Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ IΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
   ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ IΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, γρη­γο­ρεῖ­τε, στή­κε­τε ἐν τῇ πί­στει, ἀν­δρί­ζε­σθε, κρα­ται­οῦ­σθε. Πάντα ὑ­μῶν ἐν ἀ­γά­πῃ γι­νέ­σθω. Πα­ρα­κα­λῶ δὲ ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί· οἴ­δα­τε τὴν οἰ­κί­αν Στε­φα­νᾶ, ὅ­τι ἐ­στὶν ἀ­παρ­χὴ τῆς ᾿Α­χα­ΐ­ας καὶ εἰς δι­α­κο­νί­αν τοῖς ἁ­γί­οις ἔ­τα­ξαν ἑ­αυ­το­ύς· ἵ­να καὶ ὑ­μεῖς ὑ­πο­τάσ­ση­σθε τοῖς τοι­ο­ύ­τοις καὶ παν­τὶ τῷ συ­νερ­γοῦν­τι καὶ κο­πι­ῶν­τι. Χα­ί­ρω δὲ ἐ­πὶ τῇ πα­ρου­σί­ᾳ Στε­φα­νᾶ καὶ Φουρ­του­νά­του καὶ ᾿Α­χα­ϊ­κοῦ, ὅ­τι τὸ ὑ­μῶν ὑ­στέ­ρη­μα οὗ­τοι ἀ­νε­πλή­ρω­σαν· ἀ­νέ­παυ­σαν γὰρ τὸ ἐ­μὸν πνεῦ­μα καὶ τὸ ὑ­μῶν. Ἐ­πι­γι­νώ­σκε­τε οὖν τοὺς τοι­ο­ύ­τους. ᾿Α­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς αἱ ἐκ­κλη­σί­αι τῆς ᾿Α­σί­ας. Ἀ­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς ἐν Κυ­ρί­ῳ πολ­λὰ ᾿Α­κύ­λας καὶ Πρί­σκιλ­λα σὺν τῇ κατ᾿ οἶ­κον αὐ­τῶν ἐκ­κλη­σί­ᾳ. Ἀ­σπά­ζον­ται ὑ­μᾶς οἱ ἀ­δελ­φοὶ πάν­τες. Ἀ­σπά­σα­σθε ἀλ­λή­λους ἐν φι­λή­μα­τι ἁ­γί­ῳ. ῾Ο ἀ­σπα­σμὸς τῇ ἐ­μῇ χει­ρὶ Πα­ύ­λου. Εἴ τις οὐ φι­λεῖ τὸν Κύριον ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν, ἤ­τω ἀ­νά­θε­μα. Μα­ρὰν ἀ­θᾶ. ῾Η χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ μεθ᾿ ὑ­μῶν. Ἡ ἀ­γά­πη μου με­τὰ πάν­των ὑ­μῶν ἐν Χρι­στῷ ᾿Ι­η­σοῦ· ἀ­μήν.
                                                                                    (Α΄ Κορ.ιστ΄[16] 13 –24)

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ
Προ­κει­μέ­νου νὰ ὑ­πο­γρά­ψει καὶ νὰ στεί­λει τὴν πρώ­τη πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λὴ του ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, προ­σθέ­τει στὸ τέ­λος πο­λὺ σπου­δαῖ­ες πα­ραγ­γε­λί­ες καὶ προ­τρο­πές, τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­κού­σα­με καὶ ἐ­μεῖς σή­με­ρα στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα.   Ἐ­πει­δὴ πολ­λοὶ ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι νό­θευ­αν τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ τὴν ἀ­να­κά­τευ­αν μὲ δι­ά­φο­ρες πλά­νες, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ τὴν προ­σο­χὴ τῶν Χρι­στια­νῶν καὶ τοὺς λέ­ει:
Μὴν ξε­χνᾶ­τε, ἀ­δελ­φοί μου, ὃ­τι εἶ­στε μέ­λη τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἶ­στε στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πρέ­πει συ­νε­χῶς νὰ ἀ­γω­νί­ζε­στε κα­τὰ τοῦ κα­κοῦ καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν σὰν ἄ­γρυ­πνοι φρου­ροί. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ροι εἶ­ναι οἱ κίν­δυ­νοι ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦν ἕ­νε­κα τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ προ­σο­χή σας μὴν τυ­χὸν καὶ κλο­νι­σθεῖ ἡ πί­στη σας. Νὰ μέ­νε­τε στα­θε­ροὶ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στὴν πί­στη. Μὲ ἀν­δρεί­α καὶ γεν­ναι­ό­τη­τα νὰ ἀν­τι­στέ­κε­στε, νὰ πο­λε­μᾶ­τε καὶ νὰ ἀ­πο­κρού­ε­τε κά­θε ἐ­χθρό, ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ σᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὴν πί­στη καὶ δὲν θέ­λει τὴ σω­τη­ρί­α σας· Νὰ ζη­τᾶ­τε ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ σᾶς δί­νει δύ­να­μη καὶ θάρ­ρος. Ὅ­λα τὰ κα­θή­κον­τά σας καὶ ὃ­λα τὰ ἔρ­γα σας νὰ γί­νον­ται μὲ ἀ­γά­πη χρι­στι­α­νι­κή. Φί­λοι καὶ ἐ­χθροὶ δι­δά­σκον­ται καὶ ὠ­φε­λοῦν­ται, ὃ­ταν βλέ­πουν τοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σὲ ὅ­λους μὲ ἀ­γά­πη, μὲ ἐ­πι­εί­κεια, μὲ πρα­ό­τη­τα καὶ μὲ κα­λο­σύ­νη.
Προ­σέξ­τε ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί μου, καὶ τοῦ­το. Γνω­ρί­ζε­τε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στε­φα­νᾶ τοῦ συμ­πο­λί­τη σας εἶ­ναι ἡ πρώ­τη οἰ­κο­γέ­νεια τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καὶ γε­νι­κά τῆς νό­τιας Ἑλ­λά­δας, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­λό­κλη­ρη πί­στε­ψε στὸν Χρι­στὸ καὶ ὃ­λα της τὰ μέ­λη ἀ­φι­έ­ρω­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν Χρι­στια­νῶν. Σ' αὐ­τοὺς τοὺς ζη­λω­τὲς Χρι­στια­νούς, κα­θὼς καὶ σὲ ὃ­ποι­ον ἄλ­λο συ­νερ­γά­ζε­ται καὶ κο­πιά­ζει σὲ μιὰ τό­σο θε­ά­ρε­στη δι­α­κο­νί­α, εἶ­ναι πο­λὺ δί­και­ο νὰ ὑ­πο­τάσ­σε­σθε καὶ νὰ τοὺς μι­μεῖ­σθε.
Χαί­ρω ἐ­πί­σης δι­ό­τι εἶ­ναι ἐ­δῶ πα­ρόν­τες ὁ Στε­φα­νᾶς, ὁ Φουρ­του­νά­τος καὶ ὁ Ἀ­χα­ϊ­κός. Οἱ τρεῖς αὐ­τοὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες σας ἀ­να­πλή­ρω­σαν τὸ κε­νὸ ποὺ αἰ­σθά­νο­μαι, ἐ­πει­δὴ βρί­σκο­μαι μα­κριά σας. Μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τους καὶ μὲ τὶς εὐ­χά­ρι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ εἰ­δή­σεις ποὺ μοῦ ἔ­φε­ραν σχε­τι­κὰ μὲ τὸν ζῆ­λο σας καὶ τὴν ἀ­γά­πη σας, μὲ χα­ρο­ποί­η­σαν καὶ ἀ­νέ­παυ­σαν τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς μου. Καὶ εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὃ­τι μὲ τὴν ἐ­πι­στο­λή μου αὐ­τὴ ποὺ θὰ σᾶς φέ­ρουν θὰ χα­ρο­ποι­ή­σουν καί σᾶς καὶ θὰ ἀ­να­παύ­σουν καὶ τὴ δι­κή σας ψυ­χή. Τέ­τοι­ους ἐ­κλε­κτοὺς Χρι­στια­νοὺς νὰ τοὺς ἐ­κτι­μᾶ­τε πο­λὺ καὶ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζε­τε τὴν ἀ­ξί­α τους.
Σᾶς στέλ­νουν ἐγ­κάρ­διους χαι­ρε­τι­σμοὺς οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες ποὺ βρί­σκον­ται στὶς δι­ά­φο­ρες πό­λεις τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας. Πολ­λοὺς ἐν Κυ­ρί­ῳ χαι­ρε­τι­σμοὺς σᾶς στέλ­νουν καὶ ὁ Ἀ­κύ­λας μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του τὴν Πρί­σκιλ­λα καὶ οἱ Χρι­στια­νοὶ ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ται στὸ σπί­τι τους. Ἀλ­λὰ καὶ ὃ­λοι οἱ Χρι­στια­νοὶ ἀ­δελ­φοί σᾶς στέλ­νουν ἐγ­κάρ­διους χαι­ρε­τι­σμούς. Μὲ ἅ­γιο φί­λη­μα ἀ­σπα­σθεῖ­τε ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο κι ἐ­σεῖς.
Ἕ­ως ἐ­δῶ τὴν ἐ­πι­στο­λή, ση­μει­ώ­νει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, τὴν ἔ­γρα­ψε ὁ ὑ­πο­γρα­φεύς, τὸν χαι­ρε­τι­σμὸ ὅ­μως αὐ­τὸ σᾶς τὸν γρά­φω ἐ­γὼ μὲ τὸ χέ­ρι μου. Ἐ­ὰν κα­νεὶς δὲν ἀ­γα­πᾶ μὲ θερ­μὴ καὶ εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη τὸν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ἂς εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Κύ­ριος θὰ ἔλ­θει καὶ θὰ κα­τα­δι­κά­σει στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση κά­θε χω­ρι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Γιὰ σᾶς ὅ­μως τοὺς ἀ­γα­πη­τούς μου Κο­ρίν­θιους Χρι­στια­νοὺς εὔ­χο­μαι νὰ εἶ­ναι μα­ζί σας ἡ χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ εἶ­στε βέ­βαι­οι ὃ­τι σ­ᾶς πε­ρι­βάλ­λω ὃ­λους μὲ τὴν ἀ­γά­πη ποὺ μᾶς δί­δα­ξε καὶ τὴν ἐ­ξα­γί­α­σε ὁ Κύ­ριός μας, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­σ­τός. Ἀ­μήν.
Ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ εἶ­ναι τὸ τέ­λος τῆς πρώ­της πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ θεί­ου Παύ­λου. Ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸν κίν­δυ­νο νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ πί­στη. Τοὺς φο­βί­ζει μὲ τὸν αἰ­ώ­νιο χω­ρι­σμὸ ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό. Ἀλ­λὰ συγ­χρό­νως δὲν πα­ρα­λεί­πει νὰ τοὺς ἐκ­δη­λώ­σει τὴ θερ­μὴ πα­τρι­κή του ἀ­γά­πη, γιὰ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­σει στοὺς πνευ­μα­τι­κούς τους ἀ­γῶ­νες. Τε­λι­κὰ τοὺς εὔ­χε­ται νὰ εἶ­ναι μα­ζί τους ἡ χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι τὸ πο­λυ­τι­μό­τε­ρο ἀ­γα­θὸ καὶ στὴν πα­ροῦ­σα καὶ σ­τὴ μέλ­λου­σα ζω­ή. Τὴν εὐ­χὴ αὐ­τὴ ἂς ἀ­να­πέμ­που­με καὶ ἐ­μεῖς σ­τὸν Θε­ὸ πάν­το­τε γιὰ τοὺς ἀ­δελ­φούς μας Χρι­στια­νούς.
                 (+ ρχιμανδρίτης Χριστοφόρος Παπουτσόπουλος)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄν­θρω­πός τις ἦν οἰ­κο­δε­σπό­της, ὅς τις ἐ­φύ­τευ­σεν ἀμ­πε­λῶ­να, καὶ φραγ­μὸν αὐ­τῷ πε­ρι­έ­θη­κε, καὶ ὤ­ρυ­ξεν ἐν αὐ­τῷ λη­νὸν, καὶ ᾠ­κο­δό­μη­σε πύρ­γον· καὶ ἐ­ξέ­δο­το αὐ­τὸν γε­ωρ­γοῖς, καὶ ἀ­πε­δή­μη­σεν. Ὅ­τε δὲ ἤγ­γι­σεν ὁ και­ρὸς τῶν καρ­πῶν, ἀ­πέ­στει­λε τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ πρὸς τοὺς γε­ωρ­γοὺς, λα­βεῖν τοὺς καρ­ποὺς αὐ­τοῦ. Καὶ λα­βόν­τες οἱ γε­ωρ­γοὶ τοὺς δο­ύ­λους αὐ­τοῦ, ὃν μὲν ἔ­δει­ραν, ὃν δὲ ἀ­πέ­κτει­ναν, ὃν δὲ ἐ­λι­θο­βό­λη­σαν. Πάλιν ἀ­πέ­στει­λεν ἄλ­λους δο­ύ­λους πλε­ί­ο­νας τῶν πρώ­των· καὶ ἐ­πο­ί­η­σαν αὐ­τοῖς ὡ­σα­ύ­τως. Ὕ­στε­ρον δὲ ἀ­πέ­στει­λε πρὸς αὐ­τοὺς τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ, λέ­γων· Ἐν­τρα­πή­σον­ται τὸν υἱ­όν μου. Οἱ δὲ γε­ωρ­γοὶ, ἰ­δόν­τες τὸν υἱ­ὸν, εἶ­πον ἐν ἑ­αυ­τοῖς· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κλη­ρο­νό­μος· δεῦ­τε, ἀ­πο­κτε­ί­νω­μεν αὐ­τὸν, καὶ κα­τά­σχω­μεν τὴν κλη­ρο­νο­μί­αν αὐ­τοῦ. Καὶ λα­βόν­τες αὐ­τὸν, ἐ­ξέ­βα­λον ἔ­ξω τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, καὶ ἀ­πέ­κτει­ναν. Ὅ­ταν οὖν ἔλ­θῃ ὁ κύ­ριος τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος, τί ποι­ή­σει τοῖς γε­ωρ­γοῖς ἐ­κε­ί­νοις; Λέγουσιν αὐ­τῷ· Κα­κοὺς κα­κῶς ἀ­πο­λέ­σει αὐ­το­ύς· καὶ τὸν ἀμ­πε­λῶ­να ἐκ­δώ­σε­ται ἄλ­λοις γε­ωρ­γοῖς, οἵ­τι­νες ἀ­πο­δώ­σου­σιν αὐ­τῷ τοὺς καρ­ποὺς ἐν τοῖς και­ροῖς αὐ­τῶν. Λέγει αὐ­τοῖς ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Οὐ­δέ­πο­τε ἀ­νέ­γνω­τε ἐν ταῖς Γρα­φαῖς· Λίθον ὃν ἀ­πε­δο­κί­μα­σαν οἱ οἰ­κο­δο­μοῦν­τες, οὗ­τος ἐ­γε­νή­θη εἰς κε­φα­λὴν γω­νί­ας· πα­ρὰ Κυ­ρί­ου ἐ­γέ­νε­το αὕ­τη, καὶ ἔ­στι θαυ­μα­στὴ ἐν ὀ­φθαλ­μοῖς ἡ­μῶν;    
                                      (Ματθ.κα΄[21] 33 – 42)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶ­πεν Κύ­ριος τν πι κά­τω πα­ρα­βο­λὴ. Ἦ­ταν κά­ποι­ος νοι­κο­κύ­ρης, Θε­ός δη­λα­δή, ὁ­ποῖ­ος φύ­τε­ψε ἀμ­πέ­λι, δη­λα­δή τό ἰ­ου­δα­ϊ­κό ἔ­θνος. Κι ἔ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρη φρον­τί­δα γι᾿ αὐ­τό. Ἔ­βα­λε δη­λα­δή τρι­γύ­ρω του φρά­κτη κι ἔ­σκα­ψε μέ­σα σ᾿ αὐ­τό πα­τη­τή­ρι, ἔ­κτι­σε πύρ­γο γιά νά μέ­νουν ο φύ­λα­κες καί ἐρ­γά­τες, καί τό ἐμ­πι­στεύ­θη­κε σέ γε­ωρ­γούς, στούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί στούς ἄρ­χον­τες το λα­οῦ, κι ἀ­να­χώ­ρη­σε σέ ἄλ­λη χώ­ρα. Ὅ­ταν πλη­σί­α­σε και­ρός τς σο­δειᾶς, ἀ­πέ­στει­λε τούς δού­λους του, τούς προ­φῆ­τες, στούς γε­ωρ­γούς γιά νά πα­ρα­λά­βουν τούς καρ­πούς του· γιά νά δι­α­πι­στώ­σουν δη­λα­δή τήν ἀ­φο­σί­ω­σή τους στό Θε­ό καί τά ἔρ­γα τς ἀ­ρε­τῆς πού ὄ­φει­λε ὁ λα­ός αὐ­τός ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν τό­ση εὔ­νοι­α καί πρό­νοι­α το Θε­οῦ νά καρ­πο­φο­ρή­σει σάν ἕ­να καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο πνευ­μα­τι­κό ἀμ­πέ­λι. Ὅ­μως ο γε­ωρ­γοί, ο ἄρ­χον­τες δη­λα­δή το Ἰσ­ρα­ήλ, ἀ­φοῦ συ­νέ­λα­βαν τούς δού­λους του, ἄλ­λον τόν ἔ­δει­ραν, ἄλ­λον τόν σκό­τω­σαν κι ἄλ­λον τόν λι­θο­βό­λη­σαν. Ξα­νά­στει­λε ἰ­δι­ο­κτή­της το ἀμ­πε­λιοῦ ἄλ­λους δού­λους πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­π’ τούς πρώ­τους, κι ἔ­κα­ναν καί σ’ αὐ­τούς τά ἴ­δια. Ὕ­στε­ρα ἀ­πέ­στει­λε σ’ αὐ­τούς τόν γιό του λέ­γον­τας: Πρέ­πει του­λά­χι­στον ο ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί νά ντρα­ποῦν τόν γιό μου. Ο γε­ωρ­γοί ὅ­μως, ὅ­ταν εἶ­δαν τόν γιό, τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό δη­λα­δή, τόν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα υἱ­ό το Θε­οῦ, εἶ­παν με­τα­ξύ τους: Αὐ­τός εἶ­ναι κλη­ρο­νό­μος· ἐ­λᾶ­τε, ς τόν σκο­τώ­σου­με κι ς ἁρ­πά­ξου­με τήν κλη­ρο­νο­μιά του, γιά νά γί­νου­με ἔ­τσι ἀ­νε­νό­χλη­τοι πλέ­ον κύ­ριοι καί ἐκ­με­ταλ­λευ­τές τς ἰ­ου­δα­ϊ­κῆς συ­να­γω­γῆς. Κι ἀ­φοῦ τόν ἔ­πια­σαν, τόν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω ἀ­πό τό ἀμ­πέ­λι καί τόν σκό­τω­σαν. Ὅ­ταν λοι­πόν ἔλ­θει ὁ κύ­ριος το ἀμ­πε­λιοῦ, τί εἶ­ναι δί­και­ο νά κά­νει στούς καλ­λι­ερ­γη­τές ἐ­κεί­νους; Το ἀ­παν­τοῦν: Θά ἐ­ξο­λο­θρεύ­σει μέ τόν χει­ρό­τε­ρο θά­να­το αὐ­τούς πού εἶ­ναι τό­σο κα­κοί. Καί τό ἀμ­πέ­λι θά τό νοι­κιά­σει σέ ἄλ­λους γε­ωρ­γούς, ο ὁ­ποῖ­οι θά το δώ­σουν τούς ὀ­φει­λό­με­νους καρ­πούς στήν κα­τάλ­λη­λη ἐ­πο­χή. Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ἀ­φοῦ ἐ­ξο­λό­θρευ­σε τούς Ἰ­ου­δαί­ους καί κα­τέ­στρε­ψε μέ τούς Ρω­μαί­ους τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, πα­ρέ­δω­σε τό ἀμ­πέ­λι του, δη­λα­δή τόν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ τς χά­ρι­τος, στούς Ἀ­πο­στό­λους καί τούς δι­α­δό­χους τους γιά νά τό καλ­λι­ερ­γοῦν καρ­πο­φό­ρα. Τούς λέ­ει Ἰ­η­σοῦς: Δέν δι­α­βά­σα­τε πο­τέ στίς Γρα­φές: Λί­θο τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πέρ­ρι­ψαν ὡς ἀ­κα­τάλ­λη­λο ο κτί­στες, αὐ­τός ἔ­γι­νε κε­φα­λή ὅ­λης τς οἰ­κο­δο­μῆς καί ἀ­κρο­γω­νια­ῖος λί­θος. Κύ­ριος τό ἔ­κα­νε αὐ­τό, καί εἶ­ναι θαυ­μα­στό στά μά­τια μας, στά μά­τια τν πι­στῶν. Δη­λα­δή, ἐ­νῶ αὐ­τοί πού μέ τή δι­δα­σκα­λί­α τους ἔ­χουν ὡς ἔρ­γο καί κα­θῆ­κον νά σς οἰ­κο­δο­μοῦν μέ ἀ­πέρ­ρι­ψαν ὡς ἀ­κα­τάλ­λη­λο λί­θο στήν οἰ­κο­δο­μή το Θε­οῦ, ἐ­γώ ἔ­γι­να κε­φα­λή ὅ­λης τς οἰ­κο­δο­μῆς καί συ­νέ­νω­σα τούς λα­ούς σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Τό θαυ­μα­στό αὐ­τό γε­γο­νός μπρο­στά στά μά­τια ὅ­λων τν πι­στῶν τό ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου