ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί,
ὁ Θεὸς ἡμᾶς
τοὺς ἀποστόλους
ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν
τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις
καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς
μωροὶ διὰ
Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς
ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς
ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι
τῆς ἄρτι
ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι
ταῖς ἰδίαις
χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν,
διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν·
ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως
ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων
ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ' ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ
νουθετῶ· ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε
ἐν Χριστῷ, ἀλλ'
οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ
διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ
ὑμᾶς ἐγέννησα. παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
(Α΄ Κορ. δ΄ 9 – 16 )
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟ
«Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε».
Πολὺ τολμηρὸς
φαίνεται ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Παύλου. Τολμηρὸς καὶ πρωτάκουστος. Πρωτάκουστος
καὶ παράδοξος. Πῶς τολμᾶ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτὸ του παράδειγμα πρὸς
μίμηση; Πῶς ὁ τόσο ταπεινὸς ἀπόστολος, ὁ «πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν» καὶ «ἔσχατος
πάντων», τολμᾶ καὶ παρακαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν ἀντιγράψουνε
σὰν πρότυπο; Μὰ δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τὸ πανυπερτέλειο κι αἰώνιο πρότυπο;
Δὲν «ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων
ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσι αὐτοῦ»; (Α' Πέτρ. β'[2]
21). Πῶς ὁ Ἀπ. Πέτρος προβάλλει γιὰ τέλειο πρότυπο καὶ παράδειγμα ὅλων
τῶν ἀρετῶν τὸν ἀναμάρτητο Κύριο, ὁ δὲ Παῦλος τὸν ἑαυτό του; Μήπως οἱ
δύο κορυφαῖοι διαφωνοῦν;
Ἡ ἀπορία
πρέπει νὰ λυθεῖ.
α) «ΟΥΔΕΙΣ ΠΑΥΛΟΥ ΠΡΩΤΟΣ»
Νὰ διαφωνοῦν
ἄραγε, οἱ δύο κορυφαῖοι ἀπόστολοι; Μὰ εἶναι ποτὲ δυνατό; Ὄχι! Ποτέ!
Εἶναι κι οἱ δύο θεόπνευστοι τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολοι. Εἶναι κι οἱ δύο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος θεοκίνητα ὄργανα. Εἶναι κι οἱ δύο τῆς ἀλήθειας γλυκόφθογγες
ἅρπες. Πῶς μπορεῖ νὰ διαφωνοῦν, καὶ μάλιστα σὲ τόσο σοβαρὰ θέματα πίστης
καὶ ζωῆς; Ὅταν πιὸ βαθιὰ μελετήσει κανεὶς τὴν προτροπὴ τοῦ Παύλου
στοὺς Κορινθίους, θὰ διαπιστώσει μιὰ φαινομενική, ἀλλ' ὄχι πραγματική,
διαφωνία. Ὄχι μόνο δὲν παρασιωπᾶ τὸν Ἰησοῦ ὡς αἰώνιο παράδειγμα,
ἀλλά καὶ τὸ παρουσιάζει σὰν πρῶτο ἀρχέτυπο. Δὲ σταμάτησε μόνο στὸ «μιμηταί μου γίνεσθε», ἀλλά προχώρησε
στὴν ἀποκάλυψη τοῦ μεγάλου μυστικοῦ,
«καθὼς κἀγώ Χριστοῦ» (Α' Κορ. ια΄[11] 1). Μίλησε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο γιὰ
ν' ἀποδείξει πώς ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ γίνεται κατορθωτὴ στὴ ζωή μας.
Οἱ Κορίνθιοι ἄκουσαν, ἴσως καὶ μὲ λεπτομέρειες, γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό,
ἀλλά οὔτε τὸν ἴδιο εἶδαν, οὔτε τὰ θαύματά Του, οὔτε τὴν ἁγιότητά
Του. Ἔτσι, ὅταν ἦρθε ὁ Παῦλος στὴν Κόρινθο, στὸ πρόσωπό του βλέπανε τὴν
εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Χριστοῦ. Εἶδαν ἀπὸ κοντὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ δεσμὰ
καὶ τὶς θλίψεις του γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά καὶ τὶς ἀρετὲς
καὶ τὰ κατορθώματά του. «Πάντοτε
τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», τοὺς ἔγραφε.
Καθημερινὰ στὶς περιοδεῖες μας, κουβαλᾶμε τὸ σῶμα μας ἀναλωμένο
ἀπ' τὸν ἔσχατο κίνδυνο τοῦ θανάτου.
Προβάλλει
τὸν ἑαυτό του σὰν παράδειγμα ὁρατὸ καὶ γνωστὸ καὶ ψηλαφητό, πού
μποροῦσε νὰ τοὺς προτρέψει στὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς. Ἄλλωστε, γιὰ νὰ
μὴ νομίσει κανεὶς πώς τό «μιμηταί
μου γίνεσθε» τὄλεγε ἐγωιστικὰ καὶ ἀλαζονικά, προβάλλει μπροστὰ
στὰ μάτια τους τὸ πανάγιο πρότυπο τοῦ Κυρίου. Σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: Ὅποιος
ἐμένα μιμεῖται, ἐκεῖνος μιμεῖται τὸν Ἰησοῦ Χριστό· γιατί, δὲν ἔφτασα
στὸ σημεῖο τοῦτο μὲ τὶς δικές μου δυνάμεις, ἀλλά μὲ τὴ μίμηση τοῦ Χριστοῦ...
Ὅπως γράφει σύγχρονος σοφὸς καὶ μελετητὴς τοῦ Παύλου, «ἡ ἀπόλυτη ἀπορρόφηση τοῦ ἀτομικοῦ
του ἐγώ μέσα στὸ Χριστό, αὐτὸς ἦταν ὁ πνευματικὸς πυρήνας τῆς ὕπαρξής
του· ἦταν τὸ μυστικὸ τοῦ μεγαλείου του». Μήπως τὸ στόμα του δὲν ἦταν
στόμα Χριστοῦ; Μήπως τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν ἀποστολικὸ καὶ ἀληθινὸ
καὶ Χριστοκεντρικό; Μήπως μπορεῖ νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν Παῦλο; Ποιὸς
μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸν γίγαντα τοῦτο τοῦ πνεύματος; Ποιὸς ξεπέρασε
ποτὲ τὸν «πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα;» Κανένας! «Οὐδείς Παύλου πρῶτος στήσεται παντί δῆλόν
ἐστι», διεκήρυξε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τόσο ταυτίστηκε
τὸ «ἐγώ» του μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὥστε μποροῦσε
νὰ πεῖ: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι ζῶ δὲ
οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Ἔπαψε νὰ ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του,
γιατί μέσα του ζοῦσε ὁ Χριστός. Ἀπὸ τότε πού σταύρωσε καὶ νέκρωσε τὸν «παλαιὸν ἂνθρωπον», ζοῦσε ὁλόκληρος
στὸ βασίλειο τῆς Χάριτος. Δὲν ἦταν ὁ Παῦλος τοῦ σώματος, ἀλλά ὁ Παῦλος
τοῦ Πνεύματος. Πατοῦσε στὴ γῆ, μὰ μποροῦσε νὰ πετᾶ «μέχρι τρίτου οὐρανοῦ».
β) ΝΑ ΤΟΝ ΜΙΜΗΘΟΥΜΕ
Ν' ἀντιγράψουμε
τὶς ἀρετές του. Νὰ τὸν ζωγραφίσουμε στὴν ψυχή μας. Νὰ τὸν φέρουμε πιὸ
κοντὰ στὰ μάτια μας. Ὅπως ἕνα ἄγαλμα γιὰ νὰ τὸ ἰδοῦμε σ' ὅλες του τὶς λεπτομέρειες
θὰ πρέπει νὰ τὸ πλησιάσουμε ἀπὸ κοντά, ἔτσι καὶ γιὰ ν' ἀντιγράψουμε
τὴν ἅγια μορφὴ τοῦ οὐρανόφταστου κήρυκα τῆς οἰκουμένης, τὸ ἴδιο πρέπει
νὰ κάνουμε. Νὰ μελετήσουμε βαθιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του. Νὰ προσέξουμε
τὶς ἐπιστολές του, τὶς συμβουλές του, τὶς προτροπές του. Νὰ παρακολουθήσουμε
τοὺς ἀγῶνες του καὶ ν' ἀκούσουμε τοὺς στεναγμούς του. Νὰ τὸν μιμηθοῦμε
στὴν πίστη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀγάπη, τὴν ἀνεξικακία,
τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγωνιστικότητα.
Κάθε χριστιανὸς
ὅταν συλλογίζεται τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ ἀπορεῖ καὶ θαυμάζει καὶ θέλει
νὰ γίνει μιμητής Του. Ὅταν ὅμως σκεφτεῖ πώς δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος,
ἀλλά καί Θεός, προβάλλει τότε προφάσεις καὶ δικαιολογίες. Διστάζει
καὶ δειλιάζει νὰ προχωρήσει. Μὰ Ἐκεῖνος εἶναι Θεός, λέει, πῶς ἐγώ θὰ
μπορέσω νὰ Τὸν φτάσω; Ἴσως κάποτε καὶ μεῖς κάνουμε τὴν ἴδια σκέψη, θέλοντες
νὰ δικαιολογήσουμε τὴν πνευματική μας ραθυμία. Ὅμως ὁ Ἀπ. Παῦλος
μᾶς διαψεύδει. Πῶς τὰ κατάφερε, ἄνθρωπος σὰν καί μᾶς, νὰ μιμηθεῖ τοῦ
Χριστοῦ τὶς ἀρετές; Ὁ ἀποστολικός του λόγος «μιμηταί μου γίνεσθε», μᾶς ἀφαιρεῖ ὅλες τὶς ἐνστάσεις καὶ
μᾶς κάνει ἀναπολόγητους. Ἂν δὲ μποροῦμε νά μιμηθοῦμε τόν Ἰησοῦ ἐπειδή,
εἶναι θεάνθρωπος, ἂς μιμηθοῦμε τόν Παῦλο πού εἶναι μόνο ἄνθρωπος. Ἴσως
πάλι προβληθεῖ ἡ ἔνσταση πώς δὲν ἔχουμε οὔτε τὴ θέληση τοῦ μεγάλου ἀποστόλου,
οὔτε τὴ χάρη... Μήπως ὅμως τὰ εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦτα τὰ χαρίσματα;
Ὄχι βέβαια! Πρῶτα ἦταν διώχτης καὶ πολέμιος ἄσπονδος τῆς Ἐκκλησίας
τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὕστερα ἔγινε ἀπόστολος καὶ κήρυκας πού φώτισε τὴν
οἰκουμένη. Μποροῦμε καί μεῖς, ἂν θέλουμε, νὰ μεταβάλουμε σκέψεις καὶ
φρονήματα καὶ νὰ γίνουμε «σκεύη ἐκλογῆς»
καὶ ὄργανα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εἶναι ἀδύνατο,
οὔτε δύσκολο. Τὰ δύσκολα εἶναι γιὰ ὅσους δὲν ἀγωνίζονται καὶ δὲν πιστεύουν.
Οἱ ἡττοπαθεῖς ξέρουν μονάχα νὰ μεμψιμοιροῦν καὶ νὰ γκρινιάζουν, θαυμάζουν
τὴν ἀρετή, ἀλλά δὲν ἀγωνίζονται νὰ τὴν καταχτήσουν. Ἀγαποῦν τὴ νίκη,
ἀλλά ποτὲ δὲν τὴν κάνουν δική τους. Νικητὴς εἶναι ὅποιος πιστεύει καὶ
πολεμᾶ. «Πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι».
Ὁ Παῦλος νίκησε, γιατί πολέμησε· καὶ πολέμησε, γιατί τὸ θέλησε. Εἶναι
ὁ ἐμπειροπόλεμος ἀγωνιστὴς πού σαλπίζει συναγερμό. Τὸ σάλπισμά
του μᾶς φέρνει στὸ πεδίο τῆς μάχης. Δημιουργεῖ ἀτμόσφαιρα πολεμική.
«Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ
πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τὸν διαβόλου». Εἶναι
ὁ πιὸ θαυμάσιος στρατιωτικὸς ἐκπαιδευτὴς τοῦ πνευματικοῦ πολέμου.
Πῶς νὰ μὴ τὸν ἀκούσουμε; Πῶς νὰ μὴ τὸν μιμηθοῦμε; Ἡ κλαγγὴ τῶν ὅπλων
του ἀκούγεται δυνατά: «Ἀναλάβετε
τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ... καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου...
καί τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος...».
Ἀδελφοί
μου,
Τὸ αἰώνιο
καὶ πανυπερτέλειο πρότυπο γιὰ νὰ τὸ μιμηθοῦμε στὴ ζωή μας, εἶναι ὁ
Κύριος. Ἀξίζει ὅμως νὰ μιμηθοῦμε κι ὅσους μιμήθηκαν τὸν Χριστό στὴ δική
τους ζωή. Ὄχι μόνο τὸν μέγα Παῦλο καὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς μάρτυρες
καὶ τοὺς πατέρες καὶ τοὺς ὅσιους, ἀλλά κι αὐτοὺς πού ζοῦνε κοντά μας, δίπλα
μας, στὴν ἐποχή μας.
Νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.
(Θεολόγου +Μιχ.
Μιχαηλίδη, «Ἀπὸ τὸν Ἄμβωνα»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός
τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν
αὐτὸν θεραπεῦσαι.
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος
καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι
μεθ' ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν; φέρετέ
μοι αὐτὸν ὧδε. καὶ ἐπετίμησεν
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν
ἀπ' αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη
ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας
ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν
εἶπον· Διατί
ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς·
Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν
γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν
ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει
τούτῳ, μετάβηθι
ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται
εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Ἀναστρεφομένων
δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
παραδίδοσθαι
εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν
αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἐγερθήσεται.
(Ματθ. ιζ΄[17] 14 – 23 )
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πλησίασε τὸν
Ἰησοῦ ἕνας ἄνθρωπος, γονάτισε
μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε: «Κύριε, σπλαχνίσου τὸ γιό μου, γιατί εἶναι ἐπιληπτικὸς
καὶ ὑποφέρει· πολλὲς φορὲς μάλιστα πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερό. Τόν
ἔφερα στοὺς μαθητές σου, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν». Ὁ Ἰησοῦς
ἀπάντησε: «Γενιὰ ἄπιστη καὶ διεφθαρμένη,
ὡς πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ὡς πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε μού τον ἐδῶ».
Κι ἐπιτίμησε ὁ Ἰησοῦς τὸ δαιμόνιο, καὶ βγῆκε ἀπ' αὐτόν, κι ἀπὸ κείνη
τὴν ὥρα τὸ παιδὶ γιατρεύτηκε. Πῆγαν τότε ἰδιαιτέρως στὸν Ἰησοῦ οἱ
μαθητὲς καὶ τὸν ρώτησαν: «Γιατί ἐμεῖς
δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλουμε;» Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας σας· σᾶς βεβαιώνω
πώς, ἂν ἔχετε πίστη ἔστω καὶ σὰν κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε σ' αὐτὸ τὸ
βουνὸ "πήγαινε ἀπὸ δῶ ἐκεῖ", καὶ θὰ πηγαίνει· καὶ κανένα
πράγμα δὲ θὰ 'ναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς. Αὐτὸ τὸ δαιμονικὸ γένος δὲν βγαίνει
παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία». Ἐνῷ οἱ μαθητὲς περιέρχονταν
τὴ Γαλιλαία, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «Ὁ
Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου πρόκειται νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων. Θά τὸν
θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη μέρα θὰ ἀναστηθεῖ».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου