Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(17 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, δι­και­ω­θέν­τες κ πί­στε­ως εἰ­ρή­νην ἔ­χο­μεν πρς τν Θε­ὸν δι­ὰ το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι' ο κα τν προ­σα­γω­γὴν ἐ­σχή­κα­μεν τ πί­στει ες τν χά­ριν τα­ύ­την ν ἑ­στή­κα­μεν, κα καυ­χώ­με­θα ἐ­π' ἐλ­πί­δι τς δό­ξης το Θε­οῦ. ο μό­νον δ, ἀλ­λὰ κα καυ­χώ­με­θα ν τας θλί­ψε­σιν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἡ θλῖ­ψις ὑ­πο­μο­νὴν κα­τερ­γά­ζε­ται, δ ὑ­πο­μο­νὴ δο­κι­μήν, δ δο­κι­μὴ ἐλ­πί­δα, δ ἐλ­πὶς ο κα­ται­σχύ­νει, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη το Θε­οῦ ἐκ­κέ­χυ­ται ἐν τας καρ­δί­αις ἡ­μῶν δι­ὰ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου το δο­θέν­τος ἡ­μῖν. ἔ­τι γρ Χρι­στὸς ὄν­των ἡ­μῶν ἀ­σθε­νῶν κα­τὰ και­ρὸν ὑ­πὲρ ἀ­σε­βῶν ἀ­πέ­θα­νε. μό­λις γρ ὑ­πὲρ δι­κα­ί­ου τις ἀ­πο­θα­νεῖ­ται· ὑ­πὲρ γρ το ἀ­γα­θοῦ τά­χα τις κα τολ­μᾷ ἀ­πο­θα­νεῖν. συ­νί­στη­σι δ τν ἑ­αυ­τοῦ ἀ­γά­πην ες ἡ­μᾶς ὁ Θε­ὸς, ὅ­τι ἔ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὄν­των ἡ­μῶν Χρι­στὸς ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἀ­πέ­θα­νε. πολ­λῷ ον μᾶλ­λον δι­και­ω­θέν­τες νν ν τ αἵ­μα­τι αὐ­τοῦ σω­θη­σό­με­θα δι' αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τς ὀρ­γῆς. ε γρ ἐ­χθροὶ ὄν­τες κα­τηλ­λά­γη­μεν τ Θε­ῷ δι­ὰ το θα­νά­του το υἱ­οῦ αὐ­τοῦ, πολ­λῷ μᾶλ­λον κα­ταλ­λα­γέν­τες σω­θη­σό­με­θα ν τ ζω­ῇ αὐ­τοῦ. 
                                         (Ρωμ. ε΄[5] 1 – 10)

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
1. ΕΙΡΗΝΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ
Στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς ἐ­ξη­γεῖ πῶς οἱ ἄν­θρω­ποι, ποὺ μὲ τὴν ἀ­πο­στα­σί­α μας εἴ­χα­με γί­νει ἐ­χθροὶ τοῦ Θε­οῦ, εἰ­ρη­νεύ­σα­με μα­ζί Του. Λέ­ει λοι­πὸν ὅ­τι τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ τὸ ἐ­πι­τέ­λε­σε ὁ Κύ­ριός μας. Αὐ­τὸς εἰ­ρή­νευ­σε ὅ­λους ἐ­μᾶς τοὺς ἀ­πο­στά­τες ἀν­θρώ­πους μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα μας. Μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του καὶ τὸ ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό του ἔρ­γο μᾶς χά­ρι­σε τὴ συγ­χώ­ρη­ση καὶ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Τώ­ρα πλέ­ον ὅ­σοι πι­στεύ­ου­με σ᾿ Αὐ­τὸν «εἰ­ρή­νην ἔ­χο­μεν πρὸς τὸν Θε­όν». Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος μᾶς ἔ­χει ἤ­δη ὁ­δη­γή­σει ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς ἐ­χθρό­τη­τος στὴν κα­τά­στα­ση τῆς χά­ρι­τος. Ὅ­σοι ζοῦ­με πλέ­ον σ᾿ αὐ­τὴν τὴν κα­τά­στα­ση δὲν τρέ­μου­με πλέ­ον, ὅ­πως οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, τὴν ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ. Ἀν­τί­θε­τα ἐ­πει­δὴ ζοῦ­με τὴν κοι­νω­νί­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καυ­χι­ό­μα­στε ἐλ­πί­ζον­τας ὅ­τι θὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με καὶ τὴ δό­ξα του. Καυ­χι­ό­μα­στε ἀ­κό­μη καὶ γιὰ τὶς θλί­ψεις μας· δι­ό­τι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι κά­θε θλί­ψη ποὺ ὑ­πο­μέ­νου­με καλ­λι­ερ­γεῖ σιγὰ - σιγὰ μέ­σα μας τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὴν κά­νει τέ­λεια. Κι ἔ­τσι ἡ ὑ­πο­μο­νὴ αὐ­τὴ θὰ μᾶς βο­η­θή­σει νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με δο­κι­μα­σμέ­νη ἀ­ρε­τή, κι αὐ­τὴ μὲ τὴ σει­ρά της θὰ μᾶς γε­μί­σει μὲ τὴν ἐλ­πί­δα στὸν Θε­ό. Καὶ ἡ ἐλ­πί­δα αὐ­τὴ δὲν θὰ μᾶς δι­α­ψεύ­σει πο­τέ.
Μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μὲς ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος μᾶς πε­ρι­γρά­φει τὴν ἀ­σύλ­λη­πτη ἀλ­λα­γὴ ποὺ ἔ­φε­ρε ὁ Κύ­ριός μας στὶς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων μὲ τὸν Θε­ό. Καὶ μᾶς ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας εἴ­χα­με γί­νει ἐ­χθροὶ τοῦ Θε­οῦ. Τυ­φλοὶ καὶ πα­ρά­λυ­τοι οὔ­τε εἴ­χα­με τὶς δυ­νά­μεις, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ ξέ­ρα­με τὸ δρό­μο νὰ πλη­σι­ά­σου­με κον­τά Του καὶ νὰ βροῦ­με τὴν εἰ­ρή­νη ποὺ ἀ­να­ζη­τού­σα­με. Μᾶς πῆ­ρε λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς καὶ μᾶς ἔ­φε­ρε κον­τὰ στὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα. Καὶ μᾶς χά­ρι­σε ὄ­χι μό­νο τὴν εἰ­ρή­νη μας μα­ζί Του ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς κοι­νω­νί­ας μα­ζί Του.
Τί ὅ­μως ση­μαί­νει εἰ­ρή­νευ­ση μὲ τὸν Θε­ό; Καὶ πῶς μπο­ροῦ­με νὰ ζή­σου­με τὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ σή­με­ρα; Ζοῦ­με τὴν εἰ­ρή­νευ­ση μὲ τὸν Θε­ό, ση­μαί­νει, ζοῦ­με ζω­ὴ με­τα­νοί­ας καὶ ἀ­γά­πης, ζοῦ­με μέ­σα στὴν κα­τά­στα­ση τῆς χά­ρι­τος. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­τυ­χί­α ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ ζή­σου­με, ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτη σχέ­ση μας μὲ τὸν Θε­ὸ τῆς ἀ­γά­πης. Αὐ­τὸ μᾶς πρό­σφε­ρε ὁ Χρι­στός: τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ζοῦ­με μέ­σα στὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, μιὰ χά­ρη ποὺ δὲν ἔ­χει ὅ­ρια. Καὶ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ζοῦ­με στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τή, τό­σο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πο­κτοῦ­με ἀ­νώ­τε­ρα βι­ώ­μα­τα. Ἡ κα­τά­στα­ση τῆς χά­ρι­τος εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κὰ μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ποὺ ἀρ­χί­ζει ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ καὶ συ­νε­χί­ζε­ται στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Εἶ­ναι μιὰ κα­τά­στα­ση ποὺ ζοῦ­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως με­τὰ ἀ­πὸ μί­α εἰ­λι­κρι­νὴ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἢ ἀ­πὸ τὴ βι­ω­μα­τι­κή μας συμ­με­το­χὴ στὴ θεί­α λα­τρεί­α καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὸ πο­τή­ριο τῆς ζω­ῆς. Γιὰ νὰ ζοῦ­με ὅ­μως μό­νι­μα μέ­σα μας αὐ­τὴν τὴν ἱ­ε­ρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς εἰ­ρη­νεύ­σε­ώς μας μὲ τὸν Θε­ό, χρει­ά­ζε­ται με­γά­λη προ­σο­χὴ καὶ ἀ­γώ­νας. Δι­ό­τι πο­λὺ εὔ­κο­λα μπο­ρεῖ νὰ τὴ χά­σου­με ὅ­ταν εἴ­μα­στε ἀ­με­λεῖς καὶ ρά­θυ­μοι καὶ ἐ­πα­νερ­χό­μα­στε εὔ­κο­λα στὶς πτώ­σεις μας. Ἂς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε λοι­πὸν γιὰ νὰ ζοῦ­με δια­ρκῶς τὴν εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν αἴ­σθη­ση τῆς χά­ρι­τός του.
2. Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πε­ρι­γρά­φει τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ἔ­δει­ξε σὲ μᾶς ὁ Θε­ός, λέ­ει, ἐκ­χύ­θη­κε καὶ πλημ­μύ­ρι­σε τὶς καρ­δι­ές μας: «Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἐκ­κέ­χυ­ται ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν». Καὶ εἶ­ναι μο­να­δι­κὴ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ μᾶς ἔ­δει­ξε ὁ Θε­ός. Δι­ό­τι ἐ­νῶ ἐ­μεῖς ἤ­μα­σταν πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­σθε­νεῖς, ὁ Χρι­στὸς πέ­θα­νε γιὰ νὰ σώ­σει ἐ­μᾶς τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὴ με­γά­λη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ· δι­ό­τι ἐ­νῶ μὲ πολ­λὴ δυ­σκο­λί­α μπο­ρεῖ νὰ βρε­θεῖ ἄν­θρω­πος νὰ πε­θά­νει γιὰ κά­ποι­ον δί­και­ο, ὁ Χρι­στὸς ὅ­μως δὲν πέ­θα­νε γιὰ κά­ποι­ους δί­και­ους, ἀλ­λὰ γιὰ μᾶς ποὺ ἤ­μα­σταν γε­μά­τοι ἁ­μαρ­τί­ες, γιὰ νὰ σω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὴν ὀρ­γὴ τῆς κο­λά­σε­ως.
Πό­σο πο­λὺ λοι­πὸν μᾶς ἀ­γά­πη­σε ὁ Χρι­στός; Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πα­ρο­μοιά­ζει τὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη του μὲ ἕ­να πο­τά­μι ἀ­στεί­ρευ­το ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει τὶς καρ­δι­ές μας· ἕ­να πο­τά­μι ποὺ ἐκ­χύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ὠ­κε­α­νὸ τῆς ἀ­γά­πης του στὶς καρ­δι­ές μας. Ἐκ­χύ­νε­ται σὰν μύ­ρο κά­νον­τας τὴν ψυ­χή μας νὰ εὐ­ω­διά­ζει. Ἐκ­χύ­νε­ται σὰν βρο­χὴ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ποὺ κα­θι­στᾶ τὴν ψυ­χή μας καρ­πο­φό­ρα. Καὶ σὲ ποι­οὺς ἐκ­χύ­νε­ται ἡ ἀ­γά­πη αὐ­τὴ τοῦ Θε­οῦ; Ἔ­χου­με σκε­φθεῖ πο­τὲ ποι­οὺς ἀ­γά­πη­σε ὁ Θε­ός; Ἐ­μᾶς ποὺ ἤ­μα­σταν ἀρ­νη­τὲς καὶ προ­δό­τες τῆς ἀ­γά­πης του. Δὲν ἔ­δει­ξε ὁ Θε­ὸς τὴν ἀ­γά­πη του σὲ φί­λους του ἀλ­λὰ σὲ μᾶς τοὺς ἐ­χθρούς του. Κι αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς δεί­χνει τὸ με­γα­λεῖ­ο της ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Γιὰ τέ­τοι­ους ἀ­πο­στά­τες θυ­σι­ά­στη­κε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρά­νιο θρό­νο του, ὅ­που κά­θι­σε μὲ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του, ὡς Μέ­γας Ἀρ­χι­ε­ρεὺς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἐκ­χέ­ει δια­ρκῶς τὴν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη χά­ρη τῆς ἀ­γά­πης του σὲ μᾶς τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ νὰ με­σι­τεύ­ει γιά μᾶς. Μᾶς προ­σφέ­ρει μί­α ἀ­γά­πη ποὺ δὲν θὰ μπο­ρέ­σου­με πο­τὲ νὰ τὴν κα­τα­νο­ή­σου­με. Σ᾿ ὅ­λη τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα θὰ προ­σπα­θοῦ­με νὰ τὴν ἐ­ξι­χνι­ά­σου­με καὶ θὰ λα­τρεύ­ου­με ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν Κύ­ριό μας. Κι ἂν αὐ­τὴν τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὴν ἐν­νο­ή­σου­με τώ­ρα, πῶς θὰ μπο­ρέ­σου­με κά­πως νὰ ὑ­πο­ψι­α­σθοῦ­με πό­ση ἀ­κό­μη ἀ­γά­πη θὰ μᾶς δεί­χνει ὁ Κύ­ριος στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα; Σ᾿ Αὐ­τὸν λοι­πὸν ποὺ μᾶς ἀ­γα­πᾶ ἄ­πει­ρα, ἂς ἀν­τι­προ­σφέ­ρου­με τὴ δι­κή μας φτω­χὴ ἀ­γά­πη· ἀ­γά­πη ὅ­μως ἔμ­πρα­κτη καὶ ἀ­λη­θι­νή.
 (Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. λύ­χνος το σώ­μα­τός ἐ­στιν ὁ ὀ­φθαλ­μός. ἐ­ὰν ον ὀ­φθαλ­μός σου ἁ­πλοῦς ᾖ, ὅ­λον τ σῶ­μά σου φω­τει­νὸν ἔ­σται· ἐ­ὰν δ ὀ­φθαλ­μός σου πο­νη­ρὸς , ὅ­λον τ σῶ­μά σου σκο­τει­νὸν ἔ­σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος ἐ­στί, τ σκό­τος πό­σον; Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λε­ύ­ειν· γρ τν ἕ­να μι­σή­σει κα τν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται κα το ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει· ο δύ­να­σθε Θε­ῷ δου­λε­ύ­ειν κα μα­μω­νᾷ. Δι­ὰ τοῦ­το λέ­γω ὑ­μῖν, μ με­ρι­μνᾶ­τε τ ψυ­χῇ ὑ­μῶν τ φά­γη­τε κα τ πί­η­τε, μη­δὲ τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν τ ἐν­δύ­ση­σθε· οὐ­χὶ ψυ­χὴ πλεῖ­όν ἐ­στιν τς τρο­φῆς κα τ σῶ­μα το ἐν­δύ­μα­τος; ἐμ­βλέ­ψα­τε ες τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­τι ο σπε­ί­ρου­σιν οὐ­δὲ θε­ρί­ζου­σιν οὐ­δὲ συ­νά­γου­σιν ες ἀ­πο­θή­κας, κα πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος τρέ­φει αὐ­τά· οχ ὑ­μεῖς μᾶλ­λον δι­α­φέ­ρε­τε αὐ­τῶν; τς δ ξ ὑ­μῶν με­ρι­μνῶν δύ­να­ται προ­σθεῖ­ναι ἐ­πὶ τν ἡ­λι­κί­αν αὐ­τοῦ πῆ­χυν ἕ­να; κα πε­ρὶ ἐν­δύ­μα­τος τ με­ρι­μνᾶ­τε; κα­τα­μά­θε­τε τ κρί­να το ἀ­γροῦ πς αὐ­ξά­νει· ο κο­πι­ᾷ οὐ­δὲ νή­θει· λέ­γω δ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δὲ Σο­λο­μὼν ν πά­σῃ τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ πε­ρι­ε­βά­λε­το ς ν το­ύ­των. Ε δ τν χόρ­τον το ἀ­γροῦ, σή­με­ρον ὄν­τα κα αὔ­ρι­ον ες κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, Θε­ὸς οὕ­τως ἀμ­φι­έν­νυ­σιν, ο πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑ­μᾶς, ὀ­λι­γό­πι­στοι; μ ον με­ρι­μνή­ση­τε λέ­γον­τες, τ φά­γω­μεν τ πί­ω­μεν τ πε­ρι­βα­λώ­με­θα; πάν­τα γρ ταῦ­τα τ ἔ­θνη ἐ­πι­ζη­τεῖ· οἶ­δε γρ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος ὅ­τι χρῄ­ζε­τε το­ύ­των ἁ­πάν­των. ζη­τεῖ­τε δ πρῶ­τον τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ κα τν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ, κα ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.         
   (Ματθ.στ΄[6] 22 – 33)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶπεν ὁ Κύριος. Τὸ λυχνάρι ποὺ δίνει φῶς στὸ σῶμα εἶναι τὸ μάτι· καὶ τὸ λυχνάρι ποὺ φωτίζει τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ νοῦς. Ἐὰν λοιπὸν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμάτο φῶς, σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου μάτι. Ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου, ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδιά σου δὲν ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπ' τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν προσκόλληση στὰ μάταια. Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένο καὶ τυφλωμένο, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι βυθισμένο στὸ σκοτάδι. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ σοῦ δόθηκε γιὰ νὰ σοῦ μεταδίδει φῶς γίνει σκοτάδι, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθισθεῖς; Κάτι ἀνάλογο θὰ συμβεῖ, ἐὰν καὶ ὁ νοῦς σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο. Σὲ πόσο ἠθικὸ σκοτάδι θὰ βυθισθεῖ τότε ἡ ψυχή σου! Μὴν ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτό σας μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ θησαυρίζει κανεὶς καὶ στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα νὰ εἶναι προσκολλημένος καὶ στὸ Θεό. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως δοῦλος σὲ δύο κυρίους. Διότι ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο, ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσει τὸν ἄλλο. Δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ, δηλαδὴ τοῦ πλούτου. Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτο γιὰ νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεό, ἢ θὰ προσκολληθεῖτε στὸν πλοῦτο καὶ θὰ περιφρονήσετε τότε τὸν Θεό. Ἡ καρδιά σας λοιπὸν πρέπει νὰ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω, κόψτε τὴ ρίζα τῆς πλεονεξίας· καὶ μὴ φροντίζετε μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιὰ τὴ ζωή σας τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τί ἔνδυμα θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ σᾶς ἔδωσε αὐτὰ τὰ ἀνώτερα, θὰ σᾶς δώσει καὶ τὰ κατώτερα, τὴν τροφὴ δηλαδὴ καὶ τὸ ἔνδυμα. Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ ποὺ πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ δεῖτε ὅτι αὐτὰ δὲν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε μαζεύουν τροφὲς σὲ ἀποθῆκες γιὰ τὸ χειμώνα ἢ τὸν καιρὸ τῆς στερήσεως. Κι ὅμως ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας τὰ τρέφει. Ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτά; Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε πόσο ἀνόητη καὶ ἀνίσχυρη εἶναι αὐτή σας ἡ μέριμνα, σᾶς ρωτῶ: Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ὁσοδήποτε κι ἂν φροντίσει, μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀνάστημά του ἕναν πήχη; Κανένας. Τί κατορθώνετε λοιπὸν μὲ τὴ μέριμνά σας; Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἔνδυμα γιατί κυριεύεσθε ἀπὸ ἀνήσυχη καὶ ἀγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρῆστε τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στὸν ἀγρό, μὲ ποιὸ τρόπο αὐξάνουν. Δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· κι ὅμως σᾶς λέω ὅτι οὔτε ὁ σοφὸς σὲ ἐπινοήσεις Σολομών, μὲ ὅλη τὴν ξακουσμένη βασιλική του μεγαλοπρέπεια καὶ τὴ λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη περιβολὴ καὶ ἐμφάνισή του, δὲν ντύθηκε μὲ ἔνδυμα τόσο ὡραῖο καὶ θαυμάσιο, ὅπως περιβάλλεται ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγριολούλουδα αὐτά. Κι ἂν ὁ Θεὸς ντύνει μὲ τόση μεγαλοπρέπεια τὰ ἀγριόχορτα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στὸν ἀγρὸ καὶ δὲν ἔχουν προορισμὸ νὰ ζήσουν αἰώνια, ὅπως ἐσεῖς, ἀλλὰ σήμερα ὑπάρχουν καὶ αὔριο ρίχνονται στὸ φοῦρνο ὡς καύσιμη ὕλη, δὲν θὰ φροντίσει πολὺ περισσότερο γιὰ σᾶς καὶ δὲν θὰ σᾶς δώσει ἔνδυμα, ὀλιγόπιστοι; Μὴν καταληφθεῖτε λοιπὸν ποτὲ ἀπὸ ἀγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: τί θὰ φᾶμε, ἢ τί θὰ πιοῦμε, ἢ μὲ ποιὸ ἔνδυμα θὰ ντυθοῦμε; Διότι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν ἐντελῶς τὰ οὐράνια ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀξία, ζητοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ μάταια καὶ φθαρτὰ ὡς τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα. Ἐσεῖς ὅμως μὴν ἀνησυχεῖτε γι' αὐτά, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ὄτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ συνεπῶς θὰ σᾶς τὰ δώσει. Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ποὺ ὁ Θεὸς σᾶς ζητᾶ ὡς ὅρο γιὰ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἀγαθὰ αὐτά. Καὶ τότε ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς δοθοῦν μαζὶ μ' ἐκεῖνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου