Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

Α΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

(21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  

Ἀ­δελ­φοί, πί­στει Μω­ϋσῆς μέ­γας γε­νό­με­νος ἠρ­νή­σα­το λέ­γε­σθαι υἱ­ὸς θυ­γα­τρὸς Φα­ραώ, μᾶλ­λον ἑ­λό­με­νος συγ­κα­κου­χεῖ­σθαι τ λα­ῷ το Θε­οῦ πρό­σκαι­ρον ἔ­χειν ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­πό­λαυ­σιν,  με­ί­ζο­να πλοῦ­τον ἡ­γη­σά­με­νος τν Αἰ­γύ­πτου θη­σαυ­ρῶν τν ὀ­νει­δι­σμὸν το Χρι­στοῦ, ἀ­πέ­βλε­πεν γρ ες τν μι­σθα­πο­δο­σί­αν. Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γού­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χού­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λαί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.           

               (Ἑβρ. ια΄[11] 24–26, 32-40)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί,ἐ­ξαι­τί­ας τῆς πί­στε­ώς του ὁ Μω­ϋ­σῆς, ὅ­ταν με­γά­λω­σε κι ἔ­γι­νε ἄν­δρας, ἀρ­νή­θη­κε νὰ ὀ­νο­μά­ζε­ται βα­σι­λό­που­λο, γιὸς τῆς κό­ρης το­ῦ Φα­ρα­ὼ· θε­ώ­ρη­σε κα­λύ­τε­ρο καὶ προ­τί­μη­σε νὰ κα­κο­πα­θεῖ μα­ζὶ μὲ τὸν λα­ὸ τοῦ Θεοῦ, πα­ρὰ νὰ ἔ­χει τὶς πρό­σκαι­ρες ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, νὰ ζεῖ δη­λα­δὴ ἄ­νε­τα καὶ μὲ τι­μὲς ὡς Αἰ­γύ­πτιος ἄρ­χον­τας μὲ τοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες πού κα­τα­πί­ε­ζαν τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Θε­ώ­ρη­σε με­γα­λύ­τε­ρο πλοῦ­το ἀ­πό τούς θη­σαυ­ροὺς καὶ τὰ ἀγαθά τῆς Αἰγύπτου τὶς πε­ρι­φρο­νή­σεις πού ἔμοιαζαν μὲ τὸν ὀ­νει­δι­σμὸ καὶ τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση πού ἀρ­γό­τε­ρα θὰ ὑ­πέ­με­νε ὁ Χρι­στός. Κι αὐτά ὅ­λα δι­ό­τι εἶ­χε καρ­φω­μέ­να τὰ μά­τια του στὶς οὐ­ρά­νι­ες ἀν­τα­μοι­βές. Καὶ τί ἀ­κό­μη νὰ λέ­ω καὶ νὰ δι­η­γοῦ­μαι; Πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σω, δι­ό­τι δὲν θὰ μοῦ φτάσει ὁ χρό­νος νὰ διηγοῦμαι γιά τόν Γεδεών καὶ τὸν Βα­ράκ, τὸν Σαμ­ψών καὶ τὸν Ἰεφθάε, γιὰ τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Σα­μου­ὴλ καὶ τούς προ­φῆ­τες. Αὐτοί, ἐ­πει­δὴ εἶ­χαν πί­στη, κα­τα­πο­λέ­μη­σαν καὶ ὑπέταξαν βα­σί­λεια, κυ­βέρ­νη­σαν τὸν λα­ὸ μὲ δι­και­ο­σύ­νη, πέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων πού τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λι­ον­τα­ρι­ῶν, ὅ­πως ὁ Δα­νι­ήλ, ἔ­σβη­σαν τὴν κα­τα­στρε­πτι­κὴ δύ­να­μη τῆς φω­τιᾶς, δι­έ­φυ­γαν τὸν κίν­δυ­νο τῆς σφα­γῆς, πῆ­ραν δύ­να­μη κι ἔ­γι­ναν κα­λὰ ἀ­πὸ ἀρρώστιες, ἀ­να­δεί­χθη­καν ἰ­σχυ­ροὶ καί ἀ­νί­κη­τοι στὸν πό­λε­μο, ἔ­τρε­ψαν σὲ φυ­γὴ τὶς ἐχθρικές πα­ρα­τά­ξεις καὶ τὰ πο­λυ­πλη­θῆ στρα­τεύ­μα­τά τους. Μὲ τὴν πί­στη πού εἶ­χαν στὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ δύ­να­μη τῶν προ­φη­τῶν οἱ γυ­ναῖ­κες πού ἀ­να­φέ­ρει ἡ Πα­λαι­ὰ Διαθήκη ξα­να­πῆ­ραν πί­σω ζων­τα­νὰ τὰ νε­κρὰ παι­διά τους πού ἀ­νέ­στη­σαν οἱ προ­φῆ­τες. Κι ἄλ­λοι δέ­θη­καν στὸ βα­σα­νι­στι­κὸ ὄρ­γα­νο πού λε­γό­ταν τύμ­πα­νο καὶ δάρ­θηκαν σκλη­ρὰ μέ­χρι θα­νά­του, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χθη­καν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πί­στη τους καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἔτσι ἀ­πὸ τὸ μαρ­τύ­ριο. Προ­τί­μη­σαν τὸ σκλη­ρὸ αὐτό μαρ­τύ­ριο, γιὰ νὰ ἀ­να­στη­θοῦν σὲ μιὰ κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, πα­ρὰ νὰ ἔ­χουν μιὰ πρό­σκαι­ρη ἀποκατάσταση στή ζωή αὐτή. Κι ἄλ­λοι πά­λι δο­κί­μα­σαν ἐμπαιγμούς καὶ μα­στι­γώ­σεις, ἀ­κό­μη μά­λι­στα καὶ δε­σμὰ καὶ φυ­λα­κί­σεις. Λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­σθη­καν, δο­κί­μα­σαν πολ­λοὺς πει­ρα­σμούς, θα­να­τώ­θη­καν μὲ σφα­γὴ ἀ­πὸ μα­χαί­ρι, πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰν πλα­νό­διοι ἐ­δῶ κι ἐκεῖ. Φο­ροῦ­σαν γιὰ ρο­ῦχα προ­βι­ὲς καὶ γι­δο­δέρ­μα­τα, ζών­τας μέ­σα σὲ στε­ρή­σεις, θλί­ψεις καὶ κα­κο­πά­θει­ες. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δὲν ἄ­ξι­ζε ὅ­σο οἱ ἅ­γιοι αὐτοί ἄν­δρες, κι οὔτε μπο­ροῦ­σε νὰ συγκριθεῖ μ’ αὐτούς. Πε­ρι­πλα­νιόν­τουσαν σὲ ἐ­ρημίες καὶ σὲ βου­νά, σὲ σπη­λι­ὲς καὶ σὲ τρύ­πες τῆς γῆς. Κι ὅ­λοι αὐτοί οἱ ἅ­γιοι ἄν­δρες, ἂν καὶ ἔ­λα­βαν ἐγ­κωμι­α­στι­κὴ μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴν πί­στη τους, δὲν ἀ­πό­λαυ­σαν τὴν ὑπόσχεση τῆς οὐ­ρά­νιας κλη­ρο­νο­μιᾶς. Κι αὐτό δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς προ­έ­βλε­ψε γιὰ μᾶς κά­τι κα­λύ­τε­ρο, ὥ­στε αὐτοί νὰ μὴ λά­βουν σὲ βαθ­μὸ τέ­λει­ο τὴ σω­τη­ρί­α τους χωρίς ἐμᾶς, ἀλλά νὰ τὴ λά­βου­με ὅ­λοι μα­ζί. Ἔ­τσι ἐμεῖς βρι­σκό­μα­στε τώ­ρα σὲ πλε­ο­νε­κτι­κό­τε­ρη θέ­ση ἀ­π’ αὐτούς· ὄ­χι μό­νο ἐ­πει­δὴ ζοῦμε στὰ χρό­νια της ἀ­πο­λυ­τρώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλλά καὶ ἐ­πει­δὴ ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἀ­να­μο­νῆς γιὰ μᾶς εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρη.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ και­ρ ­κεί­ν ­θ­λη­σεν ­η­σος ­ξελ­θεν ες τν Γα­λι­λα­­αν, κα ε­ρ­σκει Φλιππον κα λ­γει α­τ· ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. ν δ Φλιππος ­π Βηθ­σα­ϊ­δ, κ τς π­λε­ως ν­δρ­ου κα Πτρου. ε­ρ­σκει Φλιππος τν Να­θα­να­λ κα λ­γει α­τ· ν ­γρα­ψε Μω­ϋ­σς ν τ ν­μ κα ο προ­φ­ται, ε­ρ­κα­μεν, ­η­σον τν υ­ν το ­ω­σφ τν ­π Να­ζα­ρτ. κα ε­πεν α­τ Να­θα­να­λ· κ Να­ζα­ρτ δ­να­τα τι ­γα­θν ε­ναι; λ­γει α­τ Φλιππος· ἔρ­χου κα ­δε. ε­δεν ­η­σος τν Να­θα­να­λ ρ­χ­με­νον πρς α­τν κα λ­γει πε­ρ α­το· ἴ­δε ἀ­λη­θς σ­ρα­η­λ­της ν δ­λος οκ ­στι. λ­γει α­τ Να­θα­να­λ· πθεν με γι­ν­σκεις; ­πε­κρ­θη ­η­σος κα ε­πεν α­τ· πρ το σε Φλιππον φω­ν­σαι, ν­τα ­π τν συ­κν ε­δν σε. ­πε­κρί­θη Να­θα­να­λ κα λ­γει α­τ· Ραβ­βί, σ ε υἱ­ὸς το Θε­οῦ, σ ε βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· ὄ­τι εἶ­πόν σοι, εἶ­δόν σε ὑ­πο­κά­τω τς συ­κῆς, πι­στε­ύ­εις; με­ί­ζω το­ύ­των ὄ­ψῃ.  κα λέ­γει αὐ­τῷ· ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἀ­π' ἄρ­τι ὄ­ψε­σθε τν οὐ­ρα­νὸν ἀ­νε­ῳ­γό­τα, κα τος ἀγ­γέ­λους το Θε­οῦ ἀ­να­βα­ί­νον­τας κα κα­τα­βα­ί­νον­τας ἐ­πὶ τν υἱ­ὸν το ἀν­θρώ­που.                        

           (Ιω. α΄[1] 44 – 52)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Στὴν ἐν­θου­σι­ώ­δη πρό­σκλη­ση τοῦ Φιλίππου ὁ Να­θα­να­ὴλ στά­θη­κε ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κός. «Ἐκ Να­ζα­ρὲτ δύ­να­ταί τι ἀ­γα­θὸν εἶ­ναι;», ἐ­ρώ­τη­σε. Οἱ κά­τοι­κοί της, ἄ­ξε­στοι καὶ τρα­χεῖς, δὲν εὐ­νο­οῦν τέ­τοι­ες ἐλ­πί­δες. Ἀλ­λά, τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, κα­μιά προ­φη­τεί­α δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ μι­κρὸ καὶ ἄ­ση­μο αὐ­τὸ χω­ριό.

Ὁ Φί­λιπ­πος αἰφ­νι­δι­ά­σθη­κε. Δὲν εἶ­χε προ­βλέ­ψει τέ­τοι­ες ἀν­τιρ­ρή­σεις, οὔ­τε εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα γιὰ νὰ τὶς ἀν­τι­με­τω­πί­σει. Ἐν τού­τοις, μὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ αὐ­θορ­μη­τι­σμό, προ­βάλ­λει ἀν­τί­λο­γο ὑ­πέ­ρο­χο μέ­σα στὴν ἁ­πλό­τη­τά του: «Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε». «Ἔ­λα νὰ συ­ναν­τή­σεις τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἔ­λα νὰ ἐ­ρευ­νή­σεις μό­νος σου, καὶ θὰ πει­σθεῖς». Καὶ ἔ­μει­νε πα­ροι­μι­ώ­δης πλέ­ον ἡ φρά­ση: «Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε».

Ναί. Δὲν ἰ­σχύ­ει στὴν πί­στη μας τὸ «πί­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να». Ἀν­τι­θέ­τως, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εὐ­νο­εῖ, ἀ­κό­μη καὶ τὴν ἐ­πι­ζη­τεῖ καὶ τὴν συ­νι­στᾶ τὴν ἔ­ρευ­να. Γιὰ νὰ πει­σθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, νὰ κα­τα­νό­η­σει καὶ νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ ἐ­λεύθε­ρα καὶ ἐν­συ­νεί­δη­τα τὴν Ἀ­λή­θεια. Ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου, τὸ «ἔρ­χου καὶ ἴ­δε» ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μη φι­λο­σο­φί­α, κά­ποι­α σχή­μα­τα λε­κτι­κὰ ἢ μά­ται­α παι­γνι­δί­σμα­τα τοῦ νοῦ. Στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πάρ­χει χει­ρο­πια­στὴ πραγ­μα­τι­κό­τητα εἰ­ρή­νης καὶ λυ­τρω­μοῦ. Ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος, ὁ Ἀ­να­στὰς καὶ ζῶν εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας, ποὺ με­ταγ­γί­ζει φῶς καὶ ζω­ὴ στὶς ψυ­χές.

«Ἔρ­χου καὶ ἴ­δε», λοι­πόν, ἂς λέ­με σ᾿ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν ἢ δυ­σπι­στοῦν. «Μὴ στέ­κε­σθε μα­κριά! Πλη­σιά­στε, ἐ­ρευ­νῆ­στε, δο­κι­μά­στε τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή. <Γεύ­σα­σθε καὶ ἴ­δε­τε> ὅ­τι στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὑ­πάρ­χει τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ἡ ἀ­πό­λυ­τη γνη­σι­ό­τη­τα τῆς εἰ­ρή­νης καὶ τῆς χα­ρᾶς».

2. Κα­θὼς ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε τὸν Να­θα­να­ὴλ νὰ πλη­σιά­ζει, εἶ­πε στοὺς μα­θη­τές του, μὲ τρό­πο ὥ­στε νὰ τὸ ἀ­κού­σει καὶ ἐ­κεῖ­νος: «Ἴ­δε ἀ­λη­θῶς Ἰσ­ρα­η­λί­της, ἐν ᾧ δό­λος οὐκ ἔ­στι». Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἕ­νας πραγ­μα­τι­κὸς ἀ­πό­γο­νος τῶν Πα­τρια­ρχῶν, δι­ό­τι στὴν ψυ­χή του δὲν ὑ­πάρ­χει πο­νη­ρί­α καὶ ἀ­νει­λι­κρί­νεια.

Γεν­νᾶ­ται τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ἦ­ταν ἁ­πλὸς ἔ­παι­νος αὐ­τὸς ὁ λό­γος καὶ ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε ἄ­ρα­γε ἁ­πλῶς νὰ προ­σελ­κύ­σει καὶ αἰχ­μα­λω­τί­σει τὴν ψυ­χὴ τοῦ Να­θα­να­ήλ; Ἀ­ναμ­φι­βό­λως ὄ­χι. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος μὲ τὴν ἐ­πι­σή­μαν­σή Του αὐ­τὴ προ­φα­νῶς τό­νι­ζε τὸν ἀ­ναγ­καῖ­ο ὅ­ρο καὶ προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς πί­στε­ως. Δή­λω­νε πό­σο με­γά­λη ση­μα­σί­α ἔ­χει ἡ ἀ­δο­λό­τη­τα καὶ εἰ­λι­κρί­νεια τῆς ψυ­χῆς, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τὴν ἐν Χρι­στῷ σω­τη­ρί­α καὶ νὰ εἰ­σέλ­θει στὴ βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

Μά­λι­στα, ἡ ση­με­ρι­νὴ ἑ­ορ­τή, ποὺ προ­βάλ­λει τοὺς ποι­κί­λους ἀ­γῶ­νες, πε­ρι­πέ­τει­ες καὶ τὶς ἀν­τί­στοι­χες νί­κες τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, μᾶς δι­δάσκει με­γα­λό­φω­να καὶ μᾶς πεί­θει πε­ρὶ τού­του. Δι­ό­τι στὴν πα­νο­ρα­μι­κὴ εἰ­κό­να τῶν αἰ­ώ­νων ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­ση­μά­νει στοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ὄ­χι ἄ­γνοι­α ἢ ἔλ­λει­ψη ἀ­πο­δεί­ξε­ων τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἢ καὶ κα­τάλ­λη­λων εὐ­και­ρι­ῶν γιὰ νὰ τὴν γνω­ρί­σουν, ἀλ­λὰ φα­νε­ρὴ στρε­βλό­τη­τα ψυ­χῆς, ἔλ­λει­ψη κα­λῆς δι­ά­θε­σης, ἑ­ω­σφο­ρι­κὸ ἐ­γω­ϊ­σμὸ καὶ πεῖ­σμα.

Ἐ­νῷ οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες πράγ­μα­τι συγ­κι­νοῦν μὲ τὴν ἁ­πλό­τη­τά Τους καὶ τὸ ἄ­δο­λο τῆς ψυ­χῆς τους. Πα­ρέ­λα­βαν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μὲ τα­πει­νο­σύ­νη καὶ ἔμ­φο­βη εὐ­λά­βεια. Τὴν δι­α­τή­ρη­σαν ἐ­πι­με­λῶς ἀ­λώ­βη­τη καὶ ἀ­πα­ρα­χά­ρα­κτη. Δὲν ὑ­πο­λό­γι­σαν πο­τὲ τὸν ἑ­αυ­τό τους καὶ τὸ ἀ­το­μι­κό τους συμ­φέ­ρον καὶ ὑ­πο­βλή­θη­καν πρό­θυ­μα σὲ πλεῖ­στες ὅ­σες κα­κου­χί­ες καὶ θυ­σί­ες «ὑ­πὲρ τῆς Ἀ­λη­θεί­ας». Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ σή­με­ρα τό­σον πο­λὺ τι­μῶν­ται.

3. «Ὄ­ψε­σθε τὸν οὐ­ρα­νὸν ἀ­νε­ω­γό­τα», ὐ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Κύ­ριος στοὺς μα­θη­τές Του. Καὶ αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι τὸ μέ­γι­στο καὶ ὑ­πε­ρο­χό­τε­ρο θαῦ­μα, ποὺ θὰ συμ­βεῖ γύ­ρω ἀ­πὸ «τὸν υἱ­ὸν τοῦ ἀν­θρώ­που» τὸν θε­άν­θρω­πο καὶ ἐ­ξαί­ρε­το ἀν­τι­πρό­σω­πο καὶ λυ­τρω­τὴ τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους Χρι­στό. Οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ θὰ ἀ­νε­βαί­νουν καὶ θὰ κα­τε­βαί­νουν, θὰ βρί­σκον­ται σὲ δια­ρκὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τὴ γῆ καὶ θὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν Αὐ­τὸν καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του.

Βε­βαί­ως οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἄ­νοι­ξαν καὶ στὴ Βαι­θὴλ καὶ τοὺς εἶ­δεν ὁ Πα­τριάρχης Ἰ­α­κώβ, ἄ­νοι­ξαν καὶ στὸ Σι­νὰ ἐ­πὶ Μω­υ­σέ­ως, ἄ­νοι­ξαν καὶ στὴ Βη­θλε­ὲμ κα­τὰ τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἄ­νοι­ξαν καὶ κα­τὰ τὴ Βά­πτι­σή Του στὸν Ἰ­ορ­δά­νη. 

Τώ­ρα ὅ­μως θὰ ἔ­χουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ βλέ­πουν τὸν οὐ­ρά­νιο κό­σμο πράγ­μα­τι ὅ­λοι οἱ πι­στοί, καὶ μά­λι­στα «ἀ­νε­ω­γό­τα», δια­ρκῶς ἀ­νοι­κτό. Τώ­ρα οἱ εὐ­λο­γί­ες καὶ χά­ρι­τες τῆς Ὑ­πε­ρου­σὶ­ου Τριά­δος θὰ ἐκ­χύ­νον­ται ὑ­πε­ρά­φθο­νες στὴν ψυ­χή τους καὶ «ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καὶ ἡ κοι­νω­νί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος» θὰ τοὺς πλημ­μυ­ρί­ζει καὶ τοὺς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι εἶ­ναι «τέ­κνα Θε­οῦ» καὶ μπο­ροῦν νὰ ἔ­χουν «παρ­ρη­σί­αν», θάρ­ρος καὶ μὲ παι­δι­κὴ ἁ­πλό­τη­τα νὰ Τὸν πλη­σιά­ζουν (Β' Κορ. ι­γ'[13] 13, Ἑ­βρ. δ΄[4] 16, Α΄ Ἰ­ω. γ΄[3] 21). Τώ­ρα οἱ ἄγ­γε­λοι δια­ρκῶς θὰ ἐ­πι­κοι­νω­νοῦν μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους, θὰ τοὺς ὑ­πη­ρε­τοῦν, θὰ τοὺς συμ­πα­ρί­σταν­ται, θὰ τοὺς ἕλ­κουν εἰς τὸ ὕ­ψος τῆς ἁ­γί­ας ζω­ῆς των.

Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι θαῦ­μα «μεῖ­ζον», πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρο καὶ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­πὸ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τες ἢ προ­ο­ρα­τι­κό­τη­τες ἢ θε­ρα­πεῖ­ες τοῦ σώ­μα­τος. Καὶ συν­τε­λεῖ­ται δια­ρκῶς στὴν  Ἐκ­κλη­σί­α διὰ τῶν ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων. Καὶ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν «εἰ­δο­ποι­ὸ δι­α­φο­ρὰ» τῆς Ὁρ­θο­δο­ξί­ας.

Ἄ­ρα­γε ἔ­χου­με μά­τια νὰ τὸ βλέ­που­με, εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ καλ­λι­έρ­γεια ψυ­χῆς νὰ τὸ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με;

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου