Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

(23 ΜΑΪΟΥ 2021)     

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το Πτρον δι­ερ­χό­με­νον δι­ὰ πάν­των κα­τελ­θεῖν κα πρς τος ἁ­γί­ους τος κα­τοι­κοῦν­τας Λδδαν. εὗ­ρε δ ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ξ ἐ­τῶν ὀ­κτὼ κα­τα­κε­ί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ς ν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος. κα εἶ­πεν αὐ­τῷ Πτρος· Αἰ­νέ­α, ἰ­ᾶ­ταί σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι κα στρῶ­σον σε­αυ­τῷ. κα εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη. κα εἶ­δον αὐ­τὸν πάν­τες ο κα­τοι­κοῦν­τες Λδδαν κα τν Σρωνα, οἵ­τι­νες ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τν Κριον. ν Ἰόππ δ τις ν μα­θή­τρι­α ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θά, δι­ερ­μη­νευ­ο­μέ­νη λέ­γε­ται Δορ­κάς· αὕ­τη ν πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων κα ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­πο­ί­ει. ἐ­γέ­νε­το δ ν τας ἡ­μέ­ραις ἐ­κε­ί­ναις ἀ­σθε­νή­σα­σαν αὐ­τὴν ἀ­πο­θα­νεῖν· λο­ύ­σαν­τες δ αὐ­τὴν ἔ­θη­καν ἐν ὑ­πε­ρώ­ῳ. ἐγ­γὺς δ οὔ­σης Λδδης τ Ἰόππ ο μα­θη­ταὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι Πτρος ἐ­στὶν ἐν αὐ­τῇ, ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρς αὐ­τὸν πα­ρα­κα­λοῦν­τες μ ὀ­κνῆ­σαι δι­ελ­θεῖν ἕ­ως αὐ­τῶν. ἀ­να­στὰς δ Πτρος συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς· ν πα­ρα­γε­νό­με­νον ἀ­νή­γα­γον ες τ ὑ­πε­ρῷ­ον, κα πα­ρέ­στη­σαν αὐ­τῷ πᾶ­σαι α χῆ­ραι κλα­ί­ου­σαι κα ἐ­πι­δει­κνύ­με­ναι χι­τῶ­νας κα ἱ­μά­τι­α ὅ­σα ἐ­πο­ί­ει με­τ' αὐ­τῶν οὖ­σα Δορ­κάς. ἐκ­βα­λὼν δ ἔ­ξω πάν­τας Πτρος κα θες τ γό­να­τα προ­ση­ύ­ξα­το, κα ἐ­πι­στρέ­ψας πρς τ σῶ­μα εἶ­πε· Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι. δ ἤ­νοι­ξε τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τῆς, κα ἰ­δοῦ­σα τν Πτρον ἀ­νε­κά­θι­σε. δος δ αὐ­τῇ χεῖ­ρα ἀ­νέ­στη­σεν αὐ­τήν, φω­νή­σας δ τος ἁ­γί­ους κα τς χή­ρας πα­ρέ­στη­σεν αὐ­τὴν ζῶ­σαν. γνω­στὸν δ ἐ­γέ­νε­το κα­θ' ὅ­λης τς Ἰόππης, κα πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ἐ­πὶ τν Κριον.

(Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)

 

ΤΑΒΙΘΑ! ΤΟ ΑΛΛΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ἐν Ἰόππη δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά... πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει».

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ στὴν παραλιακὴ πόλι Ἰόππη – τὴ σημερινὴ Γιάφφα – ἔδυσε ξαφνικά. Ἡ ὑπέροχη ἐκείνη ὕπαρξη, ἡ πιστὴ μαθήτρια τοῦ Κυρίου, ἡ γλυκύτατη μορφή, ποὺ στήριζε τοὺς πονεμένους, παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους, εὐεργετοῦσε τοὺς δυστυχισμένους, καὶ ἀνακούφιζε τοὺς πτωχούς, δὲν ζεῖ πιά. Ἡ Ταβιθὰ ἔχει φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ πόνος τῶν ψυχῶν, τὶς ὁποῖες εἶχε εὐεργετήσει, κάνει τὰ μάτια τους νὰ πλημμυρίσουν, καὶ συγκινοῦν τόσο πολὺ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὥστε ἐκεῖνος μὲ τὴ θερμή του προσευχὴ τοὺς τὴν χαρίζει καὶ πάλι ζωντανή, ἀναστημένη.

Τὸ ὅλο περιστατικό, καθὼς μᾶς τὸ περιγράφει τὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀποτελεῖ ἕνα ὕμνο τῆς ἀγάπης, ὅπως τὴν ἐφάρμοσε ἡ Ταβιθά. Καὶ εἶναι εὐκαιρία, ἐμβαθύνοντας σήμερα στὸ θέμα αὐτό, νὰ δοῦμε: Ποιὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, καὶ πῶς πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὴν ἐφαρμόζουμε.

1. Η ΕΝΔΟΞΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

«Πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν», γεμάτη ἀπὸ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες ἦταν ἡ ζωὴ τῆς Ταβιθά. Ἡ ἐκλεκτὴ αὐτὴ ψυχὴ εἶχε καταλάβει πολὺ καλὰ τὸ ὑπέροχο μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Κύριός μας, καὶ αὐτὴν ἐφάρμοσε σὲ ὅλη τὴ ζωή της.

Ἔκθαμβος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τὸ περιστατικὸ καὶ ὑπογραμμίζοντας τὴ δύναμη τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, ἀναφωνεῖ ὅτι αὐτὴ μπορεῖ «μὴ μόνον ἁμαρτήματα ἐκκαθαίρειν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν θάνατον φυγαδεύειν», ὄχι μόνο ἁμαρτήματα νὰ καθαρίζει, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο νὰ διώχνει – ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε μὲ τὴν Ταβιθά. Γιὰ τὴν ὁποία ἐν τούτοις ἡ πρόσκαιρη αὐτὴ σωματικὴ ἀνάσταση δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἀρχὴ τῶν ἀμοιβῶν, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τῆς χαρίσει ὁ Θεός.

Διότι, σημειώνει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἱερὸς Πατήρ, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἔμπρακτη αὐτὴ ἀγάπη, εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν. Καὶ ὅπως, ὅταν περνᾶ ἡ βασίλισσα στὸ παλάτι, κανένας φύλακας δὲν τολμᾶ νὰ τὴν σταματήσει γιὰ ἔλεγχο, ἀλλὰ ὅλοι τὴν ὑποδέχονται μὲ χαρά, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ἀνοίξουν διάπλατα οἱ πύλες τοῦ Παραδείσου μπροστὰ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ ἐκείνη θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν θρόνο τὸν Βασιλικό. Ἐκεῖ θὰ εἶναι, ὅπως βεβαίωσε ὁ Κύριός μας, υἱοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ θυγατέρες Του! Διότι εἶπε: «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου» (Λουκ. Ϛ΄[6] 35)· δηλαδὴ νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ εὐεργετεῖτε καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση· καὶ θὰ εἶναι ὁ μισθός σας μεγάλος, καὶ θὰ ἀναδειχθεῖτε υἱοὶ τοῦ ὑψίστου Θεοῦ.

«Ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου»! Συγκλονιστικὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας. Λόγος ὁ ὁποῖος φανερώνει μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὸ μεγαλεῖο τῆς ἔμπρακτης χριστιανικῆς ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης. Ἕνα μεγαλεῖο ποὺ φθάνει νὰ ἐξομοιώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεό.

2. ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ;

Περιγράφοντας στὰ προηγούμενα τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποία εἶχε ἡ Ταβιθά, χρησιμοποιήσαμε ἄλλοτε τὴ λέξη ἀγάπη καὶ ἄλλοτε τὴ λέξη ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐναλλαγὴ αὐτὴ τῶν δύο λέξεων ἔχει σημασία. Φανερώνει πὼς κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ἡ ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ πράξη κάποιας προσφορᾶς, γιὰ νὰ ἡσυχάσουμε τὴ συνείδησή μας· ἀλλὰ εἶναι – ὀφείλει νὰ εἶναι – καρπὸς καὶ ἀπαύγασμα καὶ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης.

Ἡ παρατήρηση ὅμως αὐτὴ ὑποδεικνύει ἤδη καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε οἱ πιστοὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὴ μεγάλη καὶ θεοποιὸ ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦμε. Ὀφείλουμε νὰ τὴν ἐφαρμόζουμε ἀκριβῶς σὰν ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Ὅλους! Ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς μας.

Τὸ ὑπογραμμίζει αὐτὸ πολὺ ἔντονα ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος στὸν περίφημο «ὕμνο τῆς ἀγάπης», ποὺ βρίσκεται στὸ ιγ΄ κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του. Γράφει ἐκεῖ στὸν 3ο στίχο ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ ἑξῆς σημαντικό: «καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι». Καὶ ἐὰν ἀκόμη προσφέρω ὅλη τὴν περιουσία μου, λέγει, γιὰ νὰ θρέψω μὲ ψωμιά τοὺς φτωχούς, καὶ ἂν πέσω στὴ φωτιὰ νὰ καῶ ἐὰν δὲν ἔχω ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦμαι ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ τὶς θυσίες αὐτές. Εἶμαι ἁπλῶς «χαλκὸς ἠχῶν» (Α' Κορ. ιγ΄[13] 1), ἕνας μπακιρένιος ἄδειος τενεκές, ποὺ κάνει θόρυβο μονάχα. Τίποτε ἄλλο!

Ἑπομένως ἐδῶ νὰ προσέξουμε ὅλοι μας. Ἐδῶ, στὸ βάθος, στὰ κίνητρα τῆς ἐλεημοσύνης μας. Εἴτε προσφέρουμε χρήματα ἢ πράγματα σὲ φτωχούς, εἴτε δωρεὲς σὲ ἱδρύματα, σὲ Ναοὺς ἢ Μοναστήρια, εἴτε βοήθεια σὲ κάποιον ἄρρωστο ἢ γέροντα, αὐτὸ νὰ ἐρευνοῦμε: Τὰ κίνητρά μας! «Ἀπὸ τὶ παρακινούμενος τὸ κάνω αὐτό;», νὰ λέμε. Ἀπὸ ἀγάπη ἢ ἀπὸ κενοδοξία; Ἀπὸ συμπόνια ἢ ἀπὸ διάθεση προβολὴς γιὰ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων; Ἀπὸ ἐνδιαφέρον ἀδελφικὸ ἢ ἀπὸ ζήλεια;

Νὰ ἐρευνοῦμε πάντοτε. Διότι ὑπάρχει φόβος, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, νὰ ξεστρατίσουμε. Καὶ νὰ πιστεύουμε πὼς ὑπηρετοῦμε τὸν Θεό, ἐνῶ προσφέρουμε οὐσιαστικὰ θυσία στὸν ἐγωϊσμό μας. Νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε καλά: Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐλεημοσύνη χωρὶς ἀγάπη δὲν ἔχει καμμία ἀξία! 

ΤΑΒΙΘΑ! Τὸ ἄλλο ὄνομα τῆς ΑΓΑΠΗΣ! Πιστὴ μαθήτρια τοῦ Κυρίου, φωτεινὴ ψυχὴ καὶ εὐλογημένη. Ἕνας ἥλιος ἀγάπης, στηριγμοῦ καὶ προσφορᾶς στὴν πόλη τῆς Ἰόππης. Ἀπέθανε ξαφνικὰ καὶ ὁ Κύριός μας μὲ τὸν Ἀπόστολό Του τὴν ἀνέστησε. Θαῦμα μεγάλο, ἀλλὰ γιὰ λίγα χρόνια μόνο, ἀφοῦ ἀργότερα καὶ ἐκείνη ἀπέθανε ὁριστικά. Ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης ἔδυσε!

Ἔδυσε; Ὄχι, ἀδελφοί! Η ΤΑΒΙΘΑ ΖΕΙ! Καὶ ὄχι μόνο ὡς πνεῦμα στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς ζωντανὸ παράδειγμα ἐδῶ στὴ γῆ. Ζεῖ, τὸ ἔργο της συνεχίζεται, ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης λάμπει, διότι ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἀκόμη ψυχές, ποὺ ἀθόρυβα καὶ ταπεινά, μὲ μόνο κίνητρο τὴν ἀγάπη, προσφέρουν, σκορπίζουν τὰ ὑπάρχοντά τους, στηρίζουν, παρηγοροῦν, εὐεργετοῦν, φροντίζουν τοὺς πονεμένους ἀδελφούς. 

Εὐλογημένες ψυχές! Ἀξιοζήλευτες! Ὅταν θὰ φύγουν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, θὰ ἀνοίξουν διάπλατα οἱ πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Ὑποδοχῆς βασιλικῆς θὰ τύχουν. Ἄγγελοι καὶ Ἀρχάγγελοι θὰ τὶς συνοδεύουν τιμητικά. Μακάριες ὑπάρξεις! Εὐτυχισμένες! Εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. ἔ­στι δ ν τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­πὶ τ προ­βα­τι­κῇ κο­λυμ­βή­θρα, ἐ­πι­λε­γο­μέ­νη Ἑ­βρα­ϊ­στὶ Βη­θεσδά, πέν­τε στο­ὰς ἔ­χου­σα. ν τα­ύ­ταις κα­τέ­κει­το πλῆ­θος τν ἀ­σθε­νο­ύν­των, τυ­φλῶν, χω­λῶν, ξη­ρῶν, ἐκ­δε­χο­μέ­νων τν το ὕ­δα­τος κί­νη­σιν. ἄγ­γε­λος γρ κα­τὰ και­ρὸν κα­τέ­βαι­νεν ν τ κο­λυμ­βή­θρᾳ, κα ἐ­τάρασ­σε­ τ ὕ­δωρ· ον πρῶ­τος ἐμ­βὰς με­τὰ τν τα­ρα­χὴν το ὕ­δα­τος ὑ­γι­ὴς ἐ­γί­νε­το ᾧ δή­πο­τε κα­τε­ί­χε­το νο­σή­μα­τι. ν δ τις ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ τρι­ά­κον­τα κα ὀ­κτὼ ἔ­τη ἔ­χων ἐν τ ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ αὐ­τοῦ. τοῦ­τον ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τα­κε­ί­με­νον, κα γνος ὅ­τι πο­λὺν ἤ­δη χρό­νον ἔ­χει, λέ­γει αὐ­τῷ· Θλεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ ἀ­σθε­νῶν· Κριε, ἄν­θρω­πον οκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τ ὕ­δωρ, βά­λῃ με ες τν κο­λυμ­βή­θραν· ν δ ἔρ­χο­μαι ἐγώ ἄλ­λος πρ ἐ­μοῦ κα­τα­βα­ί­νει. λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ἔ­γει­ρε, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. κα εὐ­θέ­ως ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ὴς ὁ ἄν­θρω­πος, κα ἦ­ρε τν κρά­βατ­τον αὐ­τοῦ κα πε­ρι­ε­πά­τει. ν δ σάβ­βα­τον ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ. ἔ­λε­γον ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι τ τε­θε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σββατν ἐ­στιν· οκ ἔ­ξε­στί σοι ἆ­ραι τν κρά­βατ­τον. ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· ποι­ή­σας με ὑ­γι­ῆ, ἐ­κεῖ­νός μοι εἶ­πεν· ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. ἠ­ρώ­τη­σαν ον αὐ­τόν· Τς ἐ­στιν ὁ ἄν­θρω­πος ὁ εἰ­πών σοι, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει; δ ἰ­α­θεὶς οκ ᾔ­δει τς ἐ­στιν· γρ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξέ­νευ­σεν ὄ­χλου ὄν­τος ἐν τ τό­πῳ. με­τὰ ταῦ­τα εὑ­ρί­σκει αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς ἐν τ ἱ­ε­ρῷ κα εἶ­πεν αὐτῷ· Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε, ἵ­να μ χεῖ­ρόν σο τι γέ­νη­ται. ἀ­πῆλ­θεν ὁ ἄν­θρω­πος κα ἀ­νήγ­γει­λε τος Ἰ­ου­δα­ί­οις ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας αὐ­τὸν ὑ­γι­ῆ. 

 (Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ὕ­στε­ρα ἀπ’ αὐ­τὰ ἦ­ταν ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, πι­θα­νό­τα­τα ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Που­ρίμ, πού ἔ­πε­φτε πε­ρί­που ἕ­να μή­να πρὶν τὸ Πά­σχα. Κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ αὐ­τὴ ἀ­νέ­βη­κε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἐκεῖ, στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, κον­τὰ στὴν προ­βα­τι­κὴ πύ­λη τοῦ τεί­χους τῆς πό­λε­ως ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α λί­μνη στὴν ὁποία κο­λυμ­ποῦ­σαν, καὶ ἡ ὁ­ποί­α στὴν ἑ­βρα­ϊ­κὴ γλώσ­σα ὀ­νο­μα­ζό­ταν Βη­θεσ­δά. Ἡ κο­λυμ­βή­θρα αὐ­τὴ εἶ­χε τριγύ­ρω της πέν­τε στο­ές, πέν­τε θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα. Σ' αὐ­τὰ τὰ θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα βρί­σκον­ταν ξα­πλω­μένοι πά­ρα πολ­λοὶ ἄρ­ρω­στοι, τυ­φλοί, κου­τσοί, ἄν­θρω­ποι μὲ κά­ποι­ο μέ­λος πι­α­σμέ­νο καὶ ἀ­ναί­σθη­το ἢ ἀ­τρο­φι­κὸ· κι ὅ­λοι αὐ­τοὶ πε­ρί­με­ναν νὰ κι­νη­θεῖ τὸ νε­ρὸ τῆς κο­λυμβή­θρας. Δι­ό­τι ἀ­πὸ και­ρὸ σὲ και­ρὸ ἕ­νας ἄγ­γε­λος κα­τέ­βαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα καὶ ἀ­να­τά­ρα­ζε τὰ νε­ρά της. Καὶ ὅ­ποι­ος ἔμ­παι­νε πρῶ­τος σ' αὐ­τὴ με­τὰ τὴν ἀ­να­τά­ρα­ξη τοῦ νε­ροῦ, γι­νό­ταν ὑ­γι­ής, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κι ἂν ἦ­ταν ἡ ἀρ­ρώ­στια πού εἶ­χε. Ὑ­πῆρ­χε λοι­πὸν ἐκεῖ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος τῶν ἀρρώ­στων καὶ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος τριά­ντα ὀ­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὅ­ταν τὸν εἶ­δε ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νος κά­τω καὶ μὲ τὸ θεῖ­ο Του βλέμ­μα δι­έ­κρι­νε ὅ­τι ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶχε αὐ­τὴν τὴν ἀ­σθέ­νεια, τοῦ εἶ­πε: Θέ­λεις νὰ γί­νεις ὑ­γι­ής; Καὶ μὲ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τὴ ὁ Κύ­ριος ἔ­δι­νε ἀ­φορ­μὴ στὸν πα­ρά­λυ­το νὰ ζη­τή­σει τὴ βο­ή­θειά Του. Πράγ­μα­τι λοι­πὸν ὁ ἄρ­ρω­στος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Κύ­ρι­ε, δὲν ἔ­χω ἄν­θρω­πο νὰ μὲ ρί­ξει στὴν κο­λυμ­βή­θρα ἀ­μέ­σως μό­λις ἀ­να­τα­ρα­χθοῦν τὰ νε­ρά της. Κι ἐ­νῶ προ­σπα­θῶ νὰ πλη­σιά­σω ἐγώ μό­νος μου, προ­λα­βαί­νει ἄλ­λος καὶ κα­τε­βαί­νει στὸ νε­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Σή­κω ἐ­πά­νω, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου στὸν ὦ­μο σου καὶ περ­πάτα. Κι ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε κα­λά, πῆ­ρε τὸ κρε­βά­τι του καὶ περ­πα­τοῦ­σε ἐ­λεύ­θε­ρα.

Ἦ­ταν ὅ­μως Σάβ­βα­το ἡ ἡμέρα πού ἔ­γι­νε αὐ­τό. Ἔ­λε­γαν λοι­πὸν οἱ πρό­κρι­τοι Ἰ­ου­δαῖ­οι στὸν θε­ρα­πευ­μέ­νο: Σή­με­ρα εἶ­ναι Σάβ­βα­το. Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ση­κώ­νεις καὶ νὰ με­τα­φέ­ρεις τὸ κρε­βά­τι σου. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­κε: Ἐ­κεῖ­νος πού μὲ ἔ­κα­νε κα­λὰ μὲ θαῦμα καὶ θε­ϊ­κὴ δύ­να­μη, αὐ­τὸς μοῦ εἶ­πε, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τὴ τὸν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς πού σοῦ εἶπε πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα; Ὁ θε­ρα­πευ­μέ­νος ὅ­μως πα­ρά­λυ­τος δὲν ἤ­ξε­ρε ποι­ὸς εἶ­ναι· δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς εἶ­χε φύ­γει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος καί εἶχε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Καὶ ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ, δι­ό­τι ὑπῆρ­χε πο­λὺς λα­ὸς στὸν τό­πο πού ἔ­γι­νε τὸ θαῦ­μα. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ τὸν βρῆ­κε ὁ Ἰησοῦς στό ἱ­ε­ρὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: Βλέ­πεις, τώ­ρα ἔ­χεις γί­νει ὑ­γι­ής. Πρόσεξε λοι­πὸν ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα νὰ μὴν ἁ­μαρ­τά­νεις πιά γιὰ νὰ μὴ πά­θεις τί­πο­τε χει­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀσθένεια πού εἶ­χες, καὶ ἡ ὁ­ποί­α σοῦ συ­νέ­βη ἀ­πὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρό­σε­ξε μὴν πά­θεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χά­σεις μα­ζὶ μὲ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυ­χή σου. Ἔ­φυ­γε τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καί, ἀφοῦ συνάν­τη­σε τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, τοὺς ἀ­νήγ­γει­λε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς ἦ­ταν αὐ­τὸς πού τὸν γι­ά­τρε­ψε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου