ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ
Προδρόμου)
Ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις, ὡς ἐπλήρου ὁ ᾿Ιωάννης τὸν δρόμον, ἔλεγε· Τίνα με ὑπονοεῖτε
εἶναι; Οὐκ εἰμί ἐγώ, ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔρχεται μετ᾿ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ
ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι. ῎Ανδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους ᾿Αβραὰμ καὶ
οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὑμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη.
Οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες,
καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας
κρίναντες ἐπλήρωσαν, καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο
Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν. Ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα,
καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον. Ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν
ἐκ νεκρῶν· ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ
τῆς Γαλιλαίας εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς
τὸν λαόν. Καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν
γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν,
ἀναστήσας ᾿Ιησοῦν.
(Πράξ. ιγ΄ 25 – 32)
Κι
ὅσο ὁ Ἰωάννης ἐξακολουθοῦσε νά κηρύττει γιά νά ὁλοκληρώσει τήν ἀποστολή
του, ἔλεγε: Ποιός νομίζετε ὅτι εἶμαι; Δέν εἶμαι ἐγώ αὐτός πού περιμένετε
γιά Μεσσία· ἀλλά ἰδού, ὕστερα ἀπό μένα ἔρχεται κάποιος ἄλλος. Μπροστά
του ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε νά λύσω ὡς ταπεινός του ὑπηρέτης τά ὑποδήματα
ἀπό τά πόδια του. Ἄνδρες ἀδελφοί, παιδιά τοῦ γένους Ἀβραάμ κι ὅσοι ἀπό
σᾶς ἤσασταν κάποτε ἐθνικοί καί τώρα λατρεύετε μέ εὐλάβεια τόν ἀληθινό
Θεό· σέ σᾶς στάλθηκε τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας αὐτῆς, τήν ὁποία προσφέρει
ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Σέ σᾶς πού κατοικεῖτε μακριά ἀπό τήν Παλαιστίνη
στάλθηκε τό κήρυγμα αὐτό· διότι οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ καί οἱ
ἄρχοντές τους δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, καθώς
καί τίς διακηρύξεις τῶν προφητῶν πού ἀναγινώσκονται κάθε Σάββατο
στίς συναγωγές. Κι ἀντί νά τόν ἀναγνωρίσουν ὡς Μεσσία, τόν καταδίκασαν·
κι ἔτσι ἀσυναίσθητα καί χωρίς νά τό καταλαβαίνουν ἐκπλήρωσαν καί
πραγματοποίησαν τίς προφητεῖες αὐτές. Κι ἐνῶ δέν
βρῆκαν σ᾿ αὐτόν κανένα ἔγκλημα ἤ ἐνοχή πού νά δικαιολογεῖ τήν καταδίκη
του σέ θάνατο, ζήτησαν ἀπό τόν Πιλάτο νά θανατωθεῖ. Κι ὅταν ἐπιτέλεσαν ὅλα ὅσα
εἶχαν γράψει καί προφητεύσει γι᾿ αὐτόν οἱ προφῆτες, κατέβασαν ἀπό
τό ξύλο τοῦ σταυροῦ τό σῶμα του καί τό ἔβαλαν σ᾿ ἕνα μνῆμα. Ὁ
Θεός ὅμως τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς. Αὐτός μετά τήν Ἀνάστασή
του ἐμφανιζόταν συνεχῶς γιά πολλές ἡμέρες σ᾿ ἐκείνους πού ἀνέβηκαν
μαζί του ἀπό τή Γαλιλαία στήν Ἱερουσαλήμ. Αὐτοί τόν εἶδαν μέ τά μάτια
τους καί εἶναι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς του στόν λαό. Κι ὅπως ἐκεῖνοι δίνουν τή
μαρτυρία τους στούς κατοίκους τῆς Ἰουδαίας, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀναγγέλλουμε
σέ σᾶς τό χαρμόσυνο μήνυμα, ὅτι τήν ἐπαγγελία καί ὑπόσχεση πού ὁ
Θεός εἶχε δώσει στούς προγόνους μας, αὐτήν τήν ἔχει τελείως πραγματοποιήσει
γιά μᾶς, τούς ἀπογόνους ἐκείνων. Καί τήν πραγματοποίησε ἀνασταίνοντας
τόν Ἰησοῦ ἀπό τούς νεκρούς καί ἀνυψώνοντάς τον.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Τοῦ Προδρόμου)
Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς ῾Ηρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα
αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι ᾿Ιωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ
τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίας ἐστίν·
ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν. ἀκούσας δὲ
ὁ ῾Ηρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα ᾿Ιωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς
ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. αὐτὸς γὰρ ὁ ῾Ηρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν ᾿Ιωάννην
καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ ῾Ηρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ
ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. ἔλεγεν γὰρ ὁ ᾿Ιωάννης τῷ ῾Ηρῴδῃ
ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. ἡ δὲ ῾Ηρῳδιὰς
ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· ὁ γὰρ ῾Ηρῴδης
ἐφοβεῖτο τὸν ᾿Ιωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει
αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. καὶ
γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε ῾Ηρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον
ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις
τῆς Γαλιλαίας, καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς ῾Ηρῳδιάδος
καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ ῾Ηρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις,
εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι.
καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὃ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας
μου. ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν
κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς
πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι
τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς,
διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι.
καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ,
καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ,
καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. Καὶ
συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα,
καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.
(Μάρκ. στ΄ 14 – 30)
Ἄκουσε λοιπὸν
ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ γιὰ τὰ ἔργα του καὶ τοὺς μαθητές
του. Διότι ἔγινε φανερὸ καὶ γνωστὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Κι ἔλεγε ὁ
Ἡρώδης ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἔχοντας
νέα ἀποστολὴ καὶ νέα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐνεργοῦν
μέσα ἀπ᾿ αὐτὸν οἱ ὑπερφυσικὲς δυνάμεις.
Ἄλλοι ὅμως, ποὺ μπέρδευαν τὸν Ἰησοῦ μὲ τοὺς
παλιοὺς προφῆτες, ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας· κι ἄλλοι ἔλεγαν
ὅτι εἶναι προφήτης σὰν ἕνας ἀπ᾿ τοὺς προφῆτες. Ὄταν λοιπὸν
ἄκουσε ὁ Ἡρώδης αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν ὅλοι αὐτοὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ, εἶπε ὅτι
αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ποὺ ἐγὼ τὸν
ἀποκεφάλισα. Αὐτὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Κι ὁ Ἡρώδης τὰ εἶπε αὐτά, διότι ὁ ἴδιος εἶχε
στείλει νὰ συλλάβουν τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν ἔριξε δεμένο στὴ φυλακή.
Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδος, ποὺ τὴν πῆρε γιὰ σύζυγο,
παρόλο ποὺ ἦταν σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. Κι αὐτὸ ἔγινε ἡ αἴτια τῆς
φυλακίσεως τοῦ Ἰωάννου διότι ὁ Ἰωάννης ἔλεγε στὸν Ἡρώδη: «Δὲν
σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχεις σύζυγο τὴ γυναίκα τοῦ
ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμη». Γι᾿
αὐτὸ ἡ Ἡρωδιάδα κρατοῦσε μέσα της ἄσβεστο μίσος ἐναντίον του καὶ ἤθελε
νὰ τὸν σκοτώσει, μὰ δὲν μποροῦσε.
Καὶ δὲν μποροῦσε ἡ Ἡρωδιάδα νὰ σκοτώσει
τὸν Ἰωάννη, διότι ὁ Ἡρώδης τὸν φοβόταν ἐπειδὴ τὸν σεβόταν ὁ λαός,
ἀλλὰ καὶ ἐπιπλέον ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος καὶ ἅγιος.
Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν κρατοῦσε στὴ ζωή. Κι ὅταν κάποτε τὸν ἄκουσε στὴ φυλακή,
ἔκανε πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τὸν συμβούλευσε ὁ Ἰωάννης.Καὶ κάθε φορὰ
ποὺ τὸν συναντοῦσε, τὸν ἄκουγε μὲ εὐχαρίστηση. Ὅταν λοιπὸν ἦλθε ἡ ἡμέρα
ποὺ ἔδινε τὴν εὐκαιρία στὴν Ἡρωδιάδα νὰ ἐκτελέσει τὸ σχέδιό της, ὅταν
δηλαδὴ ὁ Ἡρώδης γιὰ τὰ γενέθλια του ἔκανε δεῖπνο στοὺς πολιτικοὺς
ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀνώτερους ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατοῦ καὶ τοὺς προύχοντες
τῆς Γαλιλαίας, τότε
μπῆκε στὴν αἴθουσα τοῦ δείπνου ἡ ἴδια ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδος καὶ χόρεψε
ἕναν ἄσεμνο καὶ πολὺ ἐξευτελισμένο χορό· καὶ τόσο πολὺ ἄρεσε στὸν
Ἡρώδη καὶ σ᾿ ὅσους κάθονταν μαζί του στὸ τραπέζι, ὥστε εἶπε ὁ βασιλιὰς
στὸ κορίτσι: Ζήτησέ μου ὁτιδήποτε θέλεις, καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Καὶ τῆς ὁρκίστηκε ὅτι «θὰ
σοῦ δώσω ὅ,τι κι ἂν μοῦ ζητήσεις, μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου». Ἐκείνη λοιπὸν βγῆκε καὶ εἶπε
στὴ μητέρα της: Τί νὰ ζητήσω; Κι αὐτὴ τῆς εἶπε: Ζήτησε τὸ κεφάλι τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.
Κι ἐκείνη
μπῆκε ἀμέσως βιαστικὰ στὸ βασιλιὰ καὶ ὑπέβαλε τὸ αἴτημά της μὲ τὰ
λόγια αὐτά: Θέλω νὰ μοῦ δώσεις τώρα ἀμέσως καὶ χωρὶς χρονοτριβὴ μέσα
σὲ πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ὁ βασιλιὰς τότε λυπήθηκε
πολύ, διότι εἶχε κάνει ὅρκους, καὶ μάλιστα ἦταν παρόντες κι αὐτοὶ
ποὺ κάθονταν μαζί του στὸ τραπέζι, στοὺς ὁποίους δὲν ἤθελε νὰ παρουσιαστεῖ
ψεύτης καὶ ἐπίορκος. Κι ἐνῶ λυπόταν πολὺ νὰ θανατώσει τὸν Ἰωάννη,
δὲν θέλησε νὰ τῆς τὸ ἀρνηθεῖ καὶ νὰ ἀθετήσει τὴν ὑπόσχεσή του. Γι᾿
αὐτὸ κι ἔστειλε ἀμέσως ὁ βασιλιὰς ἕνα στρατιώτη ἀπὸ τοὺς σωματοφύλακές
του μὲ τὴ διαταγὴ νὰ φέρει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸς πῆγε καὶ
τὸν ἀποκεφάλισε στὴ φυλακὴ κι ἔφερε μέσα σὲ πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου
καὶ τὸ ἔδωσε στὸ κορίτσι. Καὶ τὸ κορίτσι τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του.
Ὅταν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ μαθητὲς
τοῦ Ἰωάννου, ἦλθαν καὶ πῆραν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐνταφίασαν μέσα σὲ
μνημεῖο. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν περιοδεία
τους οἱ Ἀπόστολοι, συγκεντρώθηκαν κοντὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ ἀνέφεραν
τὰ πάντα, ὅσα δηλαδὴ ἔργα καὶ θαύματα ἔκαναν κι ὅσα δίδαξαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου