Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ
(15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  
Ἀ­δελ­φοί εἰ­δό­τες ὅ­τι ο δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μ δι­ὰ πί­στε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, κα ἡ­μεῖς ες Χρι­στὸν Ἰ­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν κ πί­στε­ως Χρι­στοῦ κα οκ ξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι ο δι­και­ω­θή­σε­ται ξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σρξ. Ε δ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν κα αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἆ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; μ γέ­νοι­το. ε γρ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. ἐ­γὼ γρ δι­ὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζ δ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζ δ ν ἐ­μοὶ Χρι­στός· δ νν ζ ν σαρκ, ν πί­στει ζ τ το υἱ­οῦ το Θε­οῦ το ἀ­γα­πή­σαν­τός με κα πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.
                                                  (Γαλ. β΄[2] 16 – 20)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ἐπειδή μά­θα­με ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή μας πεί­ρα ὅ­τι δὲν γί­νε­ται δί­και­ος ὁ ἄν­θρω­πος καὶ δὲν σώ­ζε­ται μὲ τὴν τή­ρη­ση τῶν τυ­πι­κῶν δι­α­τά­ξε­ων τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου, ἀλλά μό­νο μὲ τὴν πί­στη στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, γι' αὐ­τὸ λοι­πὸν κι ἐμεῖς πι­στέ­ψα­με στὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, γιὰ νὰ γί­νου­με δί­και­οι καὶ νὰ σω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴν πί­στη στὸ Χρι­στὸ καὶ ὄ­χι ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ νό­μου. Δι­ό­τι, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται καὶ στοὺς ψαλ­μούς, μὲ τὰ ἔρ­γα τοῦ νό­μου δὲν θὰ δι­και­ω­θεῖ καὶ δὲν θὰ σω­θεῖ κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος. Ἀλλά ἐ­ὰν ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ἡ τή­ρη­ση τοῦ νό­μου εἶ­ναι ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη, καὶ συ­νε­πῶς ἐμεῖς πού ἀ­φή­σα­με τὸ νό­μο ἁ­μαρ­τή­σα­με καὶ βρε­θή­κα­με νὰ εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοὶ μό­νο καὶ μό­νο ἐ­πει­δὴ ζη­τοῦ­με νὰ δι­και­ω­θοῦ­με καὶ νὰ σω­θοῦ­με μὲ τὴν πί­στη καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μας μὲ τὸν Χρι­στό, τό­τε γεν­νι­έ­ται τὸ ἄ­το­πο ἐ­ρώ­τη­μα: Ἄ­ρα ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της ἁ­μαρ­τί­ας, ἀφοῦ αὐ­τὸς μᾶς ὤ­θη­σε νὰ ἀ­φή­σου­με τὸ νό­μο; Μὴ συμ­βεῖ νὰ ποῦ­με μιὰ τέ­τοι­α βλα­σφη­μί­α. Καὶ κα­τα­λή­γου­με ὁ­πωσ­δή­πο­τε στὴ βλα­σφη­μί­α αὐ­τή, ἐ­ὰν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λη­θι­νὴ τὴν ὑ­πό­θε­ση πού κά­να­με. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ἐκεῖνα πού κα­τάρ­γη­σα καὶ ἀ­θέ­τη­σα ὡς ἀ­νώ­φε­λα, δη­λα­δὴ τὶς τυ­πι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου, αὐ­τὰ πά­λι τὰ τη­ρῶ ὡς ἀ­ναγ­καῖ­α καὶ ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α, μὲ τὴν ἐ­πά­νο­δό μου αὐ­τὴ στὴν τή­ρη­ση τοῦ νό­μου ἀ­πο­δει­κνύ­ω τὸν ἑ­αυ­τό μου πα­ρα­βά­τη· δι­ό­τι βε­βαι­ώ­νω ἔμ­πρα­κτα ὅ­τι ἔ­κα­να λά­θος πρω­τύ­τε­ρα πού ἀ­θέ­τη­σα τὸ νό­μο, καὶ ἁ­μάρ­τη­σα ὅ­ταν προ­τί­μη­σα τὴ σω­τη­ρί­α πού δίνει ὁ Χρι­στός. Ἀλλά ὄ­χι. Δὲν ἁ­μάρ­τη­σα, οὔ­τε εἶ­μαι πα­ρα­βά­της. Δι­ό­τι ἐγώ μὲ κρι­τή­ριο τὸ νό­μο πού κα­τάρ­γη­σα καὶ ὁ ὁποῖος τι­μω­ρεῖ μὲ θά­να­το κά­θε πα­ρα­βά­τη του, πέ­θα­να ὡς πρὸς τὸ νό­μο, γιὰ νὰ ζή­σω γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Μὲ τὸ βά­πτι­σμα ἔ­χω σταυ­ρω­θεῖ κι ἔ­χω πε­θά­νει μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό. Κι ἀφοῦ εἶ­μαι νε­κρός, δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἰ­σχὺ γιὰ μέ­να ὁ νό­μος. Ἔ­γι­να κοι­νω­νὸς τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του τοῦ Χρι­στοῦ καὶ εἶ­μαι νε­κρός. Λοι­πὸν δὲν ζῶ πλέ­ον ἐγώ, ὁ πα­λαι­ὸς δη­λα­δὴ ἄν­θρω­πος, ἀλλά ζεῖ μέ­σα μου ὁ Χρι­στός. Καὶ τὴ φυ­σι­κὴ ζω­ὴ πού ζῶ μέ­σα στὸ σῶ­μα μου τώ­ρα πού ἐ­πέ­στρε­ψα στὸ Χρι­στό, τὴ ζῶ μὲ τὴν ἔμ­πνευ­ση καὶ τὴν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς πί­στε­ως στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ ἀ­γά­πη­σε καὶ πα­ρέ­δω­σε τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος, Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν κα ἀ­ρά­τω τν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, κα ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι. ς γρ ν θέ­λῃ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ς δ' ν ἀ­πο­λέ­σῃ τν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ κα το εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν. τ γρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τν κό­σμον ὅ­λον, κα ζη­μι­ω­θῇ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ; τ δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ; ς γρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ με κα τος ἐ­μοὺς λό­γους ν τ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τ μοι­χα­λί­δι κα ἁ­μαρ­τω­λῷ, κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τ δό­ξῃ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τν ἀγ­γέ­λων τν ἁ­γί­ων. Κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τν ὧ­δε ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες ο μ γε­ύ­σων­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει. 
                                    (Μάρκ. η΄[8] 34 – θ΄[9] 1)

ΘΕΛΕΙ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ
«Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν»
Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Ὕ­ψω­σιν τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ σή­με­ρα καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ὁ Κύ­ριος μᾶς κα­λεῖ νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴν ὁ­δὸ τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως. «Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἀ­κο­λου­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τόν», μᾶς λέ­γει. Δη­λα­δὴ ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σει ὀ­φεί­λει νὰ δι­α­κό­ψει κά­θε φι­λί­α καὶ σχέ­ση μὲ τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ ἑ­αυ­τό του!
Ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ θε­με­λι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ νὰ γί­νει κά­ποι­ος δε­κτὸς ὡς μα­θη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι ὁ λό­γος πε­ρὶ αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως ἠ­χεῖ του­λά­χι­στον ὡς πα­ρά­ξε­νος – ἂν ὄ­χι καὶ ἀ­κα­τα­νό­η­τος – στὰ αὐ­τιὰ τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει μά­θει νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κει τὸ βό­λε­μά του, νὰ δι­εκ­δι­κεῖ τὰ ἀ­το­μι­κά του δι­και­ώ­μα­τα καὶ νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ γιὰ τὸ προ­σω­πι­κό του συμ­φέ­ρον.
Ἀ­ξί­ζει λοι­πὸν νὰ δοῦ­με ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­ση ποὺ μᾶς ζη­τᾶ ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς καὶ για­τί ἀ­ξί­ζει νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ζω­ῆς.
1. ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ
Τὸ «ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν» ση­μαί­νει νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ τὰ ἁ­μαρ­τω­λά μας θε­λή­μα­τα, τὰ ἰ­δι­ο­τε­λὴ καὶ ἐ­γω­ι­στι­κά μας ἐ­λα­τή­ρια, τὶς ἄ­νο­μες ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς καρ­διᾶς μας. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος μὲ τὸν θε­ο­φώ­τι­στο λό­γο του γρά­φει πο­λὺ συ­νο­πτι­κὰ ὅ­τι αὐ­τα­πάρ­νη­ση εἶ­ναι «ἡ παν­τε­λὴς τῶν πα­ρελ­θόν­των λή­θη καὶ ἡ τῶν θε­λη­μά­των αὐ­τοῦ ἀ­να­χώ­ρη­σις», δη­λα­δὴ τὸ νὰ ξε­χά­σου­με τὸ πα­ρελ­θόν μας καὶ νὰ ἀ­πο­ξε­νω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὰ προ­σω­πι­κά μας θε­λή­μα­τα (ΕΠΕ 8, 214). Κα­λού­μα­στε δη­λα­δὴ νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με κά­πο­τε καὶ αὐ­τὰ τὰ νό­μι­μα δι­και­ώ­μα­τά μας προ­κει­μέ­νου νὰ παύ­σου­με νὰ ζοῦ­με ἐ­γω­κεν­τρι­κά. Μὲ ἕ­να λό­γο, αὐ­τα­πάρ­νη­ση ση­μαί­νει νὰ βγά­λου­με ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο τὸν ἑ­αυ­τό μας. Νὰ τὸν δι­α­γρά­ψου­με μό­νοι μας καὶ αὐ­το­προ­αι­ρέ­τως.
Ἂς σκε­φθοῦ­με τὸ πα­ρά­δειγ­μα μιᾶς μη­τέ­ρας. Μὲ πό­ση αὐ­τα­πάρ­νη­ση ὑ­πο­βάλ­λε­ται κα­θη­με­ρι­νὰ σὲ κό­πους καὶ ξε­νύ­χτια, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­να­θρέ­ψει τὰ παι­διά της! Ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ ἀ­φο­σί­ω­σή της στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τὴν ὁ­δη­γεῖ στὸ νὰ ξε­χνᾶ ἐν­τε­λῶς τὸν ἑ­αυ­τό της καὶ νὰ μὴ λο­γα­ριά­ζει τὴν ὅ­ποι­α θυ­σί­α.
Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως ἂς ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με τὸ τέ­λει­ο πρό­τυ­πο αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως, τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος «ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σε» (Φι­λιπ. β΄ 7). Ἀ­πὸ τὴ μέ­ρα ποὺ γεν­νή­θη­κε στὴ γῆ μέ­χρι τὸν θά­να­τό του πά­νω στὸν Σταυ­ρό, ὅ­λη ἡ ζω­ή του ὑ­πῆρ­ξε συ­νε­χὴς πρά­ξη αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως καὶ αὐ­το­κε­νώ­σε­ως. Ἔ­τσι δί­δα­ξε τὴν αὐ­τα­πάρ­νη­ση μὲ τὸ δι­κό του μο­να­δι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα.
Για­τί ὅ­μως νὰ ἐ­πι­λέ­ξου­με αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ζω­ῆς; Δὲν εἶ­ναι σκλη­ρὸ νὰ ἀρ­νεῖ­σαι τὸν ἑ­αυ­τό σου; Σὲ τί ὠ­φε­λεῖ;
2. ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Ὁ κυ­ρι­ό­τε­ρος λό­γος γιὰ νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας εἶ­ναι γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με τὸν Χρι­στὸ καὶ ἔ­τσι ν᾿ ἀ­πο­κτή­σει νό­η­μα ἡ ζω­ή μας, νὰ βροῦ­με χα­ρὰ ἀ­λη­θι­νὴ καὶ αἰ­ώ­νια. Νὰ βροῦ­με τὸν ἀ­λη­θι­νὸ ἑ­αυ­τό μας.
Ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ συμ­φέ­ρον τῆς ψυ­χῆς μας. Δι­ό­τι αὐ­τὸς ποὺ ἀρ­νεῖ­ται τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ χά­ρη τοῦ Χρι­στοῦ, τε­λι­κὰ τὸν ξα­να­βρί­σκει! Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ μό­νος τρό­πος γιὰ νὰ ξα­να­βρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τὸ πρω­τό­κτι­στο κάλ­λος καὶ τὴ χα­μέ­νη του δό­ξα: νὰ δι­α­κό­ψει κά­θε σχέ­ση μὲ τὸν ἐ­γω­ι­στὴ ἑ­αυ­τό του. Μᾶς τὸ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος στὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο: «Ὃς δ᾿ ἂν ἀ­πο­λέ­σῃ τὴν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ καὶ τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν». Ὅ­ποι­ος χά­σει καὶ θυ­σιά­σει τὴ ζω­ή του γιὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή του σ᾿ Ἐ­μέ­να καὶ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό μου, αὐ­τὸς θὰ σώ­σει τὴν ψυ­χή του. Θὰ κερ­δί­σει τὴν αἰ­ώ­νια εὐ­τυ­χί­α καὶ μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο κέρ­δος ποὺ μπο­ρεῖ νὰ πε­τύ­χει ὁ ἄν­θρω­πος σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή.
Καὶ τό­τε, ὅ­ταν ζοῦ­με μὲ αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ ἀ­κο­λου­θοῦ­με τὸν Χρι­στό, ἔρ­χε­ται ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα καὶ ἡ δυ­να­τό­τη­τα νὰ προ­σφέ­ρου­με κά­τι ση­μαν­τι­κὸ καὶ ὠ­φέ­λι­μο στὴν κοι­νω­νί­α. Δὲν ἐρ­γα­ζό­μα­στε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ γιὰ τὸ ἄ­το­μό μας ἀλ­λὰ γιὰ τὸ κοι­νὸ συμ­φέ­ρον, γιὰ τὸ κα­λὸ ὅ­λων. Εἶ­ναι πολ­λὰ καὶ συγ­κι­νη­τι­κὰ τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀ­φι­έ­ρω­σαν τὴ ζω­ή τους ὑ­πη­ρε­τών­τας τὸν συ­νάν­θρω­πο καὶ μά­λι­στα, σὲ με­ρι­κὲς πε­ρι­πτώ­σεις, μὲ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς τους! Ἄν­θρω­ποι γε­μά­τοι ἀ­γά­πη ποὺ ἔ­ζη­σαν δί­πλα σὲ ἀ­να­πή­ρους καὶ σὲ λε­προὺς ἢ κον­τὰ σὲ ὀρ­φα­νὰ καὶ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­να παι­διά. Καὶ ἄλ­λοι ποὺ ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὴν πα­τρί­δα τους ἢ τὴν ὅ­ποι­α τυ­χὸν στα­δι­ο­δρο­μί­α προ­κει­μέ­νου νὰ ἐρ­γα­στοῦν γιὰ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου στὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς. Ποι­ὰ ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κὴ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξη­γή­σει αὐ­τὸ τὸ ξε­χεί­λι­σμα ἀ­γά­πης, ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ τέ­τοι­α αὐ­τα­πάρ­νη­ση; Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ ἐ­κτι­μή­σει τὴν προ­σφο­ρὰ αὐ­τῶν τῶν με­γά­λων εὐ­ερ­γε­τῶν τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος;!
Ὅ­σο κι ἂν μᾶς κο­στί­ζει τὸ νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας... Ὅ­σο σκλη­ρὸ καὶ δύ­σκο­λο κι ἂν εἶ­ναι τὸ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε γιὰ νὰ ἀ­πο­κο­ποῦ­με ἀ­πὸ τὰ ἁ­μαρ­τω­λὰ πά­θη καὶ τὶς βλα­βε­ρὲς συ­νή­θει­ες... τε­λι­κὰ συμ­φέ­ρει! Δι­ό­τι ὅ­σο ξε­περ­νοῦ­με τὴ φι­λαυ­τί­α μας, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ζοῦ­με τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὴν κοι­νω­νί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν, χαι­ρό­μα­στε τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πὸ τὰ δε­σμὰ τῶν πα­θῶν καί – τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο – βα­δί­ζου­με στα­θε­ρὰ τὸ δρό­μο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴ σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς μας!
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου