Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ  (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

(13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

Ἀδελφοί, ὃταν ὁ Χρι­στὸς φα­νε­ρω­θῇ, ζω­ὴ ὑ­μῶν, τό­τε κα ὑ­μεῖς σν αὐ­τῷ φα­νε­ρω­θή­σε­σθε ν δό­ξῃ. Νε­κρώ­σα­τε ον τ μέ­λη ὑ­μῶν τ ἐ­πὶ τς γς, πορ­νε­ί­αν, ἀ­κα­θαρ­σί­αν, πά­θος, ἐ­πι­θυ­μί­αν κα­κήν, κα τν πλε­ο­νε­ξί­αν ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, δι' ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ το Θε­οῦ ἐ­πὶ τος υἱ­οὺς τς ἀ­πει­θε­ί­ας, ν ος κα ὑ­μεῖς πε­ρι­ε­πα­τή­σα­τέ πο­τε, ὅ­τε ἐ­ζῆ­τε ἐν αὐ­τοῖς· νυ­νὶ δ ἀ­πό­θε­σθε κα ὑ­μεῖς τ πάν­τα, ὀρ­γήν, θυ­μόν, κα­κί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰ­σχρο­λο­γί­αν κ το στό­μα­τος ὑ­μῶν· μ ψε­ύ­δε­σθε ες ἀλ­λή­λους, ἀ­πεκ­δυ­σά­με­νοι τν πα­λαι­ὸν ἄν­θρω­πον σν τας πρά­ξε­σιν αὐ­τοῦ κα ἐν­δυ­σά­με­νοι τν νέ­ον τν ἀ­να­και­νο­ύ­με­νον ες ἐ­πί­γνω­σιν κα­τ' εἰ­κό­να το κτί­σαν­τος αὐ­τόν, ὅ­που οκ ἔ­νι Ἕλ­λην κα Ἰ­ου­δαῖ­ος, πε­ρι­το­μὴ κα ἀ­κρο­βυ­στί­α, βάρ­βα­ρος, Σκύ­θης, δοῦ­λος, ἐ­λε­ύ­θε­ρος, ἀλ­λὰ τ πάν­τα κα ν πᾶ­σι Χρι­στός.                                                           

  (Κολ. γ΄[3] 4-11)    

                          

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

«Νε­κρώ­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς... δι᾿ ἃ ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πὶ τοὺς υἱ­οὺς τῆς ἀ­πει­θεί­ας»

Συ­νη­θί­ζου­με νὰ κά­νου­με λό­γο γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, τὴν ἐ­πι­εί­κεια καὶ τὴ μα­κρο­θυ­μί­α Του. Ὡ­στό­σο σή­με­ρα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς ὁ­μι­λεῖ γιὰ κά­τι ποὺ ἴ­σως μᾶς ξαφ­νιά­ζει: γιὰ τὴν «ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ». Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος κα­λεῖ τοὺς πι­στοὺς νὰ νε­κρώ­σουν κά­θε ἁ­μαρ­τω­λὸ πά­θος καὶ κα­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ μέ­σα τους, δι­ό­τι γιὰ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα κά­θε εἴ­δους «ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πὶ τοὺς υἱ­οὺς τῆς ἀ­πει­θεί­ας»· πρό­κει­ται νὰ ξε­σπά­σει ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ σ᾿ ὅ­σους ὄ­χι ἀ­πὸ ἄ­γνοι­α ἢ ἀ­δυ­να­μί­α ἀλ­λὰ συ­στη­μα­τι­κὰ καὶ μὲ ἐ­πι­μο­νὴ δὲν θέ­λουν νὰ πι­στέ­ψουν καὶ προ­τι­μοῦν νὰ ζοῦν μέ­σα στὴν ἁ­μαρ­τί­α.

Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὅ­μως ὁ Θε­ὸς τῆς ἀ­γά­πης νὰ ὀρ­γί­ζε­ται καὶ νὰ τι­μω­ρεῖ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς; Τὸ εὔ­λο­γο αὐ­τὸ ἐ­ρώ­τη­μα μᾶς κα­λεῖ νὰ δοῦ­με πῶς συμ­βι­βά­ζε­ται ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ μὲ τὴν ἀ­γά­πη Του καὶ ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ μή­νυ­μα ποὺ μᾶς στέλ­νει ὁ Θε­ὸς μὲ τὶς δι­ά­φο­ρες ἀ­πει­λὲς ἢ τι­μω­ρί­ες.

1. Ὀρ­γί­ζε­ται ἢ μᾶς ἀ­γα­πᾶ;

Τί εἶ­ναι ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ; Ὁ Θε­ὸς δὲν ὀρ­γί­ζε­ται. Οὔ­τε θυ­μώ­νει οὔ­τε ἐκ­δι­κεῖ­ται οὔ­τε τι­μω­ρεῖ. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Αὐ­τὸ ποὺ ἐ­μεῖς αἰ­σθα­νό­μα­στε ὡς ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι οἱ συ­νέ­πει­ες ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πὸ κον­τά Του. Ἂν εἶ­ναι χει­μώ­νας καὶ ἀ­πο­μα­κρυν­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴ θερ­μά­στρα ἢ τὸ τζά­κι καὶ βγοῦ­με ἔ­ξω στὸ κρύ­ο, προ­φα­νῶς δὲν φταί­ει ἡ θερ­μά­στρα ἢ τὸ τζά­κι ποὺ πα­γώ­νου­με. Ὅ­σο βρι­σκό­μα­στε κον­τὰ στὸν Θε­ό, χαι­ρό­μα­στε, ἡ ζε­στα­σιὰ τῆς θεί­ας Του χά­ρι­τος μᾶς κά­νει εὐ­τυ­χι­σμέ­νους. Ὅ­ταν φεύ­γου­με ἀ­πὸ κον­τά Του ἁ­μαρ­τά­νον­τας καὶ δὲν με­τα­νο­οῦ­με, πα­γώ­νου­με, ἀρ­ρω­σταί­νου­με, ὑ­πο­φέ­ρου­με. Ἐ­κεῖ­νος θέ­λει πάν­τα τὸ κα­λό μας· ἡ ἐ­πι­μο­νή μας ὅ­μως στὴν ἁ­μαρ­τί­α μᾶς ὁ­δη­γεῖ σὲ κό­λα­ση δυ­στυ­χί­ας. Ὁ Θε­ὸς καὶ τό­τε ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ μᾶς ἀ­γα­πά­ει, δὲν μπο­ρεῖ ὅ­μως νὰ μᾶς ζε­στά­νει μὲ τὴν ἀ­γά­πη Του, δι­ό­τι Τὸν ἐμ­πο­δί­ζει ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α μας.

Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὸ πα­ρά­δειγ­μα μὲ τὸν ἥ­λιο ὁ ὁ­ποῖ­ος μα­λα­κώ­νει τὸ κε­ρί, ἀλ­λὰ ἀ­πο­ξη­ραί­νει τὸν πη­λό. Πα­ρά­γει δη­λα­δὴ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα στὰ δι­ά­φο­ρα ὑ­λι­κὰ στὰ ὁ­ποῖ­α ρί­χνει τὸ φῶς του, ὄ­χι δι­ό­τι ἡ ἐ­νέρ­γειά του κά­θε φο­ρὰ εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή, ἀλ­λὰ δι­ό­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὴ εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση ἐ­κεί­νων ποὺ δέ­χον­ται τὴν ἐ­νέρ­γειά του. Πα­ρο­μοί­ως ὁ Θε­ὸς δὲν τι­μω­ρεῖ μὲ ὀρ­γὴ καὶ ἐκ­δι­κη­τι­κὴ δι­ά­θε­ση τὸν ἁ­μαρ­τω­λό. Ἡ λε­γό­με­νη «ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ» εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὁ­ποί­α ἐ­νῶ στοὺς δι­καί­ους προ­κα­λεῖ χα­ρὰ καὶ εὐ­φρο­σύ­νη, γιὰ τοὺς ἀ­με­τα­νό­η­τους ἁ­μαρ­τω­λοὺς γί­νε­ται βά­σα­νος καὶ ἀ­φό­ρη­τη ὀ­δύ­νη. Σὰν τὸ φῶς ποὺ ὁ ὑ­γι­ὴς ὀ­φθαλ­μὸς τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­νῶ ὁ ἀ­σθε­νὴς δὲν τὸ ἀν­τέ­χει, ὑ­πο­φέ­ρει καὶ ζη­τεῖ τὸ σκο­τά­δι, δι­ό­τι ἐ­κεῖ βρί­σκει τὴν ἀ­να­κού­φι­σή του! Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ δρά­μα τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν. Καὶ εἶ­ναι φρι­κτὸ τὸ μαρ­τύ­ριο αὐ­τό. Δι­ό­τι πρό­κει­ται γιὰ αὐ­το­τι­μω­ρί­α τὴν ὁ­ποί­α ὁ Θε­ὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἀλ­λά­ξει, λό­γω τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας.

2. Ἠ­χη­ρὴ προ­ει­δο­ποί­η­ση

Ἂς προ­σέ­ξου­με λοι­πὸν τὸ ἠ­χη­ρὸ προ­ει­δο­ποι­η­τι­κὸ σῆ­μα ποὺ ἐκ­πέμ­πει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ: «Ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ». Καὶ τὸ «ἔρ­χε­ται» ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι καθ᾿ ὁ­δὸν οἱ συ­νέ­πει­ες ποὺ θὰ ὑ­πο­στοῦ­με γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας. Δὲν πρό­κει­ται δη­λα­δὴ γιὰ κά­τι ποὺ θὰ συμ­βεῖ μό­νο στὸ μέλ­λον κα­τὰ τὴν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α ἀλ­λὰ γιὰ αὐ­το­τι­μω­ρί­α ποὺ ἐ­πέρ­χε­ται κα­τὰ τὸ δι­ά­στη­μα αὐ­τῆς ἐ­δῶ τῆς ζω­ῆς.

Τὸ μή­νυ­μα ποὺ μᾶς στέλ­νει ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς συμ­πυ­κνώ­νε­ται σὲ μί­α μό­νο λέ­ξη: με­τά­νοι­α! Νὰ συ­ναι­σθαν­θοῦ­με σὲ τί με­γά­λη κα­τα­στρο­φὴ μᾶς ὁ­δη­γεῖ ἡ ἁ­μαρ­τί­α καὶ νὰ με­τα­νο­ή­σου­με. «Τὰ ὀ­ψώ­νια της ἁ­μαρ­τί­ας θά­να­τος», ση­μει­ώ­νει σὲ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος (Ρωμ. Ϛ'[6] 23). Ὁ μι­σθὸς μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ ἁ­μαρ­τί­α πλη­ρώ­νει τοὺς δού­λους της εἶ­ναι ὁ θά­να­τος. Οἱ τι­μω­ρί­ες τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες δι­α­βά­ζου­με στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἂς μᾶς πα­ρα­δειγ­μα­τί­σουν. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ παί­ζου­με μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α!

Εἶ­ναι φι­λάν­θρω­πος ὁ Θε­ὸς ἀλ­λὰ καὶ δί­και­ος· καὶ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α μας ἐμ­πο­δί­ζει τὴν ἐκ­δή­λω­ση τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας Του, ὁ­πό­τε μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει. «Μὴ ἐξ ἡ­μι­σεί­ας τὸν Θε­ὸν γνω­ρί­ζω­μεν», λέ­γει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος (PG 31, 897). Δη­λα­δή, ἂς μὴν ἔ­χου­με τὴ μι­σὴ γνώ­ση πε­ρὶ τοῦ Θε­οῦ. Ἂν σκε­πτό­μα­στε μό­νο τὴ φι­λαν­θρω­πί­α καὶ τὴν ἐ­πι­εί­κειά Του, κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ χα­λα­ρώ­σου­με στὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γώ­να. Εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ ἀ­να­λο­γι­ζό­μα­στε καὶ τὴ δί­και­η ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ προ­σπα­θοῦ­με συ­στη­μα­τι­κὰ νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ νὰ εὐ­α­ρε­στοῦ­με ἐ­νώ­πιόν Του.

Κα­θὼς τὶς ἡ­μέ­ρες αὐ­τὲς προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε νὰ ἑ­ορ­τά­σου­με τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ νο­η­τοῦ Ἡ­λί­ου τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος Χρι­στοῦ, ἂς κα­θα­ρί­σου­με τὴν ψυ­χή μας μὲ τὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καὶ ἂς πά­ρου­με ἀ­πό­φα­ση ὥ­στε τὸν ὑ­πό­λοι­πο χρό­νο τῆς ζω­ῆς μας νὰ τὸν ζή­σου­με μὲ με­τά­νοι­α καὶ ἔν­το­νο ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ὥ­στε νὰ βροῦ­με ἔ­λε­ος καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴν αἰ­ώ­νια δό­ξα κι εὐ­τυ­χί­α κον­τά Του.

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄν­θρω­πός τις ἐ­πο­ί­η­σε δεῖ­πνον μέ­γα, κα ἐ­κά­λε­σε πολ­λο­ύς· κα ἀ­πέ­στει­λε τν δοῦ­λον αὐ­τοῦ τ ὥ­ρᾳ το δε­ί­πνου εἰ­πεῖν τος κε­κλη­μέ­νοις· ἔρ­χε­σθε, ὅ­τι ἤ­δη ἕ­τοι­μά ἐ­στι πάν­τα. κα ἤρ­ξαν­το ἀ­πὸ μι­ᾶς πα­ραι­τεῖ­σθαι πάν­τες, πρῶ­τος εἶ­πεν αὐ­τῷ· ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα, κα ἔ­χω ἀ­νάγ­κην ἐ­ξελ­θεῖν κα ἰ­δεῖν αὐ­τόν· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· ζεύ­γη βο­ῶν ἠ­γό­ρα­σα πέν­τε, κα πο­ρε­ύ­ο­μαι δο­κι­μά­σαι αὐ­τά· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· γυ­ναῖ­κα ἔ­γη­μα, κα δι­ὰ τοῦ­το ο δύ­να­μαι ἐλ­θεῖν. κα πα­ρα­γε­νό­με­νος δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήγ­γει­λε τ κυ­ρί­ῳ αὐ­τοῦ ταῦ­τα. τό­τε ὀρ­γι­σθεὶς ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­πε τ δο­ύ­λῳ αὐ­τοῦ· ἔ­ξελ­θε τα­χέ­ως ες τς πλα­τε­ί­ας κα ῥύ­μας τς πό­λε­ως, κα τος πτω­χοὺς κα ἀ­να­πή­ρους κα χω­λοὺς κα τυ­φλοὺς εἰ­σά­γα­γε ὧ­δε. κα εἶ­πεν δοῦ­λος· κύ­ρι­ε, γέ­γο­νεν ς ἐ­πέ­τα­ξας, κα ἔ­τι τό­πος ἐ­στί. κα εἶ­πεν κύ­ρι­ος πρς τν δοῦ­λον· Ἔ­ξελ­θε ες τς ὁ­δοὺς κα φραγ­μοὺς κα ἀ­νάγ­κα­σον εἰ­σελ­θεῖν, ἵ­να γε­μι­σθῇ οἶ­κός μου. λέ­γω γρ ὑ­μῖν  ὅ­τι   οὐ­δεὶς  τν  ἀν­δρῶν   ἐ­κε­ί­νων  τν  κε­κλη­μέ­νων  γε­ύ­σε­ταί  μου  το δείπνου.

 (Λουκ. ιδ΄[14] 16 – 24)

 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Επε Κύριος τήν πιό κάτω παραβολ:  Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἔ­κα­νε με­γά­λο βρα­δι­νὸ συμ­πό­σιο καὶ κάλεσε πολ­λούς. Ἡ χα­ρὰ καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση δη­λα­δὴ τῆς αἰ­ώ­νιας βα­σι­λεί­ας πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μ' ἕ­να με­γα­λο­πρε­πὲς δεῖπνο πού ἑ­τοί­μα­σε ὁ Θε­ός. Σ' αὐ­τὸ δὲν κά­λε­σε ἀρ­χι­κὰ ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους, ἀλλά πολ­λούς, δη­λα­δὴ μό­νο τούς Ἰου­δαί­ους. Καὶ τὴν ὥ­ρα τοῦ δεί­πνου ἔ­στει­λε τὸν δοῦλο του γιὰ νὰ πεῖ στοὺς κα­λε­σμέ­νους: Ἐ­λᾶ­τε καὶ μὴν ἀ­να­βάλ­λε­τε, δι­ό­τι εἶ­ναι πλέ­ον ὅ­λα ἕ­τοι­μα. (Σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ δη­λα­δὴ ὁ Θε­ὸς ἔ­στελ­νε τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους του. Καὶ στὸ τέ­λος ἔ­στει­λε τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Βα­πτι­στὴ κι ἔ­πει­τα τὸν Υἱ­ό του, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του ἔ­λα­βε μορ­φὴ δού­λου). Τό­τε ἄρ­χι­σαν με­μιᾶς ὅ­λοι οἱ κα­λε­σμέ­νοι, ὁ ἕ­νας με­τὰ τὸν ἄλ­λον, σάν νά ἦ­ταν συ­νεν­νο­η­μέ­νοι, νὰ δι­και­ο­λο­γοῦν τὴν ἀ­που­σί­α τους ἀ­πὸ τὸ δεῖ­πνο. Ὁ πρῶ­τος τοῦ εἶπε: Ἔ­χω ἀ­γο­ρά­σει κά­ποι­ο χω­ρά­φι καὶ πρέ­πει νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, θε­ώ­ρη­σέ με δικαιολογημένο καὶ ἀ­παλ­λαγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ ἔλ­θω. Ἄλ­λος πά­λι τοῦ εἶ­πε: Ἔ­χω ἀ­γο­ρά­σει πέν­τε ζευγάρια βό­δια καὶ πη­γαί­νω νὰ τὰ δο­κι­μά­σω. Σὲ πα­ρα­καλῶ, συγ­χώ­ρη­σε τὴ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­που­σί­α μου. Κι ἕ­νας ἄλ­λος τοῦ εἶ­πε: Εἶ­μαι νι­ό­παν­τρος καὶ γι’ αὐτό δὲν μπο­ρῶ νὰ ἔλ­θω. Δη­λα­δὴ οἱ προ­σκε­κλημένοι ὅ­λοι ἀ­πορ­ρο­φή­θη­καν ἀ­πὸ τὶς βι­ο­τι­κὲς καὶ τὶς σαρκικές τους μέ­ρι­μνες καὶ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν γιὰ τὴν πρό­σκληση τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁποῖος τοὺς κα­λοῦ­σε νὰ γί­νουν μέ­τοχοι καί κληρονόμοι τῆς βα­σι­λεί­ας του. Ὅ­ταν λοι­πὸν γύ­ρι­σε ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος, δι­η­γή­θη­κε στὸν κύ­ριό του τὰ ὅ­σα τοῦ εἶ­παν οἱ κα­λε­σμέ­νοι. Τό­τε ὁ νοι­κο­κύ­ρης θύ­μω­σε καὶ εἶ­πε στὸ δοῦλο του: Βγὲς γρή­γο­ρα στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ στὰ στε­νὰ τῆς πό­λε­ως καὶ φέ­ρε ἐ­δῶ μέ­σα τοὺς φτω­χούς, τοὺς σα­κά­τη­δες, τοὺς χω­λοὺς καὶ τοὺς τυ­φλοὺς πού θὰ βρεῖς ἐκεῖ. Κά­λε­σε δη­λα­δὴ ὅ­σους εἶ­ναι πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι με­τα­ξὺ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, ἀφοῦ οἱ ἐ­πί­ση­μοι ἄρ­χον­τες τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἀρ­νοῦν­ται νὰ δεχθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α πού τοὺς προ­σφέ­ρει ὁ Μεσ­σί­ας. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε πά­λι ὁ δοῦ­λος καὶ εἶ­πε: Κύ­ρι­ε, ἔ­γι­νε ὅ­πως δι­έ­τα­ξες, καὶ ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη τό­πος ἀ­δεια­νὸς στὸ σπί­τι γιὰ νὰ προ­σκλη­θοῦν κι ἄλ­λοι. Τό­τε εἶ­πε ὁ κύ­ριος στὸ δοῦλο: Βγὲς ἔ­ξω ἀ­π' τὴν πό­λη στοὺς δρό­μους καὶ στοὺς φρά­χτες τῶν κτη­μά­των, ὅ­που συ­νή­θως μα­ζεύ­ον­ται οἱ πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι, πού δὲν ἔ­χουν σπί­τι καὶ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ θὰ δι­στά­ζουν ἀ­πὸ συ­στο­λὴ νὰ πά­ρουν μέ­ρος στὸ δεῖ­πνο μου, πα­ρα­κί­νη­σέ τους ἐ­πί­μο­να νὰ μποῦν ἐ­δῶ, γιὰ νὰ γε­μί­σει τὸ σπί­τι μου. Προ­σκά­λε­σε δη­λα­δὴ καὶ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς νὰ πά­ρουν μέ­ρος στὰ ἀ­γα­θὰ τῆς βα­σι­λεί­ας μου. Δι­ό­τι σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι κα­νέ­νας ἀ­πό τους ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους πού κά­λε­σα  ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ κα­θί­σει, ἀλ­λ' οὔτε κἄν θὰ γευ­θεῖ τὸ δεῖ­πνο μου.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου