Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

(14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021)




 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τῆς Τυρινῆς)

Ἀδελφοί, νν ἐγ­γύ­τε­ρον ἡ­μῶν ἡ σω­τη­ρί­α ὅ­τε ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν.  νξ προ­έ­κο­ψεν, δ ἡ­μέ­ρα ἤγ­γι­κεν. ἀ­πο­θώ­με­θα ον τ ἔρ­γα το σκό­τους κα ἐν­δυ­σώ­με­θα τ ὅ­πλα το φω­τός. ὡς ν ἡ­μέ­ρᾳ εὐ­σχη­μό­νως πε­ρι­πα­τή­σω­μεν, μ κώ­μοις κα μέ­θαις, μ κο­ί­ταις κα ἀ­σελ­γε­ί­αις, μ ἔ­ρι­δι κα ζή­λῳ, ἀλ­λ' ἐν­δύ­σα­σθε τν Κριον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα τς σαρ­κὸς πρό­νοι­αν μ ποι­εῖ­σθε ες ἐ­πι­θυ­μί­ας. Τν δ ἀ­σθε­νοῦν­τα τ πί­στει προσ­λαμ­βά­νε­σθε, μ ες δι­α­κρί­σεις δι­α­λο­γι­σμῶν. ς μν πι­στε­ύ­ει φα­γεῖν πάν­τα, δ ἀ­σθε­νῶν λά­χα­να ἐ­σθί­ει. ἐ­σθί­ων τν μ ἐ­σθί­ον­τα  μ ἐ­ξου­θε­νε­ί­τω, κα μ ἐ­σθί­ων τν ἐ­σθί­ον­τα μ κρι­νέ­τω· Θε­ὸς γρ αὐ­τὸν προ­σε­λά­βε­το. σ τς ε κρί­νων ἀλ­λό­τριον οἰ­κέ­την; τ ἰ­δί­ῳ Κυ­ρί­ῳ στή­κει πί­πτει· στα­θή­σε­ται δ· δυ­να­τὸς γρ ἐ­στιν ὁ Θε­ὸς στῆ­σαι αὐ­τόν.  

                                                               (Ρωμ. ιγ΄[13] 11 – ιδ΄[14] 4)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, τώ­ρα ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας, πού θά ση­μά­νει τήν πλή­ρη ἀ­πο­λύ­τρω­ση τῶν πι­στῶν, εἶ­ναι πλη­σι­έ­στε­ρη σέ μᾶς πα­ρά τό­τε πού πι­στέ­ψα­με. Ἐ­άν λοι­πόν τό­τε δεί­ξα­με ζῆ­λο καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νά τά δεί­ξου­με καί τώ­ρα. Ἡ ζω­ή αὐ­τή, πού μοιά­ζει μέ νύ­χτα σκο­τει­νή, προ­χώ­ρη­σε, ἐ­νῷ ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς ἄλ­λης ζω­ῆς πλη­σί­α­σε. Κι ἄν ἀ­κό­μη δέν ἔλ­θει ὁ Κύ­ριος σύν­το­μα μέ τήν ἔν­δο­ξη δευ­τέ­ρα Του πα­ρου­σί­α, ἔρ­χε­ται ὅ­μως γιά τόν κα­θέ­να μας μέ τόν θά­να­το. Πλη­σιά­ζει λοι­πόν γιά τόν κα­θέ­να μας ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς ἄλ­λης ζω­ής. Ἄς ἀ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν σάν νυ­κτε­ρι­νά ἐν­δύ­μα­τα τά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, πού γί­νον­ται στό σκο­τά­δι, καί ἄς ντυ­θοῦ­με σάν ἄλ­λα ὅ­πλα τά φω­τεινά ἔρ­γα τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ὅ­πως συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται κα­νεὶς τὴν ἡ­μέ­ρα, πού τὰ βλέμ­μα­τα πολ­λῶν τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ἄς συμ­πε­ρι­φερ­θοῦ­με μὲ εὐ­πρέ­πεια καὶ σε­μνό­τη­τα· ὄ­χι μὲ ἄ­σε­μνα φα­γο­πό­τια καὶ με­θύ­σια, οὔ­τε μὲ πρά­ξεις αἰ­σχρό­τη­τας καὶ ἀ­σέλ­γειας, οὔ­τε μὲ φι­λο­νι­κί­ες καὶ ζη­λο­τυ­πί­ες. Ἀλ­λά φο­ρέ­στε σὰν ἔν­δυ­μα τῆς ψυ­χῆς σας τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὥ­στε στὴν ὅ­λη ζω­ή σας νὰ μοι­ά­σε­τε μ’ αὐ­τόν. Καὶ μὴ φρον­τί­ζε­τε γιὰ τὴ σάρ­κα, πῶς νὰ ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­τε τὶς πα­ρά­νο­μες ἐ­πι­θυ­μί­ες της. Τέ­τοι­α πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ σας μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α πού ζεῖ­τε. Ὑ­παρ­χουν ὅ­μως καὶ με­ρι­κοὶ Χρι­στια­νοὶ ἀ­δύ­να­τοι στὴν πί­στη. Νὰ λοι­πὸν ποι­ὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι καὶ πρὸς αὐ­τούς ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά σας: Νὰ δέ­χε­στε μὲ κα­λο­σύ­νη ἐ­κεῖ­νον πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος στὴν πί­στη καὶ ἐ­ξαρ­τᾶ τὴ σω­τη­ρί­α του καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­ά­κρι­ση τῶν φα­γη­τῶν καὶ τῶν ἡ­με­ρῶν, χω­ρὶς νὰ συ­ζη­τᾶ­τε καὶ νὰ ἐ­πι­κρίνετε τὶς ἰ­δέ­ες του. Ἄλ­λος βέ­βαι­α πι­στεύ­ει ὅ­τι δὲν ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται νὰ φά­ει ὅ­λα τὰ φα­γη­τά. Ἐ­νῶ ὁ ἀ­δύ­να­τος στὴν πί­στη τρώ­ει λα­χα­νι­κὰ καὶ ἀ­πο­φεύ­γει τὰ ἄλ­λα φα­γη­τὰ ἀ­πὸ τὸν φό­βο μή­πως μο­λυν­θεῖ ἀ­π’ αὐ­τά. Ἐ­κεῖ­νος πού λό­γῳ τῆς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρης πί­στης του τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα τὰ φα­γη­τά, ἂς μὴν πε­ρι­φρο­νεῖ ὡς στε­νο­κέ­φα­λο ἐ­κεῖ­νον πού δὲν τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα. Κι αὐ­τός πού δὲν τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα, ἂς μὴν κα­τα­κρί­νει ἐ­κεῖ­νον πού τρώ­ει. Δι­ό­τι κι αὐ­τόν πού τρώ­ει ἀ­π’ ὅ­λα ὁ Θε­ὸς τὸν προ­σέ­λα­βε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α του. Ποι­ὸς εἶ­σαι ἐ­σύ πού κα­τα­κρί­νεις ξέ­νο δοῦ­λο; Αὐ­τός δὲν ἔ­χει ἐ­σέ­να Κύ­ριο, ἀλ­λά τὸν Θε­ό. Σὲ σχέ­ση μὲ τὸν Κύ­ριό του στέ­κε­ται ἢ πέ­φτει πνευ­μα­τι­κά. Μά­θε λοι­πὸν ὅ­τι ἐ­νῶ ἐ­σύ τὸν κα­τα­κρί­νεις, αὐ­τός θὰ στα­θεῖ στε­ρε­ὸς στὴν πί­στη. Δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ τὸν ἀ­νορ­θώ­σει καὶ νὰ τὸν στε­ρε­ώ­σει.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν Κύριος· ­ν ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ­φ­σει κα ­μν πα­τρ ­μν ο­ρ­νι­ος· ­ν δ μ ­φ­τε τος ν­θρ­ποις τ πα­ρα­πτ­μα­τα α­τν, ο­δ πα­τρ ­μν ­φ­σει τ πα­ρα­πτ­μα­τα ­μν. ­ταν δ νη­στε­­η­τε, μ γ­νε­σθε ­σπερ ο ­πο­κρι­τα σκυ­θρω­πο, ­φα­ν­ζου­σι γρ τ πρ­σω­πα α­τν ­πως φα­ν­σι τος ν­θρ­ποις νη­στε­­ον­τες· ­μν λ­γω ­μν, ­τι ­π­χου­σιν τν μι­σθν α­τν.  σ δ νη­στε­­ων ­λει­ψα σου τν κε­φα­λν κα τ πρ­σω­πν σου ν­ψαι,  ­πως μ φα­νς τος ν­θρ­ποις νη­στε­ων λ­λ τ πα­τρ σου τ ν τ κρυ­πτ· κα πα­τρ σου βλ­πων ν τ κρυ­πτ ­πο­δώ­σει σοι ν τ φα­νε­ρ.  Μ θη­σαυ­ρ­ζε­τε ­μν θη­σαυ­ρος ­π τς γς, ­που σς κα βρ­σις ­φα­ν­ζει, κα ­που κλ­πται δι­ο­ρσ­σου­σιν κα κλ­πτου­σιν·  θη­σαυ­ρ­ζε­τε δ ­μν θη­σαυ­ρος ν ο­ρα­ν, ­που ο­τε σς ο­τε βρ­σις ἀ­φα­νί­ζει, κα ὅ­που κλέ­πται ο δι­ο­ρύσ­σου­σιν οὐ­δὲ κλέ­πτου­σιν· ὅ­που γρ ἐ­στιν ὁ θη­σαυ­ρός ὑ­μῶν, ἐ­κεῖ ἔ­σται κα καρ­δί­α ὑ­μῶν.       

       (Ματθ. στ΄[6] 14 -21)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ - ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ - ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Μὲ τὸν ἀ­πο­ψι­νὸ Ἑ­σπε­ρι­νὸ ἀ­νοί­γει τὶς πύ­λες της ἡ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, «τὸ στά­διον τῶν ἀ­ρε­τῶν», ἡ πε­ρί­ο­δος πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­συγ­κρο­τή­σε­ως τῶν Χρι­στια­νῶν. Μέ­σα σὲ ἀ­τμό­σφαι­ρα ἰ­δι­αι­τέ­ρως κα­τα­νυ­κτι­κή, μὲ τρο­πά­ρια, ἀ­να­γνώ­σμα­τα, ἀ­κο­λου­θί­ες, θὰ ἀ­να­λο­γι­σθοῦ­με κα­λύ­τε­ρα τὶς πολ­λὲς πτώ­σεις καὶ ἁ­μαρ­τί­ες μας καὶ θὰ ἐκ­ζη­τή­σου­με τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ.

Ἀλ­λὰ νὰ ὅ­τι εὐ­θὺς ἐξ ἀρ­χῆς μᾶς γνω­στο­ποι­εῖ­ται ὁ βα­σι­κὸς ὅ­ρος: Νὰ συγ­χω­ρή­σου­με καἰ ἐ­μεῖς ὅ­σους μᾶς ἔ­χουν ἀ­δι­κή­σει. Ἐ­ὰν αὐ­τὸ δὲν γί­νει, «οὐ­δὲ ὁ πα­τὴρ ἡ­μῶν» ὁ οὐ­ρά­νιος «ἀ­φή­σει τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ἡ­μῶν».

Αὐ­τὴ τὴ μέ­ρα λοι­πόν, μὲ ἀ­φορ­μὴ μά­λι­στα τὸν Ἑ­σπε­ρι­νό «της συγ­χω­ρή­σε­ως», ἂς ἀ­να­λο­γι­σθοῦ­με τὶς ἐκ­κρε­μό­τη­τες στὶς σχέ­σεις μας μὲ τοὺς ἄλ­λους.

Ἂς προ­σφέ­ρου­με ἀ­δί­στα­κτα τὴ συγ­γνώ­μη μας σὲ ὅ­σους τὴν ζη­τοῦν καὶ ἂς σβή­σου­με πα­ρε­ξη­γή­σεις ἢ πι­κρί­ες καὶ πα­ρά­πο­να. Ἂς προ­σφέ­ρου­με συγ­γνώ­μην καὶ σὲ ὅ­σους δὲν μᾶς τὴν ζη­τοῦν, ἐ­ξα­λεί­φον­τας κά­θε κα­κί­α ἢ ἔ­χθρα ἢ σκέ­ψη ἐκ­δι­κή­σε­ως.

Ἂς συγ­χω­ρή­σου­με ὁ­λό­ψυ­χα καὶ ἐ­κεί­νους ποὺ εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ τι­μω­ρή­σου­με, παι­διά μας ἢ μα­θη­τὲς ἢ ὑ­φι­στα­μέ­νους μας ἢ ἄλ­λους πα­ρα­βά­τες. Ἂς τοὺς ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με μὲ στορ­γὴ καὶ συμ­πά­θεια, μὲ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α καὶ ἐ­πι­εί­κεια. Μὲ συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι «πολ­λὰ πταί­ο­μεν ἅ­παν­τες» (Ἰ­ακ. γ'[3] 2) καὶ ὅ­τι ὅ­λοι ἑ­πο­μέ­νως ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη τοῦ θεί­ου ἐ­λέ­ους.

Ἐ­ὰν δὲ τώ­ρα φα­νοῦ­με ἄ­σπλαγ­χνοι καὶ σκλη­ροὶ στοὺς ἀ­δελ­φούς μας, θὰ ὑ­πο­στοῦ­με κα­τὰ λό­γο δι­και­ο­σύ­νης «κρί­σιν ἀ­νέ­λε­ον» τό­τε (Ἰ­ακ. β'[2] 13). «Οὐ­δὲ ὁ πα­τὴρ ἡ­μῶν ἀ­φή­σει τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ἠ­μῶν». Τί φο­βε­ρό! Δί­δον­τας ὅ­μως ὁ­λό­ψυ­χα τὴ συγ­γνώ­μην στοὺς ἀ­δελ­φούς μας ἀν­θρώ­πους, καὶ τώ­ρα πο­λὺ εἰ­ρη­νεύ­ου­με καὶ τό­τε θὰ ἔ­χου­με παρ­ρη­σί­α καὶ ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας.

2. Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι θε­σμὸς εὐ­λο­γη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ σκο­πὸν ἔ­χει νὰ βο­η­θεῖ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ δα­μά­ζει τὰ πά­θη του ἀλ­λὰ καὶ στὴν τα­πεί­νω­ση καὶ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα νὰ προ­χω­ρεῖ.

Καὶ ὅ­ταν ἀ­κό­μη δὲν εἶ­χε ἐ­πι­βλη­θεῖ κα­νεὶς ἀ­πο­λύ­τως νό­μος στὸν ἄ­δο­λο πρω­τό­πλα­στο Ἀ­δάμ, ἡ ἐγ­κρά­τεια καὶ νη­στεί­α ἐ­κρί­θη ἀ­πὸ τὸν Ἅ­γιο Θε­ὸ ὡς τὸ προ­σφο­ρό­τε­ρο μέ­σο καλ­λι­έρ­γειας καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νό­δου του. Καὶ αὐ­τὴ τέ­θη­κε ὡς τὸ μό­νο ἀ­γώ­νι­σμα, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ρος συγ­χρό­νως γιὰ νὰ πα­ρα­μεί­νει ὁ ἄν­θρω­πος στὸν Πα­ρά­δει­σο.

Πα­ρα­τη­ροῦ­με δὲ στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­νά­γνω­σμα ὅ­τι ὁ Κύ­ριος θε­ω­ρεῖ αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι οἱ μα­θη­τές Του θὰ νη­στεύ­ουν. Δὲν λέ­γει «ἐ­ὰν νη­στεύ­η­τε», ἐ­ὰν πο­τὲ ἀ­πο­φα­σί­σε­τε νὰ νη­στεύ­σε­τε, ἀλ­λὰ λέ­γει «ὅ­ταν νη­στεύ­η­τε», καὶ μά­λι­στα σὲ χρό­νο δι­αρ­κεί­ας, «νη­στεύ­η­τε», γιὰ νὰ προ­σθέ­σει καὶ τὶς πο­λύ­τι­μες συμ­βου­λές Του, ὥ­στε νὰ γί­νε­ται θε­ά­ρε­στα ἡ νη­στεί­α καὶ νὰ «πιά­σει τό­πο».

Σή­με­ρα πα­ρα­τη­ροῦ­με πολ­λοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ μὴ νη­στεύ­ουν. Ἄλ­λοι, χω­ρὶς καμ­μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­φορ­μή, προ­φα­σί­ζον­ται λό­γους ὑ­γεί­ας. Ἄλ­λοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι οἱ νη­στεῖ­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὲς καὶ δυ­σβά­στα­κτες, κα­θω­ρι­σμέ­νες μὲ βά­ση ἄλ­λες συν­θή­κες ἄλ­λων ἐ­πο­χῶν. Κά­ποι­οι τρί­τοι ἐ­πι­κα­λοῦν­ται δῆ­θεν ἀ­νω­τέ­ρα πνευ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ οὐ­σι­α­στι­κὴ ἀ­ρε­τή.

Καὶ ὅ­μως ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ πλῆ­θος ἀ­ρε­τῶν. Γιὰ νὰ τὴν ἀ­σκή­σει κα­νείς, χρει­ά­ζε­ται πί­στη καὶ ὑ­πα­κο­ή, δύ­να­μη θε­λή­σε­ως, ἀ­γρυ­πνί­α ψυ­χῆς, καρ­τε­ρί­α καὶ στα­θε­ρό­τη­τα. Καὶ κα­θὼς τὴν τη­ρεῖ, κερ­δί­ζει ἀ­φάν­τα­στα σὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α, σὲ τα­πει­νὸ φρό­νη­μα καὶ κα­τα­νυ­κτι­κὸ ἦ­θος, σὲ ἁ­γνό­τη­τα καὶ οὐ­ρά­νια αἰ­σθή­μα­τα.

Ἂς ἀ­πο­τι­νά­ξου­με λοι­πὸν τὴν ρα­θυ­μί­α, ἂς κα­τα­νι­κή­σου­με τὴ λαι­μαρ­γί­α, ἂς ἀ­φή­σου­με τὶς προ­φά­σεις, ἂς ἀ­γνο­ή­σου­με τὶς γνῶ­μες καὶ τὰ σχό­λια τῶν κο­σμι­κῶν ἀν­θρώ­πων καὶ ἂς ἐ­πι­δο­θοῦ­με στὸν εὐ­λο­γη­μέ­νο «τῆς νη­στεί­ας ἀ­γῶ­να». Τυ­χὸν δυ­σκο­λί­ες μό­νον διὰ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ θὰ ἐ­πι­λύ­ον­ται. Καὶ τό­τε πο­λὺ με­γά­λην ὠ­φέ­λεια θὰ δοῦ­με στὴν ψυ­χὴ καὶ στὸ σῶ­μα, θὰ φθά­σου­με δὲ πα­νέ­τοι­μοι στὴ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα.

3. Ἡ ἐ­πο­χή μας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ εὐ­η­με­ρί­α καὶ εὐ­μά­ρεια. Καὶ οἱ πτω­χό­τε­ροι ἀ­κό­μη ἀ­πο­λαμ­βά­νουν ποι­κί­λες ἀ­νέ­σεις, ἔ­χουν σχε­τι­κὴ πε­ρι­ου­σί­α καὶ κα­τα­θέ­σεις, πε­ρισ­σό­τε­ρα ἢ λι­γό­τε­ρα ἀ­γα­θά, «θη­σαυ­ροὺς ἐ­πὶ τῆς γῆς». Γι᾿ αὐ­τὸ ὅ­λοι μπο­ροῦ­με νὰ ὁ­μο­λο­γή­σου­με ἀ­πὸ προ­σω­πι­κή μας πεῖ­ρα πό­σον ἄ­στα­τα καὶ τα­ρα­χώ­δη εἶ­ναι τὰ πλού­τη τῆς γῆς. Βρή­κα­με φάρ­μα­κα γιὰ τὸν σκῶ­ρο, ἐ­πι­νο­ή­σα­με συ­στή­μα­τα ἀ­σφα­λεί­ας γιὰ τοὺς κλέ­πτες, ἱ­δρύ­σα­με καὶ Ἑ­ται­ρεῖ­ες γιὰ νὰ κα­λυ­πτό­μα­στε οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὰ ἀ­τυ­χή­μα­τα. Ἐν τού­τοις δὲν κα­τωρ­θώ­σα­με νὰ ἐ­ξο­ρί­σου­με ἀ­πὸ τὶς ψυ­χές μας τὴν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα, τὴν ἀ­γω­νί­α, τὴ μό­νι­μη νευ­ρι­κό­τη­τα, τὸ ἄγ­χος.

Βε­βαί­ως δὲν εἶ­ναι λο­γι­κὸ ν᾿ ἀρ­νη­θεῖ κα­νεὶς κά­ποι­α σύμ­με­τρη πε­ρι­ου­σί­α, κά­ποι­α τε­χνο­λο­γι­κὰ μέ­σα ἀ­κό­μη, ποὺ συ­χνὰ ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­ναγ­καῖ­α «ἐρ­γα­λεῖ­α» στὴν ἐ­πὶ μέ­ρους ἐρ­γα­σί­α τοῦ κα­θε­νός.

Εἶ­ναι ὅ­μως ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο νὰ μὴ ἀ­πο­τε­λοῦν αὐ­τὰ τὸν «θη­σαυ­ρό» τους. Νὰ μὴ πλε­ο­νά­ζουν. Νὰ μὴ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ἄ­με­τρα καὶ ἄ­σκο­πα. Νὰ μὴ δε­σμεύ­ουν τὴν καρ­διὰ καὶ νὰ μὴ θε­ω­ροῦν­ται ὡς τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ τὴν εὐ­τυ­χί­α.

Ἀν­τι­θέ­τως, ὅ­σοι πι­στοί, πρέ­πει νὰ φρον­τί­ζου­με, ὥ­στε «τὰ κε­φά­λαι­α τοῦ οὐ­ρα­νοῦ» καὶ «οἱ με­το­χὲς καὶ κα­τα­θέ­σεις» μας στὸν Πα­ρά­δει­σο νὰ εἶ­ναι αὐ­ξη­μέ­νες. Αὐ­τὲς κα­τὰ πρῶ­το λό­γο νὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦν, σ᾿ αὐ­τὲς νὰ στη­ρί­ζου­με τὴν εὐ­τυ­χί­α καὶ τὶς ἐλ­πί­δες μας, ἀπ᾿ αὐ­τὲς νὰ εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νη καὶ σ᾿ αὐ­τὲς νὰ ἐν­τρυ­φᾶ ἡ καρ­διά μας.

Τώ­ρα δὲ μὲ τὴ Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στὴ εἶ­ναι πο­λὺ χρή­σι­μο καὶ ἐν­δε­δειγ­μέ­νο νὰ πε­ρι­ο­ρί­σου­με κά­πως τὴν ἀ­πα­σχό­λη­σή μας μὲ τὰ τῆς γῆς καὶ νὰ ρί­ξου­με με­γα­λύ­τε­ρο βά­ρος στὰ πνευ­μα­τι­κὰ πλού­τη. Νὰ καλ­λι­ερ­γή­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Νὰ ἐ­πι­με­λη­θοῦ­με τὴν προ­σευ­χή, μά­λι­στα νὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με τις Ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς πε­ρι­ό­δου αὐ­τῆς, τὶς θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες καὶ τὶς Προ­η­γι­α­σμέ­νες θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, ἀ­νά­λο­γο μὲ τὸν χρό­νο ποὺ δι­α­θέ­του­με. Ἀ­κό­μη καὶ ὧ­ρες πε­ρι­συλ­λο­γῆς νὰ ξε­χω­ρί­σου­με καὶ μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­πι­μέ­λεια νὰ με­λε­τή­σου­με ἐ­πί­και­ρα βι­βλί­α, ποὺ πράγ­μα­τι θη­σαυ­ρί­ζουν στὴν ψυ­χή μας φω­τι­σμὸ καὶ γα­λή­νη.

Τό­τε ἀ­κρι­βῶς θὰ ἀ­πο­βεῖ ἡ Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στή, ὅ­πως ὅ­λοι τὸ πο­θοῦ­με, σταθ­μὸς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­συγ­κρό­τη­σης καὶ ἀ­νό­δου.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου