Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ IA΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
                     ΚΥΡΙΑΚΗ IA΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 
(12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, ἡ σφρα­γὶς τῆς ἐ­μῆς ἀ­πο­στο­λῆς ὑ­μεῖς ἐ­στε ἐν Κυ­ρί­ῳ. Ἡ ἐ­μὴ ἀ­πο­λο­γί­α τοῖς ἐ­μὲ ἀ­να­κρί­νου­σιν αὕ­τη ἐ­στί. Μὴ οὐκ ἔ­χο­μεν ἐ­ξου­σί­αν φα­γεῖν καὶ πι­εῖν; Μὴ οὐκ ἔ­χο­μεν ἐ­ξου­σί­αν ἀ­δελ­φὴν γυ­ναῖ­κα πε­ρι­ά­γειν, ὡς καὶ οἱ λοι­ποὶ ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ ἀ­δελ­φοὶ τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Κη­φᾶς; Ἤ μό­νος ἐ­γὼ καὶ Βαρ­νά­βας οὐκ ἔ­χο­μεν ἐ­ξου­σί­αν τοῦ μὴ ἐρ­γά­ζε­σθαι; Τίς στρα­τε­ύ­ε­ται ἰ­δί­οις ὀ­ψω­νί­οις πο­τέ; Τίς φυ­τε­ύ­ει ἀμ­πε­λῶ­να καὶ ἐκ τοῦ καρ­ποῦ αὐ­τοῦ οὐκ ἐ­σθί­ει; Ἤ τίς ποι­μα­ί­νει πο­ί­μνην καὶ ἐκ τοῦ γά­λα­κτος τῆς πο­ί­μνης οὐκ ἐ­σθί­ει; Μὴ κα­τὰ ἄν­θρω­πον ταῦ­τα λα­λῶ; Ἤ οὐ­χὶ καὶ ὁ νό­μος ταῦ­τα λέ­γει; Ἐν γὰρ τῷ Μω­σέ­ως νό­μῳ γέ­γρα­πται· «Οὐ φι­μώ­σεις βοῦν ἀ­λο­ῶν­τα». Μὴ τῶν βο­ῶν μέ­λει τῷ Θε­ῷ; Ἤ δι᾿ ἡ­μᾶς πάν­τως λέ­γει; Δι᾿ ἡ­μᾶς γὰρ ἐ­γρά­φη, ὅ­τι ἐπ᾿ ἐλ­πί­δι ὀ­φε­ί­λει ὁ ἀ­ρο­τρι­ῶν ἀ­ρο­τρι­ᾶν, καὶ ὁ ἀ­λο­ῶν τῆς ἐλ­πί­δος αὐ­τοῦ με­τέ­χειν ἐπ᾿ ἐλ­πί­δι. Εἰ ἡ­μεῖς ὑ­μῖν τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­σπε­ί­ρα­μεν, μέ­γα εἰ ἡ­μεῖς ὑ­μῶν τὰ σαρ­κι­κὰ θε­ρί­σο­μεν; Εἰ ἄλ­λοι τῆς ἐ­ξου­σί­ας ὑ­μῶν με­τέ­χου­σιν, οὐ μᾶλ­λον ἡ­μεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐ­χρη­σά­με­θα τῇ ἐ­ξου­σί­ᾳ τα­ύ­τῃ, ἀλ­λὰ πάν­τα στέ­γο­μεν, ἵ­να μὴ ἐγ­κο­πήν τι­να δῶ­μεν τῷ εὐ­αγ­γε­λί­ῳ τοῦ Χρι­στοῦ.  
                                            (Α΄Κορινθ. θ΄[9] 2 – 12)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
1. ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΥΓΗ
Στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πο­λο­γεῖ­ται σὲ κά­ποι­ους Κο­ριν­θί­ους ποὺ ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τὸ ἀ­πο­στο­λι­κό του ἀ­ξί­ω­μα. Λέ­ει λοι­πόν: Ἡ σφρα­γί­δα μὲ τὴν ὁ­ποί­α πι­στο­ποι­εῖ­ται τὸ ἀ­πο­στο­λι­κό μου ἀ­ξί­ω­μα, μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­στε ἐ­σεῖς τοὺς ὁ­ποί­ους ὁ­δή­γη­σα στὸν Χρι­στό. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν εἶ­μαι κι ἐ­γὼ Ἀ­πό­στο­λος σὰν τοὺς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους, ρω­τῶ: Δὲν ἔ­χω κι ἐ­γὼ καὶ οἱ συ­νερ­γά­τες μου τὸ δι­καί­ω­μα νὰ τρε­φό­μα­στε ἀπ᾿ αὐ­τὰ ποὺ μᾶς προ­σφέ­ρουν οἱ μα­θη­τές μας; Δὲν ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἔ­χου­με μα­ζί μας στὶς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μας κά­ποι­α ἀ­δελ­φὴ γιὰ νὰ μᾶς δι­α­κο­νεῖ, ὅ­πως κά­νουν καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­ποι Ἀ­πό­στο­λοι; Ἢ μή­πως μό­νο ἐ­γὼ κι ὁ Βαρ­νά­βας πρέ­πει νὰ ἐρ­γα­ζό­μα­στε βι­ο­πο­ρι­στι­κά, γιὰ νὰ κα­λύ­πτου­με τὰ ἔ­ξο­δά μας; Εἴ­μα­στε στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε γιὰ τὴν ἐ­ξά­πλω­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας του. Ποι­ὸς παίρ­νει μέ­ρος σὲ ἐκ­στρα­τεῖ­ες μὲ δι­κά του ἔ­ξο­δα; Εἴ­μα­στε ἀμ­πε­λουρ­γοὶ ποὺ καλ­λι­ερ­γοῦ­με τὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἀμ­πέ­λι τοῦ Χρι­στοῦ. Ποι­ὸς φυ­τεύ­ει ἀμ­πέ­λι καὶ δὲν τρώ­ει ἀ­πὸ τὸν καρ­πό του; Εἴ­μα­στε οἱ ποι­μέ­νες σας, κι ἐ­σεῖς εἶ­στε τὰ λο­γι­κὰ πρό­βα­τά μας. Ποι­ὸς φρον­τί­ζει ἕ­να κο­πά­δι, καὶ δὲν πί­νει ἀ­πὸ τὸ γά­λα τοῦ ποι­μνί­ου αὐ­τοῦ;
Για­τί ὅ­μως τὰ γρά­φει ὅ­λα αὐ­τὰ ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; Δι­ό­τι κά­ποι­οι Κο­ρίν­θιοι ἀν­τὶ νὰ ἐ­κτι­μοῦν τὴν αὐ­τα­πάρ­νη­ση καὶ τὴν ἀ­νι­δι­ο­τέ­λειά του, ἔ­ψα­χναν ἀ­φορ­μὴ νὰ τὸν κα­τη­γο­ρή­σουν. Κι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ταν ὅ­τι αὐ­τὸς δὲν δε­χό­ταν χρή­μα­τα καὶ ἄλ­λα ἀ­γα­θὰ ἀ­πό τους πι­στούς, ὅ­πως ἔ­κα­ναν οἱ ἄλ­λοι Ἀ­πό­στο­λοι, δι­ό­τι δὲν αἰ­σθα­νό­ταν ὁ ἴ­διος ἴ­σος μὲ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ Παῦ­λος ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νὰ δι­α­κη­ρύ­ξει τὴ γνη­σι­ό­τη­τα τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ του ἀ­ξι­ώ­μα­τος. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­λο­γί­α του αὐ­τὴ φα­νε­ρώ­νει ἐμ­μέ­σως τὴν ἀ­χα­ρι­στί­α καὶ τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση ποὺ ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποὺ μὲ τό­ση αὐ­τα­πάρ­νη­ση ὑ­πη­ρέ­τη­σε. Αὐ­τὸς τοὺς ἔ­δω­σε τὰ πάν­τα, κι αὐ­τοὶ τὸν ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν. Αὐ­τὸς ἐρ­γά­στη­κε ἀ­νά­με­σά τους τό­σα χρό­νια, χω­ρὶς νὰ τοὺς ζη­τή­σει οὔ­τε ἕ­να κομ­μά­τι ψω­μὶ· κι ὅ­μως αὐ­τοὶ ἐκ­με­ταλ­λεύ­τη­καν κι αὐ­τὸ ἀ­κό­μη τὸ γε­γο­νὸς γιὰ νὰ τὸν συ­κο­φαν­τή­σουν.
Ἂς δι­δα­χθοῦ­με λοι­πὸν ὅ­λοι μας ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τά. Δι­ό­τι ἐ­ὰν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τό­ση ἀ­χα­ρι­στί­α καὶ πε­ρι­φρό­νη­ση, πό­σο μᾶλ­λον ἐ­μεῖς εἶ­ναι πι­θα­νὸν νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τέ­τοι­ου εἴ­δους πει­ρα­σμούς; Νὰ μᾶς δεί­ξουν δη­λα­δὴ ἀ­χα­ρι­στί­α, νὰ μᾶς ἀ­δι­κή­σουν καὶ νὰ μᾶς ἀ­πορ­ρί­ψουν ἀ­κό­μη καὶ ἄν­θρω­ποι ποὺ τοὺς εὐ­ερ­γε­τή­σα­με· κά­πο­τε καὶ συγ­γε­νι­κά μας πρό­σω­πα καὶ πο­λὺ ἀ­γα­πη­τά. Εἶ­ναι βέ­βαι­α πο­λὺ με­γά­λος τέ­τοι­ος πει­ρα­σμὸς καὶ δύ­σκο­λος ὁ ἀ­γώ­νας. Πρέ­πει ὅ­μως κι ἐ­μεῖς, ὅ­πως ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, νὰ μά­θου­με νὰ ση­κώ­νου­με τέ­τοι­ους με­γά­λους σταυ­ρούς, ὅ­ταν τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει ὁ Θε­ός, χω­ρὶς γογ­γυ­σμοὺς καὶ πι­κρί­ες ἀλ­λὰ μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τα­πεί­νω­ση.
2. ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΤΩΧΕΙΑ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τεκ­μη­ρι­ώ­νει τὸ δι­καί­ω­μα τῶν ἐρ­γα­τῶν τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου νὰ τρέ­φον­ται ἀ­πὸ τὶς προ­σφο­ρὲς τῶν πι­στῶν, μὲ χω­ρί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Λέ­ει λοι­πόν: Αὐ­τὰ ποὺ σᾶς λέ­ω μή­πως δὲν τὰ γρά­φει καὶ ὁ Νό­μος; Εἶ­ναι γραμ­μέ­νο στὸ Μω­σα­ϊ­κὸ Νό­μο τὸ ἑ­ξῆς: Δὲν θὰ κλεί­σεις μὲ φί­μω­τρο τὸ στό­μα τοῦ βο­διοῦ ποὺ ἁ­λω­νί­ζει. Καὶ ρω­τᾶ: Μή­πως γιὰ τὰ βό­δια νοι­ά­ζε­ται ὁ Θε­ός; Γιὰ μᾶς τὰ λέ­ει!
Δι­ό­τι γιὰ μᾶς τοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς ἐρ­γά­τες ἔ­χει γρα­φεῖ ὅ­τι ὁ γε­ωρ­γὸς ὀ­φεί­λει νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ τὴ γῆ μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­πο­λαύ­σει καὶ τὴ σο­δειά. Κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἁ­λω­νί­ζει, πρέ­πει νὰ ἀ­πο­λαύ­σει καὶ τὸν καρ­πὸ ποὺ μὲ ἐλ­πί­δα πε­ρι­μέ­νει νὰ ἀ­πο­κτή­σει.
Ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς, συ­νε­χί­ζει ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος, ὑ­πήρ­ξα­με ἀ­νά­με­σά σας πνευ­μα­τι­κοὶ καλ­λι­ερ­γη­τές. Ἐ­ὰν λοι­πὸν ἐ­μεῖς σπεί­ρα­με στὶς καρ­δι­ές σας τὸν πνευ­μα­τι­κὸ σπό­ρο τῆς ἀ­λή­θειας καὶ σᾶς με­τα­δώ­σα­με πνευ­μα­τι­κὰ χα­ρί­σμα­τα, σᾶς φαί­νε­ται πο­λύ, ἂν θε­ρί­σου­με κά­ποι­α ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά σας; Κι ἂν ἄλ­λοι χρη­σι­μο­ποι­οῦν τὰ δι­και­ώ­μα­τα ποὺ τοὺς δί­νει ὁ Νό­μος, δὲν δι­και­ού­μα­στε νὰ τὸ κά­νου­με αὐ­τὸ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἐ­μεῖς; Ἐ­μεῖς ὅ­μως δὲν κά­να­με χρή­ση τῶν δι­και­ω­μά­των μας αὐ­τῶν. Ἀλ­λὰ ὑ­πο­φέ­ρου­με κά­θε εἴ­δους στε­ρή­σεις, γιὰ νὰ μὴ βά­λου­με τὸ πα­ρα­μι­κρὸ ἐμ­πό­διο στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.
Μᾶς προ­κα­λεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­νῶ τεκ­μη­ρι­ώ­νει τὸ δι­καί­ω­μα τῶν ἐρ­γα­τῶν τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου νὰ ζοῦν ἀ­πὸ τὶς προ­σφο­ρὲς τῶν πι­στῶν, στὴ συ­νέ­χεια το­νί­ζει ὅ­τι ὁ ἴ­διος δὲν ἔ­κα­νε πο­τὲ χρή­ση τοῦ δι­και­ώ­μα­τός του. Ἐ­νῶ εἶ­χε κά­θε δι­καί­ω­μα νὰ δέ­χε­ται τὴν τρο­φή του ἀ­πό τους πι­στοὺς ποὺ θὰ τὸν φι­λο­ξε­νοῦ­σαν, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­δη­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, αὐ­τὸς γιὰ νὰ ὠ­φε­λή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τοὺς πι­στοὺς δὲν ἐ­πι­βά­ρυ­νε κα­νέ­να, ἀλ­λὰ ἐρ­γα­ζό­ταν μὲ τὰ ἴ­διά του τὰ χέ­ρια. Προ­τί­μη­σε νὰ ζεῖ μέ­σα σὲ στε­ρή­σεις καὶ ἀ­νέ­χεια, καὶ ὑ­πέ­φε­ρε συ­χνὰ ἀ­πὸ πεί­να καὶ δί­ψα καὶ γυ­μνό­τη­τα, προ­κει­μέ­νου νὰ μὴν ἐ­πι­βα­ρύ­νει κα­νέ­να.
Μὲ τὴ στά­ση του αὐ­τὴ ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος μᾶς ἔ­δω­σε ἕ­να πο­λὺ με­γά­λο μά­θη­μα: ὅ­τι οἱ ἐρ­γά­τες τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀλ­λὰ καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ θὰ πρέ­πει νὰ ζοῦ­με μιὰ ζω­ὴ με­τρη­μέ­νη καὶ φτω­χι­κή, συ­νε­τὴ καὶ ἀ­πλή. Νὰ μὴν ἐ­πι­δι­ώ­κου­με μὲ πλε­ο­νε­ξί­α τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, ἀλ­λὰ νὰ ζοῦ­με μὲ λι­τό­τη­τα, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν μπο­ροῦ­με νὰ ζή­σου­με μὲ ἀ­νέ­σεις καὶ πλού­τη. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ φρό­νη­μα καὶ τὸ βί­ω­μα ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Βί­ω­μα ἀ­σκή­σε­ως καὶ με­τρη­μέ­νης ζω­ῆς. Ἂς τοὺς μι­μη­θοῦ­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς. Μιὰ ἁ­πλὴ καὶ με­τρη­μέ­νη ζω­ὴ ἔ­χει νὰ προ­σφέ­ρει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ οἰ­κο­δο­μὴ καὶ ἀ­νυ­πο­λόγ­στα πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ σέ μᾶς καὶ στοὺς γύ­ρω μας.  
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  
     Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την· Ὡ­μοι­ώ­θη ἡ βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ βα­σι­λεῖ, ὃς ἠ­θέ­λη­σε συ­νᾶ­ραι λό­γον με­τὰ τῶν δού­λων αὐ­τοῦ. Ἀρ­ξα­μέ­νου δὲ αὐ­τοῦ συ­να­ί­ρειν, προ­ση­νέ­χθη αὐ­τῷ εἷς ὀ­φει­λέ­της μυ­ρί­ων τα­λάν­των. Μὴ ἔ­χον­τος δὲ αὐ­τοῦ ἀ­πο­δοῦ­ναι, ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ὁ κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ πρα­θῆ­ναι καὶ τὴν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, καὶ τὰ τέ­κνα, καὶ πάν­τα ὅ­σα εἶ­χε, καὶ ἀ­πο­δο­θῆ­ναι. Πε­σὼν οὖν ὁ δοῦ­λος προ­σε­κύ­νει αὐ­τῷ, λέ­γων· Κύριε, μα­κρο­θύ­μη­σον ἐπ᾿ ἐ­μοὶ καὶ πάν­τα σοι ἀ­πο­δώ­σω. Σπλαγ­χνι­σθεὶς δὲ ὁ κύ­ρι­ος τοῦ δο­ύ­λου ἐ­κε­ί­νου, ἀ­πέ­λυ­σεν αὐ­τὸν, καὶ τὸ δά­νει­ον ἀ­φῆ­κεν αὐ­τῷ.  ­ξελ­θὼν δὲ δοῦ­λος ­κεῖ­νος, εὗ­ρεν ­να τῶν συν­δο­­λων αὐ­τοῦ, ὃς ­φει­λεν αὐ­τῷ ­κα­τὸν δη­νά­ρι­α, καὶ κρα­τή­σας αὐ­τὸν ­πνι­γε λέ­γων· ­πό­δος μοι εἴ τι ­φε­­λεις. Πε­σὼν οὖν σύν­δου­λος αὐ­τοῦ εἰς τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν, λέ­γων· Μα­κρο­θύ­μη­σον ἐπ᾿ ­μοὶ, καὶ ­πο­δώ­σω σοι. δὲ οὐκ ­θε­λεν, ἀλ­λὰ ­πελ­θὼν, ­βα­λεν αὐ­τὸν εἰς φυ­λα­κὴν ­ως οὗ ­πο­δῷ τὸ ­φει­λό­με­νον. ᾿Ι­δόν­τες δὲ οἱ σύνδου­λοι αὐ­τοῦ τὰ γε­νό­με­να, ­λυ­πή­θη­σαν σφό­δρα· καὶ ἐλ­θόν­τες δι­ε­σά­φη­σαν τῷ κυ­ρί­ αὐ­τῶν πάν­τα τὰ γε­νό­με­να. Τότε προ­σκα­λε­σά­με­νος αὐ­τὸν κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ, λέ­γει αὐ­τῷ· Δοῦ­λε πο­νη­ρέ, πᾶ­σαν τὴν ­φει­λὴν ­κε­­νην ­φῆ­κά σοι, ­πεὶ πα­ρε­κά­λε­σάς με· οὐκ ­δει καὶ σὲ ­λε­­σαι τὸν σύν­δου­λόν σου, ὡς καὶ ­γώ σε ­λέ­η­σα; Καὶ ὀρ­γι­σθεὶς κύ­ρι­ος αὐ­τοῦ, πα­ρέ­δω­κεν αὐ­τὸν τοῖς βα­σα­νι­σταῖς ­ως οὗ ­πο­δῷ πᾶν τὸ ­φει­λό­με­νον αὐ­τῷ. Οὕ­τω καὶ Πα­τήρ μου ­που­ρά­νι­ος ποι­­σει ­μῖν, ­ὰν μὴ ­φῆ­τε ­κα­στος τῷ ­δελ­φῷ αὐ­τοῦ ­πὸ τῶν καρ­δι­ῶν ­μῶν, τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν.        
    (Ματθ. ιη΄[18] 23 - 35)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ὁ Κύ­ριος εἶ­πε τήν πιό κά­τω πα­ρα­βο­λή: Ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μοιά­ζει μ' ἕ­ναν ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λιά, πού θέ­λη­σε ν τοῦ ἀ­πο­δώ­σουν λο­γα­ρια­σμὸ οἱ δοῦ­λοι κα αὐ­λι­κοί του, στος ὁ­ποί­ους εἶ­χε ἀ­να­θέ­σει τ δι­α­χεί­ρι­ση τν φό­ρων κα τν εἰ­σπρά­ξε­ών του. Κι ὅ­ταν αὐ­τὸς ἄρ­χι­σε ν κά­νει τ λο­γα­ρια­σμό, τοῦ ἔ­φε­ραν ἕ­να χρε­ώ­στη, ὁ ὁ­ποῖ­ος χρω­στοῦ­σε δέ­κα χι­λιά­δες τά­λαν­τα, δη­λα­δὴ ἕ­να ἀ­μύ­θη­το πο­σό. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως αὐ­τὸς δν εἶ­χε ν πλη­ρώ­σει, δι­έ­τα­ξε ὁ Κύ­ριος ν που­λη­θεῖ κι αὐ­τὸς κα ἡ γυ­ναί­κα του κα τ παι­διά του κι ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε, κα ν πλη­ρω­θεῖ τ χρέ­ος. Ἔ­πε­σε λοι­πὸν κα­τα­γῆς ὁ δοῦ­λος κα τν προ­σκυ­νοῦ­σε λέ­γον­τας: Κύ­ρι­ε, δῶ­σ' μου λί­γο χρό­νο ἀ­κό­μη, κι ὅ­λα ὅ­σα χρω­στῶ θ σοῦ τ πλη­ρώ­σω. Τό­τε ὁ κύ­ριός του τν λυ­πή­θη­κε κα αἰ­σθάν­θη­κε συμ­πά­θεια γι' αὐ­τόν, κι ἔ­τσι τν ἄ­φη­σε ἐ­λεύ­θε­ρο, τοῦ χά­ρι­σε μά­λι­στα κα τ δά­νει­ο. Ὅ­ταν ὅ­μως βγῆ­κε ἔ­ξω ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος, βρῆ­κε ἕ­ναν ἀ­πό τους συν­δού­λους του πού τοῦ χρώ­στα­γε ἑ­κα­τὸ δη­νά­ρια, δη­λα­δὴ ἕ­να μι­κρὸ πο­σό. Κι ἀ­φοῦ τν στα­μά­τη­σε, τν πί­ε­ζε σκλη­ρὰ λέ­γον­τας: Ἐ­ξό­φλη­σέ μου ,τι μοῦ χρω­στᾶς. Ἔ­πε­σε λοι­πὸν στ πό­δια του ὁ σύν­δου­λός του κα τν πα­ρα­κα­λοῦ­σε λέ­γον­τας: Πε­ρί­με­νέ με καί δῶ­σ' μου μι πα­ρά­τα­ση χρό­νου, κα θ σ πλη­ρώ­σω. Αὐ­τὸς ὅ­μως δν ἤ­θε­λε, ἀλ­λά πῆ­γε στ δι­κα­στή­ριο κα τν ἔ­ρι­ξε στ φυ­λα­κή, μέ­χρι ν πλη­ρώ­σει ,τι χρω­στοῦ­σε.
Ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δαν οἱ ἄλ­λοι σύν­δου­λοί του αὐ­τά πού ἔ­γι­ναν, λυ­πή­θη­καν πο­λύ. Κι ἀ­φοῦ ἦλ­θαν στν κύ­ριό τους, τοῦ δι­η­γή­θη­καν ὅ­λα ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν. Τό­τε ὁ κύ­ριός του τν προ­σκά­λε­σε κα τοῦ εἶ­πε: Δοῦ­λε πο­νη­ρέ, ὅ­λο τ χρέ­ος ἐ­κεῖ­νο, τ τό­σο με­γά­λο, σοῦ τ χά­ρι­σα, ἐ­πει­δὴ μ πα­ρα­κά­λε­σες. Δν ἔ­πρε­πε κα σ ν λυ­πη­θεῖς κα ν σπλα­χνι­σθεῖς τ σύν­δου­λό σου, ὅ­πως κι ἐ­γώ σέ λυ­πή­θη­κα κα σοῦ ἔ­δει­ξα ἔ­λε­ος, ν κα δν εἶ­μαι σύν­δου­λός σου ἄλ­λα κύ­ριος σου; Κα ὀρ­γι­σμέ­νος ὁ κύ­ριός του τν πα­ρέ­δω­σε σ' αὐ­τοὺς πού βα­σα­νί­ζουν τος φυ­λα­κι­σμέ­νους, γι ν τν τι­μω­ροῦν μέ­χρι ν ἐ­ξο­φλή­σει ὅ­λα ὅ­σα χρω­στοῦ­σε.
Ἔ­τσι θ κά­νει σ σς καἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας μου, στν ὁ­ποῖ­ο λό­γω τν ἀ­να­ρίθ­μητων ἁ­μαρ­τι­ῶν σας εἶ­στε χρε­ῶ­στες ἀ­να­ρίθ­μη­του χρέ­ους, ἐ­ὰν δν συγ­χω­ρή­σε­τε ὁ κα­θέ­νας σας τν ἀ­δελ­φό του ὄ­χι μ τ στό­μα σας μό­νο ἀλ­λά ἀ­πὸ τν καρ­διά σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου