Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
(20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΒ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. Ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται· οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. Καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν ᾽Ισραὴλ τοῦ Θεοῦ. Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.
                                    (Γαλ. Ϛ΄ 11-18)

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. ΤΟ καΥχημα τΩν πιστΩν
Μεγάλο πρόβλημα εἶχε δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς Γαλατίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ κάποιους ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι κήρυτταν ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία τους ἦταν ἀπαραίτητη ἡ τήρηση τῶν τελετουργικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ προπαντὸς ἡ τήρηση τῆς περιτομῆς. Αὐτοὶ μετροῦσαν τοὺς ὀπαδοὺς τους ἀνάλογα μὲ τὸ πόσοι εἶχαν κάνει περιτομὴ καὶ θριαμβολογοῦσαν γι’ αὐτό. Αὐτὸ ἦταν τὸ καύχημά τους. 
Γιὰ νὰ ἐπικρίνει αὐτὴ τὴν παρεκτροπὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔγραψε ἰδιοχείρως τὴν «πρὸς Γαλάτας» ἐπιστολή, τῆς ὁποίας τὸ τελευταῖο τμῆμα ἀναγινώσκεται σήμερα. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος δηλώνει μὲ ἔμφαση ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ καύχημα τοῦ χριστιανοῦ: «ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυ­ρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰη­σοῦ Χριστοῦ», γράφει. Δηλαδή, ποτὲ νὰ μὴ συμβεῖ νὰ καυχηθῶ ἐγὼ γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ χάρη μου πῆρε μορφὴ δούλου καὶ σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μου.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Αὐτὸς εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ καύχημά μας. Τίποτε ἄλλο δὲν ἀποτελεῖ ἀσφαλέστερη ἐγγύηση γιὰ τὴ σωτηρία μας παρὰ ἡ πίστη μας στὸν Ἐσταυρωμένο. Καυχῶνται μερικοὶ χριστιανοί, ἐπειδὴ γνωρίζουν τὸν τάδε διακριτικὸ Γέροντα ἢ ἐπειδὴ ἀνήκουν στοὺς φίλους κάποιου φημισμένου Μοναστηριοῦ ἢ Συλλόγου κ.λ.π. Τίποτε ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ ποὺ μᾶς σώζει εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θυσιάστηκε ἐπάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ χαρίσει τὴν αἰώνια ζωὴ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀχαρίστους ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σταυρός, «ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας», εἶναι τὸ καύχημα καὶ τὸ στήριγμά μας, ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐλπίδας μας.
2. «ΚαινΗ κτίσις»
Στὴ συνέχεια τοῦ λόγου του, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὴ νέα πραγματικότητα ποὺ καλοῦνται νὰ ζήσουν οἱ χριστιανοί. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ κοσμικὲς φιλοδοξίες οὔτε μπορεῖ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν τήρηση ἢ μὴ κάποιων νομικῶν διατάξεων. «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις», γράφει. Στὴν κοινω­νία καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει κα­­μία ἀξία οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλὰ ἰσχύει νέα κτίση καὶ δημιουργία. 
Μὲ τὸν ὅρο «καινὴ κτίσις» ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς κάποια ἠθικὴ βελτίωση καὶ ἀνανέωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ ριζικὴ ἀνακαίνιση τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτὴ ἡ ­ἀνακαίνιση ἀρχίζει μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ταυτόχρονα θάνατος καὶ ζωή. Εἶναι νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ γέννηση ἑνὸς νέου, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ζήσει μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ νὰ γίνει μέτοχος τῆς Χάριτος τοῦ ­Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο σὲ «καινὴ κτίση» δὲν μεταβάλλεται στιγμιαῖα καὶ μαγικὰ μὲ τὸ Βάπτισμα ὁ πιστός. Πρόκειται γιὰ μία κατάσταση τὴν ὁποία ζεῖ διαρκῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐφόσον ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κόσμου καὶ γίνεται δεκτικὸς στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή.
Αὐτὴ τὴν «καινὴ κτίση» φανερώνουν στὴ ζωὴ τους οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ κάθε χρόνο καὶ ἐποχή, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν κλήση μας: νὰ ἀνακαινιστοῦμε μέσα στὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ γίνουμε ἅγιοι!
3. Ο κοινΟς κλΗρος τΩν Αγίων
Ὅλοι θαυμάζουμε καὶ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους. Ὡστόσο, ὅταν οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν ἀνάμεσά μας, δοκίμασαν πολ­λὲς φορὲς τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπόρριψη, τὴν ἀδικία καὶ τὴ συκοφαντία. 
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους ὅτι δῆθεν δὲν ἦταν Ἀπόστολος καὶ ­βρισκόταν σὲ μειονεκτικὴ θέση ἔναντι τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Ὡστόσο, ἀντιμετώπισε μὲ ­πίστη καὶ ὑπομονὴ τὶς συκοφαντίες ἐναντίον του, ἔχον­τας ὡς ἀδιάψευστο μάρτυρα ­γνησιότητας τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ὑποφέρει πλεῖστες ὅσες ταλαιπωρίες καὶ μαρτύρια ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγὼ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω», γράφει· βαστάζω στὸ σῶμα μου τὰ σημάδια τῶν πληγῶν ποὺ δέχθηκα γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Καὶ οἱ πληγές μου αὐτὲς εἶναι ἡ πειστικότερη ἀπολογία μου. 
Δὲν εἶναι ὅμως ἡ μοναδικὴ περίπτωση ἄδικης κατηγορίας. Καὶ πολλοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μου ποὺ ἔζησαν σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχὲς δέχθηκαν συκοφαντίες καὶ ποικίλες κατηγορίες καὶ ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα μένοντας πιστοὶ στὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστὸ, τὸν ὑπὲρ ἡμῶν παθόντα καὶ Ἀναστάντα Κύριό μας. Καὶ ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς τοὺς δικαίωσε. Τοὺς ἔδωσε ὑπεράφθονη τὴ Χάρη Του, ὥστε νὰ τιμῶνται σήμερα ἀπὸ τοὺς ὅπου γῆς πιστοὺς ἐπιτελοῦντες ἀναρίθμητα θαύματα. 
Ἂς ἔχουμε κι ἐμεῖς τὶς θεοπειθεῖς πρεσβεῖες τους, γιὰ νὰ σηκώνουμε, ἂν χρειαστεῖ, καὶ τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς ἀδικίας μὲ πίστη ἀκράδαντη στὸν παντεπόπτη Κύριο.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

          Ο ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν πα­ρα­βο­λὴν ταύτην.· Ἀν­θρώ­που τι­νὸς πλου­σί­ου εὐ­φό­ρη­σεν χώ­ρα· κα δι­ε­λο­γί­ζε­το ν ἑ­αυ­τῷ λέ­γων· τ ποι­ή­σω, ὅ­τι οκ ἔ­χω πο συ­νά­ξω τος καρ­πο­ύς μου; κα εἶ­πε· τοῦ­το ποι­ή­σω· κα­θε­λῶ μου τς ἀ­πο­θή­κας κα με­ί­ζο­νας οἰ­κο­δο­μή­σω, κα συ­νά­ξω ἐ­κεῖ πάντα τ γεν­νή­μα­τά μου κα τ ἀ­γα­θά μου, κα ἐ­ρῶ τ ψυ­χῇ μου· ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λὰ ἀ­γα­θὰ κε­ί­με­να ες ἔ­τη πολ­λά· ἀ­να­πα­ύ­ου, φά­γε, πί­ε, εὐφρα­ί­νου. εἶ­πε δ αὐ­τῷ Θε­ός· ἄ­φρον, τα­ύ­τῃ τ νυ­κτὶ τν ψυ­χήν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σο· δ ἡ­το­ί­μα­σας τί­νι ἔ­σται; οὕ­τως θη­σαυ­ρί­ζων ἑαυ­τῷ κα μ ες Θε­ὸν πλου­τῶν. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
                                        (Λουκ. ιβ΄[12] 16 – 21)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πε Κύ­ριος την πιο κά­τω πα­ρα­βο­λὴ: Κά­ποι­ου πλου­σί­ου ἀν­θρώ­που τὰ ἐ­κτε­τα­μέ­να του χω­ρά­φια ἀ­πέ­δω­σαν ἄ­φθο­νη σο­δειὰ καὶ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή. Ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κι ὁ ἴ­διος γιὰ τὴν εὐ­φο­ρί­α αὐ­τή, συλ­λο­γι­ζό­ταν μέ­σα του, ἀ­γω­νι­οῦ­σε κι ἀ­να­στα­τω­νό­ταν λέ­γον­τας: Τί νὰ κά­νω, δι­ό­τι δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ μα­ζέ­ψω τοὺς καρ­ποὺς τῶν χω­ρα­φι­ῶν μου πού μοῦ πε­ρισ­σεύ­ουν; Θέ­λω νά γί­νουν ὅ­λοι δι­κοί μου, γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­λαύ­σω μό­νος μου. Τε­λι­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη σκέ­ψη εἶ­πε: Αὐ­τὸ θὰ κά­νω: Θὰ γκρε­μί­σω τὶς ἀ­πο­θῆ­κες μου καὶ θὰ κτί­σω με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ εὐ­ρύ­χω­ρες. Καὶ θὰ μα­ζέ­ψω ἐ­κεῖ ὅ­λη τὴ σο­δειά μου καὶ τὰ ἀ­γα­θά μου, καὶ σὰν ἄν­θρω­πος πού μό­νο τίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς γνώ­ρι­σα θὰ πῶ στὴν ψυ­χή μου. Ψυ­χή, ἔ­χεις πολ­λά ἀ­γα­θά, πού εἶ­ναι ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να καὶ σοῦ φτά­νουν γιά πολ­λά χρό­νια. Μὴ σκο­τί­ζε­σαι πλέ­ον γιὰ τί­πο­τε, ἀλ­λά ἀ­πό­λαυ­σε μιά ζω­ή ἀ­να­παυ­τι­κή· φά­ε, πι­ές, γέ­μι­σε χα­ρά. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τὰ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα, πρὶν ἀ­κό­μη προ­φθά­σει νὰ πεῖ στὴν ψυ­χὴ του τὰ ὅ­σα σχε­δί­α­ζε, τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός εἴ­τε μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νεί­δη­σή του εἴ­τε στὸν ὕ­πνο του: Ἄ­μυα­λε καὶ ἀ­νό­η­τε ἄν­θρω­πε πού στή­ρι­ξες τήν εὐ­τυ­χί­α σου μό­νο στίς ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς κοι­λιᾶς καὶ νό­μι­σες ὅ­τι ἡ μα­κρο­ζω­ί­α σου ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν ἀ­πό τά πλού­τη σου καί ὄ­χι ἀ­πό μέ­να· τή νύ­χτα αὐ­τή, πού ἐ­δῶ καί πο­λύ και­ρό ὀ­νει­ρευ­ό­σουν ὡς νύ­χτα εὐ­τυ­χί­ας καί νό­μι­ζες ὅ­τι θά ἄρ­χι­ζε ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἡ ἀ­να­παυ­τι­κή καί ἀ­πο­λαυ­στι­κή ζω­ή σου, οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες ἀ­παι­τοῦν νά πά­ρουν τήν ψυ­χή σου. Σέ λί­γο θά πε­θά­νεις. Αὐ­τά λοι­πόν πού ἑ­τοί­μα­σες καί ἀ­πο­θή­κευ­σες σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν καί σέ ποι­ούς κλη­ρο­νό­μους θά πε­ρι­έλ­θουν; Ἔ­τσι θά τήν πά­θει καί τέ­τοι­ο τέ­λος θά ἔ­χει ἐ­κεῖ­νος πού θη­σαυ­ρί­ζει γιά τόν ἑ­αυ­τό του, γιά νά ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­γω­ι­στι­κά αὐ­τός καί μό­νο τά ἀ­γα­θά τῆς γῆς, καί δέν ἀ­πο­τα­μι­εύ­ει μέ τά ἔρ­γα τῆς ἀ­γά­πης στόν οὐ­ρα­νό θη­σαυ­ρούς πνευ­μα­τι­κούς. Μό­νο σ’ αὐ­τούς τούς θη­σαυ­ρούς εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται ὁ Θε­ός. Κι ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δώσει μεγαλύτερο τόνο στοὺς λόγους του καὶ γιὰ νὰ διεγείρει τὴν προσοχὴ τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά: Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ καὶ ἐνδιαφέρον πνευματικὸ γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέω ἂς ἀκούει.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου