Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ἡ­μᾶς τος ἀ­πο­στό­λους ἐ­σχά­τους ἀ­πέ­δει­ξεν, ς ἐ­πι­θα­να­τί­ους, ὅ­τι θέ­α­τρον ἐ­γε­νή­θη­μεν τ κό­σμῳ, κα ἀγ­γέ­λοις κα ἀν­θρώ­ποις. ἡ­μεῖς μω­ροὶ δι­ὰ Χρι­στόν, ὑ­μεῖς δ φρό­νι­μοι ν Χρι­στῷ· ἡ­μεῖς ἀ­σθε­νεῖς, ὑ­μεῖς δ ἰ­σχυ­ροί· ὑ­μεῖς ἔν­δο­ξοι, ἡ­μεῖς δ ἄ­τι­μοι. ἄ­χρι τς ἄρ­τι ὥ­ρας κα πει­νῶ­μεν κα δι­ψῶ­μεν κα γυ­μνη­τε­ύ­ο­μεν κα κο­λα­φι­ζό­με­θα κα ἀ­στα­τοῦ­μεν κα κο­πι­ῶ­μεν ἐρ­γα­ζό­με­νοι τας ἰ­δί­αις χερσ· λοι­δο­ρο­ύ­με­νοι εὐ­λο­γοῦ­μεν, δι­ω­κό­με­νοι ἀ­νε­χό­με­θα, βλα­σφη­μο­ύ­με­νοι πα­ρα­κα­λοῦ­μεν· ς πε­ρι­κα­θάρ­μα­τα το κό­σμου ἐ­γε­νή­θη­μεν, πάν­των πε­ρί­ψη­μα ἕ­ως ἄρ­τι. Οκ ἐν­τρέ­πων ὑ­μᾶς γρά­φω ταῦ­τα, ἀλ­λ' ὡς τέ­κνα μου ἀ­γα­πη­τὰ νου­θε­τῶ· ἐ­ὰν γρ μυ­ρί­ους παι­δα­γω­γοὺς ἔ­χη­τε ἐν Χρι­στῷ, ἀλ­λ' ο πολ­λοὺς πα­τέ­ρας· ν γρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ δι­ὰ το εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐ­γὼ ὑ­μᾶς ἐ­γέν­νη­σα. πα­ρα­κα­λῶ ον ὑ­μᾶς, μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε.     
                                                                        (Α΄ Κορ. δ΄ 9 – 16 )

ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ
«Πα­ρα­κα­λῶ οὖν ὑμᾶς, μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε».
          Πο­λὺ τολ­μη­ρὸς φαί­νε­ται ὁ λό­γος τοῦ Ἀπ. Παύ­λου. Τολ­μη­ρὸς καὶ πρω­τά­κου­στος. Πρω­τά­κου­στος καὶ πα­ρά­δο­ξος. Πῶς τολ­μᾶ νὰ προ­βά­λει τὸν ἑ­αυ­τὸ του πα­ρά­δειγ­μα πρὸς μί­μη­ση; Πῶς ὁ τό­σο τα­πει­νὸς ἀ­πό­στο­λος, ὁ «πρῶ­τος τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν» καὶ «ἔ­σχα­τος πάν­των», τολ­μᾶ καὶ πα­ρα­κα­λεῖ τοὺς χρι­στια­νοὺς νὰ τὸν ἀν­τι­γρά­ψου­νε σὰν πρό­τυ­πο; Μὰ δὲν εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς τὸ πα­νυ­περ­τέ­λει­ο κι αἰ­ώ­νιο πρό­τυ­πο; Δὲν «ἔπαθεν ὑ­πὲρ ὑ­μῶν, ὑμῖν ὑ­πο­λιμ­πά­νων ὑ­πο­γραμ­μόν, ἵ­να ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσι αὐτοῦ»; (Α' Πέ­τρ. β'[2] 21). Πῶς ὁ Ἀπ. Πέ­τρος προ­βάλ­λει γιὰ τέ­λει­ο πρό­τυ­πο καὶ πα­ρά­δειγ­μα ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν τὸν ἀ­να­μάρ­τη­το Κύ­ριο, ὁ δὲ Παῦ­λος τὸν ἑ­αυ­τό του; Μή­πως οἱ δύ­ο κο­ρυ­φαῖ­οι διαφωνοῦν;
            Ἡ ἀ­πο­ρί­α πρέ­πει νὰ λυ­θεῖ.
α) «ΟΥ­ΔΕΙΣ ΠΑΥ­ΛΟΥ ΠΡΩ­ΤΟΣ»
            Νὰ διαφωνοῦν ἄ­ρα­γε, οἱ δύ­ο κο­ρυ­φαῖ­οι ἀ­πό­στο­λοι; Μὰ εἶ­ναι πο­τὲ δυ­να­τό; Ὄ­χι! Πο­τέ! Εἶ­ναι κι οἱ δύ­ο θε­ό­πνευ­στοι τοῦ Χριστοῦ ἀ­πό­στο­λοι. Εἶ­ναι κι οἱ δύο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος θεοκίνητα ὄργανα. Εἶ­ναι κι οἱ δύ­ο τῆς ἀ­λή­θειας γλυ­κό­φθογ­γες ἅρ­πες. Πῶς μπο­ρεῖ νὰ διαφωνοῦν, καὶ μά­λι­στα σὲ τό­σο σο­βα­ρὰ θέ­μα­τα πί­στης καὶ ζω­ῆς; Ὅ­ταν πιὸ βα­θιὰ με­λε­τή­σει κα­νεὶς τὴν προ­τρο­πὴ τοῦ Παύ­λου στοὺς Κο­ριν­θί­ους, θὰ δι­α­πι­στώ­σει μιὰ φαι­νο­με­νι­κή, ἀλ­λ' ὄ­χι πραγ­μα­τι­κή, δι­α­φω­νί­α. Ὄ­χι μό­νο δὲν πα­ρα­σι­ω­πᾶ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὡς αἰ­ώ­νιο πα­ρά­δειγ­μα, ἀλλά καὶ τὸ πα­ρου­σιά­ζει σὰν πρῶ­το ἀρ­χέ­τυ­πο. Δὲ στα­μά­τη­σε μό­νο στὸ «μιμηταί μου γί­νε­σθε», ἀλλά προ­χώ­ρη­σε στὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ με­γά­λου μυ­στι­κοῦ, «κα­θὼς κἀγώ Χριστοῦ» (Α' Κορ. ια΄[11] 1). Μί­λη­σε μ' αὐ­τὸ τὸν τρό­πο γιὰ ν' ἀ­πο­δεί­ξει πώς ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ γί­νε­ται κα­τορ­θω­τὴ στὴ ζω­ή μας. Οἱ Κο­ρίν­θιοι ἄ­κου­σαν, ἴ­σως καὶ μὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες, γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλά οὔ­τε τὸν ἴ­διο εἶ­δαν, οὔ­τε τὰ θαύ­μα­τά Του, οὔ­τε τὴν ἁ­γι­ό­τη­τά Του. Ἔ­τσι, ὅταν ἦρθε ὁ Παῦλος στὴν Κό­ριν­θο, στὸ πρό­σω­πό του βλέ­πα­νε τὴν εἰ­κό­να τοῦ ἀ­ό­ρα­του Χριστοῦ. Εἶ­δαν ἀ­πὸ κον­τὰ τοὺς ἀ­γῶ­νες καὶ τὰ δε­σμὰ καὶ τὶς θλί­ψεις του γιὰ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀλλά καὶ τὶς ἀ­ρε­τὲς καὶ τὰ κα­τορ­θώ­μα­τά του. «Πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες», τοὺς ἔ­γρα­φε. Κα­θη­με­ρι­νὰ στὶς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μας, κου­βα­λᾶ­με τὸ σῶ­μα μας ἀ­να­λω­μέ­νο ἀ­π' τὸν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο τοῦ θα­νά­του.
        Προ­βάλ­λει τὸν ἑ­αυ­τό του σὰν πα­ρά­δειγ­μα ὁ­ρα­τὸ καὶ γνω­στὸ καὶ ψη­λα­φη­τό, πού μποροῦσε νὰ τοὺς προ­τρέ­ψει στὴν κα­τόρ­θω­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ἄλ­λω­στε, γιὰ νὰ μὴ νο­μί­σει κα­νεὶς πώς τό «μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε» τὄλεγε ἐ­γω­ι­στι­κὰ καὶ ἀ­λα­ζο­νι­κά, προ­βάλ­λει μπρο­στὰ στὰ μά­τια τους τὸ πα­νά­γιο πρό­τυ­πο τοῦ Κυ­ρί­ου. Σὰ νὰ τοὺς ἔ­λε­γε: Ὅποιος ἐμένα μι­μεῖ­ται, ἐ­κεῖ­νος μι­μεῖ­ται τὸν Ἰησοῦ Χρι­στό· για­τί, δὲν ἔ­φτα­σα στὸ ση­μεῖ­ο τοῦτο μὲ τὶς δι­κές μου δυ­νά­μεις, ἀλλά μὲ τὴ μί­μη­ση τοῦ Χρι­στοῦ.­.. Ὅ­πως γρά­φει σύγ­χρο­νος σο­φὸς καὶ με­λε­τη­τὴς τοῦ Παύ­λου, «ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­πορ­ρό­φη­ση τοῦ ἀτομικοῦ του ἐγώ μέ­σα στὸ Χρι­στό, αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ πνευ­μα­τι­κὸς πυ­ρή­νας τῆς ὕ­παρ­ξής του· ἦ­ταν τὸ μυ­στι­κὸ τοῦ με­γα­λεί­ου του». Μή­πως τὸ στό­μα του δὲν ἦ­ταν στό­μα Χριστοῦ; Μή­πως τὸ κή­ρυγ­μά του δὲν ἦ­ταν ἀ­πο­στο­λι­κὸ καὶ ἀ­λη­θι­νὸ καὶ Χρι­στο­κεν­τρι­κό; Μή­πως μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ μπρο­στὰ στὸν Παῦ­λο; Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὸν γί­γαν­τα τοῦ­το τοῦ πνεύ­μα­τος; Ποι­ὸς ξε­πέ­ρα­σε πο­τὲ τὸν «πρῶ­το με­τὰ τὸν Ἕ­να;» Κα­νέ­νας! «Οὐδείς Παύ­λου πρῶ­τος στή­σε­ται παντί δῆ­λόν ἐ­στι», δι­ε­κή­ρυ­ξε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος. Τό­σο ταυ­τί­στη­κε τὸ «ἐγώ» του μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὥ­στε μπο­ροῦ­σε νὰ πεῖ: «Χρι­στῷ συ­νε­σταύ­ρω­μαι ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χρι­στός». Ἔ­πα­ψε νὰ ζεῖ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, για­τί μέ­σα του ζοῦσε ὁ Χρι­στός. Ἀ­πὸ τό­τε πού σταύρωσε καὶ νέ­κρω­σε τὸν «πα­λαι­ὸν ἂνθρω­πον», ζοῦσε ὁ­λό­κλη­ρος στὸ βα­σί­λει­ο τῆς Χά­ρι­τος. Δὲν ἦ­ταν ὁ Παῦλος τοῦ σώ­μα­τος, ἀλλά ὁ Παῦλος τοῦ Πνεύ­μα­τος. Πατοῦσε στὴ γῆ, μὰ μποροῦσε νὰ πε­τᾶ «μέ­χρι τρί­του οὐ­ρα­νοῦ».
β) ΝΑ ΤΟΝ ΜΙΜΗΘΟΥΜΕ
         Ν' ἀν­τι­γρά­ψου­με τὶς ἀ­ρε­τές του. Νὰ τὸν ζω­γρα­φί­σου­με στὴν ψυ­χή μας. Νὰ τὸν φέ­ρου­με πιὸ κον­τὰ στὰ μά­τια μας. Ὅ­πως ἕ­να ἄ­γαλ­μα γιὰ νὰ τὸ ἰδοῦμε σ' ὅ­λες του τὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες θὰ πρέ­πει νὰ τὸ πλη­σι­ά­σου­με ἀ­πὸ κον­τά, ἔ­τσι καὶ γιὰ ν' ἀν­τι­γρά­ψου­με τὴν ἅ­για μορ­φὴ τοῦ οὐρανόφταστου κή­ρυ­κα τῆς οἰ­κου­μέ­νης, τὸ ἴ­διο πρέ­πει νὰ κά­νου­με. Νὰ με­λε­τή­σου­με βα­θιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του. Νὰ προ­σέ­ξου­με τὶς ἐ­πι­στο­λές του, τὶς συμ­βου­λές του, τὶς προ­τρο­πές του. Νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τοὺς ἀ­γῶ­νες του καὶ ν' ἀ­κού­σου­με τοὺς στε­ναγ­μούς του. Νὰ τὸν μι­μη­θοῦ­με στὴν πί­στη, τὴν τα­πεί­νω­ση, τὴν ὑ­πο­μο­νή, τὴν ἀ­γά­πη, τὴν ἀ­νε­ξι­κα­κί­α, τὴν ἐγ­κρά­τεια, τὴν ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα.
        Κά­θε χρι­στια­νὸς ὅ­ταν συλ­λο­γί­ζε­ται τὶς ἀ­ρε­τὲς τοῦ Χριστοῦ ἀ­πο­ρεῖ καὶ θαυ­μά­ζει καὶ θέ­λει νὰ γί­νει μι­μη­τής Του. Ὅ­ταν ὅ­μως σκε­φτεῖ πώς δὲν εἶ­ναι μό­νο ἄν­θρω­πος, ἀλλά καί Θεός, προ­βάλ­λει τό­τε προ­φά­σεις καὶ δι­και­ο­λο­γί­ες. Δι­στά­ζει καὶ δει­λιά­ζει νὰ προ­χω­ρή­σει. Μὰ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι Θεός, λέ­ει, πῶς ἐγώ θὰ μπο­ρέ­σω νὰ Τὸν φτά­σω; Ἴ­σως κά­πο­τε καὶ μεῖς κά­νου­με τὴν ἴ­δια σκέ­ψη, θέ­λον­τες νὰ δι­και­ο­λο­γή­σου­με τὴν πνευ­μα­τι­κή μας ρα­θυ­μί­α. Ὅ­μως ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς δι­α­ψεύ­δει. Πῶς τὰ κα­τά­φε­ρε, ἄν­θρω­πος σὰν καί μᾶς, νὰ μι­μη­θεῖ τοῦ Χριστοῦ τὶς ἀ­ρε­τές; Ὁ ἀ­πο­στο­λι­κός του λό­γος «μι­μη­ταί μου γί­νε­σθε», μᾶς ἀ­φαι­ρεῖ ὅ­λες τὶς ἐν­στά­σεις καὶ μᾶς κά­νει ἀ­να­πο­λό­γη­τους. ­Ἂν δὲ μποροῦμε νά μιμηθοῦμε τόν Ἰησοῦ ἐ­πει­δή, εἶ­ναι θε­άν­θρω­πος, ἂς μιμηθοῦμε τόν Παῦλο πού εἶ­ναι μό­νο ἄν­θρω­πος. Ἴ­σως πά­λι προ­βλη­θεῖ ἡ ἔν­στα­ση πώς δὲν ἔ­χου­με οὔ­τε τὴ θέ­λη­ση τοῦ με­γά­λου ἀ­πο­στό­λου, οὔ­τε τὴ χά­ρη.­.. Μή­πως ὅ­μως τὰ εἶ­χε ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ­τα τὰ χα­ρί­σμα­τα; Ὄ­χι βέ­βαι­α! Πρῶ­τα ἦ­ταν δι­ώ­χτης καὶ πο­λέ­μιος ἄ­σπον­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ὕ­στε­ρα ἔ­γι­νε ἀ­πό­στο­λος καὶ κή­ρυ­κας πού φώ­τι­σε τὴν οἰ­κου­μέ­νη. Μποροῦμε καί μεῖς, ἂν θέ­λου­με, νὰ με­τα­βά­λου­με σκέ­ψεις καὶ φρο­νή­μα­τα καὶ νὰ γί­νου­με «σκεύ­η ἐ­κλο­γῆς» καὶ ὄρ­γα­να τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θεοῦ.
      Δὲν εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, οὔ­τε δύ­σκο­λο. Τὰ δύ­σκο­λα εἶ­ναι γιὰ ὅ­σους δὲν ἀ­γω­νί­ζον­ται καὶ δὲν πι­στεύ­ουν. Οἱ ἡττοπαθεῖς ξέ­ρουν μο­νά­χα νὰ μεμ­ψι­μοι­ροῦν καὶ νὰ γκρι­νιά­ζουν, θαυ­μά­ζουν τὴν ἀ­ρε­τή, ἀλλά δὲν ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ τὴν κα­τα­χτή­σουν. Ἀ­γα­ποῦν τὴ νί­κη, ἀλλά πο­τὲ δὲν τὴν κά­νουν δι­κή τους. Νι­κη­τὴς εἶ­ναι ὅ­ποι­ος πι­στεύ­ει καὶ πο­λε­μᾶ. «Πάν­τα δυ­να­τὰ τῷ πι­στεύ­ον­τι». Ὁ Παῦλος νί­κη­σε, για­τί πο­λέ­μη­σε· καὶ πο­λέ­μη­σε, για­τί τὸ θέ­λη­σε. Εἶ­ναι ὁ ἐμ­πει­ρο­πό­λε­μος ἀ­γω­νι­στὴς πού σαλ­πί­ζει συ­να­γερ­μό. Τὸ σάλ­πι­σμά του μᾶς φέρ­νει στὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Δη­μι­ουρ­γεῖ ἀ­τμό­σφαι­ρα πο­λε­μι­κή. «Ἐν­δύσασθε τὴν πα­νο­πλί­αν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύ­να­σθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς με­θο­δεί­ας τὸν δι­α­βό­λου». Εἶ­ναι ὁ πιὸ θαυ­μά­σιος στρα­τι­ω­τι­κὸς ἐκ­παι­δευ­τὴς τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πο­λέ­μου. Πῶς νὰ μὴ τὸν ἀ­κού­σου­με; Πῶς νὰ μὴ τὸν μι­μη­θοῦ­με; Ἡ κλαγ­γὴ τῶν ὅ­πλων του ἀ­κού­γε­ται δυ­να­τά: «Ἀ­να­λά­βε­τε τὴν πα­νο­πλί­αν τοῦ Θεοῦ.­.. καὶ τὴν πε­ρι­κε­φα­λαί­αν τοῦ σω­τη­ρί­ου.­.. καί τὴν μά­χαι­ραν τοῦ Πνεύ­μα­τος.­.­.­».
Ἀ­δελ­φοί μου,
        Τὸ αἰ­ώ­νιο καὶ πα­νυ­περ­τέ­λει­ο πρό­τυ­πο γιὰ νὰ τὸ μι­μη­θοῦ­με στὴ ζω­ή μας, εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος. Ἀ­ξί­ζει ὅ­μως νὰ μι­μη­θοῦ­με κι ὅ­σους μι­μή­θη­καν τὸν Χρι­στό στὴ δική τους ζω­ή. Ὄ­χι μό­νο τὸν μέ­γα Παῦ­λο καὶ τοὺς ἀ­πο­στό­λους καὶ τοὺς μάρ­τυ­ρες καὶ τοὺς πα­τέ­ρες καὶ τοὺς ὅ­σιους, ἀλλά κι αὐ­τοὺς πού ζοῦ­νε κον­τά μας, δί­πλα μας, στὴν ἐ­πο­χή μας.
   Νὰ τοὺς μι­μη­θοῦ­με.
             (Θε­ο­λό­γου +Μιχ. Μι­χα­η­λί­δη, «Ἀ­πὸ τὸν Ἄμ­βω­να»)
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄν­θρω­πός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τὸν κα λέ­γων· Κριε, ἐ­λέ­η­σόν μου τν υἱ­όν, ὅ­τι σε­λη­νι­ά­ζε­ται κα κα­κῶς πά­σχει· πολ­λά­κις γρ πί­πτει ες τ πρ κα πολ­λά­κις ες τ ὕ­δωρ. κα προ­σή­νεγ­κα αὐ­τὸν τος μα­θη­ταῖς σου, κα οκ ἠ­δυ­νή­θη­σαν αὐ­τὸν θε­ρα­πεῦ­σαι. ἀ­πο­κρι­θεὶς δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος κα δι­ε­στραμ­μέ­νη! ἕ­ως πό­τε ἔ­σο­μαι με­θ' ὑ­μῶν; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τέ μοι αὐ­τὸν ὧ­δε. κα ἐ­πε­τί­μη­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς, κα ἐ­ξῆλ­θεν ἀ­π' αὐ­τοῦ τ δαι­μό­νι­ον κα ἐ­θε­ρα­πε­ύ­θη ὁ πας ἀ­πὸ τς ὥ­ρας ἐ­κε­ί­νης. Ττε προ­σελ­θόν­τες ο μα­θη­ταὶ τ Ἰ­η­σοῦ κα­τ' ἰ­δί­αν εἶ­πον· Δι­α­τί ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Δι­ὰ τν ἀ­πι­στί­αν ὑ­μῶν. ἀ­μὴν γρ λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­ὰν ἔ­χη­τε πί­στιν ς κόκ­κον σι­νά­πε­ως, ἐ­ρεῖ­τε τ ὄ­ρει το­ύ­τῳ, με­τά­βη­θι ἐν­τεῦ­θεν ἐ­κεῖ, κα με­τα­βή­σε­ται· κα οὐ­δὲν ἀ­δυ­να­τή­σει ὑ­μῖν. τοῦ­το δ τ γέ­νος οκ ἐκ­πο­ρε­ύ­ε­ται ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Ἀ­να­στρε­φο­μέ­νων δ αὐ­τῶν ες τν Γα­λι­λα­ί­αν εἶ­πεν αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς· Μλλει υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­σθαι ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα τ τρί­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­γερ­θή­σε­ται.
                                      (Ματθ. ιζ΄[17] 14 – 23 )
ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ
        Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ­πλη­σί­α­σε τὸν Ἰησοῦ ἕ­νας ἄν­θρω­πος, γο­νά­τι­σε μπρο­στά του καὶ τοῦ εἶ­πε: «Κύ­ρι­ε, σπλα­χνί­σου τὸ γιό μου, για­τί εἶ­ναι ἐ­πι­λη­πτι­κὸς καὶ ὑ­πο­φέ­ρει· πολ­λὲς φο­ρὲς μά­λι­στα πέ­φτει στὴ φω­τιὰ καὶ στὸ νε­ρό. Τόν ἔ­φε­ρα στοὺς μα­θη­τές σου, ἀλ­λὰ δὲν μπό­ρε­σαν νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σουν». Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πάν­τη­σε: «Γε­νιὰ ἄ­πι­στη καὶ δι­ε­φθαρ­μέ­νη, ὡς πό­τε θὰ εἶ­μαι μα­ζί σας; Ὡς πό­τε θὰ σᾶς ἀ­νέ­χο­μαι; Φέρ­τε μού τον ἐ­δῶ». Κι ἐ­πι­τί­μη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸ δαι­μό­νιο, καὶ βγῆ­κε ἀ­π' αὐ­τόν, κι ἀ­πὸ κεί­νη τὴν ὥ­ρα τὸ παι­δὶ γι­α­τρεύ­τη­κε. Πῆ­γαν τό­τε ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὸν Ἰ­η­σοῦ οἱ μα­θη­τὲς καὶ τὸν ρώ­τη­σαν: «Για­τί ἐ­μεῖς δὲν μπο­ρέ­σα­με νὰ τὸ βγά­λου­με;» Κι ὁ Ἰ­η­σοῦς τοὺς εἶ­πε: «Ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­πι­στί­ας σας· σᾶς βε­βαι­ώ­νω πώς, ἂν ἔ­χε­τε πί­στη ἔ­στω καὶ σὰν κόκ­κο σι­να­πιοῦ, θὰ λέ­τε σ' αὐ­τὸ τὸ βου­νὸ "πή­γαι­νε ἀ­πὸ δῶ ἐ­κεῖ", καὶ θὰ πη­γαί­νει· καὶ κα­νέ­να πράγ­μα δὲ θὰ '­ναι ἀ­δύ­να­το γιὰ σᾶς. Αὐ­τὸ τὸ δαι­μο­νι­κὸ γέ­νος δὲν βγαί­νει πα­ρὰ μό­νο μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νη­στεί­α». Ἐνῷ οἱ μα­θη­τὲς περι­έρ­χον­ταν τὴ Γα­λι­λαία, τοὺς εἶ­πε ὁ Ἰ­η­σοῦς: «Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που πρό­κει­ται νὰ πα­ρα­δο­θεῖ σὲ χέ­ρια ἀν­θρώ­πων. Θά τὸν θα­να­τώ­σουν, καὶ τὴν τρί­τη μέ­ρα θὰ ἀ­να­στη­θεῖ».


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου