Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
  ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ
(22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ βε­βαι­ῶν ἡ­μᾶς σὺν ὑ­μῖν εἰς Χρι­στὸν καὶ χρί­σας ἡ­μᾶς Θε­ός, ὁ καί σφρα­γι­σά­με­νος ἡ­μᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρ­ρα­βῶ­να τοῦ Πνε­ύ­μα­τος ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν. ᾿Ε­γὼ δὲ μάρ­τυ­ρα τὸν Θε­ὸν ἐ­πι­κα­λοῦ­μαι ἐ­πὶ τὴν ἐ­μὴν ψυ­χήν, ὅ­τι φει­δό­με­νος ὑ­μῶν οὐ­κέ­τι ἦλ­θον εἰς Κό­ριν­θον. Οὐχ ὅ­τι κυ­ρι­ε­ύ­ο­μεν ὑ­μῶν τῆς πί­στε­ως, ἀλ­λὰ συ­νερ­γοί ἐ­σμεν τῆς χα­ρᾶς ὑ­μῶν· τῇ γὰρ πί­στει ἑ­στή­κα­τε. ῎Ε­κρι­να δὲ ἑ­μαυ­τῷ τοῦ­το, τὸ μὴ πά­λιν ἐν λύ­πῃ ἐλ­θεῖν πρὸς ὑ­μᾶς. Εἰ γὰρ ἐ­γὼ λυ­πῶ ὑ­μᾶς, καὶ τίς ἐ­στιν ὁ εὐ­φρα­ί­νων με εἰ μὴ ὁ λυ­πο­ύ­με­νος ἐξ ἐ­μοῦ; καὶ ἔ­γρα­ψα ὑ­μῖν τοῦ­το αὐ­τό, ἵ­να μὴ ἐλ­θὼν λύ­πην ἔ­χω, ἀφ᾿ ὧν ἔ­δει με χα­ί­ρειν, πε­ποι­θὼς ἐ­πὶ πάν­τας ὑ­μᾶς, ὅ­τι ἡ ἐ­μὴ χα­ρὰ πάν­των ὑ­μῶν ἐ­στιν. Ἐκ γὰρ πολ­λῆς θλί­ψε­ως καὶ συ­νο­χῆς καρ­δί­ας ἔ­γρα­ψα ὑ­μῖν διὰ πολ­λῶν δα­κρύ­ων, οὐχ ἵ­να λυ­πη­θῆ­τε, ἀλ­λὰ τὴν ἀ­γά­πην ἵ­να γνῶ­τε ἣν ἔ­χω πε­ρισ­σο­τέ­ρως εἰς ὑ­μᾶς.
                        (Β΄ Κορινθ. α΄ [1] 21 – β΄ [2] 4)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐ­κεῖ­νος πού δί­νει τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ σέ μᾶς καὶ σὲ σᾶς, καὶ μᾶς στη­ρί­ζει νὰ μέ­νου­με πι­στοὶ καί ἀσάλευ­τοι στὸ Χρι­στὸ καὶ πού μᾶς ἔ­χρι­σε μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Πνεύ­μα­τός του, εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Αὐ­τὸς καὶ μᾶς σφρά­γι­σε ὡς δι­κούς του καὶ ἔ­δωσε στὶς καρ­δι­ές μας τὸ Πνεῦ­μα του ὡς ἀρραβώνα καί ἀ­σφα­λή ἐγγύηση γιὰ τὸ ὅ­τι θὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει ὅλες τίς ὑ­πο­σχέ­σεις πού μᾶς δί­νει μὲ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό του. Καὶ γιὰ νὰ ἐ­πα­νέλ­θω στὸ ζή­τη­μα τοῦ τα­ξι­διοῦ μου, ἐ­πι­κα­λοῦ­μαι τὸν καρ­δι­ο­γνώ­στη Θε­ὸ νὰ δεῖ αὐτός τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς μου καὶ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει ἂν εἶ­ναι ἀλήθεια ὅ­τι δὲν ἦλ­θα ἀ­κό­μη στὴν Κό­ριν­θο ἐ­πει­δὴ σᾶς λυποῦμαι καί δὲν θέ­λω νὰ δο­κι­μά­σε­τε τὴν αὐ­στη­ρό­τη­τά μου. Καὶ δὲν λέ­ω τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν εἴμαστε κύριοι τῆς πί­στε­ώς σας καὶ ἔ­χου­με ἐ­ξου­σί­α ἐ­πά­νω σας σὰν νὰ εἶ­στε δοῦ­λοι μας. Ἀν­τι­θέ­τως εἴ­μα­στε συνεργάτες τῆς χα­ρᾶς σας καὶ θέ­λου­με νὰ συν­τε­λοῦ­με ὥστε νὰ αὐ­ξά­νει ἡ χα­ρά σας. Καὶ ἀ­πο­κλεί­ε­ται ὁ­λό­τε­λα νά ἐ­ξου­σι­ά­ζου­με τὴν πί­στη σας, δι­ό­τι ἐσεῖς στέ­κε­στε καλά καὶ εἶ­στε στε­ρε­ω­μέ­νοι στὴν πί­στη. Καί τό ἀ­πο­φά­σι­σα αὐ­τὸ καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου. Βρῆκα δη­λα­δὴ κα­λύ­τε­ρο καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ μὴν ἔλθω πά­λι σὲ σᾶς ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος κι ἐ­γὼ νὰ σᾶς προ­ξε­νῶ λύπη μὲ τοὺς ἐλέγχους μου, ἀλλά κι ἐσεῖς νά μοῦ προξενεῖτε λύ­πη μὲ τὶς ἀ­τα­ξί­ες πού θὰ βλέ­πω ἀ­νά­με­σά σας. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε λοι­πὸν ἢ ἐγώ ἢ ἐσεῖς θὰ αἰ­σθα­νό­μα­σταν λύ­πη. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ἐγώ μὲ τοὺς ἐ­λέγχους μου προ­κα­λῶ λύ­πη με­τα­νοί­ας σὲ σᾶς, ποι­ὸς ἄλ­λος μὲ εὐ­φραί­νει πα­ρὰ ἐ­κεῖ­νος πού δέ­χε­ται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ λυ­πᾶ­ται ἀ­πὸ τὶς δι­κές μου ἐ­πι­τι­μή­σεις; Ἔ­τσι, ἐ­ὰν δὲν λυ­πᾶ­μαι ἐγώ, θὰ λυ­πᾶστε ὅ­μως ἐσεῖς. Καὶ σᾶς ἔ­γρα­ψα ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ σὲ προ­η­γού­με­νη ἐ­πι­στο­λή μου, γιὰ νὰ δι­ορ­θώ­σε­τε στὸ με­τα­ξὺ τὶς ἀ­τα­ξί­ες, ὥ­στε, ὅ­ταν ἔλ­θω στὴν Κό­ριν­θο, νὰ τὰ βρῶ ὅ­λα ἐν­τά­ξει καὶ νὰ μὴ νι­ώ­σω λύ­πη ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους πού ἔ­πρε­πε νὰ μοῦ δώ­σουν χα­ρά. Ἄλ­λω­στε ἡ λύ­πη μου θὰ λυ­ποῦ­σε κι ἐ­σᾶς. Δι­ό­τι ἔ­χω γιὰ ὅ­λους σας τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἡ χα­ρά μου εἶ­ναι χα­ρὰ ὅ­λων σας. Καὶ μὴ νο­μί­σε­τε ὅ­τι γιὰ τοὺς ἐλέγχους πού σᾶς ἔ­γρα­ψα στὴν ἐ­πι­στο­λή μου ἐ­κεί­νη ἐγώ δὲν ἔνιωσα κα­μί­α λύ­πη. Δι­ό­τι σᾶς ἔ­γρα­ψα πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ θλί­ψη καὶ στε­νο­χώ­ρια τῆς καρ­διᾶς, μὲ δά­κρυ­α πολ­λά, ὄ­χι γιὰ νὰ λυ­πη­θεῖ­τε, ἀλλά γιὰ νὰ γνω­ρί­σε­τε τὴν ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἀ­γά­πη πού ἔ­χω γιὰ σᾶς.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑ­στὼς ὁ Ἰησοῦς πα­ρὰ τν λί­μνην Γεν­νη­σα­ρέτ, εἶ­δε δύ­ο πλοῖ­α ἑ­στῶ­τα πα­ρὰ τν λί­μνην· ο δ ἁ­λι­εῖς ἀ­πο­βάν­τες ἀ­π’ αὐ­τῶν ἀ­πέ­πλυ­νον τ δί­κτυ­α. ἐμ­βὰς δ ες ν τν πλο­ί­ων, ν τοῦ Σμωνος, ἠ­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ἀ­πὸ τς γς ἐ­πα­να­γα­γεῖν ὀ­λί­γον· κα κα­θί­σας ἐ­δί­δα­σκεν ἐκ το πλο­ί­ου τος ὄ­χλους. ς δ ἐ­παύ­σα­το λα­λῶν, εἶ­πε πρς τν Σμωνα· Ἐ­πα­νά­γα­γε ες τ βά­θος κα χα­λά­σα­τε τ δί­κτυ­α ὑ­μῶν ες ἄ­γραν. κα ἀ­πο­κρι­θεὶς Σμων εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, δι' ὅ­λης τῆς νυκ­τὸς κο­πι­ά­σαν­τες οὐ­δὲν ἐ­λά­βο­μεν· ἐ­πὶ δ τ ῥή­μα­τί σου χα­λά­σω τ δί­κτυ­ον. κα τοῦ­το ποι­ή­σαν­τες συ­νέ­κλει­σαν πλῆ­θος ἰ­χθύ­ων πο­λύ· δι­ερ­ρή­γνυ­το δ τ δί­κτυ­ον αὐ­τῶν. κα κα­τέ­νευ­σαν τος με­τό­χοις τος ν τ ἑ­τέ­ρῳ πλο­ί­ῳ το ἐλ­θόν­τας συλ­λα­βέ­σθαι αὐ­τοῖς· κα ἦλ­θον, κα ἔ­πλη­σαν ἀμ­φό­τε­ρα τ πλοῖ­α, ὥ­στε βυ­θί­ζε­σθαι αὐ­τά. ἰ­δὼν δ Σμων Πτρος προ­σέ­πε­σε τος γό­να­σιν Ἰ­η­σοῦ λέ­γων· Ἔ­ξελ­θε ἀ­π' ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κριε· θάμ­βος γρ πε­ρι­έ­σχεν αὐ­τὸν κα πάν­τας τος σν αὐ­τῷ ἐ­πὶ τ ἄ­γρᾳ τν ἰ­χθύ­ων ᾗ συ­νέ­λα­βον, ὁ­μο­ί­ως δ κα Ἰάκωβον κα Ἰ­ω­άν­νην, υἱ­οὺς Ζε­βε­δα­ί­ου, ο ἦ­σαν κοι­νω­νοὶ τ Σμωνι. κα εἶ­πε πρς τν Σμωνα Ἰ­η­σοῦς· Μ φο­βοῦ· ἀ­πὸ το νν ἀν­θρώ­πους ἔ­σῃ ζω­γρῶν. κα κα­τα­γα­γόν­τες τ πλοῖ­α ἐ­πὶ τν γν, ἀ­φέν­τες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ.
                                                (Λουκ. ε΄[5] 1 – 11)                                                                                     


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΙ ΘΕΪΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
Βέ­βαι­α δὲν εἶ­χαν κλη­θεῖ ἀ­κό­μη νὰ γί­νουν μα­θη­ταί Του, γνώ­ρι­ζαν ὅ­μως ἤ­δη τὸν Κύ­ριο ὁ Σί­μων (ὁ Πέ­τρος δη­λα­δή) καὶ ὁ ἀ­δελ­φός του ὁ Ἀν­δρέ­ας, ὅ­πως ἐ­πί­σης καὶ τὰ ἄλ­λα δύ­ο ἀ­δέλ­φια, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν ξαφ­νι­ά­στη­κε ὁ Πέ­τρος ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ι­νὸ με­τὰ τὸ ἄ­καρ­πο ὁ­λο­νύ­κτιο ψά­ρε­μα ποὺ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος τοῦ ζή­τη­σε νὰ χρη­σι­μο­ποί­η­σει τὸ κα­ΐ­κι του γιὰ νὰ δι­δά­ξει τὰ πλή­θη ποὺ εἶ­χαν ἐ­κεῖ συγ­κεν­τρω­θεῖ. Ξαφ­νι­ά­στη­κε ὅ­μως, ὅ­ταν με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, ἄ­κου­σε τὸν Κύ­ριο νὰ τοῦ πα­ραγ­γέλ­λει νὰ ξα­να­πά­ει γιὰ ψά­ρε­μα. Ὅ­λη τὴ νύ­χτα, Κύ­ρι­ε, ποὺ ἦ­ταν ὁ κα­τάλ­λη­λος χρό­νος, εἶ­πε ὁ Πέ­τρος, κου­ρα­στή­κα­με χω­ρὶς νὰ πι­ά­σου­με οὔ­τε ἕ­να ψά­ρι. Τώ­ρα πιὰ εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα καὶ βέ­βαι­α ἀ­κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα γιὰ ψά­ρε­μα. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὸ λὲς Ἐ­σύ, θὰ ξα­ναρ­ρί­ξω τὰ δί­χτυ­α.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ψα­ρὰς ἦ­ταν ὁ Πέ­τρος. Τὰ χέ­ρια του ἦ­σαν ρο­ζι­α­σμέ­να ἀπ᾿ τὸ τρά­βηγ­μα τῶν κου­πι­ῶν, καὶ τὸ κορ­μί του ψη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ ξε­ρο­βό­ρι καὶ τὸν ἥ­λιο. Καὶ βέ­βαι­α τὸ ἤ­ξε­ρε κα­λά: τέ­τοι­α ὥ­ρα νὰ πιά­σει ψά­ρια ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον! Τὸ ἤ­ξε­ρε. Ὅ­μως – αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ συγ­κι­νη­τι­κό – ἐ­νῶ τὸ ἤ­ξε­ρε, δὲν ἔ­φε­ρε ἀν­τίρ­ρη­ση. «Ἐ­πὶ τῷ ρή­μα­τί σου χα­λά­σω τὸ δί­κτυ­ον», εἶ­πε. Ἀ­φοῦ τὸ λὲς Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, θὰ ξα­ναρ­ρί­ξω τὰ δί­χτυ­α στὰ νε­ρά. Καὶ τὰ ἔρ­ρι­ξε.
Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τὸ βλέ­που­με, μι­λά­ει μό­νο του. Τὰ λό­για τοῦ Πέ­τρου, ἴ­σια καὶ κα­θα­ρά, τὸ φα­νε­ρώ­νουν. Φα­νε­ρώ­νουν πό­σο ση­μαν­τι­κὸ εἶ­ναι γιὰ ὅ­λους μας νὰ ὑ­πα­κού­ου­με στὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου πάν­το­τε, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν μᾶς φαί­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐ­φαρ­μο­σθεῖ, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν τὸ βλέ­που­με πα­ρά­λο­γο.
Δι­ό­τι, ἀ­δελ­φοί, ἡ θε­ϊ­κὴ λο­γι­κὴ δι­α­φέ­ρει ἀ­φάν­τα­στα ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη. Ἐ­μεῖς βλέ­που­με μό­νο πο­λὺ κον­τά. Ὅ­πως λέ­με συ­νή­θως: «Ἴ­σα μὲ τὴ μύ­τη μας». Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως βλέ­πει μα­κριά. Γνω­ρί­ζει ποι­ὸ εἶ­ναι πράγ­μα­τι τὸ συμ­φέ­ρον μας καὶ ἑ­πο­μέ­νως τὰ ὅ­σα ζη­τά­ει ἀ­πὸ μᾶς εἶ­ναι πάν­το­τε γιὰ τὸ κα­λό μας.
Πα­ρά­δειγ­μα. Ἔ­χου­με κά­ποι­α κα­λὴ ἐρ­γα­σί­α ἢ θέ­ση ποὺ ξαφ­νι­κὰ τὴν χά­νου­με. Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ δὲν πρέ­πει νὰ τὸ δοῦ­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Θὰ πρέ­πει ἴ­σα – ἴ­σα νὰ τὸ δε­χθοῦ­με μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη Του καὶ τὴν φρον­τί­δα Του γιὰ μᾶς, καὶ νὰ δοῦ­με ποῦ τώ­ρα μᾶς κα­τευ­θύ­νει. Ἀ­κό­μη δὲ κι ἂν μᾶς φα­νεῖ ἀ­κα­τα­νό­η­τη ἡ κα­τεύ­θυν­ση ποὺ μᾶς δεί­χνει, νὰ μὴ δι­στά­σου­με. Νὰ προ­χω­ρή­σου­με μὲ πί­στη. Καὶ δὲν θὰ βρα­δύ­νου­με νὰ δι­α­πι­στώ­σου­με πώς, ὡ­σὰν τὸν Πέ­τρο, οὐ­σι­α­στι­κὰ θὰ «πνι­γοῦ­με» καὶ ἐ­μεῖς στὶς εὐ­λο­γί­ες Του.
Ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα. Ζη­τά­ει ὁ Κύ­ριος ἀ­πό τους πι­στοὺς συ­ζύ­γους νὰ βα­δί­ζουν τὴ συ­ζυ­γι­κή τους ζω­ὴ κα­τὰ τὸ θέ­λη­μά Του. Λοι­πόν, δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται τὰ οἰ­κο­νο­μι­κά τους νὰ εἶ­ναι φτω­χι­κὰ καὶ νὰ δι­στά­ζουν νὰ προ­χω­ρή­σουν στὸ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ 1 ἢ 2 παι­διά. Καὶ βέ­βαι­α τό­τε ἀρ­χί­ζουν νὰ κά­νουν ἀ­βα­ρί­ες στὴ συ­νεί­δη­σί τους ἢ – ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα – σα­φεῖς πα­ρα­βά­σεις τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου (ὅ­πως μὲ τὶς ἐ­κτρώ­σεις). Ἐ­δῶ λοι­πὸν εἶ­ναι ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἔ­στω κι ἂν κά­τι τέ­τοι­ο φαί­νε­ται στοὺς πολ­λοὺς πα­ρά­λο­γο. Θὰ δοῦν θαύ­μα­τα στὴ ζω­ή τους οἱ πι­στοὶ γο­νεῖς! Θὰ πιά­νουν ψά­ρια τὴν ἡ­μέ­ρα! Ὅ­σο πιὸ πολ­λὰ παι­διὰ θὰ ἀ­πο­κτοῦν, τό­σο τὰ οἰ­κο­νο­μι­κά τους θὰ βελ­τι­ώ­νον­ται. Δι­ό­τι πο­λὺ θὰ τοὺς εὐ­λο­γεῖ ὁ Θε­ός.
Συ­νε­πῶς ὅ­λοι μας «ἐ­πὶ τῷ ρή­μα­τί σου χα­λά­σω τὸ δί­κτυ­ον» νὰ λέ­με. Ἐ­μέ­να Κύ­ρι­ε, αὐ­τὸ ποὺ μοῦ ζη­τᾶς μοῦ φαί­νε­ται ἀ­κα­τα­νό­η­το καὶ ἀ­σύμ­φο­ρο. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως μοῦ τὸ ζη­τᾶς Ἐ­σύ, θὰ τὸ κά­νω.
2. ΑΝΑΞΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ
Ἦ­ταν τό­σο πολ­λὰ τὰ ψά­ρια ποὺ ἔ­πια­σε ὁ Πέ­τρος, ὅ­ταν κα­τὰ τὴν ὑ­πό­δει­ξη τοῦ Κυ­ρί­ου ξα­να­πῆ­γε γιὰ ψά­ρε­μα, ὥ­στε τὰ δί­χτυ­α κιν­δύ­νευ­σαν νὰ σπά­σουν. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἔ­κα­νε νό­η­μα στοὺς συ­νε­ταί­ρους του, τὸν Ἰ­ά­κω­βο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη, νὰ σπεύ­σουν νὰ τὸν βο­η­θή­σουν. Ἀλ­λὰ τώ­ρα πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἄλ­λος κίν­δυ­νος· τὰ δύ­ο πλοῖ­α γέ­μι­σαν ἀ­πὸ ψά­ρια καὶ κιν­δύ­νευ­σαν νὰ βυ­θι­σθοῦν!
Τὸ γε­γο­νὸς τοὺς θάμ­βω­σε ὅ­λους. Ὁ δὲ Πέ­τρος τό­σο συγ­κλο­νί­στη­κε, ὥ­στε ἔ­πε­σε στὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου λέ­γον­τας: ἔ­βγα, Κύ­ρι­ε, ἀ­πὸ τὸ πλοῖ­ο καὶ φύ­γε ἀ­πὸ κον­τά μου, δι­ό­τι ἐ­γὼ εἶ­μαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός. Μὴ φο­βᾶ­σαι, τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ Κύ­ριος, ἀ­πὸ ἐ­δῶ καὶ πέ­ρα θὰ ψα­ρεύ­εις πλέ­ον ἀν­θρώ­πους, θὰ γί­νεις Ἀ­πό­στο­λός μου. Καὶ πραγ­μα­τι­κὰ καὶ οἱ τέσ­σε­ρις – ὁ Ἀν­δρέ­ας, ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης – μό­λις ἔ­φθα­σαν στὴν στε­ριά, τὰ ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν ὅ­λα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Κύ­ριο.
Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος, ποὺ ἐκ­δή­λω­σε ὁ Πέ­τρος ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου, εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἐν­τυ­πω­σια­κή. «Ἔ­ξελ­θε ἐπ᾿ ἐ­μοῦ, ὅ­τι ἀ­νὴρ ἁ­μαρ­τω­λός εἰ­μι, Κύ­ρι­ε». Ἔ­δι­ω­χνε τὸν Κύ­ριο, δι­ό­τι αἰ­σθα­νό­ταν τὸν ἑ­αυ­τό του ἁ­μαρ­τω­λὸ καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἀ­νά­ξιο νὰ εὑ­ρί­σκε­ται κον­τὰ στὸν Ἅ­γιο τῶν ἁ­γί­ων.
Λοι­πὸν καὶ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων μας τὸ βα­θὺ καὶ ἀ­κρι­βὸ μυ­στι­κό τους αὐ­τὸ εἶ­ναι: τὸ ὅ­τι αἰ­σθά­νον­ται ἀ­νά­ξιοι ἀ­πο­λύ­τως νὰ εὑ­ρί­σκον­ται κον­τὰ στὸν Θε­ὸ καὶ νὰ δέ­χον­ται τὶς δω­ρε­ές Του. Δι­ό­τι, ὅ­σο πιὸ βα­θιὰ αἰ­σθά­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του καὶ τὴν ἀ­να­ξι­ό­τη­τά του ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ, τό­σο πιὸ πο­λὺ ση­μαί­νει πὼς εὑ­ρί­σκε­ται κον­τὰ στὸν Θε­ό. Καὶ τὸ ἀν­τί­στρο­φο: ὅ­σο πιὸ πο­λὺ νο­μί­ζει πὼς εἶ­ναι κα­λὸς καὶ ὅ­τι ἀ­ξί­ζει νὰ εὑ­ρί­σκε­ται κον­τὰ στὸν Κύ­ριο, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο φα­νε­ρώ­νει μὲ αὐ­τὸ πὼς εἶ­ναι μα­κριά Του, ξέ­νος ἐν­τε­λῶς πρὸς Αὐ­τόν.
Ἑ­πο­μέ­νως, νὰ μὴν πε­τᾶ­με στὰ σύν­νε­φα, ἀ­δελ­φοί. Ἂν δὲν βλέ­που­με στὸν ἑ­αυ­τό μας βα­θειὰ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος καὶ ἀ­να­ξι­ό­τη­τός μας, νὰ κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς εἴ­μα­στε μα­κριά, πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. «Οἱ δί­και­οι οἱ ἀ­λη­θι­νοί», λέ­γουν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, «ἀ­εὶ τοῦ­το λο­γί­ζον­ται ἐν ἑ­αυ­τοῖς· ὅ­τι οὐκ εἰ­σὶν ἄ­ξιοι τοῦ Θε­οῦ». Οἱ πραγ­μα­τι­κὰ δί­και­οι καὶ ἅ­γιοι ἄν­θρω­ποι πάν­το­τε αὐ­τὸ σκέ­πτον­ται μέ­σα τους, ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ἄ­ξιοι τοῦ Θε­οῦ.
Πῶς ἐ­ξη­γεῖ­ται αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι κά­ποι­ος ἅ­γιος καὶ ὅ­μως νὰ αἰ­σθά­νε­ται τὸν ἑ­αυ­τό του τό­σο ἁ­μαρ­τω­λό; Μή­πως πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­α ψευ­δαί­σθη­ση; Ὄ­χι ἀ­σφα­λῶς. Ἀλ­λὰ συμ­βαί­νει κά­τι ἀ­νά­λο­γο μὲ τὸ νὰ βρί­σε­ται κα­νεὶς μέ­σα σὲ ἕ­να σκο­τει­νὸ δω­μά­τιο. Στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ δὲν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὶς ἀ­τα­ξί­ες ποὺ ὑ­πάρ­χουν ἐ­κεῖ. Ἂν ἀ­νά­ψει ἕ­να κε­ρί, θὰ δεῖ βέ­βαι­α ἀρ­κε­τές. Ἂν ἀ­νά­ψει τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ φῶς, θὰ δεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρες. Καὶ ἂν ἀ­νοί­ξει τὰ πα­ρά­θυ­ρα καὶ τὸ φω­τί­σει ὁ ἥ­λιος, θὰ δεῖ καὶ τὶς ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στες σκό­νες πά­νω στὰ ἔ­πι­πλα.
Τὸ ἴ­διο συμ­βαί­νει καὶ στὴ σχέ­ση μας μὲ τὸν Θε­ό. Ὅ­ταν εἴ­μα­στε μα­κριά Του, βρι­σκό­μα­στε στὸ σκο­τά­δι καὶ νο­μί­ζου­με πὼς εἴ­μα­στε ἅ­γιοι. Ὅ­ταν Τὸν πλη­σι­ά­σου­με λί­γο, φω­τι­ζό­μα­στε κά­πως ἀ­πὸ τὸ φῶς καὶ βλέ­που­με κά­ποι­α με­γά­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ἂν πλη­σι­ά­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο, βλέ­που­με καὶ τὰ μι­κρά. Καὶ ὅ­ταν, ὅ­πως οἱ ἅ­γιοι, πλη­σι­ά­σου­με πο­λὺ καὶ τὸ Φῶς Του πλημ­μυ­ρί­σει τὴν ὕ­παρ­ξή μας, τό­τε βλέ­που­με καὶ τὰ ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στα ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε πὼς αὐ­τὰ ἀ­πο­τε­λοῦν ἐμ­πό­διο ἀ­νυ­πέρ­βλη­το γιὰ νὰ ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί Του.
Στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ ἡ ψυ­χὴ ὑ­πο­φέ­ρει φρι­χτά, δι­ό­τι, ἐ­νῶ φλέ­γε­ται ἀ­πὸ τὸν πό­θο νὰ ἑ­νω­θεῖ μὲ τὸν Θε­ό, βλέ­πον­τας τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά της, αἰ­σθά­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­νά­ξια νὰ Τὸν δε­χτεῖ. Αὐ­τὴ ὅ­μως ἡ συ­ναί­σθη­ση εἶ­ναι τε­λι­κὰ ὕ­ψι­στη εὐ­λο­γί­α. Δι­ό­τι σ᾿ αὐ­τὴν εὐ­δο­κεῖ ὁ Θε­ός. Εὐ­δο­κεῖ! Ἐ­ναγ­κα­λί­ζε­ται τὴν ψυ­χή, τὴν κα­θα­ρί­ζει, τὴν ἁ­γιά­ζει καὶ ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί της αἰ­ώ­νια!
Εἴ­θε νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ καὶ μὲ τὸν κα­θέ­να μας.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου