Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021


ΑΠΟΤΟΜΗ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Προδρόμου)

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ὡς ἐ­πλή­ρου ὁ ᾿Ι­ω­άν­νης τὸν δρό­μον, ἔ­λε­γε· Τίνα με ὑ­πο­νο­εῖ­τε εἶ­ναι; Οὐκ εἰ­μί ἐ­γώ, ἀλλ᾿ ἰ­δοὺ ἔρ­χε­ται μετ᾿ ἐ­μὲ οὗ οὐκ εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος τὸ ὑ­πό­δη­μα τῶν πο­δῶν λῦ­σαι. ῎Αν­δρες ἀ­δελ­φοί, υἱ­οὶ γέ­νους ᾿Α­βρα­ὰμ καὶ οἱ ἐν ὑ­μῖν φο­βο­ύ­με­νοι τὸν Θε­όν, ὑ­μῖν ὁ λό­γος τῆς σω­τη­ρί­ας τα­ύ­της ἀ­πε­στά­λη. Οἱ γὰρ κα­τοι­κοῦν­τες ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ οἱ ἄρ­χον­τες αὐ­τῶν τοῦ­τον ἀ­γνο­ή­σαν­τες, καὶ τὰς φω­νὰς τῶν προ­φη­τῶν τὰς κα­τὰ πᾶν σάβ­βα­τον ἀ­να­γι­νω­σκο­μέ­νας κρί­ναν­τες ἐ­πλή­ρω­σαν, καὶ μη­δε­μί­αν αἰ­τί­αν θα­νά­του εὑ­ρόν­τες ᾐ­τή­σαν­το Πι­λᾶ­τον ἀ­ναι­ρε­θῆ­ναι αὐ­τόν. Ὡς δὲ ἐ­τέ­λε­σαν πάν­τα τὰ πε­ρὶ αὐ­τοῦ γε­γραμ­μέ­να, κα­θε­λόν­τες ἀ­πὸ τοῦ ξύ­λου ἔ­θη­καν εἰς μνη­μεῖ­ον. Ὁ δὲ Θε­ὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν ἐκ νε­κρῶν· ὃς ὤ­φθη ἐ­πὶ ἡ­μέ­ρας πλε­ί­ους τοῖς συ­να­να­βᾶ­σιν αὐ­τῷ ἀ­πὸ τῆς Γα­λι­λα­ί­ας εἰς ῾Ι­ε­ρου­σα­λήμ, οἵ­τι­νές εἰ­σι μάρ­τυ­ρες αὐ­τοῦ πρὸς τὸν λα­όν. Καὶ ἡ­μεῖς ὑ­μᾶς εὐ­αγ­γε­λι­ζό­με­θα τὴν πρὸς τοὺς πα­τέ­ρας ἐ­παγ­γε­λί­αν γε­νο­μέ­νην, ὅ­τι τα­ύ­την ὁ Θε­ὸς ἐκ­πε­πλή­ρω­κε τοῖς τέ­κνοις αὐ­τῶν, ἡ­μῖν, ἀ­να­στή­σας ᾿Ι­η­σοῦν.                                   

         (Πράξ. ιγ΄ 25 – 32)

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Κι ὅ­σο ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νά κη­ρύτ­τει γιά νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τήν ἀ­πο­στο­λή του, ἔ­λε­γε: Ποι­ός νο­μί­ζε­τε ὅ­τι εἶ­μαι; Δέν εἶ­μαι ἐ­γώ αὐ­τός πού πε­ρι­μέ­νε­τε γιά Μεσ­σί­α· ἀλ­λά ἰ­δού, ὕ­στε­ρα ἀ­πό μέ­να ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος ἄλ­λος. Μπρο­στά του ἐ­γώ δέν εἶ­μαι ἄ­ξιος οὔ­τε νά λύ­σω ὡς τα­πει­νός του ὑ­πη­ρέ­της τά ὑ­πο­δή­μα­τα ἀ­πό τά πό­δια του. Ἄν­δρες ἀ­δελ­φοί, παι­διά τοῦ γέ­νους Ἀ­βρα­άμ κι ὅ­σοι ἀ­πό σᾶς ἤ­σα­σταν κά­πο­τε ἐ­θνι­κοί καί τώ­ρα λα­τρεύ­ε­τε μέ εὐ­λά­βεια τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό· σέ σᾶς στάλ­θη­κε τό κή­ρυγ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας αὐ­τῆς, τήν ὁ­ποί­α προ­σφέ­ρει ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.  Σέ σᾶς πού κα­τοι­κεῖ­τε μα­κριά ἀ­πό τήν Πα­λαι­στί­νη στάλ­θη­κε τό κή­ρυγ­μα αὐ­τό· δι­ό­τι οἱ κά­τοι­κοι τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί οἱ ἄρ­χον­τές τους δέν μπό­ρε­σαν νά κα­τα­λά­βουν ποι­ός ἦ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς, κα­θώς καί τίς δι­α­κη­ρύ­ξεις τῶν προ­φη­τῶν πού ἀ­να­γι­νώ­σκον­ται κά­θε Σάβ­βα­το στίς συ­να­γω­γές. Κι ἀν­τί νά τόν ἀ­να­γνω­ρί­σουν ὡς Μεσ­σί­α, τόν κα­τα­δί­κα­σαν· κι ἔ­τσι ἀ­συ­ναί­σθη­τα καί χω­ρίς νά τό κα­τα­λα­βαί­νουν ἐκ­πλή­ρω­σαν καί πραγ­μα­το­ποί­η­σαν τίς προ­φη­τεῖ­ες αὐ­τές.  Κι ἐ­νῶ δέν βρῆ­καν σ᾿ αὐ­τόν κα­νέ­να ἔγ­κλη­μα ἤ ἐ­νο­χή πού νά δι­και­ο­λο­γεῖ τήν κα­τα­δί­κη του σέ θά­να­το, ζή­τη­σαν ἀ­πό τόν Πι­λά­το νά θα­να­τω­θεῖ. Κι ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χαν γρά­ψει καί προ­φη­τεύ­σει γι᾿ αὐ­τόν οἱ προ­φῆ­τες, κα­τέ­βα­σαν ἀ­πό τό ξύ­λο τοῦ σταυ­ροῦ τό σῶ­μα του καί τό ἔ­βα­λαν σ᾿ ἕ­να μνῆ­μα.  Ὁ Θε­ός ὅ­μως τόν ἀ­νέ­στη­σε ἀ­πό τούς νε­κρούς. Αὐ­τός με­τά τήν Ἀ­νά­στα­σή του ἐμ­φα­νι­ζό­ταν συ­νε­χῶς γιά πολ­λές ἡ­μέ­ρες σ᾿ ἐ­κεί­νους πού ἀ­νέ­βη­καν μα­ζί του ἀ­πό τή Γα­λι­λαί­α στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Αὐ­τοί τόν εἶ­δαν μέ τά μά­τια τους καί εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του στόν λα­ό. Κι ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι δί­νουν τή μαρ­τυ­ρί­α τους στούς κα­τοί­κους τῆς Ἰ­ου­δαί­ας, ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ἀ­ναγ­γέλ­λου­με σέ σᾶς τό χαρ­μό­συ­νο μή­νυ­μα, ὅ­τι τήν ἐ­παγ­γε­λί­α καί ὑ­πό­σχε­ση πού ὁ Θε­ός εἶ­χε δώ­σει στούς προ­γό­νους μας, αὐ­τήν τήν ἔ­χει τε­λεί­ως πραγ­μα­το­ποι­ή­σει γιά μᾶς, τούς ἀ­πο­γό­νους ἐ­κεί­νων. Καί τήν πραγ­μα­το­ποί­η­σε ἀ­να­σταί­νον­τας τόν Ἰ­η­σοῦ ἀ­πό τούς νε­κρούς καί ἀ­νυ­ψώ­νον­τάς τον.

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Τοῦ Προδρόμου)

Καὶ ἤ­κου­σεν ὁ βα­σι­λεὺς ῾Η­ρῴ­δης· φα­νε­ρὸν γὰρ ἐ­γέ­νε­το τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ· καὶ ἔ­λε­γεν ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης ὁ βα­πτί­ζων ἐκ νε­κρῶν ἠ­γέρ­θη, καὶ δι­ὰ τοῦ­το ἐ­νερ­γοῦ­σιν αἱ δυ­νά­μεις ἐν αὐ­τῷ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι ᾿Η­λί­ας ἐ­στίν· ἄλ­λοι δὲ ἔ­λε­γον ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στὶν ὡς εἷς τῶν προ­φη­τῶν. ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ ῾Η­ρῴ­δης εἶ­πεν ὅ­τι ὃν ἐ­γὼ ἀ­πε­κε­φά­λι­σα ᾿Ι­ω­άν­νην, οὗ­τός ἐ­στιν· αὐ­τὸς ἠ­γέρ­θη ἐκ νε­κρῶν. αὐ­τὸς γὰρ ὁ ῾Η­ρῴ­δης ἀ­πο­στε­ί­λας ἐ­κρά­τη­σε τὸν ᾿Ι­ω­άν­νην καὶ ἔ­δη­σεν αὐ­τὸν ἐν φυ­λα­κῇ δι­ὰ ῾Η­ρῳ­δι­ά­δα τὴν γυ­ναῖ­κα Φι­λίπ­που τοῦ ἀ­δελ­φοῦ αὐ­τοῦ, ὅ­τι αὐ­τὴν ἐ­γά­μη­σεν. ἔ­λε­γεν γὰρ ὁ ᾿Ι­ω­άν­νης τῷ ῾Η­ρῴ­δῃ ὅ­τι οὐκ ἔ­ξε­στί σοι ἔ­χειν τὴν γυ­ναῖ­κα τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου. ἡ δὲ ῾Η­ρῳ­δι­ὰς ἐ­νεῖ­χεν αὐ­τῷ καὶ ἤ­θε­λεν αὐ­τὸν ἀ­πο­κτεῖ­ναι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το· ὁ γὰρ ῾Η­ρῴ­δης ἐ­φο­βεῖ­το τὸν ᾿Ι­ω­άν­νην, εἰ­δὼς αὐ­τὸν ἄν­δρα δί­και­ον καὶ ἅ­γι­ον, καὶ συ­νε­τή­ρει αὐ­τόν, καὶ ἀ­κο­ύ­σας αὐ­τοῦ πολ­λὰ ἐ­πο­ί­ει καὶ ἡ­δέ­ως αὐ­τοῦ ἤ­κου­ε. καὶ γε­νο­μέ­νης ἡ­μέ­ρας εὐ­κα­ί­ρου, ὅ­τε ῾Η­ρῴ­δης τοῖς γε­νε­σί­οις αὐ­τοῦ δεῖ­πνον ἐ­πο­ί­ει τοῖς με­γι­στᾶ­σιν αὐ­τοῦ καὶ τοῖς χι­λι­άρ­χοις καὶ τοῖς πρώ­τοις τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, καὶ εἰ­σελ­θο­ύ­σης τῆς θυ­γα­τρὸς αὐ­τῆς τῆς ῾Η­ρῳ­δι­ά­δος καὶ ὀρ­χη­σα­μέ­νης καὶ ἀ­ρε­σά­σης τῷ ῾Η­ρῴ­δη καὶ τοῖς συ­να­να­κει­μέ­νοις, εἶ­πεν ὁ βα­σι­λεὺς τῷ κο­ρα­σί­ῳ· αἴ­τη­σόν με ὃ ἐ­ὰν θέ­λῃς, καὶ δώ­σω σοι. καὶ ὤ­μο­σεν αὐ­τῇ ὅ­τι ὃ ἐ­άν με αἰ­τή­σῃς δώ­σω σοι, ἕ­ως ἡ­μί­σους τῆς βα­σι­λε­ί­ας μου. ἡ δὲ ἐ­ξελ­θοῦ­σα εἶ­πε τῇ μη­τρὶ αὐ­τῆς· τί αἰ­τή­σο­μαι; ἡ δὲ εἶ­πε· τὴν κε­φα­λὴν ᾿Ι­ω­άν­νου τοῦ βα­πτι­στοῦ. καὶ εἰ­σελ­θοῦ­σα εὐ­θέ­ως με­τὰ σπου­δῆς πρὸς τὸν βα­σι­λέ­α ᾐ­τή­σα­το λέ­γου­σα· θέ­λω ἵ­να μοι δῷς ἐ­ξαυ­τῆς ἐ­πὶ πί­να­κι τὴν κε­φα­λὴν ᾿Ι­ω­άν­νου τοῦ βα­πτι­στοῦ. καὶ πε­ρί­λυ­πος γε­νό­με­νος ὁ βα­σι­λε­ύς, δι­ὰ τοὺς ὅρ­κους καὶ τοὺς συ­να­να­κει­μέ­νους οὐκ ἠ­θέ­λη­σεν αὐ­τὴν ἀ­θε­τῆ­σαι. καὶ εὐ­θέ­ως ἀ­πο­στε­ί­λας ὁ βα­σι­λεὺς σπε­κου­λά­τω­ρα ἐ­πέ­τα­ξεν ἐ­νε­χθῆ­ναι τὴν κε­φα­λὴν αὐ­τοῦ. ὁ δὲ ἀ­πελ­θὼν ἀ­πε­κε­φά­λι­σεν αὐ­τὸν ἐν τῇ φυ­λα­κῇ, καὶ ἤ­νεγ­κε τὴν κε­φα­λὴν αὐ­τοῦ ἐ­πὶ πί­να­κι καὶ ἔ­δω­κεν αὐ­τὴν τῷ κο­ρα­σί­ῳ, καὶ τὸ κο­ρά­σι­ον ἔ­δω­κεν αὐ­τὴν τῇ μη­τρὶ αὐ­τῆς. καὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἦλ­θον καὶ ἦ­ραν τὸ πτῶ­μα αὐ­τοῦ, καὶ ἔ­θη­καν αὐ­τὸ ἐν μνη­με­ί­ῳ. Καὶ συ­νά­γον­ται οἱ ἀ­πό­στο­λοι πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν, καὶ ἀ­πήγ­γει­λαν αὐ­τῷ πάν­τα, καὶ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σαν καὶ ὅ­σα ἐ­δί­δα­ξαν.                                       

           (Μάρκ. στ΄ 14 – 30)

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

    Ἄ­κου­σε λοι­πὸν ὁ βα­σι­λιὰς Ἡ­ρώ­δης γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ γιὰ τὰ ἔρ­γα του καὶ τοὺς μα­θη­τές του. Δι­ό­τι ἔ­γι­νε φα­νε­ρὸ καὶ γνω­στὸ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κι ἔ­λε­γε ὁ Ἡ­ρώ­δης ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στὴς ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς ἔ­χον­τας νέ­α ἀ­πο­στο­λὴ καὶ νέ­α χα­ρί­σμα­τα ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­νερ­γοῦν μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τὸν οἱ ὑ­περ­φυ­σι­κὲς δυ­νά­μεις. Ἄλ­λοι ὅ­μως, ποὺ μπέρ­δευ­αν τὸν Ἰ­η­σοῦ μὲ τοὺς πα­λιοὺς προ­φῆ­τες, ἔ­λε­γαν ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Ἠ­λί­ας· κι ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν ὅ­τι εἶ­ναι προ­φή­της σὰν ἕ­νας ἀπ᾿ τοὺς προ­φῆ­τες.  Ὄ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε ὁ Ἡ­ρώ­δης αὐ­τὰ ποὺ ἔ­λε­γαν ὅ­λοι αὐ­τοὶ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ, εἶ­πε ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ποὺ ἐ­γὼ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σα. Αὐ­τὸς ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Κι ὁ Ἡ­ρώ­δης τὰ εἶ­πε αὐ­τά, δι­ό­τι ὁ ἴ­διος εἶ­χε στεί­λει νὰ συλ­λά­βουν τὸν Ἰ­ω­άν­νη καὶ τὸν ἔ­ρι­ξε δε­μέ­νο στὴ φυ­λα­κή. Καὶ τὸ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ἐ­ξαι­τί­ας τῆς Ἡ­ρω­διά­δος, ποὺ τὴν πῆ­ρε γιὰ σύ­ζυ­γο, πα­ρό­λο ποὺ ἦ­ταν σύ­ζυ­γος τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Φι­λίπ­που. Κι αὐ­τὸ ἔ­γι­νε ἡ αἴ­τια τῆς φυ­λα­κί­σε­ως τοῦ Ἰ­ω­άν­νου δι­ό­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἔ­λε­γε στὸν Ἡ­ρώ­δη: «Δὲν σοῦ ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἀ­πὸ τὸ νό­μο τοῦ Θε­οῦ νὰ ἔ­χεις σύ­ζυ­γο τὴ γυ­ναί­κα τοῦ ἀ­δελ­φοῦ σου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ζεῖ ἀ­κό­μη». Γι᾿ αὐ­τὸ ἡ Ἡ­ρω­διά­δα κρα­τοῦ­σε μέ­σα της ἄ­σβε­στο μί­σος ἐ­ναν­τί­ον του καὶ ἤ­θε­λε νὰ τὸν σκο­τώ­σει, μὰ δὲν μπο­ροῦ­σε.  Καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε ἡ Ἡ­ρω­διά­δα νὰ σκο­τώ­σει τὸν Ἰ­ω­άν­νη, δι­ό­τι ὁ Ἡ­ρώ­δης τὸν φο­βό­ταν ἐ­πει­δὴ τὸν σε­βό­ταν ὁ λα­ός, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πι­πλέ­ον ἐ­πει­δὴ ἤ­ξε­ρε ὅ­τι εἶ­ναι ἄν­θρω­πος δί­και­ος καὶ ἅ­γιος. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τὸν κρα­τοῦ­σε στὴ ζω­ή. Κι ὅ­ταν κά­πο­τε τὸν ἄ­κου­σε στὴ φυ­λα­κή, ἔ­κα­νε πολ­λὰ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ τὸν συμ­βού­λευ­σε ὁ Ἰ­ω­άν­νης.Καὶ κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸν συ­ναν­τοῦ­σε, τὸν ἄ­κου­γε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἦλ­θε ἡ ἡ­μέ­ρα ποὺ ἔ­δι­νε τὴν εὐ­και­ρί­α στὴν Ἡ­ρω­διά­δα νὰ ἐ­κτε­λέ­σει τὸ σχέ­διό της, ὅ­ταν δη­λα­δὴ ὁ Ἡ­ρώ­δης γιὰ τὰ γε­νέ­θλια του ἔ­κα­νε δεῖ­πνο στοὺς πο­λι­τι­κοὺς ἄρ­χον­τες καὶ τοὺς ἀ­νώ­τε­ρους ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοὺς τοῦ στρα­τοῦ καὶ τοὺς πρού­χον­τες τῆς Γα­λι­λαί­ας, τό­τε μπῆ­κε στὴν αἴ­θου­σα τοῦ δεί­πνου ἡ ἴ­δια ἡ κό­ρη τῆς Ἡ­ρω­διά­δος καὶ χό­ρε­ψε ἕ­ναν ἄ­σε­μνο καὶ πο­λὺ ἐ­ξευ­τε­λι­σμέ­νο χο­ρό· καὶ τό­σο πο­λὺ ἄ­ρε­σε στὸν Ἡ­ρώ­δη καὶ σ᾿ ὅ­σους κά­θον­ταν μα­ζί του στὸ τρα­πέ­ζι, ὥ­στε εἶ­πε ὁ βα­σι­λιὰς στὸ κο­ρί­τσι: Ζή­τη­σέ μου ὁ­τι­δή­πο­τε θέ­λεις, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώ­σω. Καὶ τῆς ὁρ­κί­στη­κε ὅ­τι «θὰ σοῦ δώ­σω ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζη­τή­σεις, μέ­χρι καὶ τὸ μι­σὸ βα­σί­λει­ό μου». Ἐ­κεί­νη λοι­πὸν βγῆ­κε καὶ εἶ­πε στὴ μη­τέ­ρα της: Τί νὰ ζη­τή­σω; Κι αὐ­τὴ τῆς εἶ­πε: Ζή­τη­σε τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ. Κι ἐ­κεί­νη μπῆ­κε ἀ­μέ­σως βι­α­στι­κὰ στὸ βα­σι­λιὰ καὶ ὑ­πέ­βα­λε τὸ αἴ­τη­μά της μὲ τὰ λό­για αὐ­τά: Θέ­λω νὰ μοῦ δώ­σεις τώ­ρα ἀ­μέ­σως καὶ χω­ρὶς χρο­νο­τρι­βὴ μέ­σα σὲ πιά­το τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ. Ὁ βα­σι­λιὰς τό­τε λυ­πή­θη­κε πο­λύ, δι­ό­τι εἶ­χε κά­νει ὅρ­κους, καὶ μά­λι­στα ἦ­ταν πα­ρόν­τες κι αὐ­τοὶ ποὺ κά­θον­ταν μα­ζί του στὸ τρα­πέ­ζι, στοὺς ὁ­ποί­ους δὲν ἤ­θε­λε νὰ πα­ρου­σια­στεῖ ψεύ­της καὶ ἐ­πί­ορ­κος. Κι ἐ­νῶ λυ­πό­ταν πο­λὺ νὰ θα­να­τώ­σει τὸν Ἰ­ω­άν­νη, δὲν θέ­λη­σε νὰ τῆς τὸ ἀρ­νη­θεῖ καὶ νὰ ἀ­θε­τή­σει τὴν ὑ­πό­σχε­σή του. Γι᾿ αὐ­τὸ κι ἔ­στει­λε ἀ­μέ­σως ὁ βα­σι­λιὰς ἕ­να στρα­τι­ώ­τη ἀ­πὸ τοὺς σω­μα­το­φύ­λα­κές του μὲ τὴ δι­α­τα­γὴ νὰ φέ­ρει τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου. Κι αὐ­τὸς πῆ­γε καὶ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σε στὴ φυ­λα­κὴ κι ἔ­φε­ρε μέ­σα σὲ πιά­το τὸ κε­φά­λι τοῦ Ἰ­ω­άν­νου καὶ τὸ ἔ­δω­σε στὸ κο­ρί­τσι. Καὶ τὸ κο­ρί­τσι τὸ ἔ­δω­σε στὴ μη­τέ­ρα του. Ὅ­ταν τὸ ἄ­κου­σαν αὐ­τὸ οἱ μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ἦλ­θαν καὶ πῆ­ραν τὸ σῶ­μα του καὶ τὸ ἐν­τα­φί­α­σαν μέ­σα σὲ μνη­μεῖ­ο. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψαν ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­δεί­α τους οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, συγ­κεν­τρώ­θη­καν κον­τὰ στὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τοῦ ἀ­νέ­φε­ραν τὰ πάν­τα, ὅ­σα δη­λα­δὴ ἔρ­γα καὶ θαύ­μα­τα ἔ­κα­ναν κι ὅ­σα δί­δα­ξαν.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου