Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)
(13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016)

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ)  
Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.                                                          
              (Ἑβρ. ζ΄[7] 26-28, η΄[8]1-2)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, τέτοιος καὶ μὲ τέτοια προσόντα ἀρχιερεὺς μᾶς χρειαζόταν: εὐσεβὴς καὶ ἅγιος, ἀπαλλαγμένος ἀπό κακία καὶ πονηρία, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπό τούς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀνέγγιχτος ἀπό τὴν ἁμαρτία. Κι ὅσο ζοῦσε στή γῆ, ἦταν τελείως χωρισμένος κι ἀνέγγιχτος ἀπό τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἦταν ἀπόλυτα ἀναμάρτητος· ἐπιπλέον ὅμως τώρα καὶ ἐπειδὴ ἀνυψώθηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανοὺς καὶ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ νέος ἀρχιερέας δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου, νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες πρῶτα γιὰ τὶς δικές του κι ἔπειτα γιά τοῦ λαοῦ τὶς ἁμαρτίες. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει θυσίες γιὰ τὸν ἑαυτό του, διότι ἦταν ἀναμάρτητος. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες καὶ γιὰ τὸ λαό του, διότι αὐτὸ τὸ ἔκανε μιά γιά πάντα θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό του γιά χάρη τοῦ λαοῦ του. Ὁ ἀρχιερέας μας ἄλλωστε διαφέρει πάρα πολὺ ἀπό τοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου. Διότι ὁ νόμος ἐγκαθιστᾶ ὡς ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἠθικὴ ἀσθένεια καὶ εἶναι θνητοί. Ὁ λόγος ὅμως καί ἡ ἔνορκη ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε ὕστερα ἀπό τὸν νόμο καὶ συνεπῶς τὸν ἀντικατέστησε, ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερέα τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στὴν ἐπίγεια ζωὴ του ἀναμάρτητος καὶ τέλειος, καὶ μένει ἀναμάρτητος καὶ τέλειος αἰωνίως. Τὸ σπουδαιότερο λοιπὸν ἀπ’ ὅσα εἴπαμε εἶναι αὐτό: ὅτι ἔχουμε τέτοιον ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε λειτουργὸς τῶν Ἁγίων πού βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, πού δὲν τὴν κατασκεύασε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­δι­ον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ρι­ον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρι­α ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως.  
                                                           (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
      Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό , ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸ νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸ νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸ νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θε τί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸ νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸ συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἴ­η­σοῦ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;
Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸ λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸ δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸ συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴ πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ή συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
  Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 347 μ.Χ.(κατὰ ἄλλους τὸ 354 μ.Χ.). Πατέρας του ἦταν ὁ στρατηγὸς Σεκοῦνδος καὶ μητέρα του ἡ Ἀνθοῦσα. Γρήγορα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ μητέρα του – χήρα τότε 20 ἐτῶν – τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν μόρφωσε κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ἦταν εὐφυέστατο μυαλὸ καὶ σπούδασε πολλὲς ἐπιστῆμες στὴν Ἀντιόχεια, κοντὰ στὸν τότε διάσημο ρήτορα Λιβάνιο. Ἐπίσης ἀκολούθησε θεολογικὲς σπουδὲς δίπλα στὸν Καρτέριο καὶ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ, στὸ λεγόμενο Ἀσκητήριο, τὴ μεγάλη θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀντιόχειας, ἐνῶ σπούδασε καὶ ὡς συνήγορος, ἑξασκώντας τὸ ἐπάγγελμα για λίγους μῆνες. 
 Ὅταν ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο γιὰ πέντε χρόνια, ὅπου ἀσκήτευε προσευχόμενος καὶ μελετώντας τὶς Ἅγιες Γραφές. Ἀσθένησε ὅμως καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος – τὸ 381 μ.Χ., σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν – ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἀργότερα δὲ ἀπὸ τὸν διαδοχο τοῦ Μελετίου Φλαβιανὸ πρεσβύτερος σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν.
  Κατὰ τὴν Ἱερατική του διακονία ἀνέπτυξε ὅλα τὰ ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θεῖο ζῆλο καὶ πρωτοφανὴ εὐγλωττία στὰ κηρύγματά του. Ἔσειε καὶ συγκλόνιζε τὰ πλήθη τῆς Ἀντιόχειας καὶ συγκινοῦσε τὶς ψυχές τους βαθύτατα. Ἡ φήμη του αὐτὴ ἔφτασε μέχρι τὴ βασιλεύουσα καὶ ἔτσι, τὴν 15η Δεκεμβρίου 397 μ.Χ., μὲ κοινὴ ψῆφο βασιλιὰ Ἀρκαδίου καὶ Κλήρου, ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπεδίωξε ποτέ. Καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐκτὸς ἄλλων, ὑπῆρξε αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ δεινὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πολλὰ συγγράμματά του (διασώθηκαν 804, περίπου, ὁμιλίες του). Ἔργο ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελοῦμε σχεδὸν κάθε Κυριακή, μὲ λίγες μόνο, ἀπὸ τότε μετατροπές.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πατριαρχείας του ὑπῆρξε ἀδυσώπητος ἐλεγκτὴς κάθε παρανομίας καὶ κακίας. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε αἰτία νὰ δημιουργήσει φοβεροὺς ἐχθρούς, καὶ μάλιστα αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἐπειδὴ ἤλεγχε τὶς παρανομίες της. Αὐτὴ μάλιστα, σὲ συνεργασία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο (ἑνὸς μοχθηροῦ καὶ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου), συγκάλεσε σύνοδο (παράνομη) ἀπὸ 36 ἐπισκόπους (ὅλοι τους πνευματικὰ ὕποπτοι καὶ δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸν ἅγιο) στὸ χωριὸ Δρῦς τῆς Χαλκηδόνας καὶ πέτυχε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Βιθυνίας. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὅμως, τόσο ἐξερέθισε τὰ πλήθη, ὥστε ἀναγκάστηκε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Εὐδοξία νὰ τὸν ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὸν θρόνο μὲ ἄλλη συνοδικὴ ἀθωωτικὴ ἀπόφαση (402 μ.Χ.). Ἀλλὰ λίγο ἀργότερα, ἡ ἀσεβὴς αὐτὴ αὐτοκράτειρα, κατάφερε καὶ πάλι νὰ ἐξορίσει τὸν Ἅγιο (20 Ἰουνίου 404 μ.Χ.) στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας καὶ ἀπὸ κεῖ στὰ Κόμανα, ὅπου μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες καὶ ἄλλες ταλαιπωρίες πέθανε τὸ 407 μ.Χ.
 Ο Μ. Ε. Γαλανὸς στὸν Συναξαριστή του, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ πιὸ ἄριστος καὶ δημοφιλὴς διδάσκαλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Κανένας δὲν ἐξήγησε ὅπως αὐτός, μὲ τόσο πλοῦτο καὶ τόση σαφήνεια τὰ νοήματα τῶν θείων Γραφῶν, οὔτε δὲ ὑπῆρξε ἐφάμιλλός του στὴν ἑτοιμολογία, τὴν ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ στὴ φλόγα καὶ τὴ δύναμη τῆς ρητορείας. Ὑπῆρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης ἀπαράμιλλος, βαθύτατος καὶ διεισδυτικότατος, ψυχολόγος καὶ καταπληκτικὸς κοινωνιολόγος μὲ αἴσθημα χριστιανικῆς ἰσότητας, χωρὶς προνομιούχους, μὲ καθολικὴ ἀδελφότητα. Ἀνήκει σ' αὐτοὺς ποὺ φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» (Φιλιπ. β΄[2] 15). Δηλαδὴ σὰν φωτεινὰ ἀστέρια μέσα στὸν κόσμο.
 Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθανε τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του τὴν 13η Νοεμβρίου. Ἐπίσης τὴν 15η Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴν χειροτονία του σὲ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὴν 27η Ἰανουαρίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ἀλλὰ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 30η Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Καὶ τέλος τὴν 26η Φεβρουαρίου ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς χειροτονίας του σὲ πρεσβύτερο.  
 ΠΗΓΗ: http://www.saint.gr/3021/saint.aspx


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου