Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ Α­ΠΟ­ΚΡΕ­Ω. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 ­Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΤΗΣ Α­ΠΟ­ΚΡΕ­Ω

(7 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021)





Ο Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟΣ (Κυ­ρια­κῆς)

Ἀ­δελ­φοί,  βρῶ­μα ἡ­μᾶς ο πα­ρί­στη­σι τ Θε­ῷ· οὔ­τε γρ ἐ­ὰν φά­γω­μεν πε­ρισ­σε­ύ­ο­μεν, οὔ­τε ἐ­ὰν μ φά­γω­μεν ὑ­στε­ρο­ύ­με­θα. βλέ­πε­τε δ μή­πως ἐ­ξου­σί­α ὑ­μῶν αὕ­τη πρό­σκομ­μα γέ­νη­ται τος ἀ­σθε­νοῦ­σιν. ἐ­ὰν γρ τις ἴ­δῃ σε, τν ἔ­χον­τα γνῶ­σιν, ν εἰ­δω­λε­ί­ῳ κα­τα­κε­ί­με­νον, οὐ­χὶ συ­νε­ί­δη­σις αὐ­τοῦ ἀ­σθε­νοῦς ὄν­τος οἰ­κο­δο­μη­θή­σε­ται ες τ τ εἰ­δω­λό­θυ­τα ἐ­σθί­ειν; κα ἀ­πο­λεῖ­ται ὁ ἀ­σθε­νῶν ἀ­δελ­φὸς ἐ­πὶ τ σ γνώ­σει, δι' ν Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν. οὕ­τω δ ἁ­μαρ­τά­νον­τες ες τος ἀ­δελ­φοὺς κα τύ­πτον­τες αὐ­τῶν τν συ­νε­ί­δη­σιν ἀ­σθε­νοῦ­σαν ες Χρι­στὸν ἁ­μαρ­τά­νε­τε. δι­ό­περ ε βρῶ­μα σκαν­δα­λί­ζει τν ἀ­δελ­φόν μου, ο μ φά­γω κρέ­α ες τν αἰ­ῶ­να, ἵ­να μ τν ἀ­δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω. Οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος; οκ εἰ­μὶ ἐ­λε­ύ­θε­ρος; οὐ­χὶ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν τν Κύ­ριον ἡ­μῶν ἑ­ώ­ρα­κα; ο τ ἔρ­γον μου ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ; ε ἄλ­λοις οκ εἰ­μὶ ἀ­πό­στο­λος, ἀλ­λά γε ὑ­μῖν εἰ­μι· γρ σφρα­γὶς τς ἐ­μῆς ἀ­πο­στο­λῆς ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ.  

                                 (Α­’­ Κορ. η΄[8] 8 – θ΄[9] 2)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, δὲν εἶ­ναι τὸ φα­γη­τὸ πού μᾶς πα­ρου­σιά­ζει εὐ­άρε­στους στὸν Θε­ό. Δι­ό­τι οὔ­τε ἐ­ὰν φᾶ­με προ­κό­πτου­με καὶ προ­ο­δεύ­ου­με στὴν ἀ­ρε­τή, οὔ­τε ἐ­ὰν δὲν φᾶ­με ὑ­στε­ροῦ­με καί μέ­νου­με πί­σω σ’ αὐ­τήν. Προ­σέ­χε­τε ὅ­μως μή­πως τὸ δι­καί­ω­μα αὐ­τό πού ἔ­χε­τε νὰ τρῶ­τε ἀ­π’ ὅ­λα, ἀ­κό­μη καὶ τὰ εἰ­δω­λό­θυ­τα, γί­νει αἰ­τί­α νὰ ἁ­μαρ­τή­σουν οἱ ἀ­δελ­φοί σας πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μοι στὴν πί­στη. Καὶ εἶ­ναι ἑ­πό­με­νο νὰ βλα­βοῦν σο­βα­ρὰ οἱ ἀ­δύ­να­μοι ἀ­δελ­φοί. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν κα­νεὶς ἀ­π’ αὐ­τούς δεῖ ἐ­σέ­να πού ἔ­χεις τὴν ὀρ­θή γνώ­ση νὰ κά­θε­σαι στὸ τρα­πέ­ζι κά­ποι­ου να­οῦ τῶν εἰ­δώ­λων, δὲν θὰ πα­ρα­συρ­θεῖ καὶ δὲν θὰ πα­γι­ω­θεῖ ἡ συ­νεί­δη­σή του στὸ νὰ τρώ­ει τὰ εἰ­δω­λό­θυ­τα ὡς κά­τι ἱ­ε­ρὸ καὶ ἄ­ξιο εὐ­λα­βεί­ας, ἀ­φοῦ αὐ­τός εἶ­ναι ἀ­σθε­νής; Καὶ θὰ χα­θεῖ πα­ρα­συ­ρό­με­νος στὴν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ὁ ἀ­δελ­φός σου πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος πνευ­μα­τι­κά, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς δι­κῆς σου γνώ­σε­ως. Ἀλ­λά γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α το­ῦ ἀ­δελ­φοῦ σου αὐ­τοῦ ὁ Χρι­στὸς θυ­σί­α­σε τὴ ζω­ή του. Κι ἔ­τσι δι­α­πράτ­τε­τε ἁ­μάρ­τη­μα, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο βλά­πτον­ται πο­λὺ οἱ ἀ­δελ­φοί, καὶ γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­μάρ­τη­μα πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς. Καὶ πλη­γώ­νε­τε ἔ­τσι καὶ χτυ­πᾶ­τε σκλη­ρὰ τὴ συ­νεί­δη­σή τους, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­σθε­νι­κὴ καὶ ἀ­δύ­να­τη. Ἀλ­λά ὑ­πο­πί­πτε­τε συγ­χρό­νως καὶ σὲ ἁ­μάρ­τη­μα πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος πέ­θα­νε γιὰ νὰ σώ­σει τοὺς ἀ­δελ­φούς αὐ­τούς. Γι’ αὐ­τό λοι­πόν, ἐ­ὰν αὐ­τό πού τρώ­ω γί­νε­ται αἰ­τί­α σκαν­δά­λου καὶ ἁ­μαρ­τί­ας στὸν ἀ­δελ­φό μου, δὲν θὰ φά­ω πο­τὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε εἶ­δος κρε­ά­των, γιὰ νὰ μὴ σκαν­δα­λί­σω τὸν ἀ­δελ­φό μου. Καὶ ἔρ­χο­μαι τώ­ρα νὰ σᾶς δεί­ξω ὅ­τι γιὰ τοὺς ἀ­δύ­να­τους ἀ­δελ­φούς ἔ­κα­να καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θῶ νὰ κά­νω θυ­σί­ες τῶν δι­και­ω­μά­των μου. Δέν εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος μὲ ἴ­σα δι­και­ώ­μα­τα μέ τούς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους; Δὲν εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ Χρι­στια­νοί; Δὲν εἶ­δα τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ τὸν Κύ­ριό μας; Καὶ δὲν εἶ­στε έ­σεῖς τὸ ἔρ­γο πού μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου ἐ­πι­τέ­λε­σα; Ἐ­ὰν γιὰ ἄλ­λους δὲν εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος, του­λά­χι­στον ὅ­μως γιὰ σᾶς εἶ­μαι Ἀ­πό­στο­λος. Δι­ό­τι ἡ σφρα­γί­δα μὲ τὴν ὁ­ποί­α πι­στο­ποι­εῖ­ται ἐ­πί­ση­μα τὸ ἀ­πο­στο­λι­κό μου ἀ­ξί­ω­μα, μέ τή χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου, εἶ­στε ἐ­σεῖς, τούς ὁ­ποί­ους ἐ­γώ ὁ­δή­γη­σα στό Χρι­στό.

 

ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος· ὅ­ταν ἔλ­θῃ ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐν τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ κα πάν­τες ο ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι με­τ' αὐ­τοῦ, τό­τε κα­θί­σει ἐ­πὶ θρό­νου δό­ξης αὐ­τοῦ· κα συ­να­χθή­σε­ται ἔμ­προ­σθεν αὐ­τοῦ πάν­τα τ ἔ­θνη, κα ἀ­φο­ρι­εῖ αὐ­τοὺς ἀ­π' ἀλ­λή­λων, ὥ­σπερ ὁ ποι­μὴν ἀ­φο­ρί­ζει τ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τν ἐ­ρί­φων, κα στή­σει τ μν πρό­βα­τα κ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ τ δ ἐ­ρί­φια ἐξ εὐ­ω­νύ­μων. τό­τε ἐ­ρεῖ ὁ βα­σι­λεὺς τος κ δε­ξι­ῶν αὐ­τοῦ· δεῦ­τε, ο εὐ­λο­γη­μέ­νοι το πα­τρός μου, κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λε­ί­αν ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου· ἐ­πε­ί­να­σα γρ κα ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα κα ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην κα συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς κα πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἠ­σθέ­νη­σα κα ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με, ν φυ­λα­κῇ ἤ­μην κα ἤλ­θε­τε πρς με. τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ ο δί­και­οι λέ­γον­τες· κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα κα ἐ­θρέ­ψα­μεν, δι­ψῶν­τα κα ἐ­πο­τί­σα­μεν; πό­τε δ σε εἴ­δο­μεν ξέ­νον κα συ­νη­γά­γο­μεν, γυ­μνὸν κα πε­ρι­ε­βά­λο­μεν; πό­τε δ σε εἴ­δο­μεν ἀ­σθε­νῆ ἢ ν φυ­λα­κῇ κα ἤλ­θο­μεν πρς σε; κα ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ βα­σι­λεὺς ἐ­ρεῖ αὐ­τοῖς· ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­φ' ὅ­σον ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τν ἀ­δελ­φῶν μου τν ἐ­λα­χί­στων, ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. Τό­τε ἐ­ρεῖ κα τος ξ εὐ­ω­νύ­μων· πο­ρε­ύ­ε­σθε ἀ­π' ἐ­μοῦ ο κα­τη­ρα­μέ­νοι ες τ πρ τ αἰ­ώ­νιον τ ἡ­τοι­μα­σμέ­νον τ δι­α­βό­λῳ κα τος ἀγ­γέ­λοις αὐ­τοῦ· ἐ­πε­ί­να­σα γρ κα οκ ἐ­δώ­κα­τέ μοι φα­γεῖν, ἐ­δί­ψη­σα κα οκ ἐ­πο­τί­σα­τέ με, ξέ­νος ἤ­μην κα ο συ­νη­γά­γε­τέ με, γυ­μνὸς κα ο πε­ρι­ε­βά­λε­τέ με, ἀ­σθε­νὴς κα ν φυ­λα­κῇ κα οκ ἐ­πε­σκέ­ψα­σθέ με. τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σον­ται αὐ­τῷ κα αὐ­τοὶ λέ­γον­τες· κύ­ρι­ε, πό­τε σε εἴ­δο­μεν πει­νῶν­τα δι­ψῶν­τα ξέ­νον γυ­μνὸν ἀ­σθε­νῆ ἢ ν φυ­λα­κῇ κα ο δι­η­κο­νή­σα­μέν σοι; τό­τε ἀ­πο­κρι­θή­σε­ται αὐ­τοῖς λέ­γων·  ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν,  ἐ­φ' ὅ­σον οκ  ἐ­ποι­ή­σα­τε ἑ­νὶ το­ύ­των τν ἐ­λα­χί­στων, οὐ­δὲ ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε. κα ἀ­πε­λε­ύ­σον­ται οὗ­τοι ες κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον, ο δ δί­και­οι ες ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον.            

          (Ματθ. κε΄[25] 31 - 46 )

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ἐ­ξό­χως με­γά­λη καὶ σο­βα­ρὴ ἡ­μέ­ρα καὶ ὥ­ρα μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει σή­με­ρα τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ὥ­ρα φο­βε­ρὴ καὶ κρί­σι­μη, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κρι­τὴς Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς θὰ ζητήσει λό­γο γιὰ τὶς πρά­ξεις μας. Τώ­ρα μᾶς ἀ­νέ­χε­ται, μα­κρο­θυ­μεῖ, κα­λεῖ κον­τά Του διὰ τῆς Ἀ­γά­πης Του. Τό­τε θὰ μᾶς κρί­νει μὲ τὴν ἀ­με­ρό­λη­πτη Δι­και­ο­σύ­νη Του. Τώ­ρα κρύ­πτει τὴ φο­βε­ρὴ δό­ξα καὶ τὸ με­γα­λεῖ­ο Του. Τό­τε θὰ ἔλ­θει μὲ τὴ λαμ­πρὴ δο­ρυ­φο­ρί­α ὅ­λων τῶν φω­το­ει­δῶν ἁ­γί­ων ἀγ­γέ­λων καὶ θὰ κα­θή­σει «ἐ­πὶ θρό­νου δό­ξης αὐ­τοῦ». Τώ­ρα ἐ­πι­τρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­να­με­μειγ­μέ­νοι οἱ ἀ­σε­βεῖς μὲ τοὺς εὐ­σε­βεῖς, τὰ ζι­ζά­νια μὲ τὸ σι­τά­ρι. Τό­τε θὰ ξε­χω­ρί­σει «τὰ πρό­βα­τα ἀ­πὸ τῶν ἐ­ρί­φων».

Ἀ­λή­θεια, προ­ε­τοι­μα­ζόμαστε γιὰ τὴν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη; Σκε­φτό­μα­στε ὅ­τι μᾶς ἀ­φή­νει νὰ ζοῦ­με ἐ­πὶ γῆς ὁ Θε­ός, ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ ἐ­πι­με­λη­θοῦ­με τὴν ψυ­χή μας καὶ νὰ πε­ρά­σου­με μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α ἐ­κεῖ­νες τὶς ἐ­ξε­τά­σεις; Ὑ­πεν­θυ­μί­ζου­με πο­τέ - ὄ­χι στοὺς ἄλ­λους, ἀλ­λὰ - στὸν ἑ­αυ­τό μας «τί ψυ­χὴ θὰ πα­ρα­δώ­σει», «τί λό­γο θὰ δώ­σει στὸν Θε­ό»;

Ἡ μέλ­λου­σα κρί­ση εἶ­ναι τὸ πιὸ βέ­βαι­ο ἀ­πὸ ὅ­σα θὰ συ­ναν­τή­σου­με στὸ μέλ­λον, τὸ πιὸ σο­βα­ρὸ καὶ ἀ­πο­φα­σι­στι­κῆς ση­μα­σί­ας γε­γο­νὸς γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μας. Ἐ­κεῖ βα­σί­ζε­ται γιὰ μᾶς τὸ πᾶν. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται τὸ αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας.

2. Κα­θὼς βε­βαι­ώ­νει ὁ Κύ­ριος, «τὸ πῦρ τὸ αἰ­ώ­νιον», ὁ ἄ­λη­κτος ἐ­κεῖ­νος πό­νος καὶ ὁ­λο­φυρ­μὸς τῆς κο­λά­σε­ως, ὑ­πάρ­χει, εἶ­ναι «ἡ­τοι­μα­σμέ­νον». Βε­βαί­ως προ­ο­ρι­σμὸ ἔ­χει κυ­ρί­ως νὰ τι­μω­ρή­σει τοὺς ἀ­πο­στά­τες, πε­πω­ρω­μέ­νους δαί­μο­νες. Ἑ­τοι­μά­σθη­κε «τῷ δι­α­βό­λῳ καὶ τοῖς ἀγ­γέ­λοις αὐ­τοῦ».

Ἐν τού­τοις ἐ­κεῖ θὰ κα­τα­λή­ξουν καὶ ὅ­σοι ἄν­θρω­ποι «οὐκ ἠ­θέ­λη­σαν εὐ­λο­γί­αν», ὅ­σοι ἀ­πέ­κρου­σαν πει­σμα­τι­κὰ τὰ ἐ­λέ­η τοῦ Θε­οῦ καὶ μά­λι­στα τὶς σω­τη­ρι­ώ­δεις εὐ­και­ρί­ες, ποὺ ἡ ἄ­πει­ρη Ἀ­γα­θό­τητά Του προ­σφέ­ρει στὸν κό­σμο δω­ρε­ὰν «ἐν Χρι­στῷ».

Εἶ­ναι δὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι, ἐ­νῶ οἱ δί­και­οι ὀ­νο­μά­ζον­ται «οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ Πα­τρός», οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἀ­πο­κα­λοῦν­ται ἁ­πλῶς «κα­τη­ρα­μέ­νοι». Δὲν τοὺς κα­τα­ρά­σθη­κε δη­λα­δὴ ὁ Θε­ός, ἀ­φοῦ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ὅ­λος Ἀ­γά­πη. Οἱ ἴ­διοι μό­νοι τους κα­τα­ρά­σθη­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους, ἄ­φη­σαν τὴν καρ­διά τους νὰ σκλη­ρυν­θεῖ. «Ἠ­γά­πη­σαν κα­τά­ραν» καὶ «ἐ­νε­δύ­σαν­το κα­τά­ραν ὡς ἱ­μά­τιον» (Ψαλ. ρη΄ [108] 17-18), τόσο πο­λὺ ἄ­φη­σαν νὰ δι­α­στρα­φεῖ ἡ ψυ­χὴ τους! Καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­πέ­βη­σαν «κα­τά­ρας τέ­κνα» (Β΄ Πέ­τρ. β'[2] 14). Εἶ­ναι δὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ καὶ ἡ αὐ­θά­δεια, μὲ τὴν ὁ­ποί­α «ἀ­πο­λο­γοῦν­ται»...

Προ­σο­χὴ λοι­πὸν με­γά­λη χρει­ά­ζε­ται. Μὴ τυ­χὸν σκλη­ρυν­θεῖ ἡ ψυ­χή μας. Μὲ ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νες ἁ­μαρ­τί­ες, ποὺ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ γί­νουν ἕ­ξη καὶ πά­θος. Μὲ δι­και­ο­λο­γί­ες καὶ ἀ­πο­κοί­μι­σμα τῆς συ­νει­δή­σε­ως. Μὲ ἰ­δέ­ες ἀ­σε­βεῖς, βλά­σφη­μες καὶ θρα­σεῖ­ες ἔ­ναν­τι τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­οῦ καὶ τοῦ Νό­μου Του. Ἀλλ᾿ ἀν­τί­θε­τα μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ φό­βο ἂς προ­σπί­πτου­με δια­ρκῶς στὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος, ὥ­στε ν᾿ ἀ­πο­φύ­γου­με τὴ σκλή­ρυν­ση καὶ τὴν αἰ­ώ­νια κα­τα­στρο­φή.

3. Κρι­τή­ριο, γιὰ νὰ γί­νει δε­κτὸς ὁ ἄν­θρω­πος στὸν Πα­ρά­δει­σο, τί­θε­ται ἡ ἔμ­πρα­κτη ἀ­γά­πη, ἡ ἁ­γνή, ἀ­νι­δι­ο­τε­λής, χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη.

Εἶ­ναι δὲ τοῦ­το ἀ­πό­λυ­τα σύμ­φω­νο πρὸς τὴν πα­λαι­ὰ ἐ­κεί­νη «πρώ­την καὶ με­γά­λην» (Ματθ. κβ'[22] 37) ἐν­το­λή: «ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης της καρ­δί­ας σου... καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τὸν» (Λουκ. ι'[10] 27). Ἄλ­λω­στε οἱ συ­νάν­θρω­ποί μας ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ πρῶ­το καὶ ἄ­με­σο σκα­λο­πά­τι γιὰ ν᾿ ἀ­νε­βοῦ­με στὴν ἀ­γά­πη, καὶ ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­ναι «εἰ­κό­νες Θε­οῦ», ὥ­στε κά­θε κα­λὸ ποὺ θὰ κά­νου­με σ᾿ αὐ­τούς, ν᾿ ἀ­να­φέ­ρε­ται ἀπ᾿ εὐ­θεί­ας σ᾿ Ἐ­κεῖ­νον καὶ ν᾿ ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὴν πί­στη καὶ τὴν ἀ­γά­πη μας σ᾿ Αὐ­τόν.

Ἂς ἀ­να­νε­ώ­σου­με λοι­πὸν τὶς ἀ­πο­φά­σεις μας γιὰ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καὶ ἂς αὐ­ξή­σου­με τὸν ζῆ­λο καὶ τὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τά μας γι᾿ αὐ­τά. Πτω­χοί, ἀ­σθε­νεῖς, γέ­ρον­τες, πρό­σφυ­γες, τό­σοι πο­νε­μέ­νοι καὶ ἀ­να­ξι­ο­πα­θοῦν­τες γύ­ρω μας. Πε­ρι­πτώ­σεις, ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ μά­θου­με ἀ­πὸ Φι­λαν­θρω­πι­κοὺς Συλ­λό­γους ἢ τὸν Ἱ­ε­ρέ­α τῆς Ἐ­νο­ρί­ας μας, ἀλ­λὰ καὶ ἁ­πλὰ κα­θη­με­ρι­νὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ στὴ γει­το­νιὰ ἢ τὸ συγ­γε­νι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον ἢ καὶ τὸ ἴ­διό μας τὸ σπί­τι. «Ἀ­γά­πη, προ­σφο­ρά, ἐ­ξυ­πη­ρε­τι­κό­τη­τα» ἂς εἶ­ναι τὸ σύν­θη­μά μας. Ἰ­δί­ως στοὺς ἁ­πλο­ϊ­κούς, τοὺς ἄ­ση­μους καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νους ἀ­πὸ τὸν κό­σμο ἀν­θρώ­πους, «τοὺς ἐ­λα­χί­στους», ποὺ δὲν ἔ­χουν τώ­ρα νὰ μᾶς ἀν­τα­πο­δώ­σουν τί­πο­τε, θὰ μπο­ροῦν ὅ­μως τό­τε νὰ με­σι­τεύ­σουν γιὰ μᾶς (Λουκ. ιϚ΄[16] 9, 23-25, Ἰ­ακ. β᾿[2] 5).

Καὶ θὰ εἶ­ναι πράγ­μα­τι συγ­κλο­νι­στι­κό, ἓξ ἀ­φορ­μῆς κά­ποι­ων τέ­τοι­ων μι­κρῶν προ­σφο­ρῶν μας, ν᾿ ἀ­κού­σου­με ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Χρι­στοῦ: «ἐ­μοὶ ἐ­ποι­ή­σα­τε». «Δεῦ­τε... κλη­ρο­νο­μή­σα­τε τὴν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λεί­αν».

  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου