Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ
(29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019)
(ΟΣΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΧΩΡΗΤΟΥ) 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πών, ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι, ὃ ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ. Ἔ­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν, ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν· ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι, ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι, δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι, κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι, πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ Ἰ­η­σοῦν, ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται, ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως, κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον, Ἐ­πί­στευ­σα, διὸ ἐ­λά­λη­σα, καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν, διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύριον Ἰ­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς σὺν Ἰ­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι΄ ὑ­μᾶς, ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σε­ύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.
                                                                   (Β΄ Κορ. δ΄[4] 6-15)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Ἀ­δελ­φοί,  Θε­ός,  ὁ­ποῖ­ος σ­τή δη­μι­ουρ­γί­α τ­ο­ κό­σμου δι­έ­τα­ξε ἀ­πό τό σκο­τά­δι νά λάμ­ψει τό φ­ς, αὐ­τός κ­αί τώ­ρα ἔ­λαμ­ψε σ­τ­ίς καρ­δι­ές μ­ας, ὄ­χι μό­νο γ­ιά νά φω­τι­σθοῦ­με ἐ­μεῖς, ἀλ­λά κ­αί γ­ιά νά με­τα­δο­θεῖ μέ­σα ἀ­πό μᾶ­ς  φω­τι­σμός π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή γνώ­ση τ­ς δό­ξας τ­ο­ Θε­οῦ,  ὁ­ποί­α φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα ἀ­πό τό πρό­σω­πο το­ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­το­ς Ἰ­η­σοῦ­Χρι­στοῦ. Ἔ­χου­με λοι­πόν τό θη­σαυ­ρό τ­ς φω­τι­στι­κῆς καί ἔν­δο­ξης αὐ­τῆς γνώ­σε­ως μέ­σα σ­τά σώ­μα­τά μας, π­ού εἶ­ναι εὔ­θραυ­στα καί χω­μα­τέ­νια, γ­ιά νά ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅ­τι τ­ό ὑ­περ­βο­λι­κό με­γα­λεῖ­ο τ­ς δυ­νά­με­ως πο­ύ ὑ­περ­νι­κᾶ τ­ά ἐμ­πό­δια κ­αί τ­ο­ύς κιν­δύ­νους μ­ας, εἶ­ναι τ­ο­ Θε­οῦ κ­αί δ­έν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἐ­μᾶς τού­ς ἀ­σθε­νι­κούς κ­α­ί ἀ­δύ­να­μους. Κ­ι ἔ­τσι συμ­βαί­νει νά θλι­βό­μα­στε σέ κά­θε τό­πο κ­αί πε­ρί­στα­ση, ἀλ­λ’ ὅ­μως ο­ ἐ­ξω­τε­ρι­κές αὐ­τές δυ­σκο­λί­ες δ­έν μ­ς δη­μι­ουρ­γοῦ­ν ἐ­σω­τε­ρι­κό ἀ­δι­έ­ξο­δο κ­αί στε­νο­χώ­ρια ἀ­γω­νι­ώ­δη. Φθά­νου­με σ­έ ἀ­πο­ρί­α, χω­ρί­ς ὅ­μως κ­αί ν­ά ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε  νά στε­ρη­θοῦ­με τε­λεί­ως κά­θε μέ­σο κ­αί δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας.   Μ­ς κα­τα­δι­ώ­κουν οἱ­ ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά δ­έν μᾶ­ς ἐγ­κα­τα­λεί­πει πο­τέ  Θε­ός. Φαί­νε­ται ὅ­τι μ­ς κα­τα­νι­κοῦν κ­αί μ­ς ρί­χνουν κά­τω σ­τή γ­ σ­άν τ­ο­ύς πα­λαι­στές, ἀλ­λά δ­έν χα­νό­μα­στε. Δια­ρκῶς κ­αί κά­θε μέ­ρα πε­ρι­φέ­ρου­με σ­τ­ίς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μ­ας τό σῶ­μα μ­ας κυ­κλω­μέ­νο ἀ­πό τό­ν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο νά πε­θά­νου­με, ὅ­πως πέ­θα­νε  Κύ­ρι­ο­ς Ἰ­η­σοῦς, ἀλ­λά αὐ­τό γί­νε­ται γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ σ­τ­όν κό­σμο μέ τή δι­ά­σω­ση τ­ο­ σώ­μα­τός μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κα­θη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νου­ς ὅ­τι  Ἰ­η­σοῦ­ς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ζ­ε. Δι­ό­τι πάν­το­τε ἐ­μεῖς, π­ού πα­ρά τ­ο­ύς τό­σους κιν­δύ­νους ζοῦ­με, πα­ρα­δι­δό­μα­στε σέ θά­να­το γ­ιά τή δό­ξα τ­ο­ Χρι­στοῦ, γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ μέ τή θνη­τή σάρ­κα μας κ­α­ί  δύ­να­μη τ­ς ζω­ῆς τ­ο­ Ἰ­η­σοῦ, π­ού πα­ρεμ­βαί­νει κ­αί προ­λα­βαί­νει τό θά­να­τό μ­ας. Κ­ι ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἐ­μεῖ­ς ὑ­πο­φέ­ρου­με τ­ο­ύς κιν­δύ­νους τ­ο­ θα­νά­του, ἐ­σεῖ­ς ἀν­τι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε τ­ήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή­ν ἐ­πι­κίν­δυ­νη δρά­ση μ­ας. Πα­ρό­λου­ς ὅ­μως αὐ­τούς τ­ο­ύς κιν­δύ­νους, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με τ­ό ἴ­διο Ἅ­γιον Πνεῦ­μα π­ού μ­ς στη­ρί­ζει σ­τ­ήν πί­στη, ὅ­πως πα­λι­ό­τε­ρα εἶ­χε κ­α­ί  Δα­βίδ σύμ­φω­να μ᾿ αὐ­τό π­ού εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σ­τ­ο­ύς ψαλ­μούς· «πί­στε­ψα, γ­ι᾿ αὐ­τό κ­αί μί­λη­σα»­, ἔ­τσι κ­ι ἐ­μεῖς πι­στεύ­ου­με, κ­αί γ­ι᾿ αὐ­τό κ­αί θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γοῦ­με κ­αί κη­ρύτ­του­με τ­όν λό­γο τ­ς πί­στε­ώς μ­ας. Κ­αί γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι  Θε­ός, π­ο­ύ­ ἀ­νέ­στη­σε τ­όν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, θ­ά ἀ­να­στή­σει κ­ι ἐ­μᾶς δι­α­μέ­σου το Ἰ­η­σοῦ κ­αί θά μ­ς πα­ρου­σιά­σει ἔν­δο­ξους σ­τό βῆ­μα του μα­ζί μέ σ­ς. Ν­αί, μα­ζί μέ σ­ς. Δι­ό­τι ὅ­λα γ­ιά σ­ς γί­νον­ται· ἔ­τσι ὥ­στε  εὐ­ερ­γε­σί­α π­ού μ­ς κά­νει  Θε­ός σώ­ζον­τάς μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κιν­δύ­νους γ­ιά χά­ρη σ­ας, νά πλε­ο­νά­σει κ­αί νά γί­νει εὐ­ερ­γε­σί­α κ­αί χά­ρη ὄ­χι μό­νο σέ μᾶ­ς ἀλ­λά κ­αί σ᾿ ὅ­λου­ς ἐ­σᾶς. Κι ἔ­τσι αὐ­τοί πού εὐ­ερ­γε­τοῦν­ται θά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ὥ­στε κα­ί  εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τ­όν Θε­ό νά πλε­ο­νά­σει κ­αί νά πε­ρισ­σεύ­σει, γ­ιά νά δο­ξά­ζε­ται τ­ό ὄ­νο­μά τ­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος. κα­θὼς θέ­λε­τε ἵ­να ποι­ῶ­σιν ὑ­μῖν ο ἄν­θρω­ποι, κα ὑ­μεῖς ποι­εῖ­τε αὐ­τοῖς ὁ­μο­ί­ως. κα ε ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἀ­γα­πῶν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τος ἀ­γα­πῶν­τας αὐ­τοὺς ἀ­γα­πῶ­σι. κα ἐ­ὰν ἀ­γα­θο­ποι­ῆ­τε τος ἀ­γα­θο­ποι­οῦν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τ αὐ­τὸ ποι­οῦ­σι. κα ἐ­ὰν δα­νε­ί­ζη­τε πα­ρ' ν ἐλ­πί­ζε­τε ἀ­πο­λα­βεῖν, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἁ­μαρ­τω­λοῖς δα­νε­ί­ζου­σιν ἵ­να ἀ­πο­λά­βω­σι τ ἴ­σα. πλν ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν κα ἀ­γα­θο­ποι­εῖ­τε κα δα­νε­ί­ζε­τε μη­δὲν ἀ­πελ­πί­ζον­τες, κα ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς, κα ἔ­σε­σθε υἱ­οὶ ὑ­ψί­στου, ὅ­τι αὐ­τὸς χρη­στός ἐ­στιν ἐ­πὶ τος ἀ­χα­ρί­στους κα πο­νη­ρο­ύς. Γνεσθε ον οἰ­κτίρ­μο­νες κα­θὼς κα πα­τὴρ ὑ­μῶν οἰ­κτίρ­μων ἐ­στί.
 (Λουκ. Ϛ΄ [6] 31 – 36)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τὸ κεί­με­νο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ μας ἀ­να­γνώ­σμα­τος εἶ­ναι ἕ­να τμῆ­μα μιᾶς ὁ­μι­λί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως μᾶς τὴν δι­α­σώ­ζει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς, ἡ ὁ­ποί­α ἀν­τι­στοι­χεῖ κα­τὰ τὰ νο­ή­μα­τά της στὴν γνω­στή μας ἐ­πὶ τοῦ Ὅ­ρους ὁ­μι­λί­α τοῦ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
1. Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΕΝΤΟΛΗ
Ὅ­πως θέ­λε­τε νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σὲ σᾶς οἱ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι νὰ φέ­ρε­σθε καὶ σεῖς σ᾿ αὐ­τούς, λέ­γει στὴν ἀρ­χὴ τῆς πε­ρι­κο­πῆς μας ὁ Κύ­ριος, καὶ συ­νε­χί­ζει: Αὐ­τὴν τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τὴν χρω­στᾶ­τε σὲ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους, δι­ό­τι, ἂν ἀ­γα­πᾶ­τε μό­νον αὐ­τοὺς ποὺ σᾶς ἀ­γα­ποῦν, τί ἄ­ξιο νὰ σᾶς ἀν­τα­μεί­ψει ὁ Θε­ὸς ἔ­χε­τε κά­νει; Μή­πως καὶ οἱ δι­ε­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι δὲν ἀ­γα­ποῦν τοὺς φί­λους τους; Καὶ ἂν εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε αὐ­τοὺς ποὺ σᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν, τί ἄ­ξιο ἀ­μοι­βῆς κά­νε­τε; Ἀ­φοῦ καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἄν­θρω­ποι τὸ ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς κά­νουν. Καὶ ἂν δα­νεί­ζε­τε σ᾿ αὐ­τοὺς ἀ­πὸ τοὺς ὁ­ποί­ους πε­ρι­μέ­νε­τε ὅ­τι ἀ­σφα­λῶς θὰ πά­ρε­τε πί­σω τὰ χρή­μα­τά σας, ποι­ὰ χά­ρη σᾶς ὀ­φεί­λει ὁ Θε­ός; Καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ τὸ ἴ­διο δὲν κά­νουν; Δα­νεί­ζουν στοὺς ὁ­μοί­ους τους, γιὰ νὰ ξα­να­πά­ρουν πί­σω τὰ χρή­μα­τά τους, κι ἂν κά­πο­τε χρεια­σθεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ δα­νει­στοῦν καὶ αὐ­τοί.
Λοι­πόν, ἐ­σεῖς οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ ἀ­κό­λου­θοί μου, κα­τα­λή­γει ὁ Κύ­ριος, δὲν πρέ­πει νὰ ἀρ­κε­σθεῖ­τε σ᾿ αὐ­τά. Ἀλ­λὰ νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε καὶ νὰ τοὺς δα­νεί­ζε­τε χω­ρὶς νὰ πε­ρι­μέ­νε­τε ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­πὸ αὐ­τούς.
ΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ πράγ­μα­τι λό­για τοῦ­τα τοῦ Χρι­στοῦ μας εἶ­ναι ὁ πυ­ρή­νας τῆς πί­στε­ώς μας, ὁ ἄ­ξο­νας πε­ρι­στρο­φῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης συμ­πυ­κνώ­νε­ται ἀ­κρι­βῶς σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου γιὰ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς. Μιὰ ἐν­το­λὴ τό­σο με­γά­λων δι­α­στά­σε­ων, ὥ­στε νὰ ξε­περ­νά­ει σὲ ἀ­σύλ­λη­πτο βαθ­μὸ ὅ­λα τὰ ἀν­θρώ­πι­να. Δι­ό­τι εἶ­ναι ἡ ἐν­το­λὴ ποὺ μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν τρό­πο ζω­ῆς τοῦ Θε­οῦ, ἀ­φοῦ ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Τὸ δὲ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τῆς ἀ­γά­πης Του ὑ­πῆρ­ξε τὸ ὅ­τι γιὰ μᾶς τοὺς ἐ­χθρούς Του ἔ­γι­νε καὶ ἄν­θρω­πος καὶ ἀ­νέ­λα­βε στοὺς ἁ­γί­ους ὤ­μους Του τὸ βά­ρος τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.
Λοι­πόν, ἂς μὴ νο­μί­σει κα­νεὶς ἀ­πό μας ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὸς Χρι­στια­νός, ἂν δὲν ἔ­χει κα­τα­λά­βει τὴ δύ­να­μη τῆς ἐν­το­λῆς τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς. Ἂν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται μέ­σα στὴν καρ­διά του νὰ ὑ­πάρ­χει ἀν­τι­πά­θεια ἢ μί­σος ἢ μνη­σι­κα­κί­α γιὰ κά­ποι­ον ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν ἀ­δί­κη­σε ἢ μὲ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο τὸν ἔ­βλα­ψε ἢ τὸν πε­ρι­φρό­νη­σε, ἂς γνω­ρί­ζει ὅ­τι εὑ­ρί­σκε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὅ­τι δὲν γνω­ρί­ζει τὸν Θε­ό, πα­ρὰ ἐ­λά­χι­στα ἴ­σως.
Δὲν ὑ­πάρ­χει ὑ­πε­ρο­χό­τε­ρο ἄ­θλη­μα, δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λει­ω­δέ­στε­ρο ἀ­γώ­νι­σμα ἀ­πὸ τὸ ἄ­θλη­μα τῆς πρὸς τοὺς ἐ­χθροὺς ἀ­γά­πης. Εἶ­ναι ἡ ὑ­ψί­στη ἐ­πι­στή­μη ὅ­λων τῶν ἐ­πι­στη­μῶν! Καὶ μα­κά­ριος ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ τὴν σπου­δά­ζει καὶ ποὺ ἀ­γω­νί­ζε­ται νὰ τὴν ἐ­φαρ­μό­σει. Μα­κά­ριος καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νος.
2. Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ
Νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε, λέ­γει ὁ Κύ­ριος, τοὺς ἐ­χθρούς σας καὶ νὰ τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε καὶ νὰ τοὺς δα­νεί­ζε­τε, καὶ τό­τε «ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς», θὰ ἔ­χε­τε μι­σθὸ με­γά­λο ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ θὰ ἀ­να­δει­χθεῖ­τε υἱ­οὶ τοῦ ὑ­ψί­στου Θε­οῦ, ὅ­μοι­οι πρὸς Αὐ­τόν, ἀ­φοῦ καὶ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κὸς στοὺς ἀ­χά­ρι­στους καὶ πο­νη­ροὺς ἀν­θρώ­πους. Νὰ γί­νε­σθε λοι­πὸν εὔ­σπλαγ­χνοι, «οἰ­κτίρ­μο­νες», ὅ­πως εἶ­ναι οἰ­κτίρ­μων καὶ εὔ­σπλαγ­χνος ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας.
ΘΑ ΕΧΕΤΕ πο­λὺ με­γά­λο μι­σθὸ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, βε­βαί­ω­σε ὁ Κύ­ριος. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πὼς ἀ­μέ­τρη­τοι ἀ­γῶ­νες γί­νον­ται στὶς μέ­ρες μας ἀ­πὸ ἀ­να­ρίθ­μη­τες ὁμάδες ἀν­θρώ­πων, μὲ πρῶ­το καὶ ἐ­πί­μο­νο αἴ­τη­μα τὴν αὔ­ξη­ση τῶν μι­σθῶν καὶ τῶν συν­τά­ξε­ων. Ἀ­περ­γί­ες, πο­ρεῖ­ες δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, δι­α­βή­μα­τα, ἀ­πει­λές, συγ­κρού­σεις μὲ τὴν ἀ­στυ­νο­μί­α ἀ­πο­τε­λοῦν κα­θη­με­ρι­νὸ σχε­δὸν φαι­νό­με­νο. Οἱ ἄν­θρω­ποι ζη­τᾶ­νε αὔ­ξη­ση τοῦ μι­σθοῦ!
Τί αὔ­ξη­ση! Ὤ, πό­σο εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος τυ­φλός! Ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὰ μη­δα­μι­νὰ καὶ ἀ­σή­μαν­τα. Δὲν ζη­τά­ει αὔ­ξη­ση μι­σθοῦ ἀ­πὸ τὸν Θε­ό ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἀ­γω­νί­ζε­ται γιὰ λί­γα ἄ­χυ­ρα, γιὰ δύ­ο χοῦ­φτες χῶ­μα. Ἀ­γω­νί­ζε­ται μὲ πά­θος, μὲ κίν­δυ­νο καὶ τῆς ζω­ῆς του ἀ­κό­μη. Τα­λαί­πω­ρο πλά­σμα τοῦ Θε­οῦ! Δὲν ξέ­ρει τί ζη­τά­ει, δὲν ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τί τοῦ λεί­πει, τί πράγ­μα­τι ἔ­χει ἀ­νάγ­κη.  Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὑ­πο­φέ­ρει· βα­σα­νί­ζε­ται· τα­λαι­πω­ρεῖ­ται· δυ­στυ­χεῖ! Ἔ­χει χά­σει τὸν προ­σα­να­το­λι­σμό του, ἔ­χει λη­σμο­νή­σει τὸν σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς του, δὲν ἔ­χει σκο­πὸ στὴ ζω­ή του.
Ἀ­δελ­φέ μου, ἔ­λα νὰ τὸ δοῦ­με λί­γο πιὸ βα­θιὰ τὸ ζή­τη­μα. Πι­στεύ­εις στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ἀ­σφα­λῶς ναί. Πι­στεύ­εις πὼς ὁ Κύ­ριος ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει γιὰ μᾶς Βα­σι­λεί­α ἀ­πεί­ρου δό­ξης καὶ χα­ρᾶς; Βε­βαί­ως τὸ πι­στεύ­εις. Δέ­χε­σαι ἀ­κό­μη πὼς αὐ­τὸς ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς μας καὶ τὸ τε­λι­κὸ νό­η­μά της; Καὶ αὐ­τὸ ἀ­ναμ­φι­βό­λως μὲ ὅ­λη τὴν καρ­διά σου θὰ τὸ βε­βαί­ω­σεις.
Τό­τε, ἀ­δελ­φέ, τὸ πράγ­μα εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ φα­νε­ρό. Ση­μαί­νει πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­γω­νι­σθοῦ­με μέ­χρι θα­νά­του γιὰ τὴν αὔ­ξη­ση τοῦ μι­σθοῦ μας! Ναί! Ὄ­χι ὅ­μως τοῦ ἐ­πί­γει­ου μι­σθοῦ μας, ἀλ­λὰ αὐ­τοῦ του μι­σθοῦ ποὺ ὑ­πό­σχε­ται ὁ Κύ­ριος στοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς πι­στούς Του: «ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς». Δι­ό­τι ἐ­δῶ δὲν πρό­κει­ται γιὰ αὔ­ξη­ση με­ρι­κῶν εὐ­ρώ. Ἐ­δῶ δί­νον­ται πο­σὰ ἀ­στρο­νο­μι­κά, ἀ­μύ­θη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται μέ­το­χος ἀ­πεί­ρου πλού­του. Καὶ μό­νο μέ­το­χος; Θε­ὸς γί­νε­ται. Υἱ­ὸς τοῦ Ὑ­ψί­στου. Κλη­ρο­νό­μος ἑ­πο­μέ­νως τῆς βα­σι­λι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας τοῦ Πα­τέ­ρα του, ποὺ εἶ­ναι ὁ Βα­σι­λεὺς τῶν βα­σι­λευ­όν­των, ὁ Κύ­ριος καὶ Δη­μι­ουρ­γός τοῦ Σύμ­παν­τος.
Ἂν μπο­ρού­σα­με ἔ­στω καὶ γιὰ μί­α στιγ­μὴ νὰ δοῦ­με τὸ τί ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει ὁ Θε­ὸς γιὰ τοὺς πι­στούς Του στὴ Βα­σι­λεί­α Του, ὅ­λη ἡ δό­ξα καὶ ὁ πλοῦ­τος τοῦ κό­σμου δὲν θὰ μᾶς φαί­νον­ταν πα­ρὰ σὰν ἕ­να φευ­γα­λέ­ο ὄ­νει­ρο, κά­τι σὰν σκό­νη καὶ στά­χτη, καὶ τὸ μό­νο ποὺ θὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε θὰ ἦ­ταν ὁ ἀ­γώ­νας μας.
Προ­σέ­ξα­με ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί, ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ἀ­γώ­νας μας; Εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἤ­δη ἀ­να­φέ­ρα­με, ὁ ἀ­γώ­νας τῆς ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς. Ὁ ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ αὐ­τῆς τῆς με­γα­λει­ώ­δους τέ­χνης καὶ ἐ­πι­στή­μης, ποὺ ἀ­νε­βά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὸν Οὐ­ρα­νό.
Τί λέ­τε, δὲν ἀ­ξί­ζει ὅ­λοι μας καὶ μὲ ὅ­λη τὴν ψυ­χή μας νὰ τὸν ἀ­γω­νι­στοῦ­με;
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου