ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(23 ΜΑΪΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ
κατακείμενον
ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος.
καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα,
ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ.
καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν
πάντες οἱ κατοικοῦντες
Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη
λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερώῳ. ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν
δύο
ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες
μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν
αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον
ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι
χιτῶνας
καὶ ἱμάτια
ὅσα ἐποίει μετ' αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας
πρὸς τὸ σῶμα εἶπε·
Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. γνωστὸν δὲ ἐγένετο
καθ'
ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
(Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)
ΤΑΒΙΘΑ!
ΤΟ ΑΛΛΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ
ΤΟ: «Ἐν Ἰόππη δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά... πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ
ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει».
Ο ΗΛΙΟΣ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ στὴν παραλιακὴ πόλι Ἰόππη – τὴ σημερινὴ Γιάφφα – ἔδυσε ξαφνικά. Ἡ
ὑπέροχη ἐκείνη ὕπαρξη, ἡ πιστὴ μαθήτρια τοῦ Κυρίου, ἡ γλυκύτατη μορφή, ποὺ
στήριζε τοὺς πονεμένους, παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους, εὐεργετοῦσε τοὺς
δυστυχισμένους, καὶ ἀνακούφιζε τοὺς πτωχούς, δὲν ζεῖ πιά. Ἡ Ταβιθὰ ἔχει φύγει
ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ πόνος τῶν ψυχῶν, τὶς ὁποῖες εἶχε εὐεργετήσει, κάνει τὰ
μάτια τους νὰ πλημμυρίσουν, καὶ συγκινοῦν τόσο πολὺ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὥστε
ἐκεῖνος μὲ τὴ θερμή του προσευχὴ τοὺς τὴν χαρίζει καὶ πάλι ζωντανή, ἀναστημένη.
Τὸ ὅλο
περιστατικό, καθὼς μᾶς τὸ περιγράφει τὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀποτελεῖ
ἕνα ὕμνο τῆς ἀγάπης, ὅπως τὴν ἐφάρμοσε ἡ Ταβιθά. Καὶ εἶναι εὐκαιρία,
ἐμβαθύνοντας σήμερα στὸ θέμα αὐτό, νὰ δοῦμε: Ποιὸ
εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, καὶ πῶς πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὴν
ἐφαρμόζουμε.
1. Η ΕΝΔΟΞΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
«Πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν», γεμάτη ἀπὸ ἀγαθοεργίες καὶ
ἐλεημοσύνες ἦταν ἡ ζωὴ τῆς Ταβιθά. Ἡ ἐκλεκτὴ αὐτὴ ψυχὴ εἶχε καταλάβει πολὺ καλὰ
τὸ ὑπέροχο μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Κύριός μας, καὶ αὐτὴν
ἐφάρμοσε σὲ ὅλη τὴ ζωή της.
Ἔκθαμβος ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ περιστατικὸ καὶ ὑπογραμμίζοντας τὴ δύναμη
τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, ἀναφωνεῖ ὅτι αὐτὴ μπορεῖ «μὴ μόνον ἁμαρτήματα ἐκκαθαίρειν, ἀλλὰ καὶ
αὐτὸν τὸν θάνατον φυγαδεύειν», ὄχι μόνο ἁμαρτήματα νὰ καθαρίζει, ἀλλὰ καὶ
τὸν ἴδιο τὸν θάνατο νὰ διώχνει – ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε μὲ τὴν Ταβιθά. Γιὰ τὴν
ὁποία ἐν τούτοις ἡ πρόσκαιρη αὐτὴ σωματικὴ ἀνάσταση δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἀρχὴ τῶν
ἀμοιβῶν, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τῆς χαρίσει ὁ Θεός.
Διότι,
σημειώνει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἱερὸς Πατήρ, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἔμπρακτη αὐτὴ ἀγάπη,
εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅπως, ὅταν περνᾶ ἡ βασίλισσα στὸ παλάτι,
κανένας φύλακας δὲν τολμᾶ νὰ τὴν σταματήσει γιὰ ἔλεγχο, ἀλλὰ ὅλοι τὴν
ὑποδέχονται μὲ χαρά, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ἀνοίξουν διάπλατα οἱ πύλες τοῦ
Παραδείσου μπροστὰ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ ἐκείνη θὰ τοὺς
ὁδηγήσει στὸν θρόνο τὸν Βασιλικό. Ἐκεῖ θὰ εἶναι, ὅπως βεβαίωσε ὁ Κύριός μας,
υἱοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ θυγατέρες Του! Διότι εἶπε: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ
ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς,
καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου» (Λουκ. Ϛ΄[6] 35)· δηλαδὴ νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας καὶ νὰ εὐεργετεῖτε καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση·
καὶ θὰ εἶναι ὁ μισθός σας μεγάλος, καὶ θὰ ἀναδειχθεῖτε υἱοὶ τοῦ ὑψίστου Θεοῦ.
«Ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου»! Συγκλονιστικὸς ὁ λόγος τοῦ
Κυρίου μας. Λόγος ὁ ὁποῖος φανερώνει μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὸ μεγαλεῖο τῆς
ἔμπρακτης χριστιανικῆς ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης. Ἕνα μεγαλεῖο ποὺ φθάνει νὰ
ἐξομοιώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεό.
2. ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ;
Περιγράφοντας
στὰ προηγούμενα τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποία εἶχε ἡ Ταβιθά,
χρησιμοποιήσαμε ἄλλοτε τὴ λέξη ἀγάπη καὶ ἄλλοτε τὴ λέξη ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐναλλαγὴ
αὐτὴ τῶν δύο λέξεων ἔχει σημασία. Φανερώνει πὼς κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ἡ
ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ πράξη κάποιας προσφορᾶς, γιὰ νὰ ἡσυχάσουμε τὴ
συνείδησή μας· ἀλλὰ εἶναι – ὀφείλει νὰ εἶναι
– καρπὸς καὶ ἀπαύγασμα καὶ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης.
Ἡ
παρατήρηση ὅμως αὐτὴ ὑποδεικνύει ἤδη καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε οἱ
πιστοὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὴ μεγάλη καὶ θεοποιὸ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, γιὰ τὴν
ὁποία ὁμιλοῦμε. Ὀφείλουμε νὰ τὴν ἐφαρμόζουμε
ἀκριβῶς σὰν ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Ὅλους!
Ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς μας.
Τὸ
ὑπογραμμίζει αὐτὸ πολὺ ἔντονα ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος στὸν περίφημο «ὕμνο
τῆς ἀγάπης», ποὺ βρίσκεται στὸ ιγ΄ κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους
ἐπιστολῆς του. Γράφει ἐκεῖ στὸν 3ο στίχο ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ ἑξῆς σημαντικό: «καὶ
ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσομαι,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι». Καὶ ἐὰν ἀκόμη προσφέρω ὅλη τὴν
περιουσία μου, λέγει, γιὰ νὰ θρέψω μὲ ψωμιά τοὺς φτωχούς, καὶ ἂν πέσω στὴ φωτιὰ
νὰ καῶ ἐὰν δὲν ἔχω ἀγάπη, δὲν
ὠφελοῦμαι ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ τὶς θυσίες αὐτές. Εἶμαι ἁπλῶς «χαλκὸς
ἠχῶν» (Α' Κορ. ιγ΄[13] 1), ἕνας μπακιρένιος ἄδειος τενεκές, ποὺ κάνει
θόρυβο μονάχα. Τίποτε ἄλλο!
Ἑπομένως
ἐδῶ νὰ προσέξουμε ὅλοι μας. Ἐδῶ, στὸ βάθος, στὰ κίνητρα τῆς ἐλεημοσύνης
μας. Εἴτε προσφέρουμε χρήματα ἢ πράγματα σὲ φτωχούς, εἴτε δωρεὲς σὲ ἱδρύματα,
σὲ Ναοὺς ἢ Μοναστήρια, εἴτε βοήθεια σὲ κάποιον ἄρρωστο ἢ γέροντα, αὐτὸ νὰ
ἐρευνοῦμε: Τὰ κίνητρά μας! «Ἀπὸ τὶ
παρακινούμενος τὸ κάνω αὐτό;», νὰ λέμε. Ἀπὸ ἀγάπη ἢ ἀπὸ κενοδοξία; Ἀπὸ συμπόνια
ἢ ἀπὸ διάθεση προβολὴς γιὰ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων; Ἀπὸ ἐνδιαφέρον ἀδελφικὸ ἢ
ἀπὸ ζήλεια;
Νὰ
ἐρευνοῦμε πάντοτε. Διότι ὑπάρχει φόβος, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, νὰ
ξεστρατίσουμε. Καὶ νὰ πιστεύουμε πὼς ὑπηρετοῦμε τὸν Θεό, ἐνῶ προσφέρουμε
οὐσιαστικὰ θυσία στὸν ἐγωϊσμό μας. Νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε καλά: Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐλεημοσύνη χωρὶς ἀγάπη δὲν ἔχει
καμμία ἀξία!
ΤΑΒΙΘΑ! Τὸ
ἄλλο ὄνομα τῆς ΑΓΑΠΗΣ! Πιστὴ μαθήτρια τοῦ Κυρίου, φωτεινὴ ψυχὴ καὶ εὐλογημένη.
Ἕνας ἥλιος ἀγάπης, στηριγμοῦ καὶ προσφορᾶς στὴν πόλη τῆς Ἰόππης. Ἀπέθανε
ξαφνικὰ καὶ ὁ Κύριός μας μὲ τὸν Ἀπόστολό Του τὴν ἀνέστησε. Θαῦμα μεγάλο, ἀλλὰ
γιὰ λίγα χρόνια μόνο, ἀφοῦ ἀργότερα καὶ ἐκείνη ἀπέθανε ὁριστικά. Ὁ ἥλιος τῆς
ἀγάπης ἔδυσε!
Ἔδυσε;
Ὄχι, ἀδελφοί! Η ΤΑΒΙΘΑ ΖΕΙ! Καὶ ὄχι μόνο ὡς πνεῦμα στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
καὶ ὡς ζωντανὸ παράδειγμα ἐδῶ στὴ γῆ. Ζεῖ, τὸ ἔργο της συνεχίζεται, ὁ ἥλιος τῆς
ἀγάπης λάμπει, διότι ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἀκόμη ψυχές, ποὺ ἀθόρυβα καὶ ταπεινά,
μὲ μόνο κίνητρο τὴν ἀγάπη, προσφέρουν, σκορπίζουν τὰ ὑπάρχοντά τους, στηρίζουν,
παρηγοροῦν, εὐεργετοῦν, φροντίζουν τοὺς πονεμένους ἀδελφούς.
Εὐλογημένες
ψυχές! Ἀξιοζήλευτες! Ὅταν θὰ φύγουν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, θὰ ἀνοίξουν διάπλατα
οἱ πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Ὑποδοχῆς βασιλικῆς θὰ τύχουν. Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι θὰ
τὶς συνοδεύουν τιμητικά. Μακάριες ὑπάρξεις! Εὐτυχισμένες! Εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ
κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο
πλῆθος τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν
κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐτάρασσε
τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς
ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον,
καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ·
Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη
αὐτῷ
ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον
οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ
ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο
ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι
τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη
αὐτοῖς·
Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν
σου καὶ περιπάτει.
ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς
γέγονας·
μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν
ὁ
ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
(Ἰωάν. ε΄[5] 1 –
15)
Ὕστερα
ἀπ’ αὐτὰ ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, πιθανότατα ἡ ἑορτὴ τῶν Πουρίμ,
πού ἔπεφτε περίπου ἕνα μήνα πρὶν τὸ Πάσχα. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀνέβηκε
ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ, στὰ Ἱεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ
πύλη τοῦ τείχους τῆς πόλεως ὑπάρχει κάποια λίμνη στὴν ὁποία κολυμποῦσαν,
καὶ ἡ ὁποία στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα ὀνομαζόταν Βηθεσδά. Ἡ κολυμβήθρα
αὐτὴ εἶχε τριγύρω της πέντε στοές, πέντε θολωτὰ ὑπόστεγα. Σ' αὐτὰ
τὰ θολωτὰ ὑπόστεγα βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάρα πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί,
κουτσοί, ἄνθρωποι μὲ κάποιο μέλος πιασμένο καὶ ἀναίσθητο ἢ ἀτροφικὸ·
κι ὅλοι αὐτοὶ περίμεναν νὰ κινηθεῖ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. Διότι ἀπὸ
καιρὸ σὲ καιρὸ ἕνας ἄγγελος κατέβαινε στὴν κολυμβήθρα καὶ ἀνατάραζε
τὰ νερά της. Καὶ ὅποιος ἔμπαινε πρῶτος σ' αὐτὴ μετὰ τὴν ἀνατάραξη
τοῦ νεροῦ, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε κι ἂν ἦταν ἡ ἀρρώστια πού εἶχε.
Ὑπῆρχε λοιπὸν ἐκεῖ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀρρώστων καὶ κάποιος ἄνθρωπος
πού ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ
Ἰησοῦς νὰ εἶναι ξαπλωμένος κάτω καὶ μὲ τὸ θεῖο Του βλέμμα διέκρινε ὅτι
ἀπὸ πολὺ καιρὸ εἶχε αὐτὴν τὴν ἀσθένεια, τοῦ εἶπε: Θέλεις νὰ γίνεις ὑγιής; Καὶ μὲ τὴν ἐρώτηση αὐτὴ ὁ Κύριος ἔδινε
ἀφορμὴ στὸν παράλυτο νὰ ζητήσει τὴ βοήθειά Του. Πράγματι λοιπὸν ὁ
ἄρρωστος τοῦ ἀποκρίθηκε: Κύριε,
δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ ρίξει στὴν κολυμβήθρα ἀμέσως μόλις ἀναταραχθοῦν
τὰ νερά της. Κι ἐνῶ προσπαθῶ νὰ πλησιάσω ἐγώ μόνος μου, προλαβαίνει ἄλλος
καὶ κατεβαίνει στὸ νερὸ πρὶν ἀπὸ μένα. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο
σου καὶ περπάτα. Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, πῆρε τὸ κρεβάτι
του καὶ περπατοῦσε ἐλεύθερα.
Ἦταν
ὅμως Σάββατο ἡ ἡμέρα πού ἔγινε αὐτό. Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι
στὸν θεραπευμένο: Σήμερα εἶναι Σάββατο.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις καὶ νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου. Αὐτὸς
ὅμως τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἐκεῖνος πού
μὲ ἔκανε καλὰ μὲ θαῦμα καὶ θεϊκὴ δύναμη, αὐτὸς μοῦ εἶπε, πάρε τὸ κρεβάτι
σου καὶ περπάτα. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ τὸν ρώτησαν ἐκεῖνοι:
Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πού σοῦ
εἶπε πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα; Ὁ θεραπευμένος ὅμως παράλυτος
δὲν ἤξερε ποιὸς εἶναι· διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος καί
εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Καὶ ἦταν εὔκολο νὰ ἐξαφανιστεῖ, διότι ὑπῆρχε πολὺς
λαὸς στὸν τόπο πού ἔγινε τὸ θαῦμα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ τὸν βρῆκε
ὁ Ἰησοῦς στό ἱερὸ καὶ τοῦ εἶπε: Βλέπεις,
τώρα ἔχεις γίνει ὑγιής. Πρόσεξε λοιπὸν ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις
πιά γιὰ νὰ μὴ πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια πού εἶχες, καὶ ἡ
ὁποία σοῦ συνέβη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη
συμφορὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός σου καὶ
τὴν ψυχή σου. Ἔφυγε τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἱερὸ καί, ἀφοῦ συνάντησε
τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ἀνήγγειλε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν αὐτὸς πού τὸν γιάτρεψε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου