ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπών͵ ἐκ σκότους φῶς λάμψαι͵
ὃ ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις
σκεύεσιν͵ ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν
παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι͵ ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι͵
διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι͵ καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι͵
πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες͵ ἵνα καὶ
ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες
εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν͵ ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ
ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μέν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται͵ ἡ δὲ
ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως͵ κατὰ τὸ γεγραμμένον͵
ἐπίστευσα͵ διὸ ἐλάλησα͵ καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν͵ διὸ καὶ λαλοῦμεν͵ εἰδότες
ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει
σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς͵ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων
τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
(Β΄ Κορινθ. δ΄[4]6-15)
ΤΟ ΦΩΣ
ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
1.
ΦΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ
Τὸ
ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἔχει ἐπιλεγεῖ πρὸς τιμὴν τῶν
Ἁγίων Μαρτύρων Μηνᾶ, Βίκτωρος καὶ Βικεντίου. Ἀναφέρεται στὸ μεγάλο
θαῦμα ποὺ συντελεῖ ὁ Χριστὸς στὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων του ἀλλὰ καὶ κάθε ἀγωνιζομένου
πιστοῦ: τὸ θαῦμα τοῦ φωτισμοῦ τῶν ψυχῶν μας, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν
θεότητά του. Τί ὅμως ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ θεῖος
Παῦλος:
Ὁ
Θεὸς στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τῆς κτίσεως τὸ πρῶτο ποὺ δημιούργησε
ἦταν τὸ φῶς. Ὅμως ὁ Δημιουργός τῆς κτίσεως κατόπιν, μετὰ τὴν τραγικὴ
στιγμὴ τῆς πτώσεως, εἶδε τὸ πλάσμα του νὰ βυθίζεται στὸ πνευματικὸ
σκοτάδι. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ἡ ἀγάπη του, ποὺ δὲν ἀνεχόταν νὰ εἶναι
ἡ ἄψυχη κτίση βυθισμένη στὸ σκοτάδι, ν᾿ ἀφήσει στὸ σκοτάδι τὶς ψυχὲς
τῶν ἀνθρώπων; Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀναδημιουργήσει
τὸν σκοτισμένο ἄνθρωπο καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὸ φῶς του στὴν ψυχή του. Τώρα
καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸ πρῶτο ἔργο ποὺ ἐνεργεῖ καὶ προσφέρει στὴν νέα
κτίση εἶναι τὸ φῶς. Φῶς πνευματικό, ποὺ τὸ μεταγγίζει στὴν ἀνακαινισμένη
ψυχή μας. Ὅμως ἐδῶ ὁ θεῖος Παῦλος τονίζει ἰδιαιτέρως μιὰ συγκεκριμένη
φωτιστικὴ ἐνέργεια τοῦ θείου φωτὸς στὶς ψυχές μας. Μᾶς λέγει λοιπὸν ὅτι
τώρα ὁ Χριστὸς φωτίζει τὸ νοῦ μας μὲ τὶς θεῖες του ἀστραπές, γιὰ νὰ κατανοήσουμε
τὸ μέγιστο μυστήριο, νὰ κατανοήσουμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἴδιος: ὅτι δὲν
εἶναι μόνον ἄνθρωπος ἀναμάρτητος, δὲν εἶναι μόνον ὁ Μεσσίας τῆς ἀνθρωπότητος,
ὁ μέγας προφήτης, ἀρχιερεὺς καὶ βασιλεύς, ἀλλὰ ὁ ὕψιστος Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ
καὶ τῆς γῆς. Πῶς νὰ κατανοήσει ὅμως ὁ μικρὸς καὶ πεπερασμένος νοῦς μας
τὸ ἀσύλληπτο αὐτὸ μυστήριο; Ἐπειδὴ λοιπὸν μόνοι μας δὲν μποροῦμε αὐτὸ
οὔτε κἂν νὰ τὸ διανοηθοῦμε, ὁ Χριστὸς ἀκτινοβολεῖ μέσα στὴν ψυχή
μας τὸ φῶς του, γιὰ νὰ μπορέσουμε κάπως νὰ προσεγγίσουμε τὸ ἐκπληκτικὸ
αὐτὸ μυστήριο.
Ἀπορεῖ
ὁ θεῖος Παῦλος καὶ θαυμάζει πῶς μέσα στὰ σώματά μας, ποὺ εἶναι φτειαγμένα
ἀπὸ χῶμα, μέσα στὰ εὔθραυστα αὐτὰ σκεύη, ὁ Χριστὸς ἐναποθέτει ἕνα ἀπείρου
ἀξίας θησαυρό: τὴν γνώση τῆς θεότητάς του. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐμεῖς
οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι νὰ φυλάττουμε μέσα μας τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ
τῆς γνώσεως τοῦ ἀπείρου Θεοῦ; Κι ὅμως σέ μᾶς, ποὺ εἴμαστε ὅλοι ἀδυναμία
καὶ ἀσημότητα, ὁ Χριστὸς πλημυρίζει τὶς ψυχές μας μὲ τὸ θεῖο καὶ οὐράνιο
φῶς του, γιὰ νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ βιώνουμε ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ ἀπρόσιτος
Θεός.
2. ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΥΡΩ ΜΑΣ
Ὁ
ἀπόστολος Παῦλος κατόπιν μᾶς παρουσιάζει ἕνα δεύτερο θαῦμα, ποὺ ἀποτελεῖ
συνέπεια τοῦ πρώτου. Ἀφοῦ μᾶς παρουσίασε στὴν ἀρχὴ τὸ μυστήριο ποὺ
ζοῦμε μέσα μας, τώρα μᾶς παρουσιάζει τὸ δράμα ποὺ ζοῦμε γύρω μας. Μέσα
μας, λέγει, ζοῦμε φῶς, ἔξω ὅμως σκοτάδι. Καὶ ἐνῶ ζοῦμε αὐτὴν τὴν ἀντίθεση,
ζοῦμε ταυτόχρονα κι ἕνα θαῦμα. Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι ὅτι τὸ ἐξωτερικὸ
σκοτάδι δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει τὸ φῶς τῆς ψυχῆς μας. Πῶς ὅμως συμβαίνει
αὐτό; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Λέγει λοιπόν:
Ἐνῶ
οἱ Χριστιανοὶ μέσα στὶς ψυχές μας βιώνουμε τὸ φῶς τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου
μας, ταυτόχρονα ἐξωτερικὰ ζοῦμε μέσα σὲ θλίψεις καὶ διωγμοὺς καὶ
πειρασμούς. Ἐπειδὴ ὅμως μέσα μας ἔχουμε τὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, καὶ
γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ παντοκράτωρ Θεὸς τοῦ
οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, οἱ ἐξωτερικοὶ πειρασμοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀλλοιώσουν
τὴν ψυχή μας. Ἐξωτερικὰ θλιβόμαστε, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ δὲν στενοχωρούμαστε.
Ἐνῶ γύρω μας κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα μᾶς θλίβουν διάφοροι ἐχθροί, γνωστοὶ
καὶ ἄγνωστοι, συγγενεῖς καὶ ξένοι, ἐμεῖς μέσα μας ζοῦμε ἐσωτερικὴ
γαλήνη, δὲν σκοτεινιάζει ἡ ψυχή μας, δὲν αἰσθανόμαστε στενότητα
καρδίας, ἐσωτερικὴ ἀσφυξία. Πιεζόμαστε μόνον ἐξωτερικὰ ἀπὸ
κάθε εἴδους δυσκολίες καὶ προβλήματα, ἀποροῦμε βέβαια γιὰ τὸ τί
πρέπει νὰ κάνουμε ἀπέναντι στοὺς ἀλλεπάλληλους πειρασμούς, ἀλλὰ δὲν
ἀπελπιζόμαστε.
Ἀκόμη
κι ὅταν κάποτε μᾶς καταβάλουν οἱ πειρασμοὶ καὶ μᾶς ρίξουν κάτω δοκιμασίες
σκληρές, δὲν τὰ χάνουμε. Διότι γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος
εἶναι ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς ζωῆς μας καὶ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ μᾶς
δίνει θεία δύναμη καὶ χάρη. Ὁποιεσδήποτε λοιπὸν κι ἂν εἶναι οἱ δυσκολίες
μας καὶ οἱ κίνδυνοι ποὺ ἀντιμετωπίζουμε, καὶ ὁσοδήποτε κι ἂν ἐνταθοῦν
οἱ στενοχώριες ποὺ μᾶς κυκλώνουν, τὸ φῶς τῆς θείας χάριτος ποὺ ἔχουμε
μέσα μας μᾶς χαρίζει δύναμη ἀκαταγώνιστη καὶ ὑπομονὴ θαυμαστή. Ὅταν
τὸ φορτίο μας πάει νὰ γίνει ἀνυπόφορο, τὴν κρίσιμη στιγμὴ παρεμβαίνει
ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ ἔχουμε μέσα μας καὶ μᾶς προστατεύει. Καὶ ἔτσι κάθε
μέρα πεθαίνουμε, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα ζοῦμε. Κάθε μέρα τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ
νικᾶ τὸ σκοτάδι.
Ἂς
κρατοῦμε λοιπὸν μέσα μας τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μας, γιὰ νὰ ἀντέχουμε στὶς
θλίψεις καὶ δοκιμασίες τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ νικοῦμε τὸ ζοφερὸ σκοτάδι
ποὺ μᾶς περικυκλώνει. Ὅπως τὸ ἔκαναν ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὅπως τὸ ἐβίωναν
καὶ οἱ ἅγιοι Μάρτυρες Μηνᾶς, Βίκτωρ καὶ Βικέντιος, τῶν ὁποίων τὴν μνήμη
ἑορτάζουμε σήμερα.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ,
πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καὶ ἐξ ὅλης
τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς
ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν, εἶπε
πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Καί τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν·
Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λησταῖς
περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον,
ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν
ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης,
γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν, ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης
δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν
κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας
δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον, καὶ ἐπεμελήθη
αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ
πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς,
ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον
δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν·
Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Πορεύου
καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
(Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνον τόν καιρό , σηκώθηκε
κάποιος νομοδιδάσκαλος γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀποδείξει
ὅτι δὲν γνώριζε τὸ νόμο, καί τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, ποιὸ ἔργο ἀρετῆς
ἢ ποιὰ θυσία πρέπει νὰ κάνω γιὰ νά κληρονομήσω τὴ μακάρια καὶ αἰώνια
ζωή; Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Στὸ νόμο τί ἔχει γραφεῖ; Ἐσὺ πού σπουδάζεις
καὶ ἐρευνᾶς τὸ νόμο, τί διαβάζεις ἐκεῖ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό; Καὶ πῶς τὸ
ἀντιλαμβάνεσαι; Ὁ νομικὸς τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Στὸ νόμο εἶναι
γραμμένο τὸ ἑξῆς: Νὰ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά,
ὥστε σ' αὐτὸν νὰ εἶσαι ὁλοκληρωτικὰ παραδομένος, μὲ ὅλα τὰ βάθη
τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς σου· καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή,
ὥστε αὐτὸν νὰ ποθεῖς μὲ ὅλο τὸ συναίσθημά σου· καὶ μὲ ὅλη τὴ θέληση
καὶ τὴ δύναμή σου, ὥστε κάθε τί πού θὰ κάνεις νὰ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημά
Του. Καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ δραστηριότητα ἀκούραστη νὰ ἐργάζεσαι
γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματός Του. Νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ μὲ τὸ νοῦ σου ὁλόκληρο,
ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέφτεσαι. Νὰ ἀγαπᾶς ἐπίσης καὶ τὸν πλησίον
σου, τὸ συνάνθρωπό σου, ὅσο καὶ ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ εἶπε
τότε ὁ Κύριος: Σωστὴ ἀπάντηση ἔδωσες. Νὰ κάνεις πάντοτε αὐτὸ πού εἶπες,
καὶ θὰ κληρονομήσεις τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ζήσεις σ' αὐτή. Ὁ νομοδιδάσκαλος
ὅμως θέλοντας νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό του, ἐπειδή, ὅπως ἀποδείχθηκε,
ἔθεσε στὸν Ἰησοῦ ἕνα ἐρώτημα πάνω στὸ ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστὴ ἡ ἀπάντηση,
εἶπε στὸν Ἴησοϋ: Καὶ ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ «πλησίον» μου σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή;
Τότε
ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε: Κάποιος ἄνθρωπος
κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ κι ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν.
Αὐτοὶ δὲν ἀρκέστηκαν μόνο νὰ τοῦ πάρουν τὰ χρήματά του, ἀλλά καὶ τὸν ἔγδυσαν,
τὸν τραυμάτισαν, τὸν γέμισαν μὲ πληγὲς καὶ ἔφυγαν, ἀφοῦ τὸν ἄφησαν
μισοπεθαμένο. Κατὰ σύμπτωση τότε κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο κάποιος
ἱερεύς, κι ἐνῶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ
δρόμου χωρὶς νὰ τοῦ δώσει σημασία ἢ κάποια βοήθεια. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιος
Λευΐτης πού περνοῦσε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐνῶ πλησίασε καὶ εἶδε
τὸν πληγωμένο, ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως καὶ τὸν προσπέρασε κι αὐτὸς ἀπὸ
τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως πού περνοῦσε ἀπὸ
τὸ δρόμο ἐκεῖνο, ἦλθε στὸ μέρος ὅπου ἦταν ξαπλωμένος, καὶ ὅταν τὸν
εἶδε τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν πόνεσε. Τὸν πλησίασε τότε καὶ τοῦ ἔδεσε
μὲ ἐπιδέσμους τὰ τραύματά του, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε καὶ τὰ ἄλειψε
μὲ λάδι καὶ μὲ κρασί. Κι ἔπειτα τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του, τὸν πῆγε σὲ
κάποιο πανδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε, διακόπτοντας ἔτσι τὸ ταξίδι
του. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, φεύγοντας ἀπὸ τὸ πανδοχεῖο πού εἶχε διανυκτερεύσει,
ἔβγαλε δύο δηνάρια, τὰ ἔδωσε στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε: Περιποιήσου
τον γιὰ νὰ γίνει καλά. Καὶ ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ καθώς θά ἐπιστρέφω
στὴν πατρίδα μου καὶ θὰ ξαναπεράσω ἀπὸ ἐδῶ, θὰ σοῦ τὰ πληρώσω. Λοιπόν,
ρώτησε συμπερασματικὰ ὁ Ἰησοῦς, ποιός ἀπό τους τρεῖς αὐτούς σοῦ φαίνεται
ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του πρὸς τὸ συνάνθρωπο καὶ ἀποδείχθηκε στὴ
πράξη «πλησίον» καὶ ἀδελφὸς ἐκείνου πού ἔπεσε στά χέρια τῶν ληστῶν;
Κι αὐτὸς εἶπε: «Πλησίον» του ἀποδείχθηκε
αὐτός πού τὸν σπλαχνίστηκε καὶ τὸν ἐλέησε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς:
Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσύ τὸ ἴδιο. Δεῖχνε δηλαδή συμπάθεια σὲ κάθε ἄνθρωπο
πού πάσχει, χωρίς νὰ ἐξετάζεις ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ή συμπατριώτης
σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζεις τὶς θυσίες καὶ τούς κόπους καὶ τὶς δαπάνες
πού θὰ ὑποστεῖς γιὰ νὰ βοηθήσεις καὶ νὰ συντρέξεις αὐτὸν πού πάσχει, ἔστω
κι ἂν αὐτὸς εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι κι ὁ Χριστός, πού οἱ ἐχθροί του τὸν ἔβριζαν
«Σαμαρείτη», στὴν καταπληγωμένη
καὶ μισοπεθαμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἀνθρωπότητα ἔγινε ὁ καλὸς καὶ
ἀγαθὸς Σαμαρείτης. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει ἀπ' τὶς πληγές της, ὄχι
μόνο ὑπέστη κόπους, ἀλλά ὑποβλήθηκε καὶ σὲ θάνατο σταυρικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου