Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Κλά­μα γιὰ τὸ παι­δί, ποὺ πέ­θα­νε!

 

Κλά­μα γιὰ τὸ παι­δί, ποὺ πέ­θα­νε!




–Μᾶς ἔ­φυ­γε πρό­ω­ρα τὸ ἀγ­γε­λού­δι μας. Ἦ­ταν τό­σο μι­κρό. Μᾶς τὸ ἅρ­πα­ξε ὁ θά­να­τος. Για­τί, Θε­έ μου; Για­τί νὰ μᾶς βρῆ τέ­τοι­ο κα­κό; 

Γο­ε­ρὸ ἀ­κού­γε­ται τὸ κλά­μα ἀ­πὸ γο­νεῖς, συγ­γε­νεῖς καὶ γνω­στούς, ὅ­ταν τὸ παι­δὶ κλεί­νη τὰ μα­τά­κια του, ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας τὰ γή­ι­να. 

Κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἰ­σχυ­ρι­σθῆ, πὼς ὁ θά­να­τος μι­κροῦ παι­διοῦ ἢ ἔ­φη­βου ἢ νέ­ου δὲν προ­κα­λεῖ ξε­χω­ρι­στὴ συγ­κί­νη­σι.

Μὰ ἂς σκε­φθοῦ­με λί­γο πιὸ νη­φά­λια καὶ πιὸ λο­γι­κά:

• Τὰ λου­λού­δια, ποὺ κό­βεις ἀπ᾿ τὸν κῆ­πο σου καὶ στο­λί­ζεις τὸν ἐ­πι­τά­φιο τὴ Μεγ. Πα­ρα­σκευ­ή, τὰ λυ­πᾶ­σαι; Τὰ κλαῖς; Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι. Λές: «Χα­λά­λι τὰ λου­λού­δια γι᾿ αὐ­τὸ τὸ σκο­πό». Ἔ­τσι λές, κι ἂς εἶ­ναι ἄ­ψυ­χος ὁ ἐ­πι­τά­φιος, κι ἂς μα­ραί­νων­ται σὲ λί­γο τὰ λου­λού­δια. 

Κά­θε μι­κρὸ παι­δί, κά­θε ἁ­γνὸ ἀ­γό­ρι ἢ κο­ρί­τσι, εἶ­ναι λου­λού­δι ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κο. Μο­σχο­βο­λᾶ ἡ ἀ­θω­ό­τη­τά του. Προ­τοῦ ὁ κό­σμος τὸ μα­ρά­νει, προ­τοῦ ἡ ἁ­μαρ­τί­α τὸ μο­λύ­νει, προ­τοῦ ἡ ἀ­γρι­ό­τη­τα τὸ τσα­λα­πα­τή­σει, τὸ δι­α­λέ­γει ὁ Θε­ός. Τὸ κό­βει ἀπ᾿ τὸν ἐ­πί­γει­ο κῆ­πο, γιὰ νὰ στο­λί­ση ὄ­χι κά­ποι­ον ἐ­πι­τά­φιο, ἀλ­λὰ νὰ στο­λί­ση τὸν πα­ρά­δει­σο. 

Μυ­ριά­δες φο­ρὲς ὄ­μορ­φα λου­λού­δια στοῦ πα­ρα­δεί­σου τὸν κῆ­πο, πα­ρὰ κα­τά­ξε­ρα καὶ μα­ρα­μέ­να στῆς κο­λά­σε­ως τὴν ἄ­σβε­στη φω­τιά. 

• Ἡ πα­ροῦ­σα ζω­ὴ εἶ­ναι τὸ φυ­τώ­ριο. Τὰ μι­κρὰ δεν­δρύλ­λια καὶ τὰ λου­λού­δια δὲν ὑ­πάρ­χουν γιὰ τὸ φυ­τώ­ριο. Ὑ­πάρ­χουν γιὰ τὸν κῆ­πο, ὅ­που με­τα­φυ­τεύ­ον­ται. Για­τί νὰ κλαῖ­με, ὅ­ταν ἀπ᾿ τὸ φυ­τώ­ριο τῆς γῆς με­τα­φυ­τεύ­ει ὁ Θε­ὸς τὰ δι­κά του λου­λού­δια στὸν κῆ­πο τῆς βα­σι­λεί­ας Του; 

• Τὴ με­τα­φύ­τευ­σι ἤ­δη τὴν ἔ­χεις ζή­σει. Χά­ρη­κες ὅ­ταν τὸ παι­δί σου ἀπ᾿ τὸ φυ­τώ­ριο τῆς κυ­ο­φο­ρί­ας με­τα­φυ­τεύ­θη­κε στὸν ἡ­λι­ό­λου­στο κῆ­πο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας. Ἀ­πεί­ρως πε­ρισ­σό­τε­ρο ἂς χαί­ρε­σαι τὴ στιγ­μή, ποὺ ἄ­θι­κτο με­τα­φυ­τεύ­ε­ται στὴν κοι­νω­νί­α τῶν ἀγ­γέ­λων καὶ γί­νε­ται «συμ­πο­λί­της τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­ος τοῦ Θε­οῦ» (Ἐ­φεσ. 2,19). 

Λέ­γει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος: «Με­τὰ δὲ τού­των κἀ­κεῖ­νο λο­γί­ζου, ὅ­τι οὐκ ἀ­θά­να­τον ἔ­τε­κες· καὶ ὅ­τι εἰ μὴ νῦν ἐ­τε­λεύ­τη­σε, μι­κρὸν ὕ­στε­ρον ἂν τοῦ­το ὑ­πέ­μει­νεν. Ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­νε­πλή­σθης αὐ­τοῦ; Ἀλ­λὰ ἀ­πο­λαύ­σῃ πάν­τως ἐ­κεῖ. Ἀλ­λὰ καὶ ἐν­ταῦ­θα ἐ­πι­θυ­μεῖς ὁ­ρᾶν; Καὶ τί τὸ κω­λῦ­ον; Ἔ­ξε­στι γὰρ καὶ ἐν­ταῦ­θα, ἐ­ὰν νή­φῃς· ἡ γὰρ ἐλ­πὶς τῶν μελ­λόν­των ὄ­ψε­ως φα­νε­ρω­τέ­ρα» (Ε.Π.Ε. 10,362). Με­τά­φρα­σις:Ὓ στε­ρα ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ σκέ­ψου καὶ αὐ­τό, ὅ­τι δὲν γέν­νη­σες κά­ποι­ον ἀ­θά­να­το. Σκέ­ψου ἀ­κό­μα, ὅ­τι κι ἂν τώ­ρα δὲν πέ­θαι­νε, πάν­τως ὕ­στε­ρα (κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα) θὰ πέ­θαι­νε. Λές, ὅ­τι δὲν πρό­λα­βες νὰ τὸ χορ­τά­σης τὸ παι­δί; Πάν­τως σί­γου­ρο, ὅ­τι ἐ­κεῖ θὰ τὸ ἀ­πο­λαύ­σης. Ἐ­πι­θυ­μεῖς νὰ τὸ βλέ­πης καὶ τώ­ρα; Καί, λοι­πόν, τί σὲ ἐμ­πο­δί­ζει; Μπο­ρεῖς καὶ τώ­ρα, ἂν ζῆς πνευ­μα­τι­κά. Δι­ό­τι γιὰ τοὺς χρι­στια­νοὺς ἡ ἐλ­πί­δα τῶν μελ­λόν­των εἶ­ναι πιὸ ζω­η­ρὴ ἀ­πὸ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ θέ­α. 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου