Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Ζ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὀ­φε­ί­λο­μεν ἡ­μεῖς οἱ δυ­να­τοὶ τὰ ἀ­σθε­νή­μα­τα τῶν ἀ­δυ­νά­των βα­στά­ζειν, καὶ μὴ ἑ­αυ­τοῖς ἀ­ρέ­σκειν. Ἕ­κα­στος ἡ­μῶν τῷ πλη­σί­ον ἀ­ρε­σκέ­τω εἰς τὸ ἀ­γα­θὸν πρὸς οἰ­κο­δο­μήν· καὶ γὰρ ὁ Χρι­στὸς οὐχ ἑ­αυ­τῷ ἤ­ρε­σεν· ἀλ­λὰ κα­θὼς γέ­γρα­πται. Οἱ ὀ­νει­δι­σμοὶ τῶν ὀ­νει­δι­ζόν­των σε ἐ­πέ­πε­σαν ἐπ΄ ἐ­μέ. Ὅ­σα γὰρ προ­ε­γρά­φη, εἰς τὴν ἡ­με­τέ­ραν δι­δα­σκα­λί­αν προ­ε­γρά­φη, ἵ­να διὰ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς καὶ διὰ τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως τῶν γρα­φῶν τὴν ἐλ­πί­δα ἔ­χω­μεν. Ὁ δὲ Θε­ὸς τῆς ὑ­πο­μο­νῆς καὶ τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως δῴ­η ὑ­μῖν τὸ αὐ­τὸ φρο­νεῖν ἐν ἀλ­λή­λοις κα­τὰ Χρι­στὸν Ἰ­η­σοῦν, ἵ­να ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐν ἑ­νὶ στό­μα­τι δο­ξά­ζη­τε τὸν Θε­ὸν καὶ Πα­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Διὸ προσ­λαμ­βά­νε­σθε ἀλ­λή­λους, κα­θὼς καὶ ὁ Χρι­στὸς προ­σε­λά­βε­το ὑ­μᾶς, εἰς δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.           

                (Ρωμ. ιε΄ [15] 1 – 7)     

 

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Διὸ προσ­λαμ­βά­νε­σθε ἀλ­λή­λους, κα­θὼς καὶ ὁ  Χρι­στὸς προ­σε­λά­βε­το ὑ­μᾶς εἰς δό­ξαν Θε­οῦ».

Θὰ μᾶς στε­νο­χω­ρή­σει ἴ­σως σή­με­ρα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Θὰ μᾶς κά­μει νὰ πο­νέ­σου­με πι­θα­νόν.

Λοι­πόν, ὁ Ἀ­πό­στο­λος δὲν εἶ­χε σκο­πὸ νὰ μᾶς πι­κρά­νει. Ἀν­τί­θε­τα ἡ πολ­λή του ἀ­γά­πη πρὸς ἐ­μᾶς εἶ­ναι, ποὺ τὸν ὁ­δη­γεῖ νὰ μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­σει μιὰ ἀ­λή­θεια τό­σο ἀν­τί­θε­τη μὲ τὸν κα­κο­μα­θη­μέ­νο ἑ­αυ­τό μας, ποὺ ἐν­δέ­χε­ται νὰ μᾶς στε­νο­χω­ρή­σει.

Γιὰ τὴν ἀ­γά­πη ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Γιὰ τὸ χρέ­ος νὰ ἔ­χου­με μεσ᾿ στὴν καρ­διά μας τοὺς ἀ­δελ­φούς μας, κα­θ᾿ ὃν τρό­πον ἔ­κλει­σε ὁ Κύ­ριος στὴ δι­κή Του ἐ­μᾶς.

Τὸ θέ­μα μας ἑ­πο­μέ­νως δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἄλ­λο. Αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι. Θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ δοῦ­με: Πῶς μᾶς ἔ­κλει­σε ὁ Χρι­στὸς στὴ θε­ϊ­κή Του ἀγ­κά­λη καί, βέ­βαι­α, πῶς ὀ­φεί­λου­με νὰ κλεί­νου­με καὶ ἐ­μεῖς στὴν καρ­διά μας τοὺς ἀ­δελ­φούς μας.

1. ΠΛΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΗΚΟΣ ΚΑΙ ΒΑΘΟΣ ΚΑΙ ΥΨΟΣ

Ὁ κά­πως πε­ρί­ερ­γος τοῦ­τος τί­τλος τῆς ὁ­μι­λί­ας μας δὲν εἶ­ναι κἂν δι­κή μας ἐ­πι­νό­η­ση. Εἶ­ναι λό­γος τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου καὶ αὐ­τός, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ κα­θο­ρί­σει τὸ μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ πρὸς ἐ­μᾶς. Καὶ τί λέ­γει;

Γο­να­τί­ζω, λέ­γει, μπρο­στὰ στὸν Οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα, τὸν Θε­ό, καὶ τὸν ἱ­κε­τεύ­ω νὰ σᾶς δυ­να­μώ­σει μὲ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα Του, γιὰ νὰ κα­τοι­κή­σει ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴν πί­στη σας μέσ᾿ στὴν καρ­διά σας καὶ νὰ μπο­ρέ­σε­τε ρι­ζω­μέ­νοι στὴν ἀ­γά­πη νὰ κα­τα­λά­βε­τε μα­ζὶ μὲ ὅ­λους τοὺς Χρι­στια­νοὺς «τί τὸ πλά­τος καὶ μῆ­κος καὶ βά­θος καὶ ὕ­ψος, γνῶ­ναί τε τὴν ὑ­περ­βάλ­λου­σαν τῆς γνώ­σε­ως ἀ­γά­πην του Χρι­στοῦ» (Ἔ­φεσ. γ' 14-19). Νὰ κα­τα­λά­βε­τε, δη­λα­δή, ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ πλά­τος καὶ τὸ μά­κρος καὶ τὸ βά­θος καὶ τὸ ὕ­ψος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ γιὰ μᾶς, καὶ νὰ γνω­ρί­σε­τε ἐκ πεί­ρας αὐ­τὴν τὴν ἀ­γά­πη, ποὺ ξε­περ­νᾶ κά­θε μέ­τρο καὶ ὅ­ριο ἀν­θρω­πί­νης γνώ­σε­ως.

Ἀ­κό­μη καὶ με­τα­φρα­σμέ­να εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ κα­τα­λά­βου­με τὰ λό­για του θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου. Ἀλ­λὰ τί μᾶς λέ­γει ἐ­δῶ; Οὐ­σι­α­στι­κὰ λέ­γει πὼς ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ πρὸς ἐ­μᾶς ἔ­χει δι­α­στά­σεις ἄ­πει­ρες καὶ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το στὸν ἄν­θρω­πο νὰ τὴν κα­τα­νο­ή­σει.

Καὶ τί νὰ κα­τα­νο­ή­σει; Ὅ­τι Ἐ­κεῖ­νος, ὁ ἄ­πει­ρος Θε­ός, μέσ᾿ στὸ ξε­χεί­λι­σμα τῆς ἀ­γά­πης Του ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος ὅ­μοι­ος μὲ ἐ­μᾶς; Ὅ­τι ὑ­πέ­φε­ρε ὅ­λους τοὺς κό­πους καὶ τὰ βά­σα­νά μας; Ὅ­τι ἔ­πα­θε καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας; Ὅ­τι ἔ­φθα­σε μέ­χρι τὸν θά­να­το, γιὰ νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ θα­νά­του; Ὅ­τι ἀ­να­στή­θη­κε καὶ ἀ­νέ­βα­σε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα Του στὸν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ ἀ­νοί­ξει τὸν δρό­μο καὶ τῆς δι­κῆς μας ἀ­να­στά­σε­ως;

Ὅ­τι μᾶς ἔ­κα­με υἱ­οὺς τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός, ἀ­δελ­φοὺς δι­κούς Του, συγ­κλη­ρο­νό­μους τοῦ ἀ­πεί­ρου Πα­τρι­κοῦ Του πλού­του; Ὅ­τι θέ­λει νὰ μᾶς ἔ­χει κον­τά Του, ὅ­μοι­ούς Του στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα;

Ἀλλὰ ἔ­χει ὅ­ρια αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη; Εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἄ­πει­ρη ἢ ὑ­πε­ρά­πει­ρη; Καὶ τί λέ­ξεις νὰ βρεῖ γιὰ νὰ τὴν ὀ­νο­μά­σει κα­νείς;

Καὶ ἀ­γά­πη πρὸς ποι­ούς; Πρὸς ἐ­μᾶς! Ποὺ καὶ ἀ­χά­ρι­στοι εἴ­μα­στε, καὶ ἀ­ναί­σθη­τοι σχε­δόν, καὶ κα­λὸ κα­νέ­να δὲν ἔ­χου­με. Καὶ τό­σο μᾶς ἔ­σφι­ξε στὴ θε­ϊ­κή Του ἀγ­κά­λη, ὥ­στε νὰ γί­νου­με ἕ­να μα­ζί Του. Ἂς ἀ­φή­σου­με ὅ­τι μὲ τὸ ἴ­διο Του τὸ Αἷ­μα μᾶς τρέ­φει καὶ μᾶς ζω­ο­γο­νεῖ τώ­ρα μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του.

Λοι­πόν;

2. ΑΓΑΠΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ 

Λοι­πόν, «προσ­λαμ­βά­νε­σθε ἀλ­λή­λους, κα­θὼς καὶ ὁ Χρι­στὸς προ­σέ­λα­βε­το ὑ­μᾶς», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Αὐ­τὴν τὴν ἀ­γά­πη, ποὺ μᾶς ἔ­δει­ξε ὁ Χρι­στός, ὀ­φεί­λου­με τώ­ρα νὰ τὴν δεί­χνου­με καὶ ἐ­μεῖς, ὁ ἕ­νας πρὸς τὸν ἄλ­λο. Ὅ­λοι πρὸς ὅ­λους! Καὶ τοὺς ἐ­χθρούς μας ἀ­κό­μη! Τὴν ἴ­δια ἀ­γά­πη ἀ­γά­πη χω­ρὶς ὅ­ρια!

ΑΔΥΝΑΤΟΝ! ἑ­τοι­μα­ζό­μα­στε νὰ φω­νά­ξου­με ἴ­σως οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι. Ἀ­δύ­να­τον! Ἐ­δὼ τοὺς φί­λους καὶ συγ­γε­νεῖς καὶ οἰ­κια­κούς μας δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε νὰ ἀ­γα­πή­σου­με θὰ ἀ­γα­πή­σου­με καὶ τοὺς ἐ­χθρούς μας; ΑΔΥΝΑΤΟΝ!

Λοι­πόν, ὁ Ἀ­πό­στο­λος δὲν συμ­φω­νεῖ μα­ζί μας καὶ ὁ θε­ό­πνευ­στος λό­γος του ἐ­δῶ εἶ­ναι, ποὺ ἴ­σως θὰ μᾶς στε­νο­χω­ρή­σει. Τὸ ξεύ­ρει βέ­βαι­α ὁ ἅ­γιος, ὅ­τι γιὰ τὶς ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις μας ἡ ἀ­γά­πη αὐ­τὴ εἶ­ναι ἀ­κα­τόρ­θω­τη. Ξεύ­ρει ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο· ὅ­τι μὲ τὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ κα­τορ­θω­τὴ καὶ εὔ­κο­λη εἶ­ναι. Γιὰ ὅ­λους μας! Πρὸς ὅ­λους! Ἀρ­κεῖ νὰ τὸ θε­λή­σου­με! Δι­ό­τι ἐ­δῶ εὑ­ρί­σκε­ται τὸ πρό­βλη­μα.

Ἐ­δῶ! Στὸ νὰ τὸ θε­λή­σου­με! Νὰ θε­λή­σου­με νὰ κα­τα­φύ­γου­με στὸν Κύ­ριο. Νὰ κα­τα­φύ­γου­με στὴν Χά­ρη τῶν θεί­ων Του Μυ­στη­ρί­ων καὶ νὰ ἐ­πι­μεί­νου­με στὴν προ­σευ­χή. Νὰ Τοῦ ποῦ­με: «Κύ­ρι­ε, ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω τὴ δύ­να­μη νὰ ἀ­γα­πή­σω. Δός μου ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἀ­δελ­φό μου, ποὺ μοῦ φέρ­θη­κε ἄ­σχη­μα, ἢ μὲ ἀ­δί­κη­σε, ἢ μὲ πε­ρι­φρό­νη­σε» κ.τ.λ.

Ἂν αὐ­τὸ τὸ κά­νου­με, τό­τε καὶ μέσ᾿ στὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει, καὶ μὲ τοὺς συγ­γε­νεῖς μας ἀ­γα­πη­μέ­νοι θὰ εἴ­μα­στε, ἀλ­λὰ καὶ τοὺς ἐ­χθρούς μας θὰ ἀ­γα­πᾶ­με, καὶ θὰ εὐ­χό­μα­στε κα­λὰ γι᾿ αὐ­τοὺς ποὺ μᾶς κα­τα­ρῶν­ται, καὶ θὰ εὐ­ερ­γε­τοῦ­με ὅ­σους μᾶς μι­σοῦν, καὶ θὰ προ­σευ­χό­μα­στε γι᾿ αὐ­τοὺς ποὺ μᾶς ὑ­βρί­ζουν καὶ μᾶς κα­τα­δι­ώ­κουν, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς μᾶς τὸ ζή­τη­σε ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, λέ­γον­τας «ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν, εὐ­λο­γεῖ­τε τοὺς κα­τα­ρω­μέ­νους ὑ­μᾶς, κα­λῶς ποι­εῖ­τε τοῖς μι­σοῦ­σιν ὑ­μᾶς καὶ προ­σεύ­χε­σθε ὑ­πὲρ τῶν ἐ­πη­ρε­α­ζόν­των ὑ­μᾶς καὶ δι­ω­κών­των ὑ­μᾶς» (Ματθ. ε΄[5] 44).

Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Α' Κα­θο­λι­κὴ Ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἕ­νας ὕ­μνος αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης. Καὶ εἶ­ναι συγ­κλο­νι­στι­κὸ νὰ δι­α­βά­ζει κα­νεὶς ἐ­κεῖ: «ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι με­τα­βε­βή­κα­μεν ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τὴν ζω­ήν, ὅ­τι ἀ­γα­πῶ­μεν τοὺς ἀ­δελ­φοὺς» (Α' Ἰ­ω. γ'[3] 14). Ἐ­μεῖς γνω­ρί­ζου­με ἐκ πεί­ρας ὅ­τι ἔ­χου­με πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το στὴν ζω­ή. Ἀ­κρι­βῶς δι­ό­τι ἔ­χου­με ἀ­γά­πη γιὰ τοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Ἡ ἀ­γά­πη αὐ­τὴ νι­κᾶ τὸν θά­να­το καί, ὅ­ποι­ος δὲν τὴν ἔ­χει, εἶ­ναι νε­κρὸς πνευ­μα­τι­κῶς. «Ὁ μὴ ἀ­γα­πῶν τὸν ἀ­δελ­φὸν μέ­νει ἐν τῷ θα­νά­τῳ.

Ἀ­δελ­φοί, ἂς τὸ προ­σέ­ξου­με αὐ­τὸ πο­λύ: Ὅ­ποι­ος δὲν ἀ­γα­πᾶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, «μέ­νει ἐν τῷ θα­νά­τῳ» εἶ­ναι νε­κρὸς πνευ­μα­τι­κῶς! Ἐ­νῶ αὐ­τός, ποὺ ἀ­γα­πᾶ, ἔ­χει πε­ρά­σει «ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τὴν ζω­ήν»· ἀ­πὸ τὴν γῆ στὸν Οὐ­ρα­νό· ἀ­πὸ τὸν χρό­νο στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα στὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη Βα­σι­λεί­α τῆς Ἀ­γά­πης τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Ἀ­μήν.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πα­ρά­γον­τι τ Ἰ­η­σοῦ ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο τυ­φλοὶ κρά­ζον­τες κα λέ­γον­τες· Ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς, υἱ­ὲ Δαυ­ῒδ. ἐλ­θόν­τι δ ες τν οἰ­κί­αν προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο τυ­φλοί, κα λέ­γει αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι δύ­να­μαι τοῦ­το ποι­ῆ­σαι; λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Να, Κριε. τό­τε ἥ­ψα­το τν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν λέ­γων· Κα­τὰ τν πί­στιν ὑ­μῶν γε­νη­θή­τω ὑ­μῖν. κα ἀ­νε­ῴ­χθη­σαν αὐ­τῶν ο ὀ­φθαλ­μοί· κα ἐ­νε­βρι­μή­σα­το αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὁ­ρᾶ­τε μη­δεὶς γι­νω­σκέ­τω. ο δ ἐ­ξελ­θόν­τες δι­ε­φή­μι­σαν αὐ­τὸν ν ὅ­λῃ τ γ ἐ­κε­ί­νῃ. Αὐ­τῶν δ ἐ­ξερ­χο­μέ­νων ἰ­δοὺ προ­σή­νεγ­καν αὐ­τῷ ἄν­θρω­πον κω­φὸν δαι­μο­νι­ζό­με­νον· κα ἐκ­βλη­θέν­τος το δαι­μο­νί­ου ἐ­λά­λη­σεν ὁ κω­φός. κα ἐ­θα­ύ­μα­σαν ο ὄ­χλοι λέ­γον­τες, Οὐ­δέ­πο­τε ἐ­φά­νη οὕ­τως ν τ Ἰσ­ρα­ήλ. ο δ Φα­ρι­σαῖ­οι ἔ­λε­γον· ν τ ἄρ­χον­τι τν δαι­μο­νί­ων ἐκ­βάλ­λει τ δαι­μό­νι­α. Κα πε­ρι­ῆ­γεν Ἰ­η­σοῦς τς πό­λεις πά­σας κα τς κώ­μας, δι­δά­σκων ν τας συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν κα κη­ρύσ­σων τ εὐ­αγ­γέ­λι­ον τς βα­σι­λε­ί­ας κα θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον κα πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ν τ λα­ῷ.

                                                              (Ματθ. θ’[9]  27 – 35)

    

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ἐνῶ ἔφευγε ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί, οἱ ὁποῖοι φώναζαν δυνατὰ κι ἔλεγαν: Σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ. Κι ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι, ἦλθαν κοντά του οἱ τυφλοί, καὶ ὁ Ἰησοῦς τούς λέει: Πιστεύετε ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶτε; Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦν: Ναί, Κύριε. Τότε ἄγγιξε μὲ τὰ δάκτυλά του τὰ μάτια τους καὶ τοὺς εἶπε: Ἂς γίνει αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σας. Κι ἄνοιξαν τὰ μάτια τους. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ αὐστηρότητα τοὺς πρόσταξε λέγοντας: Προσέχετε, κανείς μὴ μάθει τὸ θαῦμα ποὺ σᾶς ἔκανα. Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν βγῆκαν ἀπό τὸ σπίτι, διέδωσαν τὴ φήμη τοῦ Ἰησοῦ ὡς Μεσσία καὶ θαυματουργοῦ σ᾿ ὅλη τὴ χώρα ἐκείνη. Καὶ καθὼς οἱ δύο αὐτοί ἔβγαιναν ἀπό τὸ σπίτι, ἰδού, ἔφεραν πρὸς τὸν Ἰησοῦ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν κυριευμένος ἀπό δαιμόνιο καὶ ἦταν κουφὸς καὶ ἄλαλος. Καὶ μόλις ὁ Χριστὸς ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο αὐτό, ὁ κουφὸς μίλησε. Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ θαύμασαν κι ἔλεγαν: Ποτὲ δὲν φάνηκαν τέτοια θαύματα στὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ· οὔτε ὅταν οἱ προφῆτες καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι ἄνδρες θαυματουργοῦσαν ἀναμεσά του. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν: Μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ συνεργασία τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμόνων βγάζει τὰ δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονισμένους. Καὶ περιόδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, διδάσκοντας στὶς συναγωγές τους καὶ κηρύττοντας τὸ χαρμόσυνο κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύοντας κάθε ἀσθένεια καὶ ἀδιαθεσία στὸν λαό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου