Σάββατο 29 Μαΐου 2021

ΜΙΛΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ «"Μπρά­βο" χω­ρὶς "ἀλ­λά..." δεν ὑ­πάρ­χει;»



Φι­λό­τι­μο παι­δὶ ὁ Νι­κη­φό­ρος. Πο­τὲ δὲν δη­μι­ούρ­γη­σε πρό­βλη­μα στοὺς γο­νεῖς του. Πρό­θυ­μος καὶ πει­θαρ­χι­κὸς σὲ ὅ­λα καὶ πα­ράλ­λη­λα ἔ­ξυ­πνος καὶ δρα­στή­ριος. Ἔ­χει δέ­κα χρό­νια δι­α­φο­ρὰ μὲ τὴ μο­να­δι­κὴ μι­κρό­τε­ρη ἀ­δελ­φή του κι ἔ­τσι με­γά­λω­σε σὰν μο­να­χο­παί­δι. Σὰν τὸ παι­δὶ δη­λα­δὴ ποὺ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὰ συν­δέ­ε­ται πο­λὺ στε­νὰ μὲ τοὺς γο­νεῖς του καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­πο­κλει­στι­κὰ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ φρον­τί­δα τους.

Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι οἱ κα­λοὶ καὶ στορ­γι­κοὶ γο­νεῖς του δὲν τοῦ στέ­ρη­σαν πο­τὲ τί­πο­τα. Ἀ­πὸ μι­κρὸ τὸν πρό­σε­χαν μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω. Πάν­το­τε τοῦ τὰ ἔ­δι­ναν ὅ­λα. Ἀλλά καὶ τοῦ ζη­τοῦ­σαν πολ­λά· ἴ­σως καὶ ὑ­περ­βο­λι­κά.     

Εἰ­δι­κὰ ἡ μη­τέ­ρα του, ποὺ τοῦ ἔ­χει ἀ­δυ­να­μί­α, φαί­νε­ται ὅ­τι τρέ­φει ὑ­ψη­λὲς προσ­δο­κί­ες γιὰ τὸν ἴ­διο. Τὸν βλέ­πει ποὺ εἶ­ναι κα­λὸς στὰ μα­θή­μα­τα – ἀ­πὸ τὸ Γυ­μνά­σιο οἱ βαθ­μοί του κυ­μαί­νον­ται με­τα­ξὺ 17 καὶ 18 – ἀλ­λὰ ἡ ἴ­δια θέ­λει νὰ τὸν δεῖ νὰ φθά­νει τὸ 20. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν κα­λὸ χα­ρα­κτή­ρα του, ἀλ­λά φαί­νε­ται ὅ­τι ψά­χνει στὸ πρό­σω­πό του τὸ τέ­λει­ο. Ὅ­ταν σὰν παι­δὶ κι αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ ξε­χα­σθεῖ λί­γο στὸ παι­χνί­δι ἢ νὰ κα­θυ­στε­ρή­σει κά­πως ἀ­πὸ τὴ βόλ­τα μὲ τοὺς φί­λους, ἀ­μέ­σως ἔρ­χε­ται ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση: «Πρό­σε­ξε τί πα­ρά­δειγ­μα δί­νεις στὴν ἀ­δελ­φού­λα σου». Κι ἐ­πει­δὴ ὁ Νι­κη­φό­ρος συ­νη­θί­ζει νὰ πη­γαί­νει στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὸ κα­τη­χη­τι­κό, ἂν συμ­βεῖ κά­που καὶ σὰν ἄν­θρω­πος ξε­φύ­γει στὰ λό­για του ἢ θυ­μώ­σει μὲ κά­τι, θὰ ἀ­κού­σει τὸν ἔ­λεγ­χο ποὺ τὸν πλη­γώ­νει: «Τί τὸ θέ­λεις τὸ κα­τη­χη­τι­κὸ ποὺ πη­γαί­νεις; Ἀ­φοῦ δὲν τὰ ἐ­φαρ­μό­ζεις ὅ­σα λέ­τε ἐ­κεῖ...» Τε­λι­κὰ ἡ μη­τέ­ρα του μοιά­ζει σὰν νὰ μὴν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται μὲ τί­πο­τα.

Ἀλ­λὰ ὁ Νι­κη­φό­ρος δὲν πτο­εῖ­ται. Συ­νε­χί­ζει νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται καὶ νὰ προ­σπα­θεῖ γιὰ τὸ κα­λύ­τε­ρο· καὶ στα­θε­ρὰ προ­ο­δεύ­ει. Στὴν Α' Λυ­κεί­ου εἶ­χε τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α νὰ πά­ρει τὸ ἀ­νώ­τα­το πτυ­χί­ο γιὰ τὴ γνώ­ση τῆς ἀγ­γλι­κῆς γλώσ­σας, τὸ «Proficiency». Ὅ­λοι τοῦ ἔ­λε­γαν «συγ­χα­ρη­τή­ρια». Ἡ μη­τέ­ρα του τὸν προ­σγεί­ω­σε ἀ­πό­το­μα:

–Συγ­χα­ρη­τή­ρια. Νι­κη­φό­ρε. Θὰ μπο­ροῦ­σες ὅ­μως νὰ τὸ πά­ρεις καὶ μὲ "Α"...

Τοῦ κό­πη­καν τὰ φτε­ρά. Αὐ­τὸ τὸ πτυ­χί­ο ἀ­πὸ μό­νο του εἶ­ναι κα­τόρ­θω­μα. Λί­γα παι­διὰ τὸ κα­τα­κτοῦν σὲ αὐ­τὴ τὴν ἡ­λι­κί­α. Καὶ μὲ "C" νὰ τὸ ἔ­παιρ­νε, δὲν θὰ εἶ­χε κα­μί­α δι­α­φο­ρά. Οὔ­τε τὸ "Β" δὲν ἱ­κα­νο­ποί­η­σε τὴ μη­τέ­ρα του;...

Ἄρ­χι­σε νὰ σκέ­πτε­ται μή­πως κά­νει κά­που λά­θος. Μή­πως ἂν δι­ά­βα­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἂν ἔ­δι­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο στὰ Ἀγ­γλι­κά, ἂν ἔ­κο­βε ἀ­πὸ ἄλ­λες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες... Τε­λι­κὰ δὲν μπό­ρε­σε νὰ χα­ρεῖ ὅ­πως θὰ ἤ­θε­λε τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α του. Οὔ­τε ἔ­βγα­λε κά­ποι­ο συμ­πέ­ρα­σμα. Μό­νο ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­κε στὸν ἑ­πό­με­νο στό­χο: Πα­νελ­λή­νι­ες. Ἐ­κεῖ θὰ ἔ­βα­ζε τὰ δυ­να­τά του.

Ὁ Νι­κη­φό­ρος φοι­τᾶ τώ­ρα στὴν Γ' Λυ­κεί­ου. Δι­α­βά­ζει τὰ μα­θή­μα­τα θε­τι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ. Εἶ­ναι ἄ­ρι­στος στὰ Μα­θη­μα­τι­κά. Τοῦ ἀ­ρέ­σουν ἐ­πί­σης ἡ Φυ­σι­κὴ καὶ ἡ Χη­μεί­α καὶ τὰ κα­τα­φέρ­νει πο­λὺ κα­λά. Στὴ Γλώσ­σα – Ἔκ­θε­ση αἰ­σθά­νε­ται πιὸ ἀ­δύ­να­μος. Συ­νή­θως γρά­φει γύ­ρω στὰ 80/100, δη­λα­δὴ ὁ βαθ­μός του εἶ­ναι πε­ρί­που 16.

Τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἑ­βδο­μά­δα στὸ Φρον­τι­στή­ριο εἶ­χαν προ­σο­μοί­ω­ση Πα­νελ­λη­νί­ων. Ἔ­γρα­ψαν ὅ­λα τὰ μα­θή­μα­τα. Στὰ Φυ­σι­κο­μα­θη­μα­τι­κὰ πῆ­ρε σχε­δὸν «Ἄ­ρι­στα». Ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως ποὺ πα­νη­γύ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν τὸ 92 στὴν Ἔκ­θε­ση. Ἔ­γρα­ψε πά­νω ἀ­πὸ 18! Γε­μά­τος χα­ρὰ πῆ­γε στὸ σπί­τι. Πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο τοὺς γο­νεῖς. Ὁ πα­τέ­ρας ἐν­θου­σι­ά­σθη­κε. Τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε κέ­ρα­σμα γιὰ τὸ βρά­δυ. Καὶ ἡ μη­τέ­ρα;... Ὅ­πως συ­νή­θως. Ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τη.

–Μπρά­βο, Νι­κη­φό­ρε. Ἀλ­λά, ἂν προ­σπα­θοῦ­σες λί­γο ἀ­κό­μη, θὰ ἔ­παιρ­νες του­λά­χι­στον 19!

Ἐ­κεῖ πλέ­ον δὲν ἄν­τε­ξε. Πέ­τα­ξε κά­τω τὰ βι­βλί­α τοῦ γρα­φεί­ου.

–Ἐ­πι­τέ­λους, μά­να! «Μπρά­βο» χω­ρὶς «ἀλ­λά...» δὲν ὑ­πάρ­χει; Μὲ τί­πο­τε δὲν εἶ­σαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νη! Εὔ­κο­λο πράγ­μα εἶ­ναι νὰ γρά­ψεις «Ἄ­ρι­στα» στὴν Ἔκ­θε­ση; Δὲν ξέ­ρω τί ἄλ­λο πρέ­πει νὰ κά­νω. Ἔ­τσι μοῦ ᾿ρχε­ται νὰ τὰ πα­ρα­τή­σω. Προ­σπα­θῶ τό­σο και­ρό. Καὶ ἀ­κό­μα δέν...

* * *

Ἔ­χει δί­κιο ὁ Νι­κη­φό­ρος νὰ δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται. Ἡ μη­τέ­ρα του, χω­ρὶς νὰ τὸ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ, τὸν ἀ­δι­κεῖ. Θέ­λον­τας νὰ τὸν πα­ρα­κι­νή­σει γιὰ κά­τι ἀ­νώ­τε­ρο, δὲν τοῦ ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἀν­τι­κει­με­νι­κὲς ἐ­πι­τυ­χί­ες του.

Τὸ ἴ­διο πα­θαί­νουν καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι γο­νεῖς, ποὺ νο­μί­ζουν ὅ­τι μπο­ροῦν κα­λύ­τε­ρα νὰ ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σουν τὰ παι­διά τους, ἂν τοὺς δεί­χνουν δια­ρκῶς ὅ­τι ὑ­πάρ­χει καὶ κά­τι κα­λύ­τε­ρο. Κι αὐ­τὸ ἐ­πει­δὴ πι­στεύ­ουν ὅ­τι ἐ­παι­νών­τας τὸ παι­δί τους καὶ κά­νον­τάς το νὰ νι­ώ­θει ὅ­τι πέ­τυ­χε κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό, θὰ πι­στέ­ψει ὅ­τι ἀ­νέ­βη­κε πο­λὺ ψη­λὰ καὶ θὰ χα­λα­ρώ­σει τὴν προ­σπά­θεια· ἔ­τσι ἐ­πι­λέ­γουν νὰ εἶ­ναι αὐ­στη­ροὶ μα­ζί του, νὰ μὴν ἐκ­δη­λώ­νουν ἐν­θου­σια­σμό. Συ­νή­θως ὅ­μως αὐ­τὸ ἔ­χει ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Τὰ παι­διὰ θέ­λουν καὶ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ν᾿ ἀ­κού­σουν τὸ «μπρά­βο» ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς καὶ τοὺς δα­σκά­λους τους. Ὅ­ταν αὐ­τοὶ δεί­χνουν μο­νί­μως ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τοι καὶ ἀ­παι­τοῦν πάν­τα τὸ κά­τι πα­ρα­πά­νω, τό­τε ἐ­κεῖ­να αἰ­σθά­νον­ται μο­νί­μως μιὰ ἀ­νε­πάρ­κεια, δὲν χαί­ρον­ται μὲ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α τους, ἡ δὲ ἀ­γω­νί­α τους νὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν ἔ­στω τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρά, τὰ φορ­τώ­νει μὲ ἄγ­χος.

Χω­ρὶς νὰ γι­νό­μα­στε ὑ­περ­βο­λι­κοὶ μὲ κο­λα­κευ­τι­κοὺς ἐ­παί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι βλά­πτουν, ὀ­φεί­λου­με νὰ ἐν­θαρ­ρύ­νου­με τὰ παι­διὰ μὲ τὸν δί­και­ο ἔ­παι­νο ποὺ ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν κό­πο τους. Τὴ χρει­ά­ζον­ται αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­βρά­βευ­ση καὶ τὴν ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση κά­θε προ­σπά­θειάς τους, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­να­πτύ­ξουν τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά τους, νὰ ξε­δι­πλώ­σουν τὰ χα­ρί­σμα­τά τους καὶ νὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ φτε­ρά τους στὴ δη­μι­ουρ­γί­α. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­παν­τοῦ­με στὴ φι­λό­τι­μη προ­σπά­θειά τους μὲ ἕ­να «ναὶ μέν, ἀλ­λά», ψα­λι­δί­ζου­με κι ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ τὰ φτε­ρά τους. Χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λου­με, τὰ σπρώ­χνου­με στὴν ἀμ­φι­βο­λί­α, στὸ «μᾶλ­λον δὲν ἀ­ξί­ζω» καὶ στὸ «δὲν θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρω». Τὰ βά­ζου­με νὰ τρέ­ξουν τὴν κούρ­σα τοῦ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­του, ἀ­φοῦ καὶ στὴν ἑ­πό­με­νή τους προ­σπά­θεια κά­τι θὰ βροῦ­με γιὰ νὰ ἀ­κυ­ρώ­σου­με τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α τους. Ἀλ­λὰ τί νό­η­μα ἔ­χει νὰ βα­δί­ζεις σ᾿ ἕ­να δρό­μο χω­ρὶς τέρ­μα;

Ἂς δί­νου­με στὰ παι­διά μας θε­τι­κὰ μη­νύ­μα­τα μὲ τὸ νὰ τοὺς δεί­χνου­με τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη μας, νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὸν κό­πο τους, νὰ ἐκ­δη­λώ­νου­με τὴν ἀ­γά­πη μας χω­ρὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις. Αὐ­τὸ ποὺ θέ­λουν ν᾿ ἀ­κού­σουν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς εἶ­ναι τὸ «πι­στεύ­ω σὲ σέ­να», «θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρεις», «εἶ­μαι δί­πλα σου». Ἂς ἐ­νι­σχύ­ου­με τὴν πί­στη τους ὅ­τι ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς βλέ­πει τὸν ἀ­γώ­να τους καὶ ὄ­χι μό­νο θὰ τὰ ἀν­τα­μεί­ψει, ἀλ­λὰ καὶ θὰ συμ­πλη­ρώ­σει μὲ τὴ Χά­ρι του τυ­χὸν ἐλ­λεί­ψεις καὶ ἀ­δυ­να­μί­ες τους. Ἂς βά­λου­με λοι­πὸν φρά­σεις στὸ λε­ξι­λό­γιό μας, ὅ­πως «εἶ­μαι πε­ρή­φα­νος γιὰ σέ­να»· «εἶ­σαι μο­να­δι­κὸς γι᾿ αὐ­τὸ ποὺ κα­τά­φε­ρες»· «μπρά­βο γιὰ τὴν προ­σπά­θεια ποὺ ἔ­κα­νες· ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ Θε­ὸς θὰ εὐ­λο­γή­σει τὸν κό­πο σου», καὶ τό­τε τὰ παι­διά μας θὰ γί­νουν πιὸ αἰ­σι­ό­δο­ξα καὶ δη­μι­ουρ­γι­κά.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀριθ. 2244, 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021, σελ. 248–249

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου