Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΑΣ

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(28 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021)

(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐκλεί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι' ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.

                           (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

   Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στή­ρι­ξες τὴ γῆ καὶ τὴν ἑ­δραί­ω­σες μέ­σα στὸ οὐ­ρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, καὶ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν σου εἶ­ναι οἱ οὐ­ρα­νοί. Αὐ­τοὶ θὰ χά­σουν τὸ ση­με­ρι­νό τους σχῆ­μα καὶ θὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθοῦν. Ἐ­σὺ ὅ­μως πα­ρα­μέ­νεις ἀ­ναλ­λοί­ω­τος καὶ ἀ­με­τά­βλη­τος. Κι ὅ­λος ὁ κό­σμος θὰ πα­λι­ώ­σει σὰν ἕ­να ἔν­δυ­μα, κι ἐ­σύ θὰ τὸν πε­ρι­στρέ­ψεις καὶ θὰ τὸν πε­ρι­τυ­λί­ξεις σὰν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ροῦ­χο πού φο­ροῦν οἱ ἄν­θρω­ποι· θὰ ἀλ­λά­ξει λοι­πὸν καὶ θὰ γί­νει και­νούρ­γιος. Ἐ­σύ ὅ­μως εἶ­σαι πάν­το­τε ὁ ἴ­διος, καὶ τὰ ἔ­τη σου θὰ εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τα. Σὲ ποι­ὸν ἄλ­λω­στε ἀ­πό τους ἀγ­γέ­λους ἔ­χει πεῖ πο­τὲ ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας· κά­θι­σε τώ­ρα με­τά τὴν Ἀ­νά­λη­ψή σου στὰ δε­ξιά μου, ὡ­σό­του ὑ­πο­τά­ξω τους ἐ­χθρούς σου βά­ζον­τάς τους κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια σου ὡς ὑ­πο­πό­διο πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πα­τᾶς, γιὰ νὰ ἔ­χεις αἰ­ω­νί­ως ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­τη τὴν ἐ­ξου­σί­α; Σὲ κα­νέ­ναν. Δὲν εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ ἄγ­γε­λοι ὑ­πη­ρε­τι­κὰ πνεύ­μα­τα, πού ἐ­νερ­γοῦν ὄ­χι ἀ­πὸ δι­κή τους πρω­το­βου­λί­α, ἀλ­λά ἀ­πο­στέλ­λον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν ἐ­κεί­νους πού πρό­κει­ται νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ὁ Υἱ­ός λοι­πὸν εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τοὺς ἀγ­γέ­λους. Γι' αὐ­τὸ κι ἐ­μεῖς πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο σ' ἐ­κεῖ­να πού ἀ­κού­σα­με μέ τὸ κή­ρυγ­μα, δι­ό­τι ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι λό­γοι τοῦ Υἱ­οῦ καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων του. Εἶ­ναι ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ προ­σέ­χου­με, μή­πως ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­α μᾶς συμ­βεῖ νὰ πα­ρα­συρ­θοῦ­με καὶ πέ­σου­με ἔ­ξω. Κι ἀ­λί­μο­νό μας ἂν πέ­σου­με ἔ­ξω. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ὁ νό­μος πού ἀ­νήγ­γει­λε ὁ Θε­ὸς στὸ Μω­υ­σῆ δι­α­μέ­σου ἀγ­γέ­λων ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἔγ­κυ­ρος καὶ ἰ­σχυ­ρός, καὶ κά­θε πα­ρά­βα­σή του καί πα­ρα­κο­ή τι­μω­ρή­θη­κε δί­και­α μὲ τὴν ἀ­νά­λο­γη τι­μω­ρί­α, πῶς ἐ­μεῖς θὰ ξε­φύ­γου­με τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­ὰν ἀ­με­λή­σου­με μιὰ τό­σο με­γά­λη καὶ σπου­δαί­α σω­τη­ρί­α; Τὴ σω­τη­ρί­α αὐ­τὴ δὲν μᾶς τὴν γνω­στο­ποί­η­σαν κά­ποι­οι ἄγ­γε­λοι, ὅ­πως ἔ­γι­νε στὸ νό­μο, ἀλ­λά ἀ­φοῦ ἄρ­χι­σε νὰ τὴν κη­ρύτ­τει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, μᾶς τὴν πα­ρέ­δω­σαν ὡς ἀ­λη­θι­νή καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στη οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι πού τὴν ἄ­κου­σαν κα­τευ­θεί­αν ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­ας (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κρά­βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν.              

                           (Μάρκ. β΄[2] 1 - 12)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Μὲ πό­θο, πί­στη καὶ ἐλ­πί­δα ἔ­σπευ­δαν οἱ τέσ­σε­ρις συ­νο­δοὶ τοῦ πα­ρα­λύ­του πρὸς τὴν οἰ­κί­α, ὅ­που «ἠ­κού­σθη» ὅ­τι βρι­σκό­ταν ὁ Κύ­ριος. Ἤ­θε­λαν ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ φθά­σουν κον­τά Του καὶ νὰ Τοῦ πα­ρου­σιά­σουν τὸ ἔμ­ψυ­χο φορ­τί­ο τους, ὥ­στε Ἐ­κεῖ­νος νὰ χα­ρί­σει στὰ νε­κρω­μέ­να μέ­λη καὶ πά­λιν κί­νη­ση καὶ ζω­ή.

Πλη­σι­ά­ζον­τας ὅ­μως δια­πί­στω­σαν ὅ­τι τὸ σπί­τι ἦ­ταν κα­τά­με­στο. Κό­σμος πο­λὺς εἶ­χε προ­στρέ­ξει καὶ ἄ­κου­ε τὸν θεῖ­ο λό­γο. Ἀ­δύ­να­τον νὰ πε­ρά­σει κα­νείς. Ὁ δρό­μος ἦ­ταν κλει­σμέ­νος. Τὸ ἐμ­πό­διο ἀ­νυ­πέρ­βλη­το.

Ἐν τού­τοις οἱ πι­στοὶ ἐ­κεῖ­νοι ἄν­θρω­ποι, πα­ρα­κι­νού­με­νοι προ­φα­νῶς καὶ ἀ­πὸ τοῦ πα­ρά­λυ­του τὸ πο­νε­μέ­νο βλέμ­μα, ἔ­κα­μαν τὰ ἀ­δύ­να­τα δυ­να­τά. «Ἀ­πε­στέ­γα­σαν τὴν στέ­γην»! Καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, μὲ πο­λὺ κό­πο καὶ προ­σο­χὴ «χα­λῶ­σι τὸν κρά­βατ­τον», κα­τέ­βα­σαν τὸ κρεβ­βά­τι μὲ τὸν πα­ρά­λυ­το σι­γὰ - σι­γὰ μέ­χρι τὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου.

Θαυ­μά­ζου­με ὅ­λοι τὴν ἐ­πι­νο­η­τι­κό­τη­τά τους, ἀλ­λὰ καὶ τὴν προ­σπά­θεια καὶ τὴν ἐ­πι­μο­νὴ καὶ τὴν τόλ­μη. Ὅ­ταν θέ­λει κα­νεὶς πραγ­μα­τι­κά, ὅ­λα τὰ κα­τορ­θώ­νει.

Μὴ δι­και­ο­λο­γοῦ­με, λοι­πόν, τὸν ἑ­αυ­τό μας, ὥ­στε νὰ ἀ­δρα­νεῖ σὲ πε­ρι­πτώ­σεις φι­λαν­θρω­πί­ας καὶ ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως δο­κι­μα­ζό­με­νων ἀ­δελ­φῶν. Δυ­σκο­λί­ες καὶ ἐμ­πό­δια πάν­τα θὰ πα­ρεμ­βάλ­λον­ται στὴν προ­σπά­θειά μας νὰ κά­νου­με τὸ κα­λό. Ἀ­φορ­μὲς ν᾿ ἀ­πο­γο­η­τευ­θοῦ­με καὶ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τὶς εὐ­γε­νεῖς ἀ­πο­φά­σεις μας, πάν­τα θὰ πα­ρου­σιά­ζει μπρο­στὰ μας ὁ ἐ­χθρὸς κά­θε κα­λοῦ, ὁ Δι­ά­βο­λος. Οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση, ἔλ­λει­ψη χρό­νου, πα­ρα­νο­ή­σεις καὶ σχό­λια τοῦ κό­σμου, ἀ­χα­ρι­στί­α τῶν εὐ­ερ­γε­τη­μέ­νων...

Ὅ­ταν ὅ­μως ἡ ψυ­χὴ φλέ­γε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη, ὅ­ταν ἀ­πο­βλέ­πει μὲ πό­θο στὴν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νη Ἀ­γά­πη, ἀ­πὸ τί­πο­τε δὲν ἀ­να­χαι­τί­ζε­ται. Ἐρ­γά­ζε­ται μὲ ἐ­πι­μέ­λεια καὶ στα­θε­ρὰ τὴν ἔμ­πρα­κτη χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη.

2. Δὲν ἀ­να­φέ­ρει τὸ ἱ­ε­ρὸ Κεί­με­νο, ἐ­ὰν οἱ τέσ­σε­ρεις συ­νο­δοὶ τοῦ πα­ρά­λυ­του φώ­να­ξαν ἀ­πὸ τὸ ἄ­νοιγ­μα τῆς στέ­γης καὶ πα­ρα­κά­λε­σαν γιὰ θε­ρα­πεί­α. Οὔ­τε ἐ­ὰν ὁ ἴ­διος ὁ πα­ρα­λυ­τι­κὸς ψέλ­λι­σε ἀ­νά­λο­γη ἱ­κε­σί­α. Τὸ πράγ­μα ἦ­το τό­σο φα­νε­ρό. Μι­λοῦ­σε μό­νο του. Μπρο­στὰ στὸν Φι­λάν­θρω­πο ρί­χτη­κε ἕ­νας δυ­στυ­χὴς πα­ρά­λυ­τος. Τί ἄλ­λο πε­ρί­με­νε πα­ρὰ τὴν ἴα­ση;

Ἐν τού­τοις ὁ Κύ­ριος πα­ρέ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὴ εὐ­λο­γί­α καὶ δω­ρε­άν. «Τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τί­αι σου», λέ­γει. Καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ με­τα­θέ­τει τὸ κέν­τρο βά­ρους ἀλ­λοῦ. Στὴν κα­θαυ­τὸ ἀ­σθέ­νεια, ποὺ βα­σα­νί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Στὴν ἀ­σθέ­νεια τῆς ψυ­χῆς, ποὺ αὐ­τὴ συ­χνὰ εὐ­θύ­νε­ται καὶ γιὰ τοῦ σώ­μα­τος τὴν κα­κο­πά­θεια.

Ἀ­λή­θεια, πό­σο εὐ­αί­σθη­τοι εἴ­μα­στε, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιὰ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώ­μα­τός μας, καὶ πό­σο ἀ­με­λεῖς γιὰ τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς! Στὶς σω­μα­τι­κὲς ἀ­σθέ­νει­ές μας συ­χνὰ καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α προ­στρέ­χου­με καὶ ἐ­πι­κα­λού­μα­στε τοὺς θαυ­μα­τουρ­γοὺς Ἁ­γί­ους, καὶ λαμ­βά­νου­με θε­ρα­πεί­α σω­μα­τι­κή, χω­ρὶς νὰ ζη­τή­σου­με ὅ­μως τὸ μέ­γι­στο, ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τὴν ἄ­φε­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν. Τῆς ψυ­χῆς τὴν εὐ­ε­ξί­α καὶ τὴν εἰ­ρή­νη.

Καὶ τοῦ­το, λοι­πόν, καὶ ἐ­κεῖ­νο νὰ ζη­τοῦ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Πρῶ­τα νὰ ἱ­κε­τεύ­ου­με γιὰ τῆς ψυ­χῆς μας τὰ ἀ­σθε­νή­μα­τα καὶ τὶς ἀ­νάγ­κες. Πρῶ­τα νὰ ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σου­με «τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ». Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τό, καὶ ἡ ὑ­γεί­α τοῦ σώ­μα­τος καὶ ὅ­λα, ὅ­σα τὴν ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν, «προ­στε­θή­σε­ται ἡ­μῖν».

3. Οἱ γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ἦ­ταν πα­ρόν­τες, δυ­σφό­ρη­σαν, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὸν Κύ­ριο νὰ πα­ρέ­χει ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν. Ἐ­πει­δὴ δὲν Τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν ὡς Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ, δὲν πα­ρα­δέ­χον­ταν ὅ­τι εἶ­χε τέ­τοι­α ἐ­ξου­σί­α. Γι᾿ αὐ­τὸ μέ­σα τους γόγ­γυ­ζαν καὶ μὲ τὸν λο­γι­σμό τους κα­τά­κρι­ναν τὸν Ἀ­να­μάρ­τη­το.

Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως μὲ πολ­λὴ ὑ­πο­μο­νὴ τοὺς ἔ­δω­κε πολ­λα­πλὴ πι­στο­ποί­η­ση τῆς θεί­ας φύ­σε­ώς Του. Ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι ἔ­χει ὄν­τως ἐ­ξου­σί­α ἐ­πὶ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των. Χά­ρι­σε τὴν ὑ­γεί­α στὸν πα­ρά­λυ­το, (ποὺ αὐ­τοὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σαν ἀ­δύ­να­το, ἀ­πε­κά­λυ­ψε δὲ καὶ τοὺς σκο­τει­νοὺς λο­γι­σμούς τους. Ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νὰ φαν­τα­σθεῖ τί ρί­γος καὶ φό­βος κα­τέ­λα­βε τοὺς γραμ­μα­τεῖς, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὴν ἐ­ρώ­τη­ση: «τί ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν;»

Ἐ­μεῖς ὅ­μως τὸ πι­στεύ­ο­με καὶ τὸ δι­α­κη­ρύσ­σου­με ὅ­τι ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι «ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος». Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι βλέ­πει Ἐ­κεῖ­νος κα­θα­ρὰ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ψυ­χῆς μας καὶ ἀ­παι­τεῖ ὄ­χι μό­νο οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις μας, ἀλ­λὰ καὶ τὸ βά­θος μας νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ ἅ­γιο θέ­λη­μά Του.

Κα­τὰ συ­νέ­πεια, πο­τὲ δὲν πρέ­πει νὰ ὑ­πο­πέ­σου­με στὴν ψευ­δαί­σθη­ση, ὅ­τι «κά­τι» ἀ­νε­πι­θύ­μη­το σ᾿ Ἐ­κεῖ­νον μπο­ροῦ­με νὰ Τὸ κρύ­ψου­με ἀ­πὸ Ἐ­κεῖ­νον μέ­σα μας. Πο­τὲ δὲν νο­εῖ­ται νὰ καλ­λι­ερ­γοῦ­με σκέ­ψεις ρυ­πα­ρές, λο­γι­σμοὺς κα­τά­κρι­σης, μο­χθη­ρί­ας, ἐκ­δι­κη­τι­κό­τη­τας, ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ αἰ­σθή­μα­τα ἀ­πρε­πῆ, σχέ­δια δό­λια καὶ πα­ρά­νο­μα, ὑ­πο­λο­γι­σμοὺς κα­κούς. Ὅ­λα αὐ­τὰ Ἐ­κεῖ­νος τὰ ἀ­πο­δο­κι­μά­ζει. Γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μὴ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ἐ­ρω­τή­σει: «τί ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε;» Καί, ὁ­πωσ­δή­πο­τε τό­τε, κα­τὰ τὸν και­ρὸ τῆς δι­και­ο­κρι­σί­ας Του, «φω­τί­σει τὰ κρυ­πτὰ τοῦ σκό­τους καὶ φα­νε­ρώ­σει τὰς βου­λὰς τῶν καρ­δι­ῶν» (Α' Κορ. δ΄[4] 5). Θὰ ζη­τή­σει λό­γο καὶ γι᾿ αὐ­τὲς τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς κα­τα­στά­σεις τῆς ψυ­χῆς.

Πό­ση θὰ εἶ­ναι ἡ χα­ρά μας καὶ ὁ ἔ­παι­νος καὶ ἡ δό­ξα, ὅ­ταν ὁ «κρυ­πτὸς τῆς καρ­δί­ας ἄν­θρω­πος» (Α΄ Πέ­τρ. γ'[3] 4) ἀ­πο­δει­χθεῖ δια­υγής, ἐ­ξα­γι­α­σμέ­νος, θε­ο­φι­λής! Ἂς τὸ ἐ­πι­δι­ώ­ξου­με, λοι­πόν.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου