Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ β΄[2] 10-20


Ἕνα κείμενο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος, πολὺ μὲ συγκίνησε καὶ ἤθελα νὰ τὸ μοιραστῶ μαζί σας.  



ΣΟΦΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ β΄[2] 1, 10-20
1 Εἶπον ἐν ἑαυτοῖς (οἱ ἀσεβεῖς) ... 10 καταδυναστεύσωμεν πένητα δίκαιον, μὴ φεισώμεθα χήρας, μηδὲ πρεσβύτου ἐντραπῶμεν πολιὰς πολυχρονίους. 11 ἔστω δὲ ἡμῶν ἡ ἰσχὺς νόμος τῆς δικαιοσύνης, τὸ γὰρ ἀσθενὲς ἄχρηστον ἐλέγχεται. 12 ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν· 13 ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ καὶ παῖδα Κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει· 14 ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν κα`βλεπόμενος, 15 ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ· 16 εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ ἀκαθαρσιῶν· μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καὶ ἀλαζονεύεται πατέρα Θεόν. 17 ἴδωμεν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καὶ πειράσωμεν τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ· 18 εἰ γάρ ἐστιν ὁ δίκαιος υἱὸς Θεοῦ, ἀντιλήψεται αὐτοῦ καὶ ρύσεται αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἀνθεστηκότων. 19 ὕβρει καὶ βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τὴν ἐπικείκειαν αὐτοῦ καὶ δοκιμάσωμεν τὴν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ· 20 θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν, ἔσται γὰρ αὐτοῦ ἐπισκοπὴ ἐκ λόγων αὐτοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
1 Εἶπαν μέσα τους (οἰ ἀσεβεῖς) ... 10 Ἂς κα­τα­πι­έ­σου­με καὶ ἂς κα­τα­τυ­ραν­νή­σου­με τὸν φτω­χό, ἔ­στω καὶ ἂν εἶ­ναι δί­και­ος, ἂς μὴ λυ­πη­θοῦ­με τὴ χή­ρα καὶ ἂς μὴ ἐ­πι­δεί­ξου­με ντρο­πὴ καὶ σε­βα­σμὸ στοῦ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νου γέ­ρον­τος τὰ κα­τά­λευ­κα ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ χρό­νια μαλ­λιά. 11 Ἂς εἶ­ναι δὲ ἡ δύ­να­μή μας αὐ­τὴ καὶ μό­νη νό­μος δι­και­ο­σύ­νης, ὥ­στε νὰ ἱ­σχύ­ει γιὰ μᾶς τὸ δί­και­ο τοῦ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρου, δι­ό­τι τὸ ἀ­σθε­νὲς καὶ ἀ­δύ­να­το ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­νω­φε­λὲς καὶ ἄ­χρη­στο. 12 Ἂς στή­σου­με δὲ ἐ­νέ­δρες καὶ πα­γί­δες στὸν δί­και­ο, δι­ό­τι μᾶς εἶ­ναι δυ­σκο­λο­με­τα­χεί­ρι­στος καὶ δὲν συμ­φω­νεῖ μα­ζί μας, οὔ­τε εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ γί­νει ὄρ­γα­νό μας καὶ συ­νερ­γά­της μας καὶ ἐ­ναν­τιώ­νε­ται στὰ τὰ ἔρ­γα μας, γι­νό­με­νος ἐμ­πό­διο σ᾿ αὐ­τά, καὶ μᾶς κα­τη­γο­ρεῖ, ἀ­πο­δί­δον­τας σὲ ἐ­μᾶς ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ πα­ρα­βά­σεις τοῦ νό­μου, καὶ μᾶς δυ­σφη­μεῖ γιὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­πράτ­του­με πα­ρα­βαί­νον­τας τὴν παι­δα­γω­γί­α, τὴν ὁ­ποί­α πή­ρα­με καὶ ἀ­πὸ τῆς παι­δι­κῆς μας ἡ­λι­κί­ας μᾶς πα­ρα­δό­θη­κε. 13 Ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται καυ­χώ­με­νος, ὅ­τι ἔ­χει γνώ­ση του Θε­οῦ καὶ ὀ­νο­μά­ζει τὸν ἑ­αυ­τό του δοῦ­λο καὶ τέ­κνο τοῦ Κυ­ρί­ου. 14 Μᾶς ἐ­γι­νε ἔ­λεγ­χος τῶν σκέ­ψε­ών μας καὶ τῶν σχε­δί­ων μας· καὶ μό­νο δὲ νὰ τὸν βλέ­πουμ­με μᾶς εἶ­ναι βα­ρὺς καὶ ἀ­νυ­πό­φο­ρος. 15 Καὶ μᾶς εἶ­ναι τό­σο ἐ­νο­χλη­τι­κός, δι­ό­τι ἡ ζω­ή του δὲν ­μοιά­ζει πρὸς τὴ ζω­ὴ τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων καὶ οἱ τρό­ποι τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς του εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ καὶ πα­ρά­δο­ξοι. 16 Ὡς κί­βδη­λο καὶ ἄ­νευ ἀ­ξί­ας νό­μι­σμα ἐ­λο­γα­ρι­α­σθή­κα­με ἀπ᾿ αὐ­τόν, καὶ στέ­κει μα­κρὰ ἀ­πό τους τρό­πους ζω­ῆς καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς μας, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς φεύ­γει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὶς ἀ­κα­θαρ­σί­ες. Μα­κα­ρί­ζει καὶ κα­λο­τυ­χί­ζει τὸ τέ­λος καὶ τὸν θά­να­το τῶν δι­καί­ων καὶ κομ­πά­ζει καυ­χώ­με­νος, ὅ­τι ἔ­χει πα­τέ­ρα τὸν Θε­ό. 17 Ἂς δοῦ­με ἄν τὰ λό­για του εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ καὶ ἂς βε­βαι­ω­θοῦ­με μὲ τὴν πεί­ρα καὶ ἐ­πά­νω στὰ πράγ­μα­τα τὰ ὅ­σα θὰ τοῦ συμ­βοῦν κα­τὰ τὸ τέ­λος του. 18 θὰ βε­βαι­ω­θοῦ­με δὲ ἀ­πὸ τὰ τε­λευ­ταῖ­α του πε­ρὶ τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῶν ἰ­σχυ­ρι­σμῶν του, δι­ό­τι, ἂν πράγ­μα­τι ὁ δί­και­ος εἶ­ναι υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, τό­τε ὁ Θε­ὸς θὰ τὸν βο­η­θή­σει καὶ ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­τάς τὸν θὰ τὸν γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια ἐ­κεί­νων, ποὺ ἀν­τι­στέ­κον­ται ἐ­ναν­τί­ον του καὶ τὸν ἐ­χθρεύ­ον­ται. 19 Μὲ ὕ­βρεις καὶ μὲ βα­σα­νι­στή­ρια ἂς τὸν ἐ­ξε­τά­σου­με, διὰ νὰ γνω­ρί­σου­με ἐ­πά­νω στὰ πράγ­μα­τα τὴν πρα­ό­τη­τα καὶ ἐ­πι­εί­κειά του καὶ νὰ δο­κι­μά­σου­με τὴν ἀ­νε­ξι­κα­κί­α του. 20 Ἂς τὸν κα­τα­δι­κά­σου­με σὲ θά­να­το ἄ­σχη­μον καὶ ἀ­τι­μω­τι­κό, δι­ό­τι σύμ­φω­να μὲ τὰ λό­για του θὰ τοῦ ἔλ­θει τό­τε βο­ή­θεια καὶ ἐ­πί­σκε­ψη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.


ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΣΟΦ. ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Β΄[2] 10-20
Ἐ­πει­δὴ ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­σις μὲ κά­θε μέ­σον τῶν σαρ­κι­κῶν ἀ­παι­τή­σε­ων καὶ ἡ πα­ρά­δο­σις εἰς τὰς ἀ­πο­λαύ­σεις καὶ δι­α­σκε­δά­σεις αὐ­ξά­νουν τὸν ἐ­γω­ϊ­σμὸν καὶ τὴν φι­λαυ­τί­αν, διὰ τοῦ­το ὁ ἱ­ε­ρὸς Συγ­γρα­φεὺς ὁ­μι­λεῖ εἰς τὴν συ­νέ­χειαν (στίχ. 10-20) διὰ τὴν σκλη­ρό­τη­τα τῶν ἀ­σε­βῶν. Στρέ­φον­ται μὲ σκλη­ρό­τη­τα καὶ ἀ­στορ­γί­αν πρὸς τοὺς πτω­χοὺς καὶ ἀ­δυ­νά­τους καὶ κι­νοῦν­ται διὰ νὰ ἐ­ξα­φα­νί­σουν ἀ­πὸ ἐμ­πρός των κά­θε δί­και­ον καὶ ἐ­νά­ρε­τον ἄν­θρω­πον. «Ἐφ᾿ ὅ­σον ὁ ἀ­σθε­νὴς καὶ ὁ δί­και­ος κα­θί­στα­ται ἐμ­πό­διον εἰς τὰς ἀ­πο­λαύ­σεις μας ταύ­τας (λέ­γουν οἱ ἀ­σε­βεῖς), με­τὰ πά­σης σκλη­ρό­τη­τος ἂς πα­ρα­με­ρί­σω­μεν αὐ­τὸν» (ΠΝΤ, 295). Ἂς μὴ σε­βα­σθῶ­μεν κα­νέ­να, οὔ­τε ἀ­νήμ­πο­ρον οὔ­τε ἡ­λι­κι­ω­μέ­νον.
κυ­νι­σμὸς τῶν ἀ­σε­βῶν καὶ ἡ ὅ­λη ἀ­πάν­θρω­πος νο­ο­τρο­πί­α των πε­ρι­κλεί­ε­ται εἰς τὸν στί­χον 11, ὅ­που γί­νε­ται λό­γος διὰ τὸ δί­και­ον τοῦ ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρου, τὸν νό­μον δη­λα­δὴ τῆς ζούγ­κλας. Κά­θε ἀ­σθε­νὲς θε­ω­ρεῖ­ται δι᾿ αὐ­τοὺς ἄ­χρη­στον. Ἂς ἐν­θυ­μη­θῶ­μεν ἐ­δώ τοὺς ἀρ­χαί­ους Σπαρ­τιά­τας, ποὺ ἔρ­ρι­πταν τὰ ἀ­νά­πη­ρα βρέ­φη των εἰς τὸν Καιά­δα, καὶ τοὺς Λα­τί­νους, ποὺ τὰ ἔρ­ρι­πταν εἰς τοὺς λύ­κους, κα­θὼς καὶ τὸν πα­ρα­νο­ϊ­κὸν Νί­τσε, ποὺ ἐ­θε­ω­ροῦ­σε ὡς ἀ­δυ­να­μί­αν τὴν ἀ­γά­πην καὶ ἐ­κή­ρυσ­σε τὴν σκλη­ρό­τη­τα, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ αἱ­μα­το­κυ­λι­σθῆ ἡ ἀν­θρω­πό­της ἀ­πὸ τοὺς θαυ­μα­στάς του Να­ζι­στάς, Στα­λι­νι­στὰς κλπ.
Διὰ τοὺς ἀ­σε­βεῖς κά­θε εὐ­σε­βὴς καὶ πι­στὸς ἄν­θρω­πος ἀ­πο­τε­λεῖ ἔ­λεγ­χον ζω­η­ρὸν διὰ τὴν ἰ­δι­κής των ζω­ήν. Ἐφ᾿ ὅ­σον δὲν συμ­βα­δί­ζει μα­ζί των, δὲν θέ­λουν οὔ­τε κἂν νὰ τὸν βλέ­πουν, καὶ κά­μνουν τὸ πᾶν διὰ νὰ τὸν ἐ­ξον­τώ­σουν (στίχ. 12-15). Κά­τι ἀ­νά­λο­γον ἀ­να­φέ­ρει καὶ ὁ Πλά­των εἰς τὴν «Πο­λι­τεί­αν» του (II 4, 5, 360-362). Ἡ δὲ φρά­σις τοῦ στί­χου 12 «ἁ­μαρ­τή­μα­τα παι­δεί­ας ἡ­μῶν», ὅ­πως λέ­γουν ἐ­πί­σης ξέ­νοι Ἑρ­μη­νευ­ταί, ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ἀ­να­λό­γους φρά­σεις τῶν Κυ­νι­κῶν φι­λο­σό­φων καὶ τοῦ Φί­λω­νος.

Τὰ ὅ­σα λέ­γον­ται εἰς τοὺς στί­χους 13-20, θε­ω­ροῦν­ται ἀ­πὸ ὡ­ρι­σμέ­νους Ἑρ­μη­νευ­τὰς ὡς μεσ­σια­κά· ἀ­να­φέ­ρον­ται δη­λα­δὴ εἰς τὸν Μεσ­σί­αν Χρι­στόν. Εἰς τὴν μα­νί­αν τῶν ἀ­σε­βῶν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ δι­καί­ου ἀν­θρώ­που δι­α­κρί­νο­μεν τὸ πά­θος τῶν Γραμ­μα­τέ­ων καὶ Φα­ρι­σαί­ων καὶ τῶν ἀρ­χόν­των τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ κα­τὰ τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ὡ­ρι­σμέ­ναι μά­λι­στα φρά­σεις τῶν στί­χων αὐ­τῶν συ­ναν­τῶν­ται καὶ εἰς τὰ ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λια, κα­τὰ τὴν πε­ρι­γρα­φὴν τῶν σε­πτῶν Πα­θῶν τοῦ Κυ­ρί­ου, καὶ εἰς ὕ­μνους τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος (Ἰ­δὲ Ματθ. κζ'[27] 40-43, Ἰ­ω. ε΄[5] 18, ζ'[7] 16, ι­ε΄[15] 15). Εἰς τὸ Δο­ξα­στι­κόν τῆς Με­γά­λης Πέμ­πτης «Ὅν ἐ­κή­ρυ­ξεν Ἀ­μνὸν Ἡ­σα­ΐ­ας» ὑ­πάρ­χει αὐ­τού­σια σχε­δὸν ἡ φρά­σις τοῦ Βι­βλί­ου τῆς «Σο­φί­ας Σο­λο­μῶν­τος» τοῦ στί­χου 20: «θα­νά­τῳ δὲ ἀ­σχή­μο­νι κα­τα­δι­κά­ζε­ται». Βε­βαί­ως «δὲν ὀ­νο­μά­ζε­ται ρη­τῶς ὁ Μεσ­σί­ας (εἰς τὸ βι­βλί­ον τῆς Σο­φί­ας Σο­λο­μῶν­τος), ἀλλ᾿ ἡ εἰ­κὼν τοῦ δι­ω­κο­μέ­νου ὑ­πὸ τῶν ἀ­σε­βῶν δι­καί­ου, ἡ πε­ρι­γρα­φό­με­νη εἰς τοὺς ὡς ἄ­νω στί­χους τοῦ δευ­τέ­ρου κε­φα­λαί­ου, προ­βάλ­λε­ται με­τὰ τοι­ού­των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν, ὥ­στε πᾶς Χρι­στια­νὸς νὰ δι­α­βλέ­πη ἐν αὐ­τῇ τὸν ἰ­δε­ώ­δη δί­και­ον δι­ω­κό­με­νον, τὸ ὑ­πό­δειγ­μα πάν­των τῶν μαρ­τύ­ρων, τὸν τύ­πον πάν­των τῶν δι­καί­ων τῶν εἰς δό­ξαν ἐ­ξυ­ψω­θέν­των, τὴν εἰ­κό­να Ἐ­κεί­νου, ὅ­στις προ­η­γή­θη ἡ­μῶν ἐ­πὶ τῆς ὁ­δοῦ τοῦ Σταυ­ροῦ καὶ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ» (ΠΝΤ, 295).
Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ. ΣΩΤΗΡ. ΣΕΛ. 122-123



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου