχο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ποικίλες ἀνάγκες ποὺ δημιουργοῦνται
σ᾿ αὐτὸ ἀποτελοῦν ἕνα βασικὸ λόγο καὶ γιὰ τὴ δική μας δραστηριοποίηση.
Ὑπάρχει ὅμως
κι ἕνας δεύτερος βαθύτερος λόγος, γιὰ νὰ βοηθοῦμε στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «οἱ πολλοὶ ἕν
σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ᾿ εἷς ἀλλήλων μέλη»· δηλαδή, οἱ πολλοὶ
πιστοὶ στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε ἕνα σῶμα ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεώς μας μὲ
τὸν Χριστό, καὶ ὁ καθένας μας εἴμαστε μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Συνεπῶς
ὀφείλουμε νὰ συνεργαζόμαστε καὶ νὰ ὑπηρετεῖ ὁ καθένας μὲ τὰ χαρίσματά
του ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας (Ρωμ. ιβ'[12] 5).
Ἄραγε ὅμως εἴμαστε κατάλληλοι
γιὰ συνεργάτες στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας;
2. «Πλήρεις Πνεύματος
Ἁγίου»
Γιὰ νὰ λάβουμε
ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά μας, ἂς δοῦμε ποιὰ κριτήρια ἔθεσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι
γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων. Πρῶτον,
ζήτησαν ἀπό τους πιστοὺς νὰ ἐκλέξουν «ἄνδρας μαρτυρουμένους ἑπτά»,
ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἑπτὰ διάκονοι, ποὺ θὰ ἐκλέγονταν, ἔπρεπε νὰ ἦσαν
ἀποδεκτοὶ καὶ ἀγαπητοὶ ἀπό τοὺς πιστούς, νὰ εἶχαν δηλαδὴ τὴν «ἔξωθεν
καλὴν μαρτυρίαν». Τέτοιοι πρέπει νὰ εἶναι ὅλοι, ὅσοι βοηθοῦν στὰ ἔργα
τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνθρωποι πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς, μὲ ἀκέραιο χαρακτήρα
καὶ ὑποδειγματικὸ ἦθος, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλίζουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὴ
ζωή τους, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοὺς οἰκοδομοῦν καὶ νὰ τοὺς στηρίζουν (πρβλ.
Α΄ Τιμ. γ'[3] 7-10).
Δεύτερον,
οἱ ἑπτὰ διάκονοι ποὺ ἐξέλεξαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔπρεπε νὰ ἦσαν
«πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας», δηλαδὴ γεμάτοι ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα
καὶ σύνεση. Πράγματι. Καθένας ποὺ ἔχει ὑπεύθυνη θέση μέσα στὴν Ἐκκλησία
ὀφείλει νὰ ἐνεργεῖ μὲ σύνεση καὶ διάκριση, ὥστε νὰ μὴν ἀδικεῖ καὶ
νὰ μὴν προσβάλλει τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν προκαλοῦνται παράπονα καὶ παρεξηγήσεις.
Κυρίως ὅμως ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τὴν ψυχή του μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν
προσευχὴ καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ ἔτσι, ὥστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ πλημμυρίζει
ὅλη τὴν ὕπαρξή του καὶ Αὐτὸ νὰ τὸν φωτίζει καὶ νὰ τὸν καθοδηγεῖ σὲ κάθε
ἔργο του.
Κάνει ἐντύπωση
τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀκόμη καὶ γιὰ ἔργα ποὺ θεωροῦνται
τεχνικῆς φύσεως, ὅπως π.χ. ἡ διανομὴ φαγητοῦ, ζήτησαν νὰ ἐκλεγοῦν
ἄνθρωποι μὲ εἰδικὲς προϋποθέσεις καὶ ἐξαίρετα πνευματικὰ προσόντα,
«πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας». Ἂς προσευχόμαστε θερμά, ὥστε
ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ ἀναδεικνύει πάντοτε τέτοιους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν
τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἂς φιλοτιμούμαστε ὅσοι ὑπηρετοῦμε σὲ
κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔργα νὰ δείχνουμε προθυμία στὸ ἔργο αὐτό, μὲ συναίσθηση
τῆς ἱερότητάς του καὶ μὲ σύνεση καὶ πλούσιο τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος
τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας
σινδόνα
καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε
λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν
ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου
τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου
καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν
ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι
θεωροῦσιν
ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.
καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον
νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν,
καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς·
Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν
τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ' ὑπάγετε
εἴπατε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν·
ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου·
εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος
καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16]
1 – 8)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό ἦλθε ὁ Ἰωσὴφ πού καταγόταν ἀπ' τὴν πόλη Ἀριμαθαία, ἕνα σεβαστὸ
καὶ ἐπίσημο μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, πού εἶχε πιστέψει κι αὐτὸς
στὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ περίμενε τὴ βασιλεία
αὐτὴ χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ἐλπίδα του ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ· αὐτὸς
λοιπὸν τόλμησε καὶ παρουσιάστηκε στὸν Πιλάτο καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ. Ὁ Πιλάτος μάλιστα ἔμεινε ἔκπληκτος κι ἀπόρησε πού τόσο γρήγορα
εἶχε κιόλας πεθάνει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο,
τὸν ρώτησε ἐὰν εἶχε ὥρα πολλὴ πού πέθανε. Κι ὅταν ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο
ὅτι πραγματικὰ πέθανε ὁ Ἰησοῦς, χάρισε τὸ σῶμα του στὸν Ἰωσήφ. Κι
ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀγόρασε καινούργιο καὶ ἀμεταχείριστο σεντόνι καὶ κατέβασε
τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν σταυρό, τύλιξε τὸ σῶμα του στὸ σεντόνι καὶ τὸν ἔβαλε
κάτω σ' ἕνα μνημεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν σκαλισμένο μέσα στὸ βράχο· καὶ κύλισε
ἕνα μεγάλο λίθο πάνω στὸ στόμιο τοῦ μνημείου κλείνοντας ἔτσι τὴν εἴσοδο
τοῦ μνημείου. Στὸ μεταξὺ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν
προσεκτικὰ καὶ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ποῦ τοποθετήθηκε τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ πέρασε
τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου
καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιὰ νὰ ἔλθουν
τὸ πρωὶ στὸν τάφο καὶ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς
πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά
διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν᾿ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁρίζοντα. Κι
ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει
τὴ μεγάλη πέτρα μακριὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Μόλις ὅμως ἔστρεψαν
τὰ μάτια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριὰ
ἀπ’ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦταν
πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μετακινηθεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆκαν στὸ
μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στὰ δεξιὰ τοῦ μνημείου καὶ ἦταν ντυμένος
μὲ λευκή στολή, καὶ γέμισαν μὲ τρόμο καὶ κατάπληξη. Αὐτὸς ὅμως τοὺς
εἶπε: Μὴν τρομάζετε καὶ μὴ φοβάστε.
Ξέρω ποιὸν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε.
Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανὸ τὸ μέρος πού τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε
καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη
παρηγοριᾶς καὶ βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιὰ τὴν ἄρνησή του, ὅτι
πηγαίνει πρὶν ἀπό σᾶς στὴ Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θὰ
τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν
ἀπὸ τὸ μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καὶ ἔκσταση. Δὲν εἶπαν ὅμως
τίποτε σὲ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου