Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΔΕΚΑ ΛΕΠΡΩΝ)

(15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023)


ΕΩΘΙΝΟΝ  Θ΄

Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων , ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς, Εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τόν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν , Εἰρήνη ὑμῖν, καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δέ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν Ἰησοῦς, ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί, Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἤλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν, Εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ, φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου. καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες, καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ΄ ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

( Ἰωάν. κ΄[20]  19 – 31)


 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

19 Καί ἡ μαρτυρία αὐτή τῆς Μαρίας ἐπιβεβαιώθηκε τήν ἴδια ἡμέρα. Διότι ὅταν βράδιασε τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, κι ἐνῶ οἱ μαθητές ἦταν μαζεμένοι σ’ ἕνα σπίτι καί εἶχαν τίς θύρες κλειστές ἐπειδή φοβοῦνταν τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε στή μέση καί τούς εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  20 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τούς ἔδειξε τά χέρια του καί τήν πλευρά του, γιά νά δοῦν τά σημάδια τῶν πληγῶν καί νά πεισθοῦν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους πού σταυρώθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν βεβαιώθηκαν γι’ αὐτό μέ τήν ἐπίδειξη τῶν οὐλῶν του, χάρηκαν οἱ μαθητές πού εἶδαν τόν Κύριο.  21 Ὅταν λοιπόν οἱ μαθητές ἠρέμησαν κάπως ἀπό τήν πρώτη σφοδρή συγκίνηση πού αἰσθάνθηκαν ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους χαρᾶς, τούς εἶπε πάλι ὁ Ἰησοῦς σέ σχέση μέ τή μελλοντική τους τώρα κλήση καί ἀποστολή: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς. Ὅπως μέ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς στέλνω νά συνεχίσετε τό ἴδιο ἔργο.  22 Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, προκειμένου νά τούς μεταδώσει τήν πνοή τῆς νέας οὐράνιας ζωῆς ἐμφύσησε στά πρόσωπά τους, ὅπως κάποτε ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, καί τούς εἶπε: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.  23 Σ’ ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θά τούς εἶναι συγχωρημένες κι ἀπό τόν Θεό. Σ’ ὅποιους ὅμως τίς κρατᾶτε ἀσυγχώρητες, θά μείνουν γιά πάντα κρατημένες.  24 Ὁ Θωμᾶς ὅμως, πού ἦταν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους καί τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ὅσοι Ἑβραῖοι μιλοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν ἦταν μαζί τους ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς.  25 Ὅταν λοιπόν τόν εἶδαν, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητές: Εἴδαμε τόν Κύριο. Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: Ἐάν δέν δῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, ὥστε ὄχι μόνο μέ τά μάτια μου ἀλλά καί μέ τά δάχτυλά μου νά βεβαιωθῶ, δέν θά πιστέψω.  26 Πράγματι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦταν πάλι μέσα στό σπίτι οἱ μαθητές, καί μαζί μ’ αὐτούς ἦταν κι ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ἦταν κλειστές οἱ θύρες, καί στάθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές καί εἶπε: Ἄς ἔλθει εἰρήνη σέ σᾶς.  27 Ἔπειτα λέει στόν Θωμᾶ: Φέρε τό δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφησε καί ἐξέτασε τά σημάδια τῶν πληγῶν μου, καί δές συγχρόνως μέ τά μάτια σου τά χέρια μου. Φέρε τό χέρι σου κάτω ἀπό τά ἐνδύματά μου καί βάλ’ το στήν πλευρά μου πού χτυπήθηκε ἀπό τή λόγχη. Καί μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό τήν ἀπιστία, ὥστε νά γίνεις μόνιμα καί ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλά νά προοδεύεις καί νά στηρίζεσαι στήν πίστη, ὥστε νά γίνεις ἀμετακίνητος καί ἀδιάσειστος σ’ αὐτή.  28 Ὁ Θωμᾶς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου.  29 Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Πίστεψες ἐπειδή μέ εἶδες. Μακάριοι καί πιό εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πιστεύουν χωρίς νά μέ ἔχουν δεῖ μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Καί θά πιστέψουν ἔτσι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου στίς γενιές πού θά ἔλθουν.  30 Σύμφωνα λοιπόν μέ ὅσα ἐξιστορήσαμε, ἐκτός ἀπό τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεώς του, ὁ Ἰησοῦς μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του ἔκανε καί πολλά ἄλλα θαύματα πού ἀποδείκνυαν τή θεότητά του καί τά ὁποῖα δέν εἶναι γραμμένα στό βιβλίο αὐτό.  31 Αὐτά πού ἐκθέσαμε, γράφηκαν γιά νά πιστέψετε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός πού προκηρύχθηκε ἀπό τούς προφῆτες, ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι πιστεύοντας νά ἔχετε ὡς ἀναφαίρετο κτῆμα σας τή νέα, θεία καί αἰώνια ζωή, τήν ὁποία μεταδίδει ὁ ἴδιος στίς ψυχές τῶν
ἀνθρώπων πού ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς φα­νε­ρω­θῇ, ἡ ζω­ὴ ὑ­μῶν, τό­τε καὶ ὑ­μεῖς σὺν αὐ­τῷ φα­νε­ρω­θή­σε­σθε ἐν δό­ξῃ. Νε­κρώ­σα­τε οὖν τὰ μέ­λη τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς, πορ­νε­ί­αν, ἀ­κα­θαρ­σί­αν, πά­θος, ἐ­πι­θυ­μί­αν κα­κήν, καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, δι᾽ ἃ ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πὶ τοὺς υἱ­οὺς τῆς ἀ­πει­θε­ί­ας· ἐν οἷς καὶ ὑ­μεῖς πε­ρι­ε­πα­τή­σα­τέ πο­τε ὅ­τε ἐ­ζῆ­τε ἐν αὐ­τοῖς. Νυ­νὶ δὲ ἀ­πό­θε­σθε καὶ ὑ­μεῖς τὰ πάν­τα, ὀρ­γήν, θυ­μόν, κα­κί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰ­σχρο­λο­γί­αν ἐκ τοῦ στό­μα­τος ὑ­μῶν· μὴ ψε­ύ­δε­σθε εἰς ἀλ­λή­λους, ἀ­πεκ­δυ­σά­με­νοι τὸν πα­λαι­ὸν ἄν­θρω­πον σὺν ταῖς πρά­ξε­σιν αὐ­τοῦ, καὶ ἐν­δυ­σά­με­νοι τὸν νέ­ον τὸν ἀ­να­και­νο­ύ­με­νον εἰς ἐ­πί­γνω­σιν κατ᾽ εἰ­κό­να τοῦ κτί­σαν­τος αὐ­τόν, ὅ­που οὐκ ἔ­νι Ἕλ­λην καὶ ᾽Ι­ου­δαῖ­ος, πε­ρι­το­μὴ καὶ ἀ­κρο­βυ­στί­α, βάρ­βα­ρος, Σκύ­θης, δοῦ­λος, ἐ­λε­ύ­θε­ρος, ἀλ­λὰ τὰ πάν­τα καὶ ἐν πᾶ­σι Χρι­στός. 

                                        (Κολ. γ΄[3] 4 – 11)

 

ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΕΝΔΥΜΑ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ... καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον»

Στὸ σημερινό Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸν παλαιὸ διεφθαρμένο ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τὶς ἁμαρτωλές καὶ ἄνομες πράξεις του καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέο ἀναγεννημένο ἄνθρωπο. Ἂς δοῦμε λοιπόν: τί σημαίνει νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ τί νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέο. 

1. Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ποιός λοιπόν εἶναι αὐτὸς ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ποὺ σὰν παλιό ἔνδυμα θὰ πρέπει να πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτό, θὰ πρέπει νὰ μεταφερθοῦμε γιὰ λίγο στὴ συγκλονιστικὴ ἐκείνη ὥρα ποὺ οἱ πρωτόπλαστοι δοκίμασαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, δείχνοντας ἐμπιστοσύνη στὸν διάβολο. Ἀμέσως ἔχασαν τὴν θεοΰφαντη στολή τους, ἔχασαν δηλαδὴ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σὰν μια αόρατη στολὴ τοὺς ἐλάμπρυνε μέσα σὲ μία ἀνέκφραστη θεϊκὴ δόξα. Ἔγιναν πλέον αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Διωγμένος πλέον ἀπὸ τὸν παράδεισο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος θρηνεῖ: «Ἐνδέδυμαι διερρηγμένον χιτῶνα, ὃν ἐξυφάνατό μοι ὁ ὄφις τῇ συμβουλῇ». Τώρα εἶμαι ντυμένος μὲ τὸν καταξεσχισμένο χιτῶνα τῆς ἁμαρτίας, τὸν ὁποῖο μοῦ ὕφανε ὁ ὄφις μὲ τὴν ἀντίθεη συμβουλή. Νὰ λοιπὸν ποιὸ εἶναι τὸ παλιὸ ἔνδυμα: εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔγινε θῦμα τοῦ διαβόλου· εἶναι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἔντυσε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ στολὴ τῆς ἐξουσίας της. 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ Ἀποστολικό μας ἀνάγνωσμα μᾶς ζητεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος να πετάξουμε σὰν ἄλλο παλιόρουχο τό ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας· νὰ βγάλουμε ἀπό πάνω μας σὰν ἄλλο ἀκάθαρτο ἔνδυμα κάθε πάθος καὶ ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία. Ὅπως οἱ ἄνθρωποι κάθε πρωί που ξυπνοῦν βγάζουν τὸ ἔνδυμα τῆς νύκτας, ἔτσι κι ἐμεῖς ποὺ ἀνοίξαμε τὰ μάτια μας στὸ φῶς τῆς νέας ἡμέρας τοῦ Χριστοῦ θὰ πρέπει νὰ πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας τοὺς χιτῶνες τῆς δαιμονικῆς νύκτας, τὴν κυριαρχία δηλαδὴ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας. Νὰ πετάξουμε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς ἐμπάθειας, τῆς κακίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλοδοξίας και τόσων ἄλλων παθῶν. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτό, θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε σκληρά. Νὰ μισήσουμε τὰ πάθη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὰ πετάξουμε ἀπὸ ἐπάνω μας. Ἀλλὰ ταυτόχρονα, ὅπως ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς ζητεῖ, νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν νέο ἄνθρωπο. Ποιός ὅμως εἶναι αὐτὸς ὁ νέος ἄνθρωπος; 

2. Ο ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ συνεχῶς ἀνακαινίζεται, παίρνοντας τη μορφή τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ. Μὲ δυὸ λόγια δηλαδή, ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐνδύεται ὡς ἔνδυμα τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Πρόκειται γιὰ μυστήριο ποὺ μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ Θεός, μᾶς λέγει, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, ἦρθε καὶ βρῆκε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας γεμάτη ἀκαθαρσίες καὶ αἵματα. Τὴν ἔλουσε, τὴν ἄλειψε με λάδι καὶ τὴν ἔντυσε μὲ ἔνδυμα ποὺ παρόμοιο δὲν ὑπάρχει. Ἔγινε ὁ Ἴδιος στολή της. Μᾶς ἔντυσε μὲ τὸν ἑαυτό του σὰν νὰ ἦταν ἔνδυμα. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα στολή μας, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, Χριστὸν ἐνεδύθημεν» (Γαλ. γ' 27). Γι' αὐτὸ κατὰ τὴν Βάπτισή μας φορέσαμε λευκὰ ροῦχα, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὰ ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα στη Μεταμόρφωση «ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. ιζ' 2)· νὰ μᾶς θυμίζουν ἀκόμη ὅτι καλούμαστε νὰ ζήσουμε μια νέα μεταμορφωμένη ἐν Χριστῷ ζωή. 

Ἐπειδή ὅμως εἴμαστε ἀδύναμοι καὶ πέφτουμε εὔκολα στὴν ἁμαρτία, κινδυνεύουμε να χάσουμε τὴ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας μᾶς χαρίζει τὸ δεύτερο Βάπτισμα, τὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ποὺ μᾶς ξαναδίνει τη στολή αὐτή. Γιὰ νὰ μπορέσουμε μὲ τὴ θεία Κοινωνία να γίνουμε θεοφόροι, κατὰ χάρη θεοί. Νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν Χριστό. Νὰ μὴν ζοῦμε πλέον ἐμεῖς, ἀλλὰ νὰ «ζῇ ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός» (Γαλ. β ́ 20). Νὰ ἔχουμε πλέον «νοῦν Χριστοῦ» (Α' Κορ. β'[2] 16). Ὁ Χριστὸς νὰ κατευθύνει τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὶς ἐνέργειές μας. Ἡ καρδιά μας νὰ ἀγαπάει ὅπως ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νοῦς νὰ σκέπτεται ὅπως ὁ Χριστός. Τὰ μάτια μας νὰ βλέπουν ὅπως τὰ μάτια Του. Ὀφείλουμε «καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ ἡμεῖς οὕτω περιπατεῖν» (Α' Ἰω. β'[2] 6). Ἔτσι θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς νέοι ἄνθρωποι, τῆς ἀρετῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἁγιότητος.

Αδελφοί, στο ξεκίνημα τῆς νέας χρονιᾶς, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει τὴν καλύτερη εὐχὴ καὶ προτροπή. Νὰ κάνουμε ἕνα νέο ξεκίνημα στὴ ζωή μας, νὰ πετάξουμε τὸν χιτῶνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε ὡς ἔνδυμα ἀθανασίας τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Διότι μόνον ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε εὐτυχισμένοι στην κάθε νέα χρονιά, ἀλλὰ καὶ αἰωνίως μαζί Του νὰ ζοῦμε «μὲ λευκά φωτεινὰ ἱμάτια» στὴν ὑπέρλαμπρη Βασιλεία Του.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην, ἀ­πήντησαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόῤ­ῥω­θεν, καὶ αὐτοὶ  ἦ­ραν  φω­νὴν,  λέ­γον­τες·  ᾿Ι­η­σοῦ  ἐ­πι­στά­τα,  ἐ­λέ­η­σον  ἡ­μᾶς.  Καὶ  ἰ­δὼν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς, ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.

                                           (Λουκ. ιζ΄[17] 12–19)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριό, τόν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπὸ μακριά, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο κάθε λεπρός θεωροῦνταν ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει κανέναν. Κι αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν δυνατά: Ἰησοῦ, Κύριε, σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας. Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε καί δεῖξτε τὸ σῶμα σας στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ βεβαιώσουν ἄν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ νόμου. Καὶ καθὼς αὐτοὶ πήγαιναν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. Ἕνας ἀπ' αὐτούς, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἐκφράζοντας τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του δόξαζε τὸν Θεὸ πού τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπεσε τότε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ σχισματικὸς καὶ λιγότερο φωτισμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Συνεπῶς κανεὶς δὲν θὰ περίμενε νὰ δείξει αὐτὸς μιὰ τέτοια εὐγνωμοσύνη πού δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, πού ἦταν Ἰσραηλίτες. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Δὲν καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Χάθηκαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, παρὰ μόνο ὁ ξένος αὐτός, πού δὲν ἀνήκει στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ γένος; Καὶ σ᾿ αὐτὸν εἶπε: Σήκω καὶ πήγαινε. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλά ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή πού θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματική σου σωτηρία.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου