Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(22 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.                                                             
   (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΟΙ
1.       ΓΙΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!
Ἕ­να με­γά­λο πρό­βλη­μα τα­λά­νι­ζε τοὺς πι­στοὺς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Κο­ρίν­θου: Πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ σχη­μά­τι­ζαν φα­τρί­ες γύ­ρω ἀ­πὸ συγ­κε­κρι­μέ­νους ἐρ­γά­τες τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, στοὺς ὁ­ποί­ους ἔ­δει­χναν με­γά­λη προ­σκόλ­λη­ση. Αὐ­τὸ ὅ­μως ὄ­χι μό­νο δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σχί­σμα­τα, ἀλ­λὰ καὶ δι­έ­στρε­φε τὴν πνευ­μα­τι­κή τους ζω­ή, δι­ό­τι πα­ρα­με­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ τὴν κεν­τρι­κὴ θέ­ση ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χει στὴν ζω­ή τους ὁ θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τοὺς πα­ρα­κα­λεῖ ἐ­πι­κα­λού­με­νος τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου λέ­γον­τας: Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, ἀ­δελ­φοί, γιὰ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, στα­μα­τῆ­στε τὶς με­τα­ξύ σας δι­αι­ρέ­σεις καὶ ἑ­νω­θῆ­τε στὴν κοι­νὴ πί­στη μας μὲ τὰ ἴ­δια φρο­νή­μα­τα ὅ­λοι σας. Ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν προ­τρο­πὴ τοῦ ἱ­ε­ροῦ Ἀ­πο­στό­λου μᾶς προ­ξε­νεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση ἡ ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Για­τί ἄ­ρα­γε ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τὸ κά­νει αὐ­τό;
Ἀρ­χι­κῶς ἐ­πει­δὴ πρό­κει­ται νὰ τοὺς ἐ­πι­πλή­ξει, καὶ μά­λι­στα γιὰ ἕ­να θέ­μα τό­σο σο­βα­ρὸ καὶ δύ­σκο­λο, γνω­ρί­ζον­τας ὅ­τι ἡ προ­τρο­πή του αὐ­τὴ θὰ συ­ναν­τοῦ­σε ἀν­τι­δρά­σεις. Ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­μως μὲ τὴν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι σὰν νὰ τοὺς λέ­γει: Μὲ τὶς δι­αι­ρέ­σεις σας ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς ἀ­δι­κεῖ­ται καὶ ὑ­βρί­ζε­ται. Αὐ­τὸς λοι­πὸν ὁ ἀ­δι­κη­μέ­νος Κύ­ριος σᾶς πα­ρα­κα­λεῖ. Ἐ­ὰν ἔ­χε­τε κά­ποι­ο σε­βα­σμὸ πρὸς τὸ ἔν­δο­ξο αὐ­τὸ ὄ­νο­μα, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­λά­βα­τε τὴν ὀ­νο­μα­σί­α σας ὡς λα­ὸς τοῦ Χρι­στοῦ, ἑ­νω­θεῖ­τε ὅ­λοι γύ­ρω του. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος δί­δα­ξε τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν ἐ­νό­τη­τα, χο­ρή­γη­σε τὴν εἰ­ρή­νη καὶ τὴν χά­ρη του, ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ ἐ­νώ­σει σὲ ἕ­να σῶ­μα ὅ­λους μας. Μὲ τὸ αἷ­μα του μᾶς ἐ­ξα­γό­ρα­σε, σ' Αὐ­τὸν ἀ­νή­κου­με. Μὲ τὸν θά­να­τό του ζή­σα­με καὶ ζοῦ­με. Στὸ ὄ­νο­μά του ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὴν χά­ρη τοῦ Βα­πτί­σμα­τος καὶ ἀ­να­λαμ­βά­νου­με τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ ἀ­νή­κου­με σ' Αὐ­τόν. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ θε­μέ­λιο τῆς ζω­ῆς μας, ἡ μο­να­δι­κὴ πη­γὴ τῆς χά­ρι­τος.
2. ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑΤΑ
Στὴν Κό­ριν­θο ὑ­πῆρ­χαν με­τα­ξὺ τῶν πι­στῶν φι­λο­νι­κί­ες καὶ ἀν­τα­γω­νι­σμοί. Ὁ κα­θέ­νας προ­έ­βαλ­λε τὸν πνευ­μα­τι­κό του πα­τέ­ρα μὲ ἐ­γω­ι­στι­κὴ καύ­χη­ση προ­βάλ­λον­τας ἔ­τσι ἐμ­μέ­σως καὶ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ δι­αι­ρών­τας τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἄλ­λοι καυ­χι­όν­ταν πὼς ἦ­σαν πνευ­μα­τι­κὰ τέ­κνα τοῦ Πέ­τρου, ἄλ­λοι τοῦ Παύ­λου, ἄλ­λοι τοῦ Ἀ­πολ­λὼ καὶ ἄλ­λοι τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ κά­θε ὁ­μά­δα εἶ­χε τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἦ­ταν ἡ κα­λύ­τε­ρη, καὶ ὅ­τι μό­νον αὐ­τὴ ἐκ­φρά­ζει ἀ­πό­λυ­τα τὴν ἀ­λή­θεια. Βέ­βαι­α δὲν τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ ὅ­λοι οἱ πι­στοί. Τὸ πρό­βλη­μα ὅ­μως ἤ­δη εἶ­χε πά­ρει τό­σο με­γά­λες δι­α­στά­σεις, ὥ­στε ἡ φθο­ρὰ ἀ­πει­λοῦ­σε ὅ­λο τὸ σῶ­μα τῆς το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ποῦ ὠ­φει­λό­ταν ὅ­μως αὐ­τὴ ἡ δι­αί­ρε­ση; Αὐ­τὸ ποὺ σί­γου­ρα γνω­ρί­ζου­με εἶ­ναι ὅ­τι γι' αὐ­τὴ τὴν δι­α­στρο­φὴ δὲν εὐ­θύ­νον­ταν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ ὁ ἐ­γω­ι­σμός, ὁ φα­να­τι­σμὸς καὶ ἡ μα­ται­ο­δο­ξί­α κά­ποι­ων πι­στῶν. Δι­ό­τι τό­σο πο­λὺ δι­α­στρέ­φει τὴ φύ­ση μας ὁ ἐ­γω­ι­σμός, ὥ­στε καὶ στὶς με­τα­ξύ μας ἔ­ρι­δες νὰ τολ­μοῦ­με νὰ θέ­του­με ὡς ἀν­τι­πά­λους τοὺς πνευ­μα­τι­κούς μας πα­τέ­ρες καὶ δι­δα­σκά­λους, ἐ­νῶ αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν καμ­μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ τους.
Κι ἐ­πει­δὴ πα­ρό­μοι­α θλι­βε­ρὰ φαι­νό­με­να συ­νέ­βη­σαν σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­πο­χὲς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας, θὰ πρέ­πει νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­λοι μας ὅ­τι δὲν ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα στὸ ὄ­νο­μα ἀ­κό­μη καὶ τῶν πλέ­ον ἁ­γι­α­σμέ­νων ποι­μέ­νων, δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας νὰ δη­μι­ουρ­γοῦ­με σχί­σμα­τα, φα­τρί­ες καὶ κόμ­μα­τα, καὶ νὰ προ­σβάλ­λου­με ἔ­τσι τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­σο κι ἂν κά­ποι­οι λει­τουρ­γοὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας συ­νε­τέ­λε­σαν στὸ νὰ γνω­ρί­σου­με τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ὁ­δη­γη­θοῦ­με σ' Αὐ­τόν, αὐ­τοὶ εἶ­ναι μό­νον ὄρ­γα­να τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ γιὰ κα­νέ­να λό­γο δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ τοὺς δεί­χνου­με με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­γά­πη, ἀ­φο­σί­ω­ση καὶ σε­βα­σμὸ ἀπ᾿ ὅ,τι στὸν Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριό μας. Δι­ό­τι μό­νον Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Σω­τή­ρας μας. Αὐ­τὸς νὰ εἶ­ναι καὶ ὁ μό­νος Κύ­ριός μας.
3. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ
Ἐ­πει­δὴ οἱ Χρι­στια­νοὶ τῆς Κο­ρίν­θου συ­σπει­ρώ­νον­ταν ὁ κα­θέ­νας τους γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν λει­τουρ­γὸ ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν βά­πτι­σε, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὴ συ­νέ­χεια λέ­γει ὅ­τι ὁ ἴ­διος δὲν ἔ­κα­νε κύ­ριο ἔρ­γο του τὸ Βά­πτι­σμα ἀλ­λὰ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­σμὸ τῶν ψυ­χῶν. Δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν τοῦ ἀ­νέ­θε­σε τὴν δι­α­κο­νί­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου γιὰ νὰ βα­πτί­ζει, πρᾶγ­μα ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει κά­θε λει­τουρ­γός, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ κη­ρύτ­τει τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Χρι­στοῦ.
Βέ­βαι­α μὲ τοὺς λό­γους του αὐ­τοὺς ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος δὲν ὑ­πο­τι­μᾶ τὸ Μυ­στή­ριο τοῦ ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος. Ἀλ­λὰ θέ­λει νὰ το­νί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἔρ­γο δύ­σκο­λο καὶ ἐ­πί­πο­νο. Ἔρ­γο ποὺ ἀ­παι­τεῖ εἰ­δι­κὰ πνευ­μα­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα ἀλ­λὰ καὶ γεν­ναι­ό­τη­τα καὶ δι­ά­θε­ση γιὰ κό­πο καὶ πό­νο, γιὰ κα­κο­πά­θεια καὶ πει­ρα­σμούς, γιὰ δά­κρυ­α καὶ μαρ­τύ­ριο, γιὰ ζω­ὴ καὶ γιὰ θά­να­το.
Καὶ δι­δά­σκει μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μά του ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­λους μας, κλη­ρι­κοὺς καὶ λα­ϊ­κούς, ὅ­τι θὰ πρέ­πει μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α νὰ δι­α­κο­νοῦ­με ὄ­χι ἐ­κεῖ ὅ­που προ­βαλ­λό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ ὅ­που ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τὸν κα­θέ­να ξε­χω­ρι­στὰ καὶ μᾶς ἔ­χει δώ­σει ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα γιὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­α­κό­νη­μα. Ἄλ­λος στὴν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή, ἄλ­λος στὴν φι­λαν­θρω­πί­α, ἄλ­λος στὴν κα­τή­χη­ση, ἄλ­λος σὲ χει­ρω­να­κτι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες. Ὄ­χι ἐ­κεῖ ποὺ μᾶς ἀ­ρέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἢ ἀ­παι­τοῦν­ται λι­γώ­τε­ροι κό­ποι, ἀλ­λὰ ὅ­που θὰ ἀ­πο­δώ­σουν οἱ κό­ποι μας, θὰ ὠ­φε­λη­θοῦν οἱ ψυ­χὲς καὶ θὰ δο­ξα­σθεῖ ὁ Θε­ός.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
      Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.
                                       (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε πο­λὺν κό­σμο καὶ τοὺς σπλα­χνί­στη­κε, καὶ θε­ρά­πευ­σε τοὺς ἄρ­ρω­στούς τους. Κα­θὼς ὅ­μως πλη­σί­α­ζε νὰ βρα­διά­σει, τὸν πλη­σί­α­σαν οἱ μα­θη­τές του καὶ τοῦ εἶ­παν: Εἶ­ναι ἔ­ρη­μος ὁ τό­πος καὶ ἡ ὥ­ρα πλέ­ον πέ­ρα­σε. Δῶ­σε δι­α­τα­γὴ νὰ δι­α­λυ­θοῦν τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ, γιὰ νὰ πᾶ­νε στὰ χω­ριὰ καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τοὺς τους τρο­φὲς νὰ φᾶ­νε. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ φύ­γουν καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Δῶ­στε τους ἐ­σεῖς νὰ φᾶ­νε. Ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι τοῦ εἶ­παν: Δὲν ἔ­χου­με ἐ­δῶ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο πέν­τε ψω­μιὰ καὶ δύ­ο ψά­ρια. Ὁ Κύ­ριος τό­τε εἶ­πε: Φέρ­τε τά μου ἐ­δῶ. Κι ἀ­φοῦ πα­ρα­κί­νη­σε τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ νά ἀ­να­κλι­θοῦν στὴν πρα­σι­νά­δα, πῆ­ρε τὰ πέν­τε ψω­μιὰ καὶ τὰ δύ­ο ψά­ρια, σή­κω­σε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ κι εὐ­χα­ρί­στη­σε καὶ ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τὸν Πα­τέ­ρα του. Κι ἀ­φοῦ ἔ­κο­ψε τὰ ψω­μιά, τὰ ἔ­δω­σε στοὺς μα­θη­τὲς καὶ οἱ μα­θη­τὲς στὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Κι ἔ­φα­γαν ὅ­λοι καὶ χόρ­τα­σαν, καὶ μά­ζε­ψαν ὅ­σα κομ­μά­τια εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­ψει, δώ­δε­κα δη­λα­δὴ κο­φί­νια γε­μά­τα. Ἐ­κεῖ­νοι μά­λι­στα πού ἔ­φα­γαν ἦ­ταν πε­ρί­που πέν­τε χι­λιά­δες ἄν­δρες, χω­ρὶς νὰ συ­νυ­πο­λο­γί­ζον­ται στὸν ἀ­ριθ­μὸ αὐ­τὸ οἱ γυ­ναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά. Κι ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θοῦν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ τοῦ πλή­θους πού ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τοὺς ἀ­νάγ­κα­σε νὰ μποῦν στὸ πλοῖ­ο καὶ νὰ πε­ρά­σουν πρὶν ἀ­π' αὐ­τὸν στὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τὸς δι­α­λύ­σει τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου