Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ
(27 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· καὶ συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
                                   (Ἐφεσ. β΄[2] 4-10).

ΘΕΪΚΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Αὐτοῦ ἐσμεν ποίημα,
κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἐργοις ἀγαθοῖς»
Ὡς ἄνθρωποι, ἀλλὰ προπάντων ὡς ξαναγεννημένοι Χριστιανοί, εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιουργηθήκαμε γιὰ νὰ μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μᾶς λέγει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ μὲ τοὺς λόγους του αὐτοὺς οὐσιαστικὰ ἀναφέρεται στὶς δύο δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου: στὴν πρώτη, τὴ φυσική μας δημιουργία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε «χοῦν (λαβὼν) ἀπὸ τῆς γῆς» (Γεν. β'[2] 7) καὶ μᾶς τοποθέτησε στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Καὶ στὴ δεύτερη, τὴν πνευματικὴ ἀναδημιουργία, τὴν ὁποία ἐπετέλεσε ὁ Κύριός μας μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή του. Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ χαρακτηριστικὰ ἔχει ἡ πρώτη, ἡ φυσική μας δημιουργία, καὶ ποιὰ ἡ δεύτερη, ἡ πνευματική.
1. Η ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Ἦταν πραγματικὰ συγκλονιστικὴ ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ τριαδικὸς Θεὸς δημιούργησε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο. Ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐνεφύσησε σ᾿ αὐτὸν τὴν δημιουργικὴ πνοή του, προσδίδοντάς του «ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β'[2] 7). Τὸν ἔπλασε κατ' εἰκόνα δική του καὶ τοῦ χάρισε τὰ δικά του θεϊκὰ χαρακτηριστικά. Ἀλλὰ τὸν ἔκαμε καὶ κυρίαρχο τῆς κτίσεως, ἀθάνατο καὶ ἀπαθή, ἄκακο καὶ ἁγνό, καθαρὸ στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Τὸν ἔπλασε ὡς ἔνσαρκο ἄγγελο καὶ οὐράνιο ἄνθρωπο. Τοῦ χάρισε τὴν δυνατότητα νὰ βλέπει καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεό· νὰ ζεῖ παίρνοντας ζωὴ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία του μὲ Αὐτόν.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα περιφρόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ διαβόλου, ἀρνήθηκαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾿ Αὐτόν, ἔγιναν δοῦλοι τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Καὶ ἔτσι συμπαρέσυραν στὴν πτώση τους αὐτὴ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Οἱ ἄνθρωποι πλέον διαστράφηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπέκτησαν ροπὴ πρὸς τὸ κακό. Οἱ ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ τραυματίσθηκαν καὶ ἐξαχρειώθηκαν. Ὁ νοῦς μας σκοτίσθηκε, ἡ θέλησή μας ἐξασθένησε. Χάσαμε τὴν ἀθωότητά μας, ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας. Καὶ ἔτσι μακριὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίναμε «κτηνώδεις ἢ δαιμονιώδεις».
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἂν ἀργοῦσε λίγο περισσότερο ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἔβρισκε τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ πτῶμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀπὸ τὴν ἀνεξιχνίαστη ἀγάπη του ὅμως ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ βρῆκε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἄρρωστη βαριά, ρημαγμένη ἀπὸ μύριες κακίες καὶ πάθη, πνευματικὰ νεκρή. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ξαναδημιουργηθεῖ πνευματικῶς, νὰ ξαναζήσει. Πῶς ὅμως πραγματοποιήθηκε αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου;
2. Η ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Ἡ δεύτερη πνευματικὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ἡμέρα Παρασκευή, ὄχι στὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ ἀλλὰ στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ. Στὴν Ἐδὲμ ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα, στὸν Γολγοθᾶ τὸν ἀνέπλασε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του. Μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή του μᾶς ἀναγέννησε πνευματικῶς, μᾶς ἔκανε καὶ πάλι παιδιά του. Διότι ἀπὸ τὴν λογχευθεῖσα πλευρά του, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔρρευσε αἷμα καὶ ὕδωρ, ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος ἀνεγέννησε καὶ ἀναγεννᾶ ὅλους τοὺς πιστούς. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὕδωρ τῆς τιμίας πλευρᾶς του εἶναι κατὰ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες τὸ ἴδιο τὸ νερὸ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ἐκεῖ μέσα στὸ νερὸ τῆς ἁγίας κολυμβήθρας, πεθαίνουμε γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ζοῦμε γιὰ τὸν Χριστό. Πετᾶμε ἀπὸ ἐπάνω μας σὰν ἄλλο παλιόρουχο τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς φθορᾶς καὶ ἐνδυόμαστε τὸν νέο, «τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα». Γινόμαστε πλέον «καινὴ κτίσις» (Ἐφ. δ'[4] 24, Β' Κορ. ε΄[5] 17).
Καὶ κατὰ τὸ ὑπερφυὲς καὶ ζωοποιὸ Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας, κοινωνοῦμε τὸ ἴδιο αἷμα ποὺ ἔρρευσε ἀπὸ τὴν ἁγία πλευρὰ τοῦ Κυρίου μας. Κάθε φορὰ ποὺ προσερχόμαστε στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς, κοινωνοῦμε «σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον»· «εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος, εἰς αὔξησιν ἀρετῆς καὶ τελειότητος». Γινόμαστε νέοι ἄνθρωποι, νέα κτίσις, μετουσιωνόμαστε σὲ θεοφόρα δοχεῖα ἁγιασμοῦ καὶ χάριτος.
Μὲ τὴν Χάρη λοιπὸν τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ τὸν προσωπικὸ καθημερινὸ ἀγῶνα ἁγιασμοῦ διαφορετικὰ πλέον σκεπτόμαστε, διαφορετικὰ ἐνεργοῦμε, ἄλλο περιεχόμενο ἔχει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά μας. Ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν ψυχή μας γεννᾶ νέα φρονήματα, ἐμπνέει μεγάλους καὶ ἱεροὺς πόθους, ὁδηγεῖ σὲ μεταμόρφωση καθημερινὴ καὶ ἁγιασμό. Ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὴν νέα δημιουργία ὁ ἀκόλαστος γίνεται σώφρων, ὁ ἅρπαγας γίνεται ἐλεήμων, ὁ λύκος γίνεται πρόβατο, τὸ γεράκι γίνεται περιστέρι.
Ἀδελφοί, δημιουργηθήκαμε φυσικῶς γιὰ νὰ ζήσουμε ὡς ἄνθρωποι, ἀναδημιουργηθήκαμε πνευματικῶς γιὰ νὰ ζοῦμε ὡς ἅγιοι. Ἂς ἀγωνιζόμαστε λοιπὸν ὅπως θέλει ὁ Θεός.
   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Τί με λέ­γεις ἀ­γα­θόν; οὐ­δεὶς ἀ­γα­θὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θε­ός. Τὰς ἐν­το­λὰς οἶ­δας· Μὴ μοι­χε­ύ­σῃς· μὴ φο­νε­ύ­σῃς· μὴ κλέ­ψῃς· μὴ ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σῃς· τί­μα τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴν μη­τέ­ρα σου. Ὁ δὲ εἶ­πε· Ταῦ­τα πάν­τα ἐ­φυ­λα­ξά­μην ἐκ νε­ό­τη­τός μου. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ταῦ­τα ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἔ­τι ἕν σοι λε­ί­πει· πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώ­λη­σον καὶ δι­ά­δος πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι. Ὁ δὲ ἀ­κο­ύ­σας ταῦ­τα πε­ρί­λυ­πος ἐ­γέ­νε­το· ἦν γὰρ πλο­ύ­σι­ος σφό­δρα. Ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πε­ρί­λυ­πον γε­νό­με­νον εἶ­πε· πῶς δυ­σκό­λως οἱ τὰ χρή­μα­τα ἔ­χον­τες εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ! Εὐ­κο­πώ­τε­ρον γάρ ἐ­στι κά­μη­λον δι­ὰ τρυ­μα­λι­ᾶς ῥα­φί­δος εἰ­σελ­θεῖν ἢ πλο­ύ­σι­ον εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ εἰ­σελ­θεῖν. Εἶ­πον δὲ οἱ ἀ­κο­ύ­σαν­τες· Καὶ τίς δύ­να­ται σω­θῆ­ναι; Ὁ δὲ εἶ­πε· Τὰ ἀ­δύ­να­τα πα­ρὰ ἀν­θρώ­ποις, δυ­να­τὰ πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ ἐ­στιν. 
                           (Λουκ. ιη΄[18] 18 – 27)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό κά­ποι­ος ἄρ­χον­τας τῆς συ­να­γω­γῆς ρώ­τη­σε τόν Ἰ­η­σοῦ τὸ ἑ­ξῆς: Δι­δά­σκα­λε ἀ­γα­θέ, τί νὰ κά­νω γιὰ νὰ κλη­ρο­νο­μή­σω τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ἀ­φοῦ ἀ­πευ­θύ­νε­σαι σὲ μέ­να νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, για­τί μὲ ὀ­νο­μά­ζεις ἀ­γα­θό; Κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νος του ἀ­πο­λύ­τως ἀ­γα­θὸς πα­ρὰ μό­νο ἕ­νας, ὁ Θε­ός. Γνω­ρί­ζεις τὶς ἐν­το­λές: Νὰ μὴ μοι­χεύ­σεις, νὰ μὴ σκο­τώ­σεις, νὰ μὴν κλέ­ψεις, νὰ μὴν ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, νὰ τι­μᾶς τὸν πα­τέ­ρα σου καὶ τὴ μη­τέ­ρα σου. Κι ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ φύ­λα­ξα ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α. Ὅ­ταν λοι­πὸν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, τοῦ εἶ­πε: Ἕ­να ἀ­κό­μη σοῦ­ λεί­πει. Πού­λη­σε ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χεις καὶ μοί­ρα­σέ τα στοὺς φτω­χούς, καὶ θὰ ἔ­χεις θη­σαυ­ρὸ στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ ἔ­λα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θή­σεις ὡς μα­θη­τής μου, ὑ­πα­κού­ον­τας πάν­το­τε σὲ ὅ­σα θὰ σὲ δι­δά­σκει τὸ πα­ρά­δειγ­μά μου καὶ ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου. Αὐ­τὸς ὅ­μως ὅ­ταν ἄ­κου­σε τὰ λό­για αὐ­τά, λυ­πή­θη­κε πά­ρα πο­λὺ· δι­ό­τι ἦ­ταν πάμ­πλου­τος καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­πο­χω­ρι­σθεῖ τὰ πλού­τη του. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν εἶ­δε τό­σο πο­λὺ στε­νο­χω­ρη­μέ­νο, εἶ­πε: Πό­σο δύ­σκο­λα θὰ μποῦν στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ αὐ­τοὶ πού ἔ­χουν τὰ χρή­μα­τα! Πράγ­μα­τι, πο­λὺ δύ­σκο­λα. Δι­ό­τι εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο μί­α κα­μή­λα νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τρύ­πα πού ἀ­νοί­γει ἡ βε­λό­να, πα­ρὰ νὰ μπεῖ ἕ­νας πλού­σιος στὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νοι πού τὰ ἄ­κου­σαν αὐ­τὰ εἶ­παν τό­τε: Καὶ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ σω­θεῖ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι τό­σο πο­λὺ δύ­σκο­λο, σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, νὰ σω­θοῦν οἱ πλού­σιοι, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὰ ἐ­πί­γεια ἀ­γα­θά του; Τό­τε ὁ Κύ­ριος τούς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­κεῖ­να πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ γί­νουν μὲ τὴν ἀ­σθε­νι­κὴ δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι κα­τορ­θω­τὰ καὶ δυ­να­τὰ μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴ δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ λύ­σει τὰ δε­σμὰ τῆς καρ­διᾶς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­του πλου­σί­ου πρὸς τὸ χρῆ­μα καὶ νὰ τὸν κα­τα­στή­σει ἄ­ξιο τῆς σω­τη­ρί­ας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου