Σάββατο 8 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

(9 ΜΑΙΟΥ 2021)

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, δι­ὰ τν χει­ρῶν τν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α κα τέ­ρα­τα ν τ λα­ῷ πολ­λὰ· κα ἦ­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἅ­παν­τες ἐν τ στο­ᾷ Σο­λο­μῶν­τος· τν δ λοι­πῶν οὐ­δεὶς ἐ­τόλ­μα κολ­λᾶ­σθαι αὐ­τοῖς, ἀλ­λ' ἐ­με­γά­λυ­νεν αὐ­τοὺς λα­ός. Μᾶλ­λον δ προ­σε­τί­θεν­το πι­στε­ύ­ον­τες τ Κυ­ρί­ῳ πλή­θη ἀν­δρῶν τε κα γυ­ναι­κῶν, ὥ­στε κα­τὰ τς πλα­τε­ί­ας ἐκ­φέ­ρειν τος ἀ­σθε­νεῖς κα τι­θέ­ναι ἐ­πὶ κλι­νῶν κα κρα­βάτ­των, ἵ­να ἐρ­χο­μέ­νου Πτρου κν σκι­ὰ ἐ­πι­σκι­ά­σῃ τι­νὶ αὐ­τῶν. Συ­νήρ­χε­το δ κα τ πλῆ­θος τν πέ­ριξ πό­λε­ων εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ φέ­ρον­τες ἀ­σθε­νεῖς κα ὀ­χλου­μέ­νους ὑ­πὸ πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των, οἵ­τι­νες ἐ­θε­ρα­πε­ύ­ον­το ἅ­παν­τες. Ἀ­να­στὰς δ ἀρ­χι­ε­ρεὺς κα πάν­τες ο σν αὐ­τῷ, οὖ­σα αἵ­ρε­σις τν Σαδ­δου­κα­ί­ων, ἐ­πλή­σθη­σαν ζή­λου κα ἐ­πέ­βα­λον τς χεῖ­ρας αὐ­τῶν ἐ­πὶ τος ἀ­πο­στό­λους, κα ἔ­θεν­το αὐ­τοὺς ν τη­ρή­σει δη­μο­σί­ᾳ. Ἄγ­γε­λος δ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, ἐ­ξα­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἶ­πε· Πο­ρε­ύ­ε­σθε κα στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ν τ ἱ­ε­ρῷ τ λα­ῷ πάν­τα τ ῥή­μα­τα τς ζω­ῆς τα­ύ­της.                           

        (Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5] 12 – 20 )

 

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

1.        Σημασία τῶν θαυμάτων

   Οἱ πρῶ­τες ἡ­μέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἦ­ταν ἔν­δο­ξες καὶ μο­να­δι­κές. Οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­κα­ναν πολ­λὰ καὶ ἐκ­πλη­κτι­κὰ θαύ­μα­τα, «ση­μεῖ­α καὶ τέ­ρα­τα ἐν τῷ λα­ῷ πολ­λά», ποὺ ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν τὴν ἀ­λή­θεια τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τους καὶ κα­τέ­πλησ­σαν τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Κι ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μὲ μιὰ καρ­διὰ μα­ζεύ­ον­ταν στὴ στο­ὰ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ποὺ δὲν εἶ­χαν πι­στεύ­σει ἄρ­χι­σαν νὰ σέ­βον­ται τοὺς πι­στούς. Κα­νείς τους δὲν εἶ­χε τὴν τόλ­μη νὰ τοὺς πε­ρι­φρο­νή­σει. Δι­ό­τι ὁ πο­λὺς λα­ὸς τοὺς τι­μοῦ­σε καὶ τοὺς ἐγ­κω­μί­α­ζε. Κα­θη­με­ρι­νὰ ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σελ­κύ­ον­ταν πλή­θη ἀν­δρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν καὶ αὔ­ξα­ναν τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν πι­στῶν. Πολ­λοὶ μά­λι­στα ἔ­βγα­ζαν τοὺς ἀ­σθε­νεῖς ἀ­πὸ τὰ σπί­τια τους στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ τοὺς ἔ­βα­ζαν πά­νω σὲ κρε­βά­τια καὶ φο­ρεῖ­α ἔ­τσι,­ ὥ­στε ὅ­ταν θὰ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ὁ Πέ­τρος, νὰ πέ­σει ἔ­στω καὶ ἡ σκιὰ του σὲ κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Ἔρ­χον­ταν μά­λι­στα στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ πλή­θη καὶ ἀ­πὸ τὶς γει­το­νι­κὲς πό­λεις καὶ ἔ­φερ­ναν κά­θε λο­γῆς ἀρ­ρώ­στους, καὶ δαι­μο­νι­σμέ­νους. Καὶ ὅ­λοι τους θε­ρα­πεύ­ον­ταν.

Τὰ θαύ­μα­τα λοι­πὸν ἦ­ταν πολ­λὰ κι ἐκ­πλη­κτι­κά. Καὶ δὲν γί­νον­ταν σὲ κά­ποι­ο ἀ­πό­με­ρο τό­πο, μέ­σα σὲ κά­ποι­ο σπί­τι, ἢ κά­που κρυ­φά, ἀλ­λὰ δη­μό­σια, στοὺς δρό­μους καὶ στὶς πλα­τεῖ­ες. Καὶ ὁ λα­ὸς εἶ­χε τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ τὰ ἐ­ξε­τά­σει, νὰ ἐ­ξα­κρι­βώ­σει ἐ­ὰν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά. Καὶ μά­λι­στα οἱ φα­να­τι­σμέ­νοι Ἰ­ου­δαῖ­οι εἶ­χαν κά­θε λό­γο νὰ τὰ δι­α­ψεύ­σουν. Ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σαν. Δι­ό­τι ὁ κό­σμος εἶ­χε πει­σθεῖ γιὰ τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τά τους.

Τὰ θαύ­μα­τα αὐ­τὰ λοι­πὸν εἶ­χαν πολ­λα­πλὲς ὠ­φέ­λει­ες. Πρω­τί­στως ὠ­φε­λοῦ­σαν τοὺς ἴ­διους τοὺς πι­στούς. Τοὺς ἐ­νί­σχυ­αν στὴν πί­στη καὶ τοὺς ἕ­νω­ναν σὲ μιὰ ψυ­χὴ γύ­ρω ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους. Ἐ­ξύ­ψω­ναν σὲ μέ­γι­στο βαθ­μὸ τὸ κύ­ρος τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ τοὺς κα­θι­έ­ρω­ναν στὴ συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τὰ θαύ­μα­τα αὐ­τὰ ἀ­κό­μη τοὺς ἔ­δι­ναν θάρ­ρος νὰ μὴ φο­βοῦν­ται πλέ­ον κα­νέ­ναν. Κι αὐ­τοὶ ποὺ τὴ Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ὴ εἶ­χαν δι­α­σκορ­πι­σθεῖ τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι, τώ­ρα ἄ­φο­βοι συ­νά­ζον­ταν κα­θη­με­ρι­νὰ στὴ Στο­ὰ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος, μπρο­στὰ δη­λα­δὴ στοὺς ἐ­χθροὺς τοῦ Χρι­στοῦ.

Τὰ θαύ­μα­τα ἀ­κό­μη ὠ­φε­λοῦ­σαν καὶ τοὺς ἀ­πί­στους. Δι­ό­τι πι­στο­ποι­οῦ­σαν τὴ θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ τῶν μα­θη­τῶν. Ἔ­τσι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ποὺ δὲν πί­στευ­αν στὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἔκ­πλη­κτοι ἄρ­χι­σαν νὰ βλέ­πουν τοὺς πι­στοὺς μὲ σε­βα­σμό. Κά­ποι­οι ἀ­πὸ αὐ­τοὺς πιὸ δε­κτι­κοὶ ἄρ­χι­σαν νὰ προ­βλη­μα­τί­ζον­ται. Πῶς γί­νον­ται τὰ θαύ­μα­τα αὐ­τά; Μὲ ποι­οῦ τὴ δύ­να­μη; Καὶ πολ­λοὶ ἄρ­χι­σαν νὰ πι­στεύ­ουν. Ἔ­τσι με­γά­λω­νε τό­σο πο­λὺ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­στῶν, ὥ­στε νὰ μὴν μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ με­τρη­θεῖ. Πλού­σιοι καὶ πτω­χοί, ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες, Ἰ­ου­δαῖ­οι καὶ προ­σή­λυ­τοι, ἱ­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καὶ λα­ϊ­κοί, πρω­τευ­ου­σιά­νοι καὶ χω­ρι­κοί, ἔ­τρε­χαν νὰ γί­νουν χρι­στια­νοί.

2. Στὴ φυλακή

Ἀ­πὸ τὴ θαυ­μα­στὴ ὅ­μως αὐ­τὴ ἐ­ξά­πλω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­νο­χλή­θη­καν πο­λὺ καὶ ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων καὶ ὅ­λοι ὅ­σοι ἦ­ταν μα­ζί του καὶ ἀ­νῆ­καν στὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­τα­ξη τῶν Σαδ­δου­καί­ων. Γε­μά­τοι φθό­νο καὶ κα­κί­α συ­νέ­λα­βαν τοὺς Ἀ­πο­στό­λους καὶ τοὺς ἔ­ρι­ξαν στὴ φυ­λα­κή. Ὅ­μως «ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου διὰ τῆς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τὰς θύ­ρας τῆς φυ­λα­κῆς» κι ἀ­φοῦ τοὺς ἔ­βγα­λε ἔ­ξω τοὺς εἶ­πε: Πη­γαί­νε­τε στὸ να­ὸ καὶ μὲ θάρ­ρος νὰ δι­δά­σκε­τε δη­μό­σια στὸ λα­ὸ τὸ κή­ρυγ­μα τῆς νέ­ας ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς.

Για­τί ἄ­ρα­γε πρῶ­τοι ἀ­π᾿ ὅ­λους ξε­ση­κώ­θη­καν οἱ Σαδ­δου­καῖ­οι; Δι­ό­τι ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι ὑ­λό­φρο­νες, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ δε­χθοῦν τὴν ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­ό­ρα­το κό­σμο, καὶ ἦ­ταν φυ­σι­κὸ νὰ ἐ­χθρεύ­ον­ται τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸ κή­ρυγ­μα τῶν Ἀ­πο­στό­λων γιὰ τὴν Ἀ­νά­στα­σή του. Δι­ό­τι τὸ κή­ρυγ­μά τους γιὰ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή, γιὰ τὴ μέλ­λου­σα κρί­ση, τοὺς ἐ­νο­χλοῦ­σε στὴ συ­νεί­δη­ση. Αὐ­τοὶ ἦ­ταν βυ­θι­σμέ­νοι στὴν ὕ­λη καὶ στὶς ἀ­πο­λαύ­σεις. Πῶς νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὰ πνευ­μα­τι­κὰ καὶ τὰ αἰ­ώ­νια; Ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ ἡ θαυ­μα­στὴ ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοὺς ἐ­ρέ­θι­ζε πο­λύ. Ἡ ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ κό­σμου ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἔ­βλε­παν νὰ χά­νουν τὸν κό­σμο καὶ νὰ τὸν κερ­δί­ζει τὸ κή­ρυγ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Γι᾿ αὐ­τὸ θέ­λη­σαν νὰ ἐ­ξευ­τε­λί­σουν τοὺς Ἀ­πο­στό­λους στὰ μά­τια τοῦ λα­οῦ καὶ νὰ τοὺς κλεί­σουν τὸ στό­μα.

Ποι­ὸς ὅ­μως νί­κη­σε τε­λι­κά; Οἱ Σαδ­δου­καῖ­οι ἢ οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι; Οἱ δυ­νά­μεις τῆς ὕ­λης ἢ οἱ κή­ρυ­κες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καὶ τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος; Ἀ­σφα­λῶς οἱ δεύ­τε­ροι.­ Δι­ό­τι ὅ­σο κι ἂν ἀ­γω­νί­ζον­ται οἱ δυ­νά­μεις τοῦ σκό­τους νὰ κρύ­ψουν τὸ φῶς, τὸ φῶς τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως εἶ­ναι ἀ­κα­τα­νί­κη­το. Ποι­ὸς ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σε ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κὴ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους; Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου! Δη­λα­δή; Οὐ­σι­α­στι­κὰ ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Κύ­ριος. Καὶ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἔ­τσι ὅ­τι δὲν εἶ­ναι νε­κρὸς ἀλ­λὰ «ζῶν εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας». Ὅ­πως πρὶν ἀ­πὸ λί­γες ἡ­μέ­ρες δι­έρ­ρη­ξε τὰ δε­σμὰ τοῦ θα­νά­του καὶ ἀ­νέ­στη ἐκ τοῦ τά­φου, ἔ­τσι καὶ τώ­ρα ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σε τοὺς μα­θη­τές του καὶ τοὺς κά­λε­σε διὰ τοῦ ἀγ­γέ­λου νὰ μὴ στα­μα­τή­σουν πο­τὲ νὰ κη­ρύτ­τουν τὸ μή­νυ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Καὶ τὸ κή­ρυγ­μα αὐ­τὸ δὲν μπό­ρε­σε κα­νεὶς νὰ τὸ ἀ­να­χαι­τί­σει, ἀλ­λὰ ἐ­ξα­πλώ­θη­κε σ’ ὅ­λο τὸν κό­σμο καὶ ἄλ­λα­ξε τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. Ἔ­τσι γί­νε­ται πάν­το­τε.­ Οἱ δυ­νά­μεις τοῦ σκό­τους ἔ­χουν ἐκ προ­οι­μί­ου χα­μέ­νη τὴ μά­χη. Ὅ­σο κι ἂν πο­λε­μοῦν, ὅ,τι κι ἂν κά­νουν. Πάν­το­τε θὰ νι­κᾶ ὁ ἀ­να­στὰς Κύ­ριος.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)  

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.

(Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ὅ­ταν βρά­δια­σε τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, τήν πρώ­τη τῆς ἑ­βδο­μά­δος, κι ἐ­νῷ οἱ μα­θη­τὲς ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σ' ἕ­να σπί­τι καὶ εἶ­χαν τὶς θύ­ρες κλει­στὲς ἐ­πει­δὴ φο­βοῦν­ταν τοὺς ἄρ­χον­τες τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ στά­θη­κε στὴ μέ­ση καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, τοὺς ἔ­δει­ξε τὰ χέ­ρια του καὶ τὴν πλευ­ρά του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν καὶ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λός τους πού σταυ­ρώ­θη­κε. Ἀ­φοῦ λοι­πόν βε­βαι­ώ­θη­καν γι' αὐ­τὸ μὲ τὴν ἐ­πί­δει­ξη τῶν οὐ­λῶν του, χά­ρη­καν οἱ μα­θη­τὲς πού εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ μα­θη­τὲς ἠ­ρέ­μη­σαν κά­πως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη σφο­δρὴ συγ­κί­νη­ση πού αἰ­σθάν­θη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς με­γά­λης τους χα­ρᾶς, τοὺς εἶ­πε πά­λι ὁ Ἰ­ησοῦς σὲ σχέ­ση μὲ τὴ μελ­λον­τι­κή τους τώ­ρα κλή­ση καὶ ἀ­πο­στο­λή: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ὅ­πως μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου γιὰ τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔ­τσι κι ἐ­γώ σᾶς στέλ­νω νὰ συ­νε­χί­σε­τε τὸ ἴ­διο ἔρ­γο. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, προ­κει­μέ­νου νὰ τοὺς με­τα­δώ­σει τὴν πνο­ὴ τῆς νέ­ας οὐ­ρά­νιας ζω­ῆς ἐμ­φύ­ση­σε στὰ πρό­σω­πά τους, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Θε­ὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­δάμ, καὶ τοὺς εἶ­πε: Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γιον.  Σ' ὅ­ποι­ους συγ­χω­ρή­σε­τε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, θὰ τοὺς εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες κι ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σ' ὅ­ποι­ους ὅ­μως τὶς κρα­τᾶ­τε ἀσυγχώ­ρη­τες, θὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα κρα­τη­μέ­νες. Ὁ Θω­μᾶς ὅ­μως, πού ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα ἀ­πο­στό­λους καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­νό­μα­ζαν Δί­δυ­μο ὅ­σοι Ἑ­βραῖ­οι μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, δὲν ἦ­ταν μα­ζί τους ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν εἶ­δαν, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τές: Εἴ­δα­με τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μά­τια μου στὰ χέ­ρια του τὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ δά­χτυ­λό μου στὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ χέ­ρι μου στὴν πλευ­ρά του, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ μά­τια μου ἀλ­λά καὶ μὲ τά δά­χτυ­λά μου νὰ βε­βαι­ω­θῶ, δὲν θὰ πι­στέ­ψω.

Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες ἦ­σαν πά­λι μέ­σα στὸ σπί­τι οἱ μα­θη­τές, καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς ἦ­ταν κι ὁ Θω­μᾶς. Ἔρ­χε­ται λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἐ­νῶ ἦ­ταν κλει­στές οἱ θύ­ρες, καὶ στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στοὺς μα­θη­τὲς καί εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν Θω­μᾶ: Φέ­ρε τὸ δά­χτυ­λό σου ἐ­δῶ. Ψη­λά­φη­σε καὶ ἐ­ξέ­τα­σε τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν μου, καί δὲς συγ­χρό­νως μὲ τὰ μά­τια σου τὰ χέ­ρια μου. Φέ­ρε τό χέ­ρι σου κά­τω ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά μου καὶ βά­λ' το στήν πλευ­ρά μου πού χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ λόγ­χη. Καὶ μὴν ἀ­φή­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α, ὥ­στε νὰ γί­νεις μό­νι­μα καὶ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα ἄ­πι­στος, ἀλ­λά νά προ­ο­δεύ­εις καὶ νὰ στη­ρί­ζε­σαι στὴν πί­στη, ὥ­στε νὰ γί­νεις ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἀ­δι­ά­σει­στος σ' αὐ­τή. Ὁ Θω­μᾶς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Πι­στεύ­ω καὶ ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι εἶ­σαι ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου. Τοῦ λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πί­στε­ψες ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες. Μα­κά­ριοι καὶ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού πι­στεύ­ουν χω­ρὶς νὰ μὲ ἔ­χουν δεῖ μὲ τὰ μά­τια τους, ὅ­πως μὲ εἶ­δες ἐ­σύ. Καί θά πι­στέ­ψουν ἔ­τσι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μου στίς γε­νι­ές πού θὰ ἔλ­θουν.

Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ ὅ­σα ἐ­ξι­στο­ρή­σα­με, ἐ­κτός ἀ­πό τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του, ὀ Ἰ­η­σοῦς μπρο­στά στά μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του ἔ­κα­νε καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα θαύ­μα­τα πού ἀ­πο­δεί­κνυ­αν τὴ θε­ό­τη­τά του καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στὸ βι­βλί­ο αὐ­τό. Αὐ­τὰ πού ἐκ­θέ­σα­με, γρά­φη­καν γιὰ νὰ πι­στέ­ψε­τε ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς πού προ­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες, ὁ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ· κι ἔ­τσι πι­στεύ­ον­τας νὰ ἔ­χε­τε ὡς ἀ­να­φαί­ρε­το κτῆ­μα σας τὴ νέ­α, θεί­α καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁ­ποί­α με­τα­δί­δει ὁ ἴ­διος στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τό ὄ­νο­μά του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου