Σάββατο 16 Μαΐου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
(17 ΜΑΪΟΥ 2020)


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 
     Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, δι­α­σπα­ρέν­τες οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πὸ τῆς θλί­ψε­ως τῆς γε­νο­μέ­νης ἐ­πὶ Στε­φά­νῳ δι­ῆλ­θον ἕ­ως Φοι­νί­κης καὶ Κύ­πρου καὶ ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας, μη­δε­νὶ λα­λοῦν­τες τὸν λό­γον εἰ μὴ μό­νον ᾿Ι­ου­δα­ί­οις. ῏Η­σαν δέ τι­νες ἐξ αὐ­τῶν ἄν­δρες Κύ­πριοι καὶ Κυ­ρη­ναῖ­οι, οἵ­τι­νες εἰ­σελ­θόν­τες εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν ἐ­λά­λουν πρὸς τοὺς ῾Ελ­λη­νι­στάς, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νοι τὸν Κύ­ριον ᾿Ι­η­σοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυ­ρί­ου μετ᾿ αὐ­τῶν, πο­λύς τε ἀ­ριθ­μὸς πι­στε­ύ­σας ἐ­πέ­στρε­ψεν ἐ­πὶ τὸν Κύ­ριον. ᾿Η­κο­ύ­σθη δὲ ὁ λό­γος εἰς τὰ ὦ­τα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἐν ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μοις πε­ρὶ αὐ­τῶν, καὶ ἐ­ξα­πέ­στει­λαν Βαρ­νά­βαν δι­ελ­θεῖν ἕ­ως ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας· ὃς πα­ρα­γε­νό­με­νος καὶ ἰ­δὼν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ ἐ­χά­ρη, καὶ πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ, ὅ­τι ἦν ἀ­νὴρ ἀ­γα­θὸς καὶ πλή­ρης Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ πί­στε­ως· καὶ προ­σε­τέ­θη ὄ­χλος ἱ­κα­νὸς τῷ Κυ­ρί­ῳ. Ἐ­ξῆλ­θε δὲ εἰς Ταρ­σὸν ὁ Βαρ­νά­βας ἀ­να­ζη­τῆ­σαι Σαῦ­λον, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν. Ἐ­γέ­νε­το δὲ αὐ­τοὺς ἐ­νια­υτὸν ὅ­λον συ­να­χθῆ­ναι ἐν τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ καὶ δι­δά­ξαι ὄ­χλον ἱ­κα­νόν, χρη­μα­τί­σαι τε πρῶ­τον ἐν ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ᾳ τοὺς μα­θη­τὰς Χρι­στι­α­νο­ύς. ᾿Εν τα­ύ­ταις δὲ ταῖς ἡ­μέ­ραις κα­τῆλ­θον ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων προ­φῆ­ται εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν· ἀ­να­στὰς δὲ εἷς ἐξ αὐ­τῶν ὀ­νό­μα­τι ῎Α­γα­βος ἐ­σή­μα­νε διὰ τοῦ Πνε­ύ­μα­τος λι­μὸν μέ­γαν μέλ­λειν ἔ­σε­σθαι ἐφ᾿ ὅ­λην τὴν οἰ­κου­μέ­νην· ὅ­στις καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐ­πὶ Κλαυ­δί­ου Κα­ί­σα­ρος. Τῶν δὲ μα­θη­τῶν κα­θὼς ηὐ­πο­ρεῖ­τό τις, ὥ­ρι­σαν ἕ­κα­στος αὐ­τῶν εἰς δι­α­κο­νί­αν πέμ­ψαι τοῖς κα­τοι­κοῦ­σιν ἐν τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ ἀ­δελ­φοῖς· ὃ καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν ἀ­πο­στε­ί­λαν­τες πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους διὰ χει­ρὸς Βαρ­νά­βα καὶ Σαύ­λου.   
                          
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ
«Πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ»
Ὅ­ταν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ κη­ρύ­χθη­κε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο στὴν Ἀν­τι­ό­χεια, τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἦ­ταν ἐν­τυ­πω­σια­κά. Ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν Χρι­στια­νῶν κα­θη­με­ρι­νὰ αὐ­ξα­νό­ταν. Ἡ θαυ­μα­στὴ καὶ πλού­σια αὐ­τὴ καρ­πο­φο­ρί­α τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε γνω­στὴ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­στει­λε τὸν ἀ­πό­στο­λο Βαρ­νά­βα νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὴ νε­ο­σύ­στα­τη Ἐκ­κλη­σί­α, γιὰ νὰ στη­ρί­ξει τοὺς πρώ­τους ἐ­κεῖ Χρι­στια­νούς. Πράγ­μα­τι, πῆ­γε στὴν Ἀν­τι­ό­χεια ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος καὶ ἀ­φοῦ εἶ­δε μὲ πολ­λὴ χα­ρὰ τὸ πλῆ­θος τῶν Χρι­στια­νῶν «πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ»· προ­έ­τρε­πε ὅ­λους νὰ μέ­νουν ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι καὶ προ­ση­λω­μέ­νοι στὸν Κύ­ριο μὲ ὅ­λη τὴ δι­ά­θε­ση τῆς ψυ­χῆς τους.
Ἦ­ταν ὁ πιὸ κα­τάλ­λη­λος γιὰ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ αὐ­τή, δι­ό­τι εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως, ὅ­πως δη­λώ­νει καὶ τὸ ὄ­νο­μά του, ἀ­φοῦ «Βαρ­νά­βας» εἶ­ναι λέ­ξη ἀ­ρα­μα­ϊ­κὴ καὶ ση­μαί­νει «υἱ­ὸς πα­ρα­κλή­σε­ως». Ἂς δο­ῦ­με λοι­πὸν μὲ ἀ­φορ­μὴ τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ χά­ρι­σμα τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως καὶ για­τί εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ τὸ καλ­λι­ερ­γοῦ­με.
1. Ἐ­νί­σχυ­ση καὶ πα­ρη­γο­ριὰ
Ἡ λέ­ξη «πα­ρα­κα­λῶ» ση­μαί­νει «ἐν­θαρ­ρύ­νω, προ­τρέ­πω, πα­ρη­γο­ρῶ, ἐ­νι­σχύ­ω». Μὲ αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α τὴν χρη­σι­μο­ποι­εῖ συ­χνὰ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Ἂς εἶ­ναι δο­ξα­σμέ­νος ὁ Θε­ός, γρά­φει στὴν Β' πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐ­πι­στο­λή, «ὁ πα­ρα­κα­λῶν ἡ­μᾶς ἐν πά­σῃ τῇ θλί­ψει ἡ­μῶν, εἰς τὸ δύ­να­σθαι ἡ­μᾶς πα­ρα­κα­λεῖν τοὺς ἐν πά­σῃ θλί­ψει» (Β' Κορ. α΄[1] 4). Δη­λα­δή, ὁ Θε­ὸς μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ σὲ κά­θε θλί­ψη μας, γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με κι ἐ­μεῖς μὲ τὴν πα­ρη­γο­ριὰ ποὺ μᾶς δί­νει, νὰ πα­ρη­γο­ροῦ­με τοὺς ἄλ­λους, σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θλί­ψη κι ἂν βρί­σκον­ται.
Ἄλ­λω­στε, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ὀ­νο­μά­ζε­ται Πα­ρά­κλη­τος, «διὰ τὸ πα­ρα­κα­λεῖν καὶ πα­ρα­μυ­θεῖ­σθαι καὶ συ­ναν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῆς ἀ­σθε­νεί­ας ἡ­μῶν»· ἐ­πει­δὴ μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ, μᾶς ἐγ­καρ­δι­ώ­νει καὶ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α μας (Κα­τη­χή­σ.16, 20).
Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως: νὰ προ­τρέ­πει τὸν ἀ­πελ­πι­σμέ­νο ἁ­μαρ­τω­λὸ σὲ με­τά­νοι­α, νὰ ἀ­να­κου­φί­ζει τὴν ψυ­χὴ ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει θλί­ψεις καὶ δο­κι­μα­σί­ες, νὰ ἐ­νι­σχύ­ει τὸν πι­στὸ χρι­στια­νὸ στὸν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­ρε­τῆς, νὰ ἀ­νοί­γει σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο φω­τει­νοὺς ὁ­ρί­ζον­τες ἐλ­πί­δας μὲ τὴν προ­ο­πτι­κή της αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει ὅ­τι τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα δι­α­νέ­μει ποι­κί­λα χα­ρί­σμα­τα μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὁ κα­θέ­νας ὀ­φεί­λει νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ αὐ­τὸ ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός: «Εἴ­τε ὁ δι­δά­σκων, ἐν τῇ δι­δα­σκα­λί­α, εἴ­τε ὁ πα­ρα­κα­λῶν, ἐν τῇ πα­ρα­κλή­σει» (Ρωμ. ιβ΄[12] 6-8)· δη­λα­δή, ἄλ­λος ἔ­χει χά­ρι­σμα νὰ δι­δά­σκει κι ἄλ­λος νὰ προ­τρέ­πει στὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ στὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν θεί­ων ἀ­λη­θει­ῶν. Τὸ ἔρ­γο τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως λοι­πὸν εἶ­ναι χά­ρι­σμα τοΰ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἔρ­γο ἱ­ε­ρὸ καὶ ἅ­γιο ποὺ τὸ ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη στὴ ζω­ή μας. Για­τί ἄ­ρα­γε;
2. «Πα­ρα­κα­λεῖ­τε τὸν λα­όν μου»
Ἡ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι δια­ρκὴς ἀ­γώ­νας. Ἀ­γω­νί­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει, νὰ συν­τη­ρή­σει τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει θλί­ψεις καὶ δο­κι­μα­σί­ες, ὅ­πως π.χ. μιὰ κα­τά­φω­ρη ἀ­δι­κί­α, μιὰ ὀ­δυ­νη­ρὴ ἀ­σθέ­νεια ἢ ἕ­να βα­ρὺ πέν­θος. Ἀ­γω­νί­ζε­ται ὁ πι­στὸς χρι­στια­νὸς νὰ ὑ­περ­νι­κή­σει τὰ πά­θη καὶ τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες του καὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ή του. Κά­πο­τε ὅ­μως κου­ρά­ζε­ται ἡ ψυ­χή, ἐ­ξα­σθε­νοῦν οἱ δυ­νά­μεις της καὶ κιν­δυ­νεύ­ει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση καὶ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α.
Ἐ­κεί­νη τὴ δύ­σκο­λη ὥ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος χρει­ά­ζε­ται τό­νω­ση, ἐ­νί­σχυ­ση, πα­ρη­γο­ριά. Θέ­λει κά­ποι­ον γιὰ νὰ μι­λή­σει, νὰ πεῖ τὸν πό­νο του, νὰ μοι­ρα­στεῖ τὶς ἀ­γω­νί­ες καὶ τοὺς προ­βλη­μα­τι­σμούς του. Ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­κού­σει «λό­γον πα­ρα­κλή­σε­ως». Ὄ­χι λό­για ποὺ με­τα­δί­δουν στεί­ρα γνώ­ση ἀλ­λὰ λό­γους ἐμ­πνευ­σμέ­νους ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, ποὺ με­τα­δί­δουν χά­ρη, δύ­να­μη κι ἐλ­πί­δα. Λό­γους ποὺ θὰ τὸν στη­ρί­ξουν «προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ», δη­λα­δὴ νὰ μεί­νει στα­θε­ρὸς στὸν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ.
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἡ ζω­η­ρὴ καὶ θερ­μὴ προ­τρο­πὴ τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α: «Πα­ρα­κα­λεῖ­τε πα­ρα­κα­λεῖ­τε τὸν λα­όν μου, λέ­γει ὁ Θε­ός», γρά­φει (Ἡσ. μ΄[40] 1). Πό­σο ἐ­πί­και­ρος εἶ­ναι ὁ προ­φη­τι­κὸς αὐ­τὸς λό­γος! «Πα­ρα­κα­λεῖ­τε πα­ρα­κα­λεῖ­τε τὸν λα­όν μου»! Ὅ­λο τὸν λα­ό: ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες, νέ­ους καὶ γέ­ρον­τες καὶ παι­διά. Ὅ­λοι ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ στή­ριγ­μα καὶ ἐ­νί­σχυ­ση.
Ἰ­δι­αί­τε­ρα σή­με­ρα ποὺ τὰ πάν­τα γύ­ρω μας ἔ­χουν κα­ταρ­ρεύ­σει καὶ ὁ κό­σμος δὲν ἔ­χει ποῦ νὰ στη­ρι­χθεῖ· σή­με­ρα ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ «πα­ρά­κλη­σιν», θεί­α ἐ­νί­σχυ­ση καὶ πα­ρη­γο­ριά. Κι εἶ­ναι χρέ­ος ὅ­λων νὰ στη­ρί­ζου­με καὶ νὰ βο­η­θοῦ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο. Εἴ­θε νὰ μᾶς τὸ χα­ρί­σει ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ός, δι­ό­τι τὸ ἔ­χου­με ὅ­λοι ἀ­νάγ­κη.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ,  ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς πό­λιν τῆς Σα­μα­ρε­ί­ας λε­γο­μέ­νην Συ­χὰρ, πλη­σί­ον τοῦ χω­ρί­ου ὃ ἔ­δω­κεν Ἰ­α­κὼβ Ἰ­ω­σὴφ τῷ υἱ­ῷ αὐ­τοῦ. ἦν δὲ ἐ­κεῖ πη­γὴ τοῦ Ἰ­α­κώβ. ὁ οὖν Ἰ­η­σοῦς κε­κο­πια­κὼς ἐκ τῆς ὁ­δοι­πο­ρί­ας ἐ­κα­θέ­ζε­το οὕ­τως ἐ­πὶ τῇ πη­γῇ· ὥ­ρα ἦν ὡ­σεὶ ἕ­κτη.  ἔρ­χε­ται γυ­νὴ ἐκ τῆς Σα­μα­ρε­ί­ας ἀν­τλῆ­σαι ὕ­δωρ. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Δός μοι πι­εῖν. οἱ γὰρ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἀ­πε­λη­λύ­θει­σαν εἰς τὴν πό­λιν, ἵ­να τρο­φὰς ἀ­γο­ρά­σω­σι. λέ­γει οὖν αὐ­τῷ ἡ γυ­νὴ ἡ Σα­μα­ρεῖ­τις· Πῶς σὺ Ἰ­ου­δαῖ­ος ὢν πα­ρ' ἐ­μοῦ πι­εῖν αἰ­τεῖς, οὔ­σης γυ­ναι­κὸς Σα­μα­ρε­ί­τι­δος; οὐ γὰρ συγ­χρῶν­ται Ἰ­ου­δαῖ­οι Σα­μα­ρε­ί­ταις. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Εἰ ᾔ­δεις τὴν δω­ρε­ὰν τοῦ Θε­οῦ καὶ τίς ἐ­στιν ὁ λέ­γων σοι, δός μοι πι­εῖν, σὺ ἂν ᾔ­τη­σας αὐ­τὸν, καὶ ἔ­δω­κεν ἄν σοι ὕ­δωρ ζῶν. λέ­γει αὐ­τῷ ἡ γυ­νή· Κύριε, οὔ­τε ἄν­τλη­μα ἔ­χεις, καὶ τὸ φρέ­αρ ἐ­στὶ βα­θύ· πό­θεν οὖν ἔ­χεις τὸ ὕ­δωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ με­ί­ζων εἶ τοῦ πα­τρὸς ἡ­μῶν Ἰ­α­κώβ, ὃς ἔ­δω­κεν ἡ­μῖν τὸ φρέ­αρ, καὶ αὐ­τὸς ἐξ αὐ­τοῦ ἔ­πι­ε καὶ οἱ υἱ­οὶ αὐ­τοῦ καὶ τὰ θρέμ­μα­τα αὐ­τοῦ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Πᾶς ὁ πί­νων ἐκ τοῦ ὕ­δα­τος το­ύ­του δι­ψή­σει πά­λιν· ὃς δ' ἂν πί­ῃ ἐκ τοῦ ὕ­δα­τος οὗ ἐ­γὼ δώ­σω αὐ­τῷ, οὐ μὴ δι­ψή­σει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να, ἀλ­λὰ τὸ ὕ­δωρ ὃ δώ­σω αὐ­τῷ, γε­νή­σε­ται ἐν αὐ­τῷ πη­γὴ ὕ­δα­τος ἁλ­λο­μέ­νου εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. λέ­γει πρὸς αὐ­τὸν ἡ γυ­νή· Κύριε, δός μοι τοῦ­το τὸ ὕ­δωρ, ἵ­να μὴ δι­ψῶ μη­δὲ ἔρ­χο­μαι ἐν­θά­δε ἀν­τλεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ὕ­πα­γε φώ­νη­σον τὸν ἄν­δρα σου καὶ ἐλ­θὲ ἐν­θά­δε. ἀ­πε­κρί­θη ἡ γυ­νὴ καὶ εἶ­πεν· Οὐκ ἔ­χω ἄν­δρα. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Κα­λῶς εἶ­πας ὅ­τι ἄν­δρα οὐκ ἔ­χω· πέν­τε γὰρ ἄν­δρας ἔ­σχες, καὶ νῦν ὃν ἔ­χεις οὐκ ἔ­στι σου ἀ­νήρ· τοῦ­το ἀ­λη­θὲς εἴ­ρη­κας. λέ­γει αὐ­τῷ ἡ γυ­νή· Κύριε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι προ­φή­της εἶ σύ. οἱ πα­τέ­ρες ἡ­μῶν ἐν τῷ ὄ­ρει το­ύ­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν· καὶ ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­στὶν ὁ τό­πος ὅ­που δεῖ προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Γύναι, πί­στευ­σόν μοι ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ὅ­τε οὔ­τε ἐν τῷ ὄ­ρει το­ύ­τῳ οὔ­τε ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τῷ πα­τρί. ὑ­μεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε ὃ οὐκ οἴ­δα­τε, ἡ­μεῖς προ­σκυ­νοῦ­μεν ὃ οἴ­δα­μεν· ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α ἐκ τῶν Ἰ­ου­δα­ί­ων ἐ­στίν. ἀλ­λ' ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καὶ νῦν ἐ­στιν, ὅ­τε οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ προ­σκυ­νη­ταὶ προ­σκυ­νή­σου­σι τῷ πα­τρὶ ἐν πνε­ύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· καὶ γὰρ ὁ πα­τὴρ τοι­ο­ύ­τους ζη­τεῖ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τόν. πνεῦ­μα ὁ Θε­ός, καὶ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τὸν ἐν πνε­ύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ δεῖ προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῷ ἡ γυ­νή· Οἶ­δα ὅ­τι Μεσ­σί­ας ἔρ­χε­ται ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐ­κεῖ­νος, ἀ­ναγ­γε­λεῖ ἡ­μῖν πάν­τα. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι, ὁ λα­λῶν σοι. καὶ ἐ­πὶ το­ύ­τῳ ἦλ­θον οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ, καὶ ἐ­θα­ύ­μα­σαν ὅ­τι με­τὰ γυ­ναι­κὸς ἐ­λά­λει· οὐ­δεὶς μέν­τοι εἶ­πε, τί ζη­τεῖς ἤ τί λα­λεῖς με­τ' αὐ­τῆς; Ἀ­φῆ­κεν οὖν τὴν ὑ­δρί­αν αὐ­τῆς ἡ γυ­νὴ καὶ ἀ­πῆλ­θεν εἰς τὴν πό­λιν, καὶ λέ­γει τοῖς ἀν­θρώ­ποις· Δεῦ­τε ἴ­δε­τε ἄν­θρω­πον ὃς εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα· μή­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός; ἐ­ξῆλ­θον οὖν ἐκ τῆς πό­λε­ως καὶ ἤρ­χον­το πρὸς αὐ­τόν. Ἐν δὲ τῷ με­τα­ξὺ ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, φά­γε. ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­γὼ βρῶ­σιν ἔ­χω φα­γεῖν, ἣν ὑ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­τε. ἔ­λε­γον οὖν οἱ μα­θη­ταὶ πρὸς ἀλ­λή­λους· Μή τις ἤ­νεγ­κεν αὐ­τῷ φα­γεῖν; λέ­γει αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­μὸν βρῶ­μά ἐ­στιν ἵ­να ποι­ῶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ πέμ­ψαν­τός με καὶ τε­λει­ώ­σω αὐ­τοῦ τὸ ἔρ­γον. οὐχ ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἔ­τι τε­τρά­μη­νός ἐ­στι καὶ ὁ θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; ἰ­δοὺ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­πά­ρα­τε τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς ὑ­μῶν καὶ θε­ά­σα­σθε τὰς χώ­ρας, ὅ­τι λευ­καί εἰ­σι πρὸς θε­ρι­σμόν ἤ­δη. καὶ ὁ θε­ρί­ζων μι­σθὸν λαμ­βά­νει καὶ συ­νά­γει καρ­πὸν εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον, ἵ­να καὶ ὁ σπε­ί­ρων ὁ­μοῦ χα­ί­ρῃ καὶ ὁ θε­ρί­ζων. ἐν γὰρ το­ύ­τῳ ὁ λό­γος ἐ­στὶν ὁ ἀ­λη­θι­νὸς, ὅ­τι ἄλ­λος ἐ­στὶν ὁ σπε­ί­ρων καὶ ἄλ­λος ὁ θε­ρί­ζων. ἐ­γὼ ἀ­πέ­στει­λα ὑ­μᾶς θε­ρί­ζειν ὃ οὐχ ὑ­μεῖς κε­κο­πι­ά­κα­τε· ἄλ­λοι κε­κο­πι­ά­κα­σι, καὶ ὑ­μεῖς εἰς τὸν κό­πον αὐ­τῶν εἰ­σε­λη­λύ­θα­τε. Ἐκ δὲ τῆς πό­λε­ως ἐ­κε­ί­νης πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν εἰς αὐ­τὸν τῶν Σα­μα­ρει­τῶν δι­ὰ τὸν λό­γον τῆς γυ­ναι­κὸς, μαρ­τυ­ρο­ύ­σης ὅ­τι εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα. ὡς οὖν ἦλ­θον πρὸς αὐ­τὸν οἱ Σα­μα­ρεῖ­ται, ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν μεῖ­ναι πα­ρ' αὐ­τοῖς· καὶ ἔ­μει­νεν ἐ­κεῖ δύ­ο ἡ­μέ­ρας. καὶ πολ­λῷ πλε­ί­ους ἐ­πί­στευ­σαν δι­ὰ τὸν λό­γον αὐ­τοῦ, τῇ τε γυ­ναι­κὶ ἔ­λε­γον ὅ­τι οὐ­κέ­τι δι­ὰ τὴν σὴν λα­λιὰν πι­στε­ύ­ο­μεν· αὐ­τοὶ γὰρ ἀ­κη­κό­α­μεν, καὶ οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ σω­τὴρ τοῦ κό­σμου ὁ Χρι­στός.     
                                                                                                     (Ἰωάν. δ΄[4] 5- 42)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
    Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἒρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς σὲ μιά πό­λη τῆς Σα­μάρειας πού λε­γό­ταν Συ­χάρ, ἡ ὁποία ἦ­ταν κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ πού εἶχε δώσει ὁ Ἰ­α­κὼβ στὸ γιὸ του τὸν Ἰ­ω­σήφ. Ὑ­πῆρ­χε μά­λι­στα ἐκεῖ κι ἕνα πηγάδι πού εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰ­α­κώβ. Ὁ Ἰ­η­σοῦς λοι­πόν, ὅ­πως ἦ­ταν κου­ρα­σμὲνος ἀπό τήν πεζοπορία, κα­θό­ταν κον­τὰ στὸ πη­γά­δι. Ἡ ὥρα ἦ­ταν πε­ρί­που ἔ­ξι ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ ἡλίου, δη­λα­δὴ δώ­δε­κα τὸ με­ση­μέ­ρι. Ἔρ­χε­ται τό­τε μί­α γυ­ναί­κα πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι νε­ρό. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τότε ὁ ὁποῖος πραγ­μα­τι­κὰ δι­ψοῦ­σε, τῆς εἶ­πε: Δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ. Καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα νε­ρό, δι­ό­τι οἱ μα­θη­τὲς Tου, πού θὰ φρόν­τι­ζαν νὰ βγά­λουν νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι, εἶχαν πά­ει στὴν πό­λη ν' ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Τοῦ λέ­ει λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα: Πῶς ἐσύ πού εἶ­σαι Ἰ­ου­δαῖ­ος, κα­τα­δέ­χε­σαι καὶ ζη­τᾶς νὰ πι­εῖς νε­ρὸ ἀ­πὸ μέ­να, πού εἶ­μαι γυ­ναί­κα Σα­μα­ρεί­τι­δα; Κι ἔ­κα­νε ἡ γυ­ναί­κα τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή, δι­ό­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι μι­σοῦ­σαν τοὺς Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ δὲν εἶ­χαν σχέ­σεις μα­ζί τους. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τῆς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν γνώ­ρι­ζες τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού δίνει ὁ Θε­ὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποῦ σοῦ λέ­ει τώ­ρα, δῶ­σ' μου νὰ πι­ῶ, ἐσύ θά τοῦ ζη­τοῦ­σες καὶ θὰ σοῦ ἔ­δι­νε νε­ρὸ τρε­χού­με­νο, πού δὲ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Θὰ σοῦ ἔ­δι­νε αὐ­τὸς τὴ χά­ρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, ἡ ὁποία σὰν πνευ­μα­τι­κὸ νε­ρὸ κα­θα­ρί­ζει, δρο­σί­ζει, πα­ρη­γο­ρεῖ καὶ ζω­οποεῖ τίς ψυ­χές, χω­ρὶς νὰ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, ἀ­σφα­λῶς τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μι­λᾶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι αὐ­τό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἀγ­γεῖ­ο ἔ­χεις, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βγά­λεις ἀ­πὸ ἐ­δῶ νε­ρό, ἀλλά καὶ τὸ πη­γά­δι εἶ­ναι βα­θύ. Ἀ­πὸ ποῦ λοι­πὸν ἔ­χεις τὸ τρε­χού­με­νο καὶ ἀ­στεί­ρευ­το νε­ρό; Μή­πως ἐσύ εἶ­σαι ἀ­νώ­τε­ρος στὴν ἀξία καὶ τὴ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μας τὸν Ἰ­α­κώβ, πού μᾶς ἔ­δω­σε ὡς κλη­ρο­νο­μιὰ τὸ πη­γά­δι αὐ­τὸ καὶ δὲν ζή­τη­σε ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο νε­ρό, ἀλλά ἀ­π' αὐ­τὸ ἤ­πι­ε καὶ ὁ ἴδιος, ὅ­πως καὶ τὰ παι­διά του καὶ τὰ ζῶ­α του πού ἔ­τρε­φε καὶ ἔ­βο­σκε; Τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Βε­βαί­ως δὲν ἐν­νο­ῶ τὸ νε­ρὸ τοῦ πη­γα­διοῦ αὐ­τοῦ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος πί­νει ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, θὰ δι­ψά­σει πά­λι. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ πι­εῖ ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ πού θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ δι­ψά­σει πο­τὲ στὸν αἰ­ώ­να· ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώ­σω θὰ με­τα­βλη­θεῖ μέ­σα του σὲ πη­γὴ νε­ροῦ πού δὲν θὰ στε­ρεύ­ει, ἀλλά θὰ ἀ­να­βλύ­ζει καὶ θὰ ἀ­να­πη­δᾶ καὶ θὰ τρέ­χει πάν­το­τε γιὰ νὰ τοῦ με­ταγ­γί­ζει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Τοῦ λέ­ει τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, δῶ­σ' μου τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴ δι­ψῶ καὶ νὰ μὴν ὑ­πο­βάλ­λο­μαι σὲ τό­σο κό­πο νὰ ἔρ­χο­μαι ἐ­δῶ γιὰ νὰ βγά­ζω νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐ­φό­σον τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ δὲν τὸ θέ­λεις μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου, ἀλλά καὶ γιὰ ἐ­κεί­νους μὲ τοὺς ὁποίους συ­ζεῖς, πή­γαι­νε, φώ­να­ξε τὸν ἄν­δρα σου κι ἔ­λα ἐ­δῶ μα­ζὶ μ' αὐ­τόν, ὥ­στε κι ἐ­κεῖ­νος νὰ δε­χθεῖ μα­ζί σου τὴ δω­ρε­ὰ αὐ­τή. Τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Δὲν ἔ­χω ἄν­δρα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Κα­λὰ εἶ­πες «δὲν ἔ­χω ἄν­δρα». Δι­ό­τι ἔ­χεις πά­ρει πέν­τε ἄν­δρες, τὸν ἕ­να ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο. Καὶ τώ­ρα μ' αὐ­τὸν πού ζεῖς, εἶ­σαι συν­δε­δεμέ­νη κρυ­φά, καὶ γι' αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἄν­δρας σου. Αὐ­τὸ τό εἶπες ἀ­λή­θεια. Τοῦ λέ­ει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἐσύ εἶσαι προ­φή­της. Δι­ό­τι μοῦ εἶ­πες κά­ποι­α μυ­στι­κὰ τῆς ζωῆς μου, ἐ­νῶ δὲν μ' ἔ­χεις συ­ναν­τή­σει ἄλ­λη φορά, ἀλλά μό­λις σή­με­ρα μὲ βλέ­πεις γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Σὲ πα­ρακα­λῶ λοι­πὸν νὰ μὲ δι­α­φω­τί­σεις πά­νω στὸ πα­ρα­κάτω σπου­δαῖ­ο ζή­τη­μα: Οἱ πα­τέ­ρες μας προ­σκύ­νη­σαν καὶ λά­τρευ­σαν τόν Θε­ὸ στὸ ὄ­ρος αὐ­τὸ τὸ Γα­ρι­ζείν, ἐ­νῶ ἐσεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­τε ὅ­τι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα εἶ­ναι ὁ τόπος πού πρέπει νά λα­τρεύ­ου­με τὸν Θε­ό. ἐσύ λοι­πὸν ὡς προ­φή­της τί λέ­ς γι' αὐ­τό; Τῆς λέ­ει ὁ Ἰησοῦς: Πί­στε­ψέ με, γυ­ναί­κα, ὅ­τι γρή­γο­ρα ἔρ­χε­ται ὁ και­ρὸς πού οὔ­τε σ' αὐ­τὸ τὸ βου­νὸ τὸ Γαριζείν μό­νο, οὔτε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἀ­πο­κλει­στι­κὰ θὰ λα­τρεύσε­τε τὸν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα. Ἐσεῖς οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες ἀ­πορ­ρί­ψα­τε τὰ βι­βλί­α τῶν προφητῶν καὶ προ­σκυ­νᾶ­τε ἐ­κεῖ­νο γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔχετε σα­φῆ καὶ πλή­ρη γνώ­ση. Ἐμεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι προ­σκυνοῦμε ἐκεῖνο πού γνω­ρί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κάθε ἄλ­λον. Ἀ­πό­δει­ξη μά­λι­στα γι' αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὅ­τι ὁ Μεσσίας πού θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τους Ἰουδαί­ους. Αὐ­τοὺς δι­ά­λε­ξε ὁ Θε­ὸς ὡς λα­ὸ δι­κό του καὶ αὐ­τοὶ τὸν γνώ­ρι­σαν καὶ τὸν λά­τρευ­σαν τε­λει­ό­τε­ρα ἀπό κά­θε ἄλ­λον λα­ό. Πο­λὺ σύν­το­μα ὅ­μως ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καὶ μπο­ρῶ νὰ πῶ ὅτι ἡ ὥ­ρα αὐ­τὴ ἔ­χει ἤ­δη ἔλ­θει, πού οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ προσκυ­νη­τὲς θὰ προ­σκυ­νή­σουν καὶ θὰ λα­τρεύ­σουν τόν Πα­τέ­ρα πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἀ­λη­θι­νά· δη­λα­δὴ μὲ θεοφώτιστες τὶς πνευ­μα­τι­κές τους δυ­νά­μεις καὶ μὲ λα­τρεί­α ὂχι τυ­πι­κὴ καὶ σκι­ώ­δη, ἀλλά πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀ­πὸ πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Δι­ό­τι καὶ ὁ Πατήρ ζητᾶ ἐ­πί­μο­να τέ­τοι­οι ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ πραγ­μα­τι­κοὶ προ­σκυνη­τὲς νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πνεῦ­μα, γι' αὐ­τὸ καὶ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ τό­πους. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν πρέ­πει νὰ τὸ προ­σκυ­νοῦν μὲ τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κὲς δυνάμεις, μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλά καὶ μὲ ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς λα­τρεί­ας πού τοῦ ἁρ­μό­ζει. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας, ὄ­νο­μα πού με­τα­φρά­ζε­ται μὲ τὴ λέ­ξη Χριστός. Ὅ­ταν ἔλ­θει ἐ­κεῖ­νος, θὰ μᾶς τὰ δι­δά­ξει ὅ­λα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐγώ εἶ­μαι ὁ Μεσ­σί­ας, ἐγώ πού τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ σοῦ μι­λά­ω.
Καὶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἦλ­θαν οἱ μα­θη­τές του καὶ ἀ­πό­ρη­σαν πού ὁ δι­δά­σκα­λος μι­λοῦ­σε δη­μο­σί­ως μὲ γυ­ναί­κα, κά­τι πού ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δό­σεις τῶν ραβ­βί­νων. Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν τοῦ εἶ­πε: Τί ζη­τᾶς νὰ σοῦ κά­νει ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, ἢ γιὰ ποι­ὸ θέ­μα μι­λᾶς μα­ζὶ της; Στὸ με­τα­ξὺ ἡ γυ­ναί­κα, γε­μά­τη συγ­κί­νη­ση ὕ­στε­ρα ἀ­π' αὐ­τὰ πού ἄ­κου­σε, ἄ­φη­σε τὴ στά­μνα της στὸ πη­γά­δι καὶ πῆ­γε τρέ­χον­τας στὴν πό­λη κι ἄρ­χι­σε νὰ λέ­ει στοὺς ἀν­θρώ­πους: Ἐλᾶτε νὰ δεῖ­τε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, καὶ αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κὰ καὶ προ­σω­πι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς ζω­ῆς μου. Μή­πως εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Χρι­στός; Βγῆ­καν λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν πό­λη οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες κι ἄρ­χι­σαν νὰ ἔρ­χον­ται πρὸς αὐ­τόν.
Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­μως, μέ­χρι νὰ εἰ­δο­ποι­η­θοῦν οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ νὰ ἔλ­θουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ριος εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ ἀ­π' τὸ πνευ­μα­τι­κό του ἔρ­γο καὶ δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιὰ φα­γη­τό, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν οἱ μα­θη­τὲς καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Δι­δά­σκα­λε, φά­ε κά­τι. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ ἔ­χω φα­γη­τὸ νὰ φά­ω πού ἐσεῖς δὲν τὸ ξέ­ρε­τε. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων αὐ­τῶν τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Μή­πως τὴν ὥ­ρα πού λεί­πα­με τοῦ ἔ­φε­ρε κα­νεὶς ἄλ­λος φα­γη­τὸ κι ἔ­φα­γε; Τοὺς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Δι­κό μου φα­γη­τό, πού μὲ χορ­ταί­νει καὶ μὲ τρέ­φει, εἶ­ναι νὰ κά­νω πάν­το­τε τὸ θέ­λη­μα ἐ­κεί­νου πού μὲ ἀ­πέ­στει­λε στὸν κό­σμο καὶ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σω τὸ ἔρ­γο του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Καὶ τὸ θερ­μὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γιὰ τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ μὲ ἀ­πορ­ρό­φη­σε ὁ­λό­κλη­ρο τώ­ρα πού πρό­κει­ται νὰ ἔλ­θουν ἐ­δῶ οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, καὶ μοῦ ἔ­κο­ψε κά­θε ὄ­ρε­ξη πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ πεί­να. Δὲν λέ­τε ἐσεῖς ὅ­τι τέσ­σε­ρις μῆ­νες μέ­νουν ἀ­κό­μη καὶ ὁ θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; Στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὅ­μως σπο­ρὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λόγος τοῦ Θε­οῦ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει καὶ σὲ χρονικό δι­ά­στη­μα πο­λὺ πιὸ σύν­το­μο. Καὶ γιὰ νὰ πει­σθεῖ­τε γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ πού σᾶς λέ­ω, ση­κῶ­στε τὰ μά­τια σας καὶ κοι­τάξ­τε τὸ πλῆ­θος αὐ­τὸ τῶν Σα­μα­ρει­τῶν πού ἔρ­χονται. Μοιά­ζουν οἱ ψυ­χές τους μὲ χω­ρά­φια, στὰ ὁποῖα δέν πρόφθασε νά σπαρεῖ ὁ λό­γος τῆς ἀ­λή­θειας, κι ὅ­μως εἶ­ναι λευ­κὰ καὶ ὥ­ρι­μα πλέ­ον, ἕ­τοι­μα νὰ θε­ρι­σθοῦν. Ἔ­τσι καὶ σ' ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου οἱ ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι τώ­ρα ὥ­ρι­μες γιὰ νὰ δε­χθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἐ­κεῖ­νος πού θε­ρί­ζει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­γρὸ παίρ­νει μι­σθό, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι χαί­ρε­ται καὶ ἐ­δῶ βλέ­πον­τας τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συγ­κο­μι­δή, ἀλλά καὶ δι­ό­τι θὰ ἀνταμειφθεῖ καὶ στὴ μελ­λον­τι­κὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἐ­πει­δή λοι­πὸν ἑλ­κύ­ει στὴ σω­τη­ρί­α ψυ­χὲς ἀ­θά­να­τες, συ­να­θροίζει καρ­πὸ γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Κι ἔ­τσι, στὴν πνευ­μα­τι­κὴ σπο­ρὰ πού γί­νε­ται τώ­ρα, χαί­ρο­μαι κι ἐγώ πού σπέρ­νω μα­ζὶ μὲ σᾶς πού θὰ θε­ρί­σε­τε. Δι­ό­τι στὴ δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἡ ἀληθινή πα­ροι­μί­α, ὅ­τι ἄλ­λος ἔ­σπει­ρε κι ἄλ­λος θε­ρί­ζει. Ἔσπειρα ἐγώ καὶ θὰ θε­ρί­σε­τε ἐσεῖς, ὅ­πως καὶ μελ­λον­τι­κὰ θὰ σπέρ­νε­τε ἐσεῖς καί θά θερίζουν οἱ δι­ά­δο­χοί σας. Ἐ­γώ, ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς ἔ­στει­λα γιὰ νὰ θερίζετε καρ­πὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσεῖς δὲν ἔ­χε­τε κο­πιά­σει γιὰ νὰ σπαρεῖ. Ἄλ­λοι, δη­λα­δὴ ἐγώ καί οἱ προ­φῆ­τες πρὶν ἀ­πὸ μέ­να, ἔ­χουν κο­πιά­σει κι ἔ­χουν σπεί­ρει, κι ἐσεῖς ἔ­χε­τε μπεῖ στοὺς κό­πους καὶ τὴ σπο­ρά τους γιὰ νὰ θε­ρί­σε­τε. Ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἐ­κεί­νη Συ­χὰρ πολ­λοὶ ἀ­πό τους Σα­μαρεῖτες πί­στε­ψαν σ' αὐ­τὸν ὅ­τι ἦ­ταν ὁ Μεσ­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς μαρ­τυ­ρί­ας τῆς γυ­ναί­κας πού ἔ­λε­γε «μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, κι αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κά μου, τὰ ὁποῖα δὲν ἤ­ξε­ραν οὔτε ἐ­κεῖ­νοι μὲ τοὺς ὅ­ποι­ους συ­ζῶ καὶ μέ γνω­ρί­ζουν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρό». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θαν κον­τὰ του οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μεί­νει γιὰ πάν­τα μα­ζί τους. Κι ἔ­μει­νε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἔ­κα­νε τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ἡμέρες πί­στε­ψαν πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἦλ­θαν στὸ πη­γά­δι καὶ τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ μεί­νει στὴν πό­λη τους. Καὶ στὴ γυ­ναί­κα ἔ­λε­γαν ὅ­τι δὲν πι­στεύ­ου­με πλέ­ον γιὰ τὰ ὅ­σα μᾶς εἶπες ἐσύ. Διότι ἐμεῖς οἱ ἴ­διοι τὸν ἔ­χου­με τώ­ρα ἀ­κού­σει καὶ γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ὁ Σω­τή­ρας ὅ­λου τοῦ κό­σμου, ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
(17 ΜΑΪΟΥ 2020)


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 
     Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, δι­α­σπα­ρέν­τες οἱ ἀ­πό­στο­λοι ἀ­πὸ τῆς θλί­ψε­ως τῆς γε­νο­μέ­νης ἐ­πὶ Στε­φά­νῳ δι­ῆλ­θον ἕ­ως Φοι­νί­κης καὶ Κύ­πρου καὶ ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας, μη­δε­νὶ λα­λοῦν­τες τὸν λό­γον εἰ μὴ μό­νον ᾿Ι­ου­δα­ί­οις. ῏Η­σαν δέ τι­νες ἐξ αὐ­τῶν ἄν­δρες Κύ­πριοι καὶ Κυ­ρη­ναῖ­οι, οἵ­τι­νες εἰ­σελ­θόν­τες εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν ἐ­λά­λουν πρὸς τοὺς ῾Ελ­λη­νι­στάς, εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­νοι τὸν Κύ­ριον ᾿Ι­η­σοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυ­ρί­ου μετ᾿ αὐ­τῶν, πο­λύς τε ἀ­ριθ­μὸς πι­στε­ύ­σας ἐ­πέ­στρε­ψεν ἐ­πὶ τὸν Κύ­ριον. ᾿Η­κο­ύ­σθη δὲ ὁ λό­γος εἰς τὰ ὦ­τα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἐν ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μοις πε­ρὶ αὐ­τῶν, καὶ ἐ­ξα­πέ­στει­λαν Βαρ­νά­βαν δι­ελ­θεῖν ἕ­ως ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ας· ὃς πα­ρα­γε­νό­με­νος καὶ ἰ­δὼν τὴν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ ἐ­χά­ρη, καὶ πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ, ὅ­τι ἦν ἀ­νὴρ ἀ­γα­θὸς καὶ πλή­ρης Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ πί­στε­ως· καὶ προ­σε­τέ­θη ὄ­χλος ἱ­κα­νὸς τῷ Κυ­ρί­ῳ. Ἐ­ξῆλ­θε δὲ εἰς Ταρ­σὸν ὁ Βαρ­νά­βας ἀ­να­ζη­τῆ­σαι Σαῦ­λον, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν. Ἐ­γέ­νε­το δὲ αὐ­τοὺς ἐ­νια­υτὸν ὅ­λον συ­να­χθῆ­ναι ἐν τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ καὶ δι­δά­ξαι ὄ­χλον ἱ­κα­νόν, χρη­μα­τί­σαι τε πρῶ­τον ἐν ᾿Αν­τι­ο­χε­ί­ᾳ τοὺς μα­θη­τὰς Χρι­στι­α­νο­ύς. ᾿Εν τα­ύ­ταις δὲ ταῖς ἡ­μέ­ραις κα­τῆλ­θον ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων προ­φῆ­ται εἰς ᾿Αν­τι­ό­χειαν· ἀ­να­στὰς δὲ εἷς ἐξ αὐ­τῶν ὀ­νό­μα­τι ῎Α­γα­βος ἐ­σή­μα­νε διὰ τοῦ Πνε­ύ­μα­τος λι­μὸν μέ­γαν μέλ­λειν ἔ­σε­σθαι ἐφ᾿ ὅ­λην τὴν οἰ­κου­μέ­νην· ὅ­στις καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐ­πὶ Κλαυ­δί­ου Κα­ί­σα­ρος. Τῶν δὲ μα­θη­τῶν κα­θὼς ηὐ­πο­ρεῖ­τό τις, ὥ­ρι­σαν ἕ­κα­στος αὐ­τῶν εἰς δι­α­κο­νί­αν πέμ­ψαι τοῖς κα­τοι­κοῦ­σιν ἐν τῇ ᾿Ι­ου­δα­ί­ᾳ ἀ­δελ­φοῖς· ὃ καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν ἀ­πο­στε­ί­λαν­τες πρὸς τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους διὰ χει­ρὸς Βαρ­νά­βα καὶ Σαύ­λου.   
                          
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ
«Πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ»
Ὅ­ταν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ κη­ρύ­χθη­κε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο στὴν Ἀν­τι­ό­χεια, τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἦ­ταν ἐν­τυ­πω­σια­κά. Ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν Χρι­στια­νῶν κα­θη­με­ρι­νὰ αὐ­ξα­νό­ταν. Ἡ θαυ­μα­στὴ καὶ πλού­σια αὐ­τὴ καρ­πο­φο­ρί­α τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε γνω­στὴ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­στει­λε τὸν ἀ­πό­στο­λο Βαρ­νά­βα νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὴ νε­ο­σύ­στα­τη Ἐκ­κλη­σί­α, γιὰ νὰ στη­ρί­ξει τοὺς πρώ­τους ἐ­κεῖ Χρι­στια­νούς. Πράγ­μα­τι, πῆ­γε στὴν Ἀν­τι­ό­χεια ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος καὶ ἀ­φοῦ εἶ­δε μὲ πολ­λὴ χα­ρὰ τὸ πλῆ­θος τῶν Χρι­στια­νῶν «πα­ρε­κά­λει πάν­τας τῇ προ­θέ­σει τῆς καρ­δί­ας προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ»· προ­έ­τρε­πε ὅ­λους νὰ μέ­νουν ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι καὶ προ­ση­λω­μέ­νοι στὸν Κύ­ριο μὲ ὅ­λη τὴ δι­ά­θε­ση τῆς ψυ­χῆς τους.
Ἦ­ταν ὁ πιὸ κα­τάλ­λη­λος γιὰ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ αὐ­τή, δι­ό­τι εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως, ὅ­πως δη­λώ­νει καὶ τὸ ὄ­νο­μά του, ἀ­φοῦ «Βαρ­νά­βας» εἶ­ναι λέ­ξη ἀ­ρα­μα­ϊ­κὴ καὶ ση­μαί­νει «υἱ­ὸς πα­ρα­κλή­σε­ως». Ἂς δο­ῦ­με λοι­πὸν μὲ ἀ­φορ­μὴ τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ χά­ρι­σμα τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως καὶ για­τί εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ τὸ καλ­λι­ερ­γοῦ­με.
1. Ἐ­νί­σχυ­ση καὶ πα­ρη­γο­ριὰ
Ἡ λέ­ξη «πα­ρα­κα­λῶ» ση­μαί­νει «ἐν­θαρ­ρύ­νω, προ­τρέ­πω, πα­ρη­γο­ρῶ, ἐ­νι­σχύ­ω». Μὲ αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α τὴν χρη­σι­μο­ποι­εῖ συ­χνὰ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Ἂς εἶ­ναι δο­ξα­σμέ­νος ὁ Θε­ός, γρά­φει στὴν Β' πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐ­πι­στο­λή, «ὁ πα­ρα­κα­λῶν ἡ­μᾶς ἐν πά­σῃ τῇ θλί­ψει ἡ­μῶν, εἰς τὸ δύ­να­σθαι ἡ­μᾶς πα­ρα­κα­λεῖν τοὺς ἐν πά­σῃ θλί­ψει» (Β' Κορ. α΄[1] 4). Δη­λα­δή, ὁ Θε­ὸς μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ σὲ κά­θε θλί­ψη μας, γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με κι ἐ­μεῖς μὲ τὴν πα­ρη­γο­ριὰ ποὺ μᾶς δί­νει, νὰ πα­ρη­γο­ροῦ­με τοὺς ἄλ­λους, σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θλί­ψη κι ἂν βρί­σκον­ται.
Ἄλ­λω­στε, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ὀ­νο­μά­ζε­ται Πα­ρά­κλη­τος, «διὰ τὸ πα­ρα­κα­λεῖν καὶ πα­ρα­μυ­θεῖ­σθαι καὶ συ­ναν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῆς ἀ­σθε­νεί­ας ἡ­μῶν»· ἐ­πει­δὴ μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ, μᾶς ἐγ­καρ­δι­ώ­νει καὶ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α μας (Κα­τη­χή­σ.16, 20).
Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως: νὰ προ­τρέ­πει τὸν ἀ­πελ­πι­σμέ­νο ἁ­μαρ­τω­λὸ σὲ με­τά­νοι­α, νὰ ἀ­να­κου­φί­ζει τὴν ψυ­χὴ ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει θλί­ψεις καὶ δο­κι­μα­σί­ες, νὰ ἐ­νι­σχύ­ει τὸν πι­στὸ χρι­στια­νὸ στὸν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­ρε­τῆς, νὰ ἀ­νοί­γει σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο φω­τει­νοὺς ὁ­ρί­ζον­τες ἐλ­πί­δας μὲ τὴν προ­ο­πτι­κή της αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος γρά­φει ὅ­τι τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα δι­α­νέ­μει ποι­κί­λα χα­ρί­σμα­τα μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὁ κα­θέ­νας ὀ­φεί­λει νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ αὐ­τὸ ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός: «Εἴ­τε ὁ δι­δά­σκων, ἐν τῇ δι­δα­σκα­λί­α, εἴ­τε ὁ πα­ρα­κα­λῶν, ἐν τῇ πα­ρα­κλή­σει» (Ρωμ. ιβ΄[12] 6-8)· δη­λα­δή, ἄλ­λος ἔ­χει χά­ρι­σμα νὰ δι­δά­σκει κι ἄλ­λος νὰ προ­τρέ­πει στὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ στὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν θεί­ων ἀ­λη­θει­ῶν. Τὸ ἔρ­γο τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως λοι­πὸν εἶ­ναι χά­ρι­σμα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἔρ­γο ἱ­ε­ρὸ καὶ ἅ­γιο ποὺ τὸ ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη στὴ ζω­ή μας. Για­τί ἄ­ρα­γε;
2. «Πα­ρα­κα­λεῖ­τε τὸν λα­όν μου»
Ἡ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι δια­ρκὴς ἀ­γώ­νας. Ἀ­γω­νί­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει, νὰ συν­τη­ρή­σει τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει θλί­ψεις καὶ δο­κι­μα­σί­ες, ὅ­πως π.χ. μιὰ κα­τά­φω­ρη ἀ­δι­κί­α, μιὰ ὀ­δυ­νη­ρὴ ἀ­σθέ­νεια ἢ ἕ­να βα­ρὺ πέν­θος. Ἀ­γω­νί­ζε­ται ὁ πι­στὸς χρι­στια­νὸς νὰ ὑ­περ­νι­κή­σει τὰ πά­θη καὶ τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες του καὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ή του. Κά­πο­τε ὅ­μως κου­ρά­ζε­ται ἡ ψυ­χή, ἐ­ξα­σθε­νοῦν οἱ δυ­νά­μεις της καὶ κιν­δυ­νεύ­ει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση καὶ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α.
Ἐ­κεί­νη τὴ δύ­σκο­λη ὥ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος χρει­ά­ζε­ται τό­νω­ση, ἐ­νί­σχυ­ση, πα­ρη­γο­ριά. Θέ­λει κά­ποι­ον γιὰ νὰ μι­λή­σει, νὰ πεῖ τὸν πό­νο του, νὰ μοι­ρα­στεῖ τὶς ἀ­γω­νί­ες καὶ τοὺς προ­βλη­μα­τι­σμούς του. Ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­κού­σει «λό­γον πα­ρα­κλή­σε­ως». Ὄ­χι λό­για ποὺ με­τα­δί­δουν στεί­ρα γνώ­ση ἀλ­λὰ λό­γους ἐμ­πνευ­σμέ­νους ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα, ποὺ με­τα­δί­δουν χά­ρη, δύ­να­μη κι ἐλ­πί­δα. Λό­γους ποὺ θὰ τὸν στη­ρί­ξουν «προ­σμέ­νειν τῷ Κυ­ρί­ῳ», δη­λα­δὴ νὰ μεί­νει στα­θε­ρὸς στὸν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ.
Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἡ ζω­η­ρὴ καὶ θερ­μὴ προ­τρο­πὴ τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α: «Πα­ρα­κα­λεῖ­τε πα­ρα­κα­λεῖ­τε τὸν λα­όν μου, λέ­γει ὁ Θε­ός», γρά­φει (Ἡσ. μ΄[40] 1). Πό­σο ἐ­πί­και­ρος εἶ­ναι ὁ προ­φη­τι­κὸς αὐ­τὸς λό­γος! «Πα­ρα­κα­λεῖ­τε πα­ρα­κα­λεῖ­τε τὸν λα­όν μου»! Ὅ­λο τὸν λα­ό: ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες, νέ­ους καὶ γέ­ρον­τες καὶ παι­διά. Ὅ­λοι ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ στή­ριγ­μα καὶ ἐ­νί­σχυ­ση.
Ἰ­δι­αί­τε­ρα σή­με­ρα ποὺ τὰ πάν­τα γύ­ρω μας ἔ­χουν κα­ταρ­ρεύ­σει καὶ ὁ κό­σμος δὲν ἔ­χει ποῦ νὰ στη­ρι­χθεῖ· σή­με­ρα ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ «πα­ρά­κλη­σιν», θεί­α ἐ­νί­σχυ­ση καὶ πα­ρη­γο­ριά. Κι εἶ­ναι χρέ­ος ὅ­λων νὰ στη­ρί­ζου­με καὶ νὰ βο­η­θοῦ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο. Εἴ­θε νὰ μᾶς τὸ χα­ρί­σει ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ός, δι­ό­τι τὸ ἔ­χου­με ὅ­λοι ἀ­νάγ­κη.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ,  ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς πό­λιν τῆς Σα­μα­ρε­ί­ας λε­γο­μέ­νην Συ­χὰρ, πλη­σί­ον τοῦ χω­ρί­ου ὃ ἔ­δω­κεν Ἰ­α­κὼβ Ἰ­ω­σὴφ τῷ υἱ­ῷ αὐ­τοῦ. ἦν δὲ ἐ­κεῖ πη­γὴ τοῦ Ἰ­α­κώβ. ὁ οὖν Ἰ­η­σοῦς κε­κο­πια­κὼς ἐκ τῆς ὁ­δοι­πο­ρί­ας ἐ­κα­θέ­ζε­το οὕ­τως ἐ­πὶ τῇ πη­γῇ· ὥ­ρα ἦν ὡ­σεὶ ἕ­κτη.  ἔρ­χε­ται γυ­νὴ ἐκ τῆς Σα­μα­ρε­ί­ας ἀν­τλῆ­σαι ὕ­δωρ. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Δός μοι πι­εῖν. οἱ γὰρ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἀ­πε­λη­λύ­θει­σαν εἰς τὴν πό­λιν, ἵ­να τρο­φὰς ἀ­γο­ρά­σω­σι. λέ­γει οὖν αὐ­τῷ ἡ γυ­νὴ ἡ Σα­μα­ρεῖ­τις· Πῶς σὺ Ἰ­ου­δαῖ­ος ὢν πα­ρ' ἐ­μοῦ πι­εῖν αἰ­τεῖς, οὔ­σης γυ­ναι­κὸς Σα­μα­ρε­ί­τι­δος; οὐ γὰρ συγ­χρῶν­ται Ἰ­ου­δαῖ­οι Σα­μα­ρε­ί­ταις. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Εἰ ᾔ­δεις τὴν δω­ρε­ὰν τοῦ Θε­οῦ καὶ τίς ἐ­στιν ὁ λέ­γων σοι, δός μοι πι­εῖν, σὺ ἂν ᾔ­τη­σας αὐ­τὸν, καὶ ἔ­δω­κεν ἄν σοι ὕ­δωρ ζῶν. λέ­γει αὐ­τῷ ἡ γυ­νή· Κύριε, οὔ­τε ἄν­τλη­μα ἔ­χεις, καὶ τὸ φρέ­αρ ἐ­στὶ βα­θύ· πό­θεν οὖν ἔ­χεις τὸ ὕ­δωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ με­ί­ζων εἶ τοῦ πα­τρὸς ἡ­μῶν Ἰ­α­κώβ, ὃς ἔ­δω­κεν ἡ­μῖν τὸ φρέ­αρ, καὶ αὐ­τὸς ἐξ αὐ­τοῦ ἔ­πι­ε καὶ οἱ υἱ­οὶ αὐ­τοῦ καὶ τὰ θρέμ­μα­τα αὐ­τοῦ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Πᾶς ὁ πί­νων ἐκ τοῦ ὕ­δα­τος το­ύ­του δι­ψή­σει πά­λιν· ὃς δ' ἂν πί­ῃ ἐκ τοῦ ὕ­δα­τος οὗ ἐ­γὼ δώ­σω αὐ­τῷ, οὐ μὴ δι­ψή­σει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να, ἀλ­λὰ τὸ ὕ­δωρ ὃ δώ­σω αὐ­τῷ, γε­νή­σε­ται ἐν αὐ­τῷ πη­γὴ ὕ­δα­τος ἁλ­λο­μέ­νου εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον. λέ­γει πρὸς αὐ­τὸν ἡ γυ­νή· Κύριε, δός μοι τοῦ­το τὸ ὕ­δωρ, ἵ­να μὴ δι­ψῶ μη­δὲ ἔρ­χο­μαι ἐν­θά­δε ἀν­τλεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ὕ­πα­γε φώ­νη­σον τὸν ἄν­δρα σου καὶ ἐλ­θὲ ἐν­θά­δε. ἀ­πε­κρί­θη ἡ γυ­νὴ καὶ εἶ­πεν· Οὐκ ἔ­χω ἄν­δρα. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Κα­λῶς εἶ­πας ὅ­τι ἄν­δρα οὐκ ἔ­χω· πέν­τε γὰρ ἄν­δρας ἔ­σχες, καὶ νῦν ὃν ἔ­χεις οὐκ ἔ­στι σου ἀ­νήρ· τοῦ­το ἀ­λη­θὲς εἴ­ρη­κας. λέ­γει αὐ­τῷ ἡ γυ­νή· Κύριε, θε­ω­ρῶ ὅ­τι προ­φή­της εἶ σύ. οἱ πα­τέ­ρες ἡ­μῶν ἐν τῷ ὄ­ρει το­ύ­τῳ προ­σε­κύ­νη­σαν· καὶ ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­στὶν ὁ τό­πος ὅ­που δεῖ προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Γύναι, πί­στευ­σόν μοι ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ὅ­τε οὔ­τε ἐν τῷ ὄ­ρει το­ύ­τῳ οὔ­τε ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις προ­σκυ­νή­σε­τε τῷ πα­τρί. ὑ­μεῖς προ­σκυ­νεῖ­τε ὃ οὐκ οἴ­δα­τε, ἡ­μεῖς προ­σκυ­νοῦ­μεν ὃ οἴ­δα­μεν· ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α ἐκ τῶν Ἰ­ου­δα­ί­ων ἐ­στίν. ἀλ­λ' ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καὶ νῦν ἐ­στιν, ὅ­τε οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ προ­σκυ­νη­ταὶ προ­σκυ­νή­σου­σι τῷ πα­τρὶ ἐν πνε­ύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· καὶ γὰρ ὁ πα­τὴρ τοι­ο­ύ­τους ζη­τεῖ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τόν. πνεῦ­μα ὁ Θε­ός, καὶ τοὺς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τὸν ἐν πνε­ύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ δεῖ προ­σκυ­νεῖν. λέ­γει αὐ­τῷ ἡ γυ­νή· Οἶ­δα ὅ­τι Μεσ­σί­ας ἔρ­χε­ται ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐ­κεῖ­νος, ἀ­ναγ­γε­λεῖ ἡ­μῖν πάν­τα. λέ­γει αὐ­τῇ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι, ὁ λα­λῶν σοι. καὶ ἐ­πὶ το­ύ­τῳ ἦλ­θον οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ, καὶ ἐ­θα­ύ­μα­σαν ὅ­τι με­τὰ γυ­ναι­κὸς ἐ­λά­λει· οὐ­δεὶς μέν­τοι εἶ­πε, τί ζη­τεῖς ἤ τί λα­λεῖς με­τ' αὐ­τῆς; Ἀ­φῆ­κεν οὖν τὴν ὑ­δρί­αν αὐ­τῆς ἡ γυ­νὴ καὶ ἀ­πῆλ­θεν εἰς τὴν πό­λιν, καὶ λέ­γει τοῖς ἀν­θρώ­ποις· Δεῦ­τε ἴ­δε­τε ἄν­θρω­πον ὃς εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα· μή­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ Χρι­στός; ἐ­ξῆλ­θον οὖν ἐκ τῆς πό­λε­ως καὶ ἤρ­χον­το πρὸς αὐ­τόν. Ἐν δὲ τῷ με­τα­ξὺ ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, φά­γε. ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­γὼ βρῶ­σιν ἔ­χω φα­γεῖν, ἣν ὑ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­τε. ἔ­λε­γον οὖν οἱ μα­θη­ταὶ πρὸς ἀλ­λή­λους· Μή τις ἤ­νεγ­κεν αὐ­τῷ φα­γεῖν; λέ­γει αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­μὸν βρῶ­μά ἐ­στιν ἵ­να ποι­ῶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ πέμ­ψαν­τός με καὶ τε­λει­ώ­σω αὐ­τοῦ τὸ ἔρ­γον. οὐχ ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι ἔ­τι τε­τρά­μη­νός ἐ­στι καὶ ὁ θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; ἰ­δοὺ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­πά­ρα­τε τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς ὑ­μῶν καὶ θε­ά­σα­σθε τὰς χώ­ρας, ὅ­τι λευ­καί εἰ­σι πρὸς θε­ρι­σμόν ἤ­δη. καὶ ὁ θε­ρί­ζων μι­σθὸν λαμ­βά­νει καὶ συ­νά­γει καρ­πὸν εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον, ἵ­να καὶ ὁ σπε­ί­ρων ὁ­μοῦ χα­ί­ρῃ καὶ ὁ θε­ρί­ζων. ἐν γὰρ το­ύ­τῳ ὁ λό­γος ἐ­στὶν ὁ ἀ­λη­θι­νὸς, ὅ­τι ἄλ­λος ἐ­στὶν ὁ σπε­ί­ρων καὶ ἄλ­λος ὁ θε­ρί­ζων. ἐ­γὼ ἀ­πέ­στει­λα ὑ­μᾶς θε­ρί­ζειν ὃ οὐχ ὑ­μεῖς κε­κο­πι­ά­κα­τε· ἄλ­λοι κε­κο­πι­ά­κα­σι, καὶ ὑ­μεῖς εἰς τὸν κό­πον αὐ­τῶν εἰ­σε­λη­λύ­θα­τε. Ἐκ δὲ τῆς πό­λε­ως ἐ­κε­ί­νης πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν εἰς αὐ­τὸν τῶν Σα­μα­ρει­τῶν δι­ὰ τὸν λό­γον τῆς γυ­ναι­κὸς, μαρ­τυ­ρο­ύ­σης ὅ­τι εἶ­πέ μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σα. ὡς οὖν ἦλ­θον πρὸς αὐ­τὸν οἱ Σα­μα­ρεῖ­ται, ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν μεῖ­ναι πα­ρ' αὐ­τοῖς· καὶ ἔ­μει­νεν ἐ­κεῖ δύ­ο ἡ­μέ­ρας. καὶ πολ­λῷ πλε­ί­ους ἐ­πί­στευ­σαν δι­ὰ τὸν λό­γον αὐ­τοῦ, τῇ τε γυ­ναι­κὶ ἔ­λε­γον ὅ­τι οὐ­κέ­τι δι­ὰ τὴν σὴν λα­λιὰν πι­στε­ύ­ο­μεν· αὐ­τοὶ γὰρ ἀ­κη­κό­α­μεν, καὶ οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ἀ­λη­θῶς ὁ σω­τὴρ τοῦ κό­σμου ὁ Χρι­στός.     
                                                                                   (Ἰωάν. δ΄[4] 5- 42)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
    Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἒρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς σὲ μιά πό­λη τῆς Σα­μάρειας πού λε­γό­ταν Συ­χάρ, ἡ ὁποία ἦ­ταν κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ πού εἶχε δώσει ὁ Ἰ­α­κὼβ στὸν γιὸ του τὸν Ἰ­ω­σήφ. Ὑ­πῆρ­χε μά­λι­στα ἐκεῖ κι ἕνα πηγάδι πού εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰ­α­κώβ. Ὁ Ἰ­η­σοῦς λοι­πόν, ὅ­πως ἦ­ταν κου­ρα­σμὲνος ἀπό τήν πεζοπορία, κα­θό­ταν κον­τὰ στὸ πη­γά­δι. Ἡ ὥρα ἦ­ταν πε­ρί­που ἕ­ξι ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ ἡλίου, δη­λα­δὴ δώ­δε­κα τὸ με­ση­μέ­ρι. Ἔρ­χε­ται τό­τε μί­α γυ­ναί­κα πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι νε­ρό. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τότε ὁ ὁποῖος πραγ­μα­τι­κὰ δι­ψοῦ­σε, τῆς εἶ­πε: Δῶ­σ᾿ μου νὰ πι­ῶ. Καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα νε­ρό, δι­ό­τι οἱ μα­θη­τὲς Tου, ποὺ θὰ φρόν­τι­ζαν νὰ βγά­λουν νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι, εἶχαν πά­ει στὴν πό­λη ν᾿ ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Τοῦ λέ­ει λοι­πὸν ἡ γυ­ναί­κα ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα: Πῶς ἐσύ πού εἶ­σαι Ἰ­ου­δαῖ­ος, κα­τα­δέ­χε­σαι καὶ ζη­τᾶς νὰ πι­εῖς νε­ρὸ ἀ­πὸ μέ­να, πού εἶ­μαι γυ­ναί­κα Σα­μα­ρεί­τι­δα; Κι ἔ­κα­νε ἡ γυ­ναί­κα τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή, δι­ό­τι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι μι­σοῦ­σαν τοὺς Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ δὲν εἶ­χαν σχέ­σεις μα­ζί τους. Ὁ Ἰ­η­σοῦς τῆς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν γνώ­ρι­ζες τὴ δω­ρε­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού δίνει ὁ Θε­ὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ σοῦ λέ­ει τώ­ρα, δῶ­σ᾿ μου νὰ πι­ῶ, ἐσύ θά τοῦ ζη­τοῦ­σες καὶ θὰ σοῦ ἔ­δι­νε νε­ρὸ τρε­χού­με­νο, πού δὲ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Θὰ σοῦ ἔ­δι­νε αὐ­τὸς τὴ χά­ρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, ἡ ὁποία σὰν πνευ­μα­τι­κὸ νε­ρὸ κα­θα­ρί­ζει, δρο­σί­ζει, πα­ρη­γο­ρεῖ καὶ ζω­οποεῖ τίς ψυ­χές, χω­ρὶς νὰ στε­ρεύ­ει πο­τέ. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, ἀ­σφα­λῶς τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μι­λᾶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι αὐ­τό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἀγ­γεῖ­ο ἔ­χεις, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ βγά­λεις ἀ­πὸ ἐ­δῶ νε­ρό, ἀλλά καὶ τὸ πη­γά­δι εἶ­ναι βα­θύ. Ἀ­πὸ ποῦ λοι­πὸν ἔ­χεις τὸ τρε­χού­με­νο καὶ ἀ­στεί­ρευ­το νε­ρό; Μή­πως ἐσύ εἶ­σαι ἀ­νώ­τε­ρος στὴν ἀξία καὶ τὴ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μας τὸν Ἰ­α­κώβ, πού μᾶς ἔ­δω­σε ὡς κλη­ρο­νο­μιὰ τὸ πη­γά­δι αὐ­τὸ καὶ δὲν ζή­τη­σε ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο νε­ρό, ἀλλά ἀ­π᾿ αὐ­τὸ ἤ­πι­ε καὶ ὁ ἴδιος, ὅ­πως καὶ τὰ παι­διά του καὶ τὰ ζῶ­α του πού ἔ­τρε­φε καὶ ἔ­βο­σκε; Τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Βε­βαί­ως δὲν ἐν­νο­ῶ τὸ νε­ρὸ τοῦ πη­γα­διοῦ αὐ­τοῦ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος πί­νει ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, θὰ δι­ψά­σει πά­λι. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ πι­εῖ ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ πού θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ δι­ψά­σει πο­τὲ στὸν αἰ­ώ­να· ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώ­σω θὰ με­τα­βλη­θεῖ μέ­σα του σὲ πη­γὴ νε­ροῦ πού δὲν θὰ στε­ρεύ­ει, ἀλλά θὰ ἀ­να­βλύ­ζει καὶ θὰ ἀ­να­πη­δᾶ καὶ θὰ τρέ­χει πάν­το­τε γιὰ νὰ τοῦ με­ταγ­γί­ζει ζω­ὴ αἰ­ώ­νια. Τοῦ λέ­ει τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, δῶ­σ᾿ μου τὸ νε­ρὸ αὐ­τό, γιὰ νὰ μὴ δι­ψῶ καὶ νὰ μὴν ὑ­πο­βάλ­λο­μαι σὲ τό­σο κό­πο νὰ ἔρ­χο­μαι ἐ­δῶ γιὰ νὰ βγά­ζω νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐ­φό­σον τὸ νε­ρὸ αὐ­τὸ δὲν τὸ θέ­λεις μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου, ἀλλά καὶ γιὰ ἐ­κεί­νους μὲ τοὺς ὁποίους συ­ζεῖς, πή­γαι­νε, φώ­να­ξε τὸν ἄν­δρα σου κι ἔ­λα ἐ­δῶ μα­ζὶ μ᾿ αὐ­τόν, ὥ­στε κι ἐ­κεῖ­νος νὰ δε­χθεῖ μα­ζί σου τὴ δω­ρε­ὰ αὐ­τή. Τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε τό­τε ἡ γυ­ναί­κα: Δὲν ἔ­χω ἄν­δρα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Κα­λὰ εἶ­πες «δὲν ἔ­χω ἄν­δρα». Δι­ό­τι ἔ­χεις πά­ρει πέν­τε ἄν­δρες, τὸν ἕ­να ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο. Καὶ τώ­ρα μ᾿ αὐ­τὸν πού ζεῖς, εἶ­σαι συν­δε­δεμέ­νη κρυ­φά, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἄν­δρας σου. Αὐ­τὸ τό εἶπες ἀ­λή­θεια. Τοῦ λέ­ει ἡ γυ­ναί­κα: Κύ­ρι­ε, κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἐσύ εἶσαι προ­φή­της. Δι­ό­τι μοῦ εἶ­πες κά­ποι­α μυ­στι­κὰ τῆς ζωῆς μου, ἐ­νῶ δὲν μ᾿ ἔ­χεις συ­ναν­τή­σει ἄλ­λη φορά, ἀλλά μό­λις σή­με­ρα μὲ βλέ­πεις γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Σὲ πα­ρακα­λῶ λοι­πὸν νὰ μὲ δι­α­φω­τί­σεις πά­νω στὸ πα­ρα­κάτω σπου­δαῖ­ο ζή­τη­μα: Οἱ πα­τέ­ρες μας προ­σκύ­νη­σαν καὶ λά­τρευ­σαν τόν Θε­ὸ στὸ ὄ­ρος αὐ­τὸ τὸ Γα­ρι­ζείν, ἐ­νῶ ἐσεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­τε ὅ­τι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα εἶ­ναι ὁ τόπος πού πρέπει νά λα­τρεύ­ου­με τὸν Θε­ό. ἐσύ λοι­πὸν ὡς προ­φή­της τί λέ­ς γι᾿ αὐ­τό; Τῆς λέ­ει ὁ Ἰησοῦς: Πί­στε­ψέ με, γυ­ναί­κα, ὅ­τι γρή­γο­ρα ἔρ­χε­ται ὁ και­ρὸς πού οὔ­τε σ᾿ αὐ­τὸ τὸ βου­νὸ τὸ Γαριζείν μό­νο, οὔτε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἀ­πο­κλει­στι­κὰ θὰ λα­τρεύσε­τε τὸν οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα. Ἐσεῖς οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες ἀ­πορ­ρί­ψα­τε τὰ βι­βλί­α τῶν προφητῶν καὶ προ­σκυ­νᾶ­τε ἐ­κεῖ­νο γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔχετε σα­φῆ καὶ πλή­ρη γνώ­ση. Ἐμεῖς οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι προ­σκυνοῦμε ἐκεῖνο πού γνω­ρί­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κάθε ἄλ­λον. Ἀ­πό­δει­ξη μά­λι­στα γι᾿ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὅ­τι ὁ Μεσσίας πού θὰ σώ­σει τὸν κό­σμο προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τοὺς Ἰουδαί­ους. Αὐ­τοὺς δι­ά­λε­ξε ὁ Θε­ὸς ὡς λα­ὸ δι­κό του καὶ αὐ­τοὶ τὸν γνώ­ρι­σαν καὶ τὸν λά­τρευ­σαν τε­λει­ό­τε­ρα ἀπό κά­θε ἄλ­λον λα­ό. Πο­λὺ σύν­το­μα ὅ­μως ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καὶ μπο­ρῶ νὰ πῶ ὅτι ἡ ὥ­ρα αὐ­τὴ ἔ­χει ἤ­δη ἔλ­θει, πού οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ προσκυ­νη­τὲς θὰ προ­σκυ­νή­σουν καὶ θὰ λα­τρεύ­σουν τόν Πα­τέ­ρα πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἀ­λη­θι­νά· δη­λα­δὴ μὲ θεοφώτιστες τὶς πνευ­μα­τι­κές τους δυ­νά­μεις καὶ μὲ λα­τρεί­α ὂχι τυ­πι­κὴ καὶ σκι­ώ­δη, ἀλλά πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀ­πὸ πλή­ρη ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Δι­ό­τι καὶ ὁ Πατήρ ζητᾶ ἐ­πί­μο­να τέ­τοι­οι ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ πραγ­μα­τι­κοὶ προ­σκυνη­τὲς νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πνεῦ­μα, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ τό­πους. Κι ἐ­κεῖ­νοι πού τὸν λα­τρεύ­ουν πρέ­πει νὰ τὸν προ­σκυ­νοῦν μὲ τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κές τους πνευ­μα­τι­κὲς δυνάμεις, μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση τῆς καρ­διᾶς καὶ τοῦ νοῦ, ἀλλά καὶ μὲ ἀ­λη­θι­νὴ ἐ­πί­γνω­ση τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς λα­τρεί­ας πού τοῦ ἁρ­μό­ζει. Τοῦ λέει ἡ γυ­ναί­κα: Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας, ὄ­νο­μα πού με­τα­φρά­ζε­ται μὲ τὴ λέ­ξη Χριστός. Ὅ­ταν ἔλ­θει ἐ­κεῖ­νος, θὰ μᾶς τὰ δι­δά­ξει ὅ­λα. Τῆς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἐγώ εἶ­μαι ὁ Μεσ­σί­ας, ἐγώ πού τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ σοῦ μι­λά­ω.
Καὶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἦλ­θαν οἱ μα­θη­τές του καὶ ἀ­πό­ρη­σαν πού ὁ δι­δά­σκα­λος μι­λοῦ­σε δη­μο­σί­ως μὲ γυ­ναί­κα, κά­τι πού ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­δό­σεις τῶν ραβ­βί­νων. Κα­νεὶς ὅ­μως δὲν τοῦ εἶ­πε: Τί ζη­τᾶς νὰ σοῦ κά­νει ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, ἢ γιὰ ποι­ὸ θέ­μα μι­λᾶς μα­ζὶ της; Στὸ με­τα­ξὺ ἡ γυ­ναί­κα, γε­μά­τη συγ­κί­νη­ση ὕ­στε­ρα ἀ­π᾿ αὐ­τὰ πού ἄ­κου­σε, ἄ­φη­σε τὴ στά­μνα της στὸ πη­γά­δι καὶ πῆ­γε τρέ­χον­τας στὴν πό­λη κι ἄρ­χι­σε νὰ λέ­ει στοὺς ἀν­θρώ­πους: Ἐλᾶτε νὰ δεῖ­τε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, καὶ αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κὰ καὶ προ­σω­πι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς ζω­ῆς μου. Μή­πως εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Χρι­στός; Βγῆ­καν λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν πό­λη οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες κι ἄρ­χι­σαν νὰ ἔρ­χον­ται πρὸς αὐ­τόν.
Στὸ με­τα­ξὺ ὅ­μως, μέ­χρι νὰ εἰ­δο­ποι­η­θοῦν οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες καὶ νὰ ἔλ­θουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ριος εἶ­χε ἀ­πορ­ρο­φη­θεῖ ἀ­π᾿ τὸ πνευ­μα­τι­κό του ἔρ­γο καὶ δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν κα­θό­λου γιὰ φα­γη­τό, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν οἱ μα­θη­τὲς καὶ τοῦ ἔ­λε­γαν: Δι­δά­σκα­λε, φά­ε κά­τι. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Ἐγώ ἔ­χω φα­γη­τὸ νὰ φά­ω πού ἐσεῖς δὲν τὸ ξέ­ρε­τε. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων αὐ­τῶν τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Μή­πως τὴν ὥ­ρα πού λεί­πα­με τοῦ ἔ­φε­ρε κα­νεὶς ἄλ­λος φα­γη­τὸ κι ἔ­φα­γε; Τοὺς λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Δι­κό μου φα­γη­τό, πού μὲ χορ­ταί­νει καὶ μὲ τρέ­φει, εἶ­ναι νὰ κά­νω πάν­το­τε τὸ θέ­λη­μα ἐ­κεί­νου πού μὲ ἀ­πέ­στει­λε στὸν κό­σμο καὶ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σω τὸ ἔρ­γο του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Καὶ τὸ θερ­μὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου γιὰ τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ μὲ ἀ­πορ­ρό­φη­σε ὁ­λό­κλη­ρο τώ­ρα πού πρό­κει­ται νὰ ἔλ­θουν ἐ­δῶ οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, καὶ μοῦ ἔ­κο­ψε κά­θε ὄ­ρε­ξη πού προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ φυ­σι­κὴ πεί­να. Δὲν λέ­τε ἐσεῖς ὅ­τι τέσ­σε­ρις μῆ­νες μέ­νουν ἀ­κό­μη καὶ ὁ θε­ρι­σμὸς ἔρ­χε­ται; Στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὅ­μως σπο­ρὰ εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λόγος τοῦ Θε­οῦ νὰ καρ­πο­φο­ρή­σει καὶ σὲ χρονικό δι­ά­στη­μα πο­λὺ πιὸ σύν­το­μο. Καὶ γιὰ νὰ πει­σθεῖ­τε γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ πού σᾶς λέ­ω, ση­κῶ­στε τὰ μά­τια σας καὶ κοι­τάξ­τε τὸ πλῆ­θος αὐ­τὸ τῶν Σα­μα­ρει­τῶν πού ἔρ­χονται. Μοιά­ζουν οἱ ψυ­χές τους μὲ χω­ρά­φια, στὰ ὁποῖα δέν πρόφθασε νά σπαρεῖ ὁ λό­γος τῆς ἀ­λή­θειας, κι ὅ­μως εἶ­ναι λευ­κὰ καὶ ὥ­ρι­μα πλέ­ον, ἕ­τοι­μα νὰ θε­ρι­σθοῦν. Ἔ­τσι καὶ σ᾿ ὅ­λα τὰ μέ­ρη τοῦ κό­σμου οἱ ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι τώ­ρα ὥ­ρι­μες γιὰ νὰ δε­χθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α. Κι ἐ­κεῖ­νος πού θε­ρί­ζει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­γρὸ παίρ­νει μι­σθό, ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι χαί­ρε­ται καὶ ἐ­δῶ βλέ­πον­τας τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συγ­κο­μι­δή, ἀλλά καὶ δι­ό­τι θὰ ἀνταμειφθεῖ καὶ στὴ μελ­λον­τι­κὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο. Ἐ­πει­δή λοι­πὸν ἑλ­κύ­ει στὴ σω­τη­ρί­α ψυ­χὲς ἀ­θά­να­τες, συ­να­θροίζει καρ­πὸ γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Κι ἔ­τσι, στὴν πνευ­μα­τι­κὴ σπο­ρὰ πού γί­νε­ται τώ­ρα, χαί­ρο­μαι κι ἐγώ πού σπέρ­νω μα­ζὶ μὲ σᾶς πού θὰ θε­ρί­σε­τε. Δι­ό­τι στὴ δι­κή μας πε­ρί­πτω­ση ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἡ ἀληθινή πα­ροι­μί­α, ὅ­τι ἄλ­λος ἔ­σπει­ρε κι ἄλ­λος θε­ρί­ζει. Ἔσπειρα ἐγώ καὶ θὰ θε­ρί­σε­τε ἐσεῖς, ὅ­πως καὶ μελ­λον­τι­κὰ θὰ σπέρ­νε­τε ἐσεῖς καί θά θερίζουν οἱ δι­ά­δο­χοί σας. Ἐ­γώ, ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀγροῦ, σᾶς ἔ­στει­λα γιὰ νὰ θερίζετε καρ­πὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσεῖς δὲν ἔ­χε­τε κο­πιά­σει γιὰ νὰ σπαρεῖ. Ἄλ­λοι, δη­λα­δὴ ἐγώ καί οἱ προ­φῆ­τες πρὶν ἀ­πὸ μέ­να, ἔ­χουν κο­πιά­σει κι ἔ­χουν σπεί­ρει, κι ἐσεῖς ἔ­χε­τε μπεῖ στοὺς κό­πους καὶ τὴ σπο­ρά τους γιὰ νὰ θε­ρί­σε­τε. Ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἐ­κεί­νη Συ­χὰρ πολ­λοὶ ἀ­πό τους Σα­μαρεῖτες πί­στε­ψαν σ᾿ αὐ­τὸν ὅ­τι ἦ­ταν ὁ Μεσ­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς μαρ­τυ­ρί­ας τῆς γυ­ναί­κας πού ἔ­λε­γε «μοῦ εἶ­πε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χω κά­νει, κι αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τὰ μυ­στι­κά μου, τὰ ὁποῖα δὲν ἤ­ξε­ραν οὔτε ἐ­κεῖ­νοι μὲ τοὺς ὅ­ποι­ους συ­ζῶ καὶ μέ γνω­ρί­ζουν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρό». Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θαν κον­τὰ του οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μεί­νει γιὰ πάν­τα μα­ζί τους. Κι ἔ­μει­νε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­δα­σκα­λί­α πού τοὺς ἔ­κα­νε τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ἡμέρες πί­στε­ψαν πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἦλ­θαν στὸ πη­γά­δι καὶ τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν νὰ μεί­νει στὴν πό­λη τους. Καὶ στὴ γυ­ναί­κα ἔ­λε­γαν ὅ­τι δὲν πι­στεύ­ου­με πλέ­ον γιὰ τὰ ὅ­σα μᾶς εἶπες ἐσύ. Διότι ἐμεῖς οἱ ἴ­διοι τὸν ἔ­χου­με τώ­ρα ἀ­κού­σει καὶ γνω­ρί­ζου­με πλέ­ον ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ὁ Σω­τή­ρας ὅ­λου τοῦ κό­σμου, ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, ὁ Χρι­στός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου