Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
 (3 ΜΑΪΟΥ 2020)


  
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας τα­ύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.      
 (Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)  

ΕΥΧΡΗΣΤΟΙ ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου καὶ σο­φί­ας
Τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­πὸ τὶς «Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων» μᾶς με­τα­φέ­ρει στὴν ἱ­ε­ρὴ καὶ ἐν­θου­σι­ώ­δη ἀ­τμό­σφαι­ρα τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων καὶ μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἕ­να πράγ­μα­τι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το πε­ρι­στα­τι­κό: τὴν ἐ­κλο­γὴ τῶν ἑ­πτὰ δι­α­κό­νων. Ὅ­ταν δη­λα­δὴ οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι δι­α­πί­στω­σαν ὅ­τι λό­γῳ τοῦ αὐ­ξα­νό­με­νου ἀ­ριθ­μοῦ τῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ δι­α­κο­νοῦν στὸ ἔρ­γο τῆς λα­τρεί­ας καὶ τοῦ κη­ρύγ­μα­τος καὶ πα­ράλ­λη­λα νὰ φρον­τί­ζουν γιὰ τὴν κα­θη­με­ρι­νὴ σί­τι­ση τῶν χρι­στια­νῶν στὰ κοι­νὰ γεύ­μα­τα ἢ δεῖ­πνα, ποὺ συ­νή­θι­ζαν τό­τε νὰ προ­σφέ­ρουν, ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ συγ­κα­λέ­σουν ὅ­λους τοὺς πι­στοὺς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καὶ νὰ ἐ­κλέ­ξουν ἑ­πτὰ κα­τάλ­λη­λους ἄν­δρες, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­να­θέ­σουν τὸ ὑ­πεύ­θυ­νο αὐ­τὸ ἔρ­γο.
Ἡ ἐ­νέρ­γεια αὐ­τὴ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων μᾶς δί­νει τὴν ἀ­φορ­μὴ νὰ δοῦ­με κι ἐ­μεῖς για­τί εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ βο­η­θοῦ­με στὰ ἔρ­γα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ποι­οὶ εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λοι γιὰ νὰ δι­α­κο­νοῦν στὰ ἔρ­γα αὐ­τά.
1. Ἐ­νερ­γὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
Βα­σι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με καὶ στὴ ση­με­ρι­νὴ ἀ­πο­στο­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, εἶ­ναι ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ δι­α­κο­νί­α τοῦ λό­γου. Ἐ­κτὸς ὅ­μως ἀ­πὸ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α καὶ τὸ κή­ρυγ­μα, δι­α­κο­νί­ες ἱ­ε­ρὲς οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­τί­θεν­ται ἀ­πό τους ἐ­πι­σκό­πους σὲ ἀν­θρώ­πους μὲ εἰ­δι­κὴ κλή­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, κλη­ρι­κοὺς ἢ καὶ λα­ϊ­κοὺς θε­ο­λό­γους, στὴν κά­θε ἐ­νο­ρί­α ὑ­πάρ­χουν καὶ πολ­λὲς ἄλ­λες μορ­φὲς δι­α­κο­νί­ας. Τὸ φι­λό­πτω­χο μὲ ὅ­λες τὶς δρα­στη­ρι­ό­τη­τές του, οἱ κα­τη­χη­τι­κὲς συ­νά­ξεις γιὰ μι­κροὺς καὶ με­γά­λους, οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ κέν­τρου κλπ. Ἐ­πί­σης ὑ­πάρ­χουν καὶ πρα­κτι­κὲς ἀ­νάγ­κες, ὅ­πως π.χ. ἡ τά­ξη καὶ ἡ εὐ­πρέ­πεια μέ­σα στὸν ἱ­ε­ρὸ Να­ό, ἡ συν­τή­ρη­ση καὶ ἡ μέ­ρι­μνα γιὰ τὴν κα­λὴ λει­τουρ­γί­α του, καὶ τό­σα ἄλ­λα...
Εὔ­κο­λα γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὸ ὅ­τι οἱ ἱ­ε­ρεῖς δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ ἀ­να­λά­βουν μό­νοι τους ὅ­λα αὐ­τά, δι­ό­τι τε­λι­κὰ αὐ­τὸ θὰ ἀ­πο­βεῖ εἰς βά­ρος τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ τους ἔρ­γου. Αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸν κίν­δυ­νο εἶ­δαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι καὶ δή­λω­σαν: «Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λεί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις», δη­λα­δὴ δὲν μᾶς φαί­νε­ται σω­στὸ νὰ ἀ­φή­σου­με τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦ­με σὲ τρα­πέ­ζια φα­γη­τοῦ. Συ­νε­πῶς τὸ πο­λύ­πτυ­χο ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ οἱ ποι­κί­λες ἀ­νάγ­κες ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν­ται σ᾿ αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να βα­σι­κὸ λό­γο καὶ γιὰ τὴ δι­κή μας δρα­στη­ρι­ο­ποί­η­ση.
Ὑ­πάρ­χει ὅ­μως κι ἕ­νας δεύ­τε­ρος βα­θύ­τε­ρος λό­γος, γιὰ νὰ βο­η­θοῦ­με στὰ ἔρ­γα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­ναι αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ποὺ γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­τι «οἱ πολ­λοὶ ἕν σῶ­μά ἐ­σμεν ἐν Χρι­στῷ, ὁ δὲ καθ᾿ εἷς ἀλ­λή­λων μέ­λη»· δη­λα­δή, οἱ πολ­λοὶ πι­στοὶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α εἴ­μα­στε ἕ­να σῶ­μα ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἑ­νώ­σε­ώς μας μὲ τὸν Χρι­στό, καὶ ὁ κα­θέ­νας μας εἴ­μα­στε μέ­λη ὁ ἕ­νας τοῦ ἄλ­λου. Συ­νε­πῶς ὀ­φεί­λου­με νὰ συ­νερ­γα­ζό­μα­στε καὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ ὁ κα­θέ­νας μὲ τὰ χα­ρί­σμα­τά του ὅ­λο τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (Ρωμ. ι­β'[12] 5).
Ἄ­ρα­γε ὅ­μως εἴ­μα­στε κα­τάλ­λη­λοι γιὰ συ­νερ­γά­τες στὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;
2. «Πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου»
Γιὰ νὰ λά­βου­με ἀ­πάν­τη­ση στὸ ἐ­ρώ­τη­μά μας, ἂς δοῦ­με ποι­ὰ κρι­τή­ρια ἔ­θε­σαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι γιὰ τὴν ἐ­κλο­γὴ τῶν ἑ­πτὰ δι­α­κό­νων. Πρῶ­τον, ζή­τη­σαν ἀ­πό τους πι­στοὺς νὰ ἐ­κλέ­ξουν «ἄν­δρας μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά», ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι οἱ ἑ­πτὰ δι­ά­κο­νοι, ποὺ θὰ ἐ­κλέ­γον­ταν, ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­σαν ἀ­πο­δε­κτοὶ καὶ ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­πό τοὺς πι­στούς, νὰ εἶ­χαν δη­λα­δὴ τὴν «ἔ­ξω­θεν κα­λὴν μαρ­τυ­ρί­αν». Τέ­τοι­οι πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ὅ­λοι, ὅ­σοι βο­η­θοῦν στὰ ἔρ­γα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἄν­θρω­ποι πι­στοὶ καὶ εὐ­σε­βεῖς, μὲ ἀ­κέ­ραι­ο χα­ρα­κτή­ρα καὶ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ ἦ­θος, ὥ­στε νὰ μὴ σκαν­δα­λί­ζουν τοὺς πι­στοὺς μὲ τὴ ζω­ή τους, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον νὰ τοὺς οἰ­κο­δο­μοῦν καὶ νὰ τοὺς στη­ρί­ζουν (πρβλ. Α΄ Τιμ. γ'[3] 7-10).
Δεύ­τε­ρον, οἱ ἑ­πτὰ δι­ά­κο­νοι ποὺ ἐ­ξέ­λε­ξαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­σαν «πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου καὶ σο­φί­ας», δη­λα­δὴ γε­μά­τοι ἀ­πὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καὶ σύ­νε­ση. Πράγ­μα­τι. Κα­θέ­νας ποὺ ἔ­χει ὑ­πεύ­θυ­νη θέ­ση μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νὰ ἐ­νερ­γεῖ μὲ σύ­νε­ση καὶ δι­ά­κρι­ση, ὥ­στε νὰ μὴν ἀ­δι­κεῖ καὶ νὰ μὴν προ­σβάλ­λει τοὺς ἄλ­λους, γιὰ νὰ μὴν προ­κα­λοῦν­ται πα­ρά­πο­να καὶ πα­ρε­ξη­γή­σεις. Κυ­ρί­ως ὅ­μως ὀ­φεί­λει νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ τὴν ψυ­χή του μὲ τὴν ἄ­σκη­ση, τὴν προ­σευ­χὴ καὶ τὴ μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ὴ ἔ­τσι, ὥ­στε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα νὰ πλημ­μυ­ρί­ζει ὅ­λη τὴν ὕ­παρ­ξή του καὶ Αὐ­τὸ νὰ τὸν φω­τί­ζει καὶ νὰ τὸν κα­θο­δη­γεῖ σὲ κά­θε ἔρ­γο του.
Κά­νει ἐν­τύ­πω­ση τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι ἀ­κό­μη καὶ γιὰ ἔρ­γα ποὺ θε­ω­ροῦν­ται τε­χνι­κῆς φύ­σε­ως, ὅ­πως π.χ. ἡ δι­α­νο­μὴ φα­γη­τοῦ, ζή­τη­σαν νὰ ἐ­κλε­γοῦν ἄν­θρω­ποι μὲ εἰ­δι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις καὶ ἐ­ξαί­ρε­τα πνευ­μα­τι­κὰ προ­σόν­τα, «πλή­ρεις Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου καὶ σο­φί­ας». Ἂς προ­σευ­χό­μα­στε θερ­μά, ὥ­στε ὁ ἅ­γιος Θε­ὸς νὰ ἀ­να­δει­κνύ­ει πάν­το­τε τέ­τοι­ους ἀν­θρώ­πους, γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν τὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ ἂς φι­λο­τι­μού­μα­στε ὅ­σοι ὑ­πη­ρε­τοῦ­με σὲ κά­ποι­ο ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ ἔρ­γα νὰ δεί­χνου­με προ­θυ­μί­α στὸ ἔρ­γο αὐ­τό, μὲ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἱ­ε­ρό­τη­τάς του καὶ μὲ σύ­νε­ση καὶ πλού­σιο τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
      (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)
    
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευκήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.
               (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8)
                 
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­σὴφ πού κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὴν πό­λη Ἀ­ρι­μαθαί­α, ἕ­να σε­βα­στὸ καὶ ἐ­πί­ση­μο μέ­λος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ συνε­δρί­ου, πού εἶ­χε πι­στέ­ψει κι αὐ­τὸς στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θεοῦ καὶ πε­ρί­με­νε τὴ βα­σιλεί­α αὐ­τὴ χω­ρὶς νὰ κλο­νι­σθεῖ ἡ ἐλ­πί­δα του ἀ­πὸ τὸ θάνα­το τοῦ Ἰησοῦ· αὐ­τὸς λοι­πὸν τόλ­μη­σε καὶ πα­ρου­σιάστη­κε στὸν Πι­λά­το καὶ ζή­τη­σε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πι­λά­τος μά­λι­στα ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος κι ἀ­πό­ρη­σε πού τό­σο γρή­γο­ρα εἶ­χε κι­ό­λας πε­θά­νει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο, τὸν ρώ­τη­σε ἐ­ὰν εἶ­χε ὥ­ρα πολ­λὴ πού πέ­θα­νε. Κι ὅ­ταν ἔ­μα­θε ἀ­πὸ τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ πέ­θα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, χά­ρι­σε τὸ σῶ­μα του στὸν Ἰ­ω­σήφ. Κι ἐ­κεῖ­νος, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε και­νούρ­γιο καὶ ἀ­με­τα­χείρι­στο σεν­τό­νι καὶ κα­τέ­βα­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τύ­λι­ξε τὸ σῶ­μα του στὸ σεν­τό­νι καὶ τὸν ἔ­βα­λε κά­τω σ' ἕ­να μνη­μεῖ­ο, τὸ ὁποῖο ἦ­ταν σκα­λι­σμέ­νο μέ­σα στὸ βράχο· καὶ κύ­λι­σε ἕ­να με­γά­λο λί­θο πά­νω στὸ στό­μιο τοῦ μνη­μεί­ου κλεί­νον­τας ἔ­τσι τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α τοῦ Ἰωσῆ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν προ­σε­κτι­κὰ καὶ μὲ πο­λὺ ἐν­διαφέ­ρον ποῦ το­πο­θε­τή­θη­κε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ πέ­ρα­σε τὸ Σάβ­βα­το, ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ ἡ Σα­λώ­μη ἀ­γό­ρα­σαν τὸ βρά­δυ τοῦ Σαβ­βά­του ἀ­ρώ­μα­τα, γιὰ νὰ ἔλ­θουν τὸ πρω­ὶ στὸν τά­φο καὶ νὰ ἀ­λεί­ψουν τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν᾿ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁ­ρί­ζον­τα. Κι ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Ποι­ὸς θὰ μᾶς κυ­λί­σει τὴ με­γάλη πέ­τρα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου; Μό­λις ὅ­μως ἔ­στρε­ψαν τὰ μά­τια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶ­δαν ὅ­τι εἶ­χε με­τα­το­πι­σθεῖ ἡ πέ­τρα μα­κριὰ ἀπ’ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔ­λε­γαν αὐ­τὰ με­τα­ξύ τους, δι­ό­τι ἡ πέ­τρα αὐ­τὴ ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη καὶ δὲν ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ με­τα­κι­νη­θεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆ­καν στὸ μνη­μεῖ­ο, εἶ­δαν ἕ­να νέ­ο πού καθόταν στὰ δε­ξιὰ τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἦ­ταν ντυ­μέ­νος μὲ λευκή στο­λή, καὶ γέ­μι­σαν μὲ τρό­μο καὶ κα­τά­πλη­ξη. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν τρο­μά­ζε­τε καὶ μὴ φο­βάστε. Ξέ­ρω ποι­ὸν ζη­τᾶ­τε. Ζη­τᾶ­τε τὸν Ἰησοῦ τὸν Να­ζα­ρηνὸ τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Ἀ­να­στή­θη­κε. Δέν εἶναι ἐ­δῶ. Νά, εἶ­ναι ἀ­δεια­νὸ τὸ μέ­ρος πού τὸν ἔ­βα­λαν. Ἀλ­λὰ πη­γαί­νε­τε καὶ πέ­στε στοὺς μα­θη­τές του καὶ ἰ­διαι­τέ­ρως στὸν Πέ­τρο, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πα­ρη­γο­ριᾶς καὶ βε­βαι­ώ­σε­ως ὅ­τι συγ­χω­ρή­θη­κε γιὰ τὴν ἄρ­νη­σή του, ὅ­τι πη­γαί­νει πρὶν ἀ­πό σᾶς στὴ Γα­λι­λαί­α καὶ σᾶς πε­ρι­μέ­νει ἐκεῖ. Ἐ­κεῖ θὰ τὸν δεῖ­τε, ὅ­πως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐ­κεῖ­νες τό­τε βγῆ­καν κι ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο. Ἦ­ταν μά­λι­στα γε­μά­τες τρό­μο καὶ ἔκ­στα­ση. Δὲν εἶ­παν ὅ­μως τί­πο­τε σὲ κα­νέ­να, δι­ό­τι ἦ­ταν φο­βι­σμέ­νες.  


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου