Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)
(3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018)





Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, οἱ ἃγιοι πάντες δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρού­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι. Τοι­γα­ροῦν κα ἡ­μεῖς, το­σοῦ­τον ἔ­χον­τες πε­ρι­κε­ί­με­νον ἡ­μῖν νέ­φος μαρ­τύ­ρων, ὄγ­κον ἀ­πο­θέ­με­νοι πάν­τα κα τν εὐ­πε­ρί­στα­τον ἁ­μαρ­τί­αν, δι' ὑ­πο­μο­νῆς τρέ­χω­μεν τν προ­κε­ί­με­νον ἡ­μῖν ἀ­γῶ­να, ἀ­φο­ρῶν­τες ες τν τς πί­στε­ως ἀρ­χη­γὸν κα τε­λει­ω­τὴν Ἰ­η­σοῦν.
(Ἑβρ.ια΄[11] 33 – ιβ΄[12] 2)

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ
1. ΠΟΣΟ ΑΞΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ
Ἡ ση­με­ρι­νὴ Κυ­ρια­κὴ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη σ᾿ ὅ­λους τοὺς Ἁ­γί­ους τῆς Πί­στε­ώς μας, γνω­στοὺς καὶ ἀ­γνώ­στους, ποὺ ἀ­γά­πη­σαν πο­λὺ τὸν Θε­ὸ καὶ ἔ­ζη­σαν σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μά του. Ἀ­μέ­τρη­τοι μά­λι­στα ἀπ᾿ αὐ­τοὺς ἔ­δω­σαν ἀ­κό­μη καὶ τὴ ζω­ή τους γιὰ τὴν πί­στη τους. Στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος κά­νει μί­α ἀ­να­φο­ρὰ στοὺς Ἁ­γί­ους τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης καὶ ἐ­ξυ­μνεῖ τὴν πί­στη τους. Ὅ­λοι αὐ­τοί, λέ­ει, ἔ­δει­ξαν με­γά­λη γεν­ναι­ό­τη­τα καὶ πέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός. Ἔ­φρα­ξαν τὰ στό­μα­τα τῶν λι­ον­τα­ρι­ῶν, ἔ­σβη­σαν τὴν κα­τα­στρε­πτι­κὴ δύ­να­μη τῆς φω­τιᾶς, δι­έ­φυ­γαν τὸν κίν­δυ­νο τῆς σφα­γῆς, πῆ­ραν δύ­να­μη καὶ θε­ρα­πεύ­θη­καν ἀ­πὸ ἀρ­ρώ­στι­ες· ἀ­να­δεί­χθη­καν ἀ­νί­κη­τοι στὸν πό­λε­μο, ἔ­τρε­ψαν σὲ φυ­γὴ τὶς ἐ­χθρι­κὲς πα­ρα­τά­ξεις καὶ τὰ πο­λυ­πλη­θὴ στρα­τεύ­μα­τά τους. Μὲ τὴν πί­στη στὴ δύ­να­μη τῶν ἀ­πε­σταλ­μέ­νων τοῦ Θε­οῦ Προ­φη­τῶν ὁ­ρι­σμέ­νες γυ­ναῖ­κες εἶ­δαν νὰ ἀ­να­σταί­νον­ται οἱ νε­κροὶ συγ­γε­νεῖς τους. Ἄλ­λοι ἐ­πί­σης βα­σα­νί­στη­καν σκλη­ρὰ μέ­χρι θα­νά­του, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χθη­καν νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη τους· κι ἄλ­λοι δο­κί­μα­σαν σκλη­ροὺς πει­ρα­σμούς, ἐμ­παιγ­μούς, μα­στι­γώ­σεις, φυ­λα­κί­σεις. Λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­σθη­καν, σφα­γι­ά­σθη­καν. Κι ἄλ­λοι πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰν με­τα­νά­στες ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ. Πε­ρι­πλα­νι­οῦν­ταν στὶς ἐ­ρη­μι­ές, στὰ βου­νὰ καὶ σὲ σπη­λι­ὲς τῆς γῆς. Ἔ­ζη­σαν μέ­σα σὲ στε­ρή­σεις, ὑ­πέ­φε­ραν θλί­ψεις καὶ κα­κο­πά­θει­ες. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­χουν ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δὲν ἀ­ξί­ζει ὅ­σο οἱ ἅ­γιοι αὐ­τοὶ ἄν­δρες, κι οὔ­τε μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μ᾿ αὐ­τούς. Καὶ ὅ­λοι αὐ­τοί, ἐ­νῶ ἔ­δει­ξαν τέ­τοι­α πί­στη μέ­χρι αὐ­το­θυ­σί­ας, δὲν πῆ­ραν ἀ­κό­μη τὴν ἀ­μοι­βή τους ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ἀλ­λὰ πε­ρι­μέ­νουν κι ἐ­μᾶς γιὰ νὰ ἀ­πο­λαύ­σουν μα­ζί μας τὴ δό­ξα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Καὶ νὰ σκε­φθεῖ κα­νεὶς ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἔ­χει ὑπ᾿ ὄ­ψιν του μό­νο τοὺς Ἁ­γί­ους τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Τί θὰ ἔ­λε­γε ἄ­ρα­γε γιὰ τοὺς Ἁ­γί­ους τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης; Τί θὰ ἔ­λε­γε γιὰ τὴν ἀ­ρε­τή τους, τὴν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη μαρ­τυ­ρί­α καὶ τὸ μαρ­τύ­ριό τους;
Πό­σο λοι­πὸν ἀ­ξί­ζουν οἱ Ἅ­γιοι; Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ κτί­ση μα­ζὶ μὲ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους της ἐ­ὰν ἀν­τι­πα­ρα­τε­θεῖ μπρο­στά τους, δὲν θὰ βρε­θεῖ κά­τι ποὺ νὰ ἀ­ξί­ζει ὅ­σο οἱ Ἅ­γιοι. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ σή­κω­σαν ἐ­πά­νω τους τὴν εὐ­θύ­νη γιὰ τὴν πο­ρεί­α ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Ἀ­πέ­δει­ξαν μὲ τὴ ζω­ή τους τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ, δό­ξα­σαν τὸν Θε­ὸ μὲ τὴ ζω­ή τους καὶ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τους. Αὐ­τοὶ ἔ­δει­ξαν στοὺς γύ­ρω τους πό­σο ψη­λὰ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὁ ἄν­θρω­πος, σὲ ποι­ὰ ὕ­ψη ἀ­ρε­τῆς καὶ αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως καὶ προ­σφο­ρᾶς μπο­ρεῖ νὰ ἀ­νέλ­θει.
Οἱ Ἅ­γιοι δὲν πέ­θα­ναν πο­τέ. Ζοῦν ἀ­νά­με­σά μας. Τοὺς αἰ­σθα­νό­μα­στε ὁ­λο­ζών­τα­νους νὰ πρε­σβεύ­ουν γιά μᾶς. Νὰ δέ­ον­ται γιὰ τὸν κό­σμο μας. Νὰ μᾶς με­ταγ­γί­ζουν τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τοὺς ὁ Θε­ὸς δὲν κα­τα­στρέ­φει τὸν κό­σμο. Γι᾿ αὐ­τοὺς δὲν ἐγ­κα­τα­λεί­πει καὶ ὅ­λους ἐ­μᾶς ποὺ πα­ρα­βαί­νου­με τό­σο εὔ­κο­λα τὸ θέ­λη­μά του. Ἂς ἐ­κτι­μή­σου­με λοι­πὸν τὴν ἀ­ξί­α τους. Ἂς γνω­ρί­σου­με τὴ ζω­ή τους κι ἂς μι­μη­θοῦ­με τὸ ἅ­γιο πα­ρά­δειγ­μά τους.
2. ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς κα­λεῖ νὰ ἐμ­πνευ­στοῦ­με ἀ­πό τους Ἁ­γί­ους μας. Ἔ­χον­τας, λέ­ει, κι ἐ­μεῖς τρι­γύ­ρω μας ἕ­να τό­σο με­γά­λο σύν­νε­φο μαρ­τύ­ρων τῆς πί­στε­ως, ἂς πε­τά­ξου­με ἀ­πὸ πά­νω μας κά­θε φορ­τί­ο βι­ο­τι­κῶν φρον­τί­δων, καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἁ­μαρ­τί­α, στὴν ὁ­ποί­α εὔ­κο­λα κα­νεὶς πα­ρα­σύ­ρε­ται. Κι ἂς τρέ­χου­με μὲ ὑ­πο­μο­νὴ στὸν ἀ­γώ­να ποὺ προ­βάλ­λει ἐμ­πρός μας. Καὶ που­θε­νὰ ἀλ­λοῦ ἂς μὴ στρέ­φου­με τὰ βλέμ­μα­τά μας πα­ρὰ μό­νο στὸν Κύ­ριό μας, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς πί­στε­ώς μας καὶ μᾶς τε­λει­ο­ποι­εῖ σ᾿ αὐ­τήν. Αὐ­τὸς γιὰ τὴ χα­ρὰ ποὺ εἶ­χε μπρο­στά του καὶ θὰ δο­κί­μα­ζε, ὅ­ταν μὲ τὸ πά­θη­μά του θὰ ἔ­σω­ζε πολ­λούς, ὑ­πέ­μει­νε σταυ­ρι­κὸ θά­να­το καὶ πε­ρι­φρό­νη­σε τὴ ντρο­πὴ καὶ τὴν ἀ­τί­μω­ση τοῦ θα­νά­του αὐ­τοῦ. Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἔ­χει κα­θί­σει τώ­ρα ἔν­δο­ξος στὰ δε­ξιὰ τοῦ θρό­νου τοῦ Θε­οῦ.
Ἀ­γώ­νας δρό­μου λοι­πὸν εἶ­ναι ἡ ζω­ή μας. Σ᾿ αὐ­τὸν τὸν ἀ­γώ­να, μᾶς λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, πρέ­πει νὰ τρέ­χου­με μὲ ὑ­πο­μο­νή. Δι­ό­τι ὁ ἀ­γώ­νας τῆς ζω­ῆς μας ἔ­χει φορ­τί­α δυ­σβά­στα­κτα, βά­σα­να καὶ προ­βλή­μα­τα. Κα­θη­με­ρι­νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με ἀρ­ρώ­στι­ες, οἰ­κο­νο­μι­κὲς δυ­σκο­λί­ες, πει­ρα­σμοὺς· κά­πο­τε καὶ ἀ­δι­κί­ες καὶ συ­κο­φαν­τί­ες ποὺ τραυ­μα­τί­ζουν βα­θιὰ τὴν ψυ­χή μας. Σ᾿ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς δύ­σκο­λες ὧ­ρες λοι­πὸν ἂς στρέ­φου­με τὸ νοῦ μας στὸν ἀρ­χη­γὸ τῆς πί­στε­ώς μας, τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ποὺ τό­σα ὑ­πέ­φε­ρε γιά μᾶς. Πό­σο πό­νε­σε γιὰ μᾶς ὁ Ἅ­γιος τῶν ἁ­γί­ων! Ἔ­τρε­ξε πο­τά­μι τὸ πα­νά­χραν­το αἷ­μα του ἀ­πὸ τὶς πλη­γὲς ποὺ τοῦ ἄ­νοι­ξαν οἱ σταυ­ρω­τές του. Μὲ πό­ση ὅ­μως ὑ­πο­μο­νὴ ὑ­πέ­μει­νε τὰ τό­σο σκλη­ρὰ Πά­θη του! Κα­νεὶς δὲν βα­σα­νί­σθη­κε τό­σο πο­λὺ ὅ­σο ὁ Χρι­στός μας. Ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι τῆς πί­στε­ώς μας ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Σή­κω­σαν βα­ρύ­τα­το φορ­τί­ο πό­νου καὶ δο­κι­μα­σι­ῶν.
Μή­πως λοι­πὸν ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε κα­λύ­τε­ροι ἀπ᾿ αὐ­τοὺς γιὰ νὰ μὴν ἔ­χου­με δο­κι­μα­σί­ες; Ἐ­κεῖ­νοι ἅ­γιοι, ἐ­μεῖς ἁ­μαρ­τω­λοί. Ἐ­κεῖ­νοι ὑ­πέ­φε­ραν τὰ πάν­τα, κι ἐ­μεῖς ἐ­λά­χι­στα. Ἂς βλέ­που­με λοι­πὸν τὸ δι­κό τους πα­ρά­δειγ­μα, καὶ προ­παν­τὸς τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας, κι ἂς μά­θου­με κι ἐ­μεῖς νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ στὸ δι­κό μας ἀ­γώ­να. Νὰ ση­κώ­νου­με ἀ­γόγ­γυ­στα τὶς δο­κι­μα­σί­ες μας μὲ προ­θυ­μί­α καὶ πί­στη, μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἐλ­πί­δα. Γιὰ νὰ κα­θί­σου­με κά­πο­τε κι ἐ­μεῖς μα­ζὶ μὲ τὸν Κύ­ριο στὸν ἔν­δο­ξο θε­ϊ­κό του θρό­νο πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι στὸ φῶς καὶ στὴ δό­ξα του. 
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)
   
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Επεν Κύριος τος αυτο μαθητας. Πς ον ­στις ­μο­λο­γ­σει ν ­μο μ­προ­σθεν τν ν­θρ­πων, ­μο­λο­γ­σω κ­γ ν α­τ μ­προ­σθεν το πα­τρς μου το ν ο­ρα­νος· ­στις δ' ν ρ­ν­ση­τα με μ­προ­σθεν τν ν­θρ­πων, ρ­ν­σο­μαι α­τν κ­γ μ­προ­σθεν το πα­τρς μου το ν ο­ρα­νος. φι­λν πα­τ­ρα μη­τ­ρα ­πρ ­μ οκ ­στι μου ­ξι­ος· κα φι­λν υ­ν θυ­γα­τ­ρα ­πρ ­μ οκ ­στι μου ­ξι­ος· κα ς ο λαμ­β­νει τν σταυ­ρν α­το κα ­κο­λου­θε ­π­σω μου, οκ ­στι μου ­ξι­ος. Ττε ­πο­κρι­θες Πτρος ε­πεν α­τ· ­δο ­μες ­φ­κα­μεν πν­τα κα ­κο­λου­θ­σα­μν σοι· τ ­ρα ­σται ­μν; δ ­η­σος ε­πεν α­τος· ­μν λ­γω ­μν ­τι ­μες ο ­κο­λου­θ­σαν­τς μοι, ν τ πα­λιγ­γε­νε­σ­, ­ταν κα­θ­σ υ­ς το ν­θρ­που ­π θρ­νου δ­ξης α­το, κα­θ­σε­σθε κα ­μες ­π δ­δε­κα θρ­νους κρ­νον­τες τς δ­δε­κα φυ­λς το σ­ρα­λ. κα πς ς ­φ­κεν ο­κ­ας ­δελ­φος ­δελ­φς πα­τ­ρα μη­τ­ρα γυ­να­­κα τ­κνα ­γρος ­νε­κεν το ὀ­νό­μα­τός μου, ἑ­κα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λή­ψε­ται κα ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σει. Πολ­λοὶ δ ἔ­σον­ται πρῶ­τοι ἔ­σχα­τοι κα ἔ­σχα­τοι πρῶ­τοι. 
                 (Ματθ.ι΄[10] 32 – 33, 37 – 38, ιθ΄[19] 27 – 30)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πε Κύ­ριος στούς μα­θη­τές του. Κα­θέ­νας πού θὰ μὲ ὁ­μο­λο­γή­σει ὡς Σω­τή­ρα του καὶ Θε­ὸ του μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους πού κα­τα­δι­ώ­κουν τὴν πί­στη μου, θὰ τὸν ὁ­μο­λο­γή­σω κι ἐ­γώ ὡς δι­κό μου πι­στὸ μπρο­στὰ στὸν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού θὰ μὲ ἀρ­νη­θεῖ ὡς Θε­άν­θρω­πο Σω­τή­ρα μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους, αὐ­τὸν θὰ τὸν ἀρ­νη­θῶ κι ἐ­γώ καὶ δὲν θὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σω ὡς δι­κό μου μπρο­στὰ στὸν Πα­τέ­ρα μου πού εἶ­ναι στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ­νος πού ἀ­γα­πᾶ τὸν πα­τέ­ρα του ἢ τὴ μη­τέ­ρα του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μέ­να, καὶ μὲ ἀρ­νεῖ­ται γιὰ νὰ μὴ χω­ρι­σθεῖ ἀ­πό τους γο­νεῖς του, δὲν ἀ­ξί­ζει γιὰ μέ­να. Κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ τὸ γιό του ἢ τὴν κό­ρη του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μέ­να, δὲν εἶ­ναι ἄ­ξιος νὰ λέ­γε­ται μα­θη­τής μου. Κι ἐ­κεῖ­νος που δὲν παίρ­νει τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ ὑ­πο­στεῖ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το καὶ δὲν ἀ­κο­λου­θεῖ πί­σω μου μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή, δὲν μι­μεῖ­ται δη­λα­δὴ σὲ ὅ­λα τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου, δὲν ἀ­ξί­ζει γιὰ μέ­να. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Νά, ἐ­μεῖς ὅ­λα τὰ ἀ­φή­σα­με καὶ σὲ ἀ­κο­λου­θή­σα­με. Τί ἄ­ρα­γε θὰ μᾶς δο­θεῖ ὡς ἀ­μοι­βή; Κι ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς εἶ­πε: Ἀ­λη­θι­νά σᾶς λέ­ω ὅ­τι ἐ­σεῖς πού μὲ ἀ­κο­λου­θή­σα­τε, ὅ­ταν ξα­να­γεν­νη­θεῖ ὁ κό­σμος καὶ θὰ ἔ­χει συν­τε­λε­σθεῖ ἡ ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, ὁπό­τε θὰ  κα­θί­σει ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἄν­θρω­που σὲ θρό­νο λαμ­πρό, ἀν­τά­ξιο τῆς δό­ξας του, θὰ κα­θί­σε­τε κι ἐ­σεῖς σὲ δώ­δε­κα θρό­νους δι­κά­ζον­τας τὶς δώ­δε­κα φυ­λὲς το­ῦ Ἰσ­ρα­ήλ. Καὶ κα­θέ­νας πού ἄ­φη­σε σπί­τια ἢ ἀ­δελ­φοὺς ἢ ἀ­δελ­φὲς ἢ πα­τέ­ρα ἢ μη­τέ­ρα ἢ γυ­ναῖ­κα ἢ παι­διὰ ἢ χω­ρά­φια γιὰ νὰ μεί­νει ἑ­νω­μέ­νος καὶ νὰ μὴ χω­ρι­σθεῖ ἀ­πὸ μέ­να, θὰ πά­ρει ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρα σ' αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σει καὶ τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Πολ­λοὶ μά­λι­στα πού εἶ­ναι στὸν κό­σμο αὐ­τὸ πρῶ­τοι, θὰ εἶ­ναι στὸν ἄλ­λο κό­σμο τε­λευ­ταῖ­οι, καὶ πολ­λοὶ τε­λευ­ταῖ­οι θὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ πρῶ­τοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου