Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πών͵ ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι͵ ὃ ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ. Ἔ­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν͵ ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν· ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι͵ ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι͵ δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι͵ κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι͵ πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες͵ ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ Ἰ­η­σοῦν͵ ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ μέν θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται͵ ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως͵ κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον͵ ἐ­πί­στευ­σα͵ διὸ ἐ­λά­λη­σα͵ καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν͵ διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν͵ εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύ­ριον Ἰ­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς σὺν Ἰ­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι΄ ὑ­μᾶς͵ ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σε­ύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.         
                (Β΄ Κο­ρινθ. δ΄[4]6-15)

ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
1.    ΦΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ
Τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς ἔ­χει ἐ­πι­λε­γεῖ πρὸς τι­μὴν τῶν Ἁ­γί­ων Μαρ­τύ­ρων Μη­νᾶ, Βί­κτω­ρος καὶ Βι­κεν­τί­ου. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ με­γά­λο θαῦ­μα ποὺ συν­τε­λεῖ ὁ Χρι­στὸς στὶς ψυ­χὲς τῶν ἁ­γί­ων του ἀλ­λὰ καὶ κά­θε ἀ­γω­νι­ζο­μέ­νου πι­στοῦ: τὸ θαῦ­μα τοῦ φω­τι­σμοῦ τῶν ψυ­χῶν μας, γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν θε­ό­τη­τά του. Τί ὅ­μως ἀ­κρι­βῶς ση­μαί­νει αὐ­τό; Μᾶς τὸ ἐ­ξη­γεῖ ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος:
Ὁ Θε­ὸς στὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τῆς κτί­σε­ως τὸ πρῶ­το ποὺ ­δη­μι­ούρ­γη­σε ἦ­ταν τὸ φῶς. Ὅ­μως ὁ Δη­μι­ουρ­γός τῆς κτί­σε­ως κα­τό­πιν, με­τὰ τὴν τρα­γι­κὴ στιγ­μὴ τῆς πτώ­σε­ως, εἶ­δε τὸ πλά­σμα του νὰ βυ­θί­ζε­ται στὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε λοι­πὸν ἡ ἀ­γά­πη του, ποὺ δὲν ἀ­νε­χό­ταν νὰ εἶ­ναι ἡ ἄ­ψυ­χη κτί­ση βυ­θι­σμέ­νη στὸ σκο­τά­δι, ν᾿ ἀ­φή­σει στὸ σκο­τά­δι τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων; Γι᾿ αὐ­τὸ λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος, γιὰ νὰ ἀ­να­δη­μι­ουρ­γή­σει τὸν σκο­τι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο καὶ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρει τὸ φῶς του στὴν ψυ­χή του. Τώ­ρα καὶ πά­λι ὁ Χρι­στὸς τὸ πρῶ­το ἔρ­γο ποὺ ἐ­νερ­γεῖ καὶ προ­σφέ­ρει στὴν νέ­α κτί­ση εἶ­ναι τὸ φῶς. Φῶς πνευ­μα­τι­κό, ποὺ τὸ με­ταγ­γί­ζει στὴν ἀ­να­και­νι­σμέ­νη ψυ­χή μας. Ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος το­νί­ζει ἰ­δι­αι­τέ­ρως μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη φω­τι­στι­κὴ ἐ­νέρ­γεια τοῦ θεί­ου φω­τὸς στὶς ψυ­χές μας. Μᾶς λέ­γει λοι­πὸν ὅ­τι τώ­ρα ὁ Χρι­στὸς φω­τί­ζει τὸ νοῦ μας μὲ τὶς θεῖ­ες του ἀ­στρα­πές, γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὸ μέ­γι­στο μυ­στή­ριο, νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ Ἴ­διος: ὅ­τι δὲν εἶ­ναι μό­νον ἄν­θρω­πος ἀ­να­μάρ­τη­τος, δὲν εἶ­ναι μό­νον ὁ Μεσ­σί­ας τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, ὁ μέ­γας προ­φή­της, ἀρ­χι­ε­ρεὺς καὶ βα­σι­λεύς, ἀλ­λὰ ὁ ὕ­ψι­στος Θε­ὸς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς. Πῶς νὰ κα­τα­νοή­σει ὅ­μως ὁ μι­κρὸς καὶ πε­πε­ρα­σμέ­νος νοῦς μας τὸ ἀ­σύλ­λη­πτο αὐ­τὸ μυ­στή­ριο; Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν μό­νοι μας δὲν μπο­ροῦ­με αὐ­τὸ οὔ­τε κἂν νὰ τὸ δι­α­νο­η­θοῦ­με, ὁ Χρι­στὸς ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ μέ­σα στὴν ψυ­χή μας τὸ φῶς του, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με κά­πως νὰ προ­σεγ­γί­σου­με τὸ ἐκ­πλη­κτι­κὸ αὐ­τὸ μυ­στή­ριο.
Ἀ­πο­ρεῖ ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος καὶ θαυ­μά­ζει πῶς μέ­σα στὰ σώ­μα­τά μας, ποὺ εἶ­ναι φτει­αγ­μέ­να ἀ­πὸ χῶ­μα, μέ­σα στὰ εὔ­θραυ­στα αὐ­τὰ σκεύ­η, ὁ Χρι­στὸς ἐ­να­πο­θέ­τει ἕ­να ἀ­πεί­ρου ἀ­ξί­ας θη­σαυ­ρό: τὴν γνώ­ση τῆς θε­ό­τη­τάς του. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἐ­μεῖς οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ καὶ ἀ­νά­ξιοι νὰ φυ­λάτ­του­με μέ­σα μας τὸν ἀ­τί­μη­το θη­σαυ­ρὸ τῆς γνώ­σε­ως τοῦ ἀ­πεί­ρου Θε­οῦ; Κι ὅ­μως σέ μᾶς, ποὺ εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἀ­δυ­να­μί­α καὶ ἀ­ση­μό­τη­τα, ὁ Χρι­στὸς πλη­μυ­ρί­ζει τὶς ψυ­χές μας μὲ τὸ θεῖ­ο καὶ οὐ­ρά­νιο φῶς του, γιὰ νὰ πι­στεύ­ου­με καὶ νὰ βι­ώ­νου­με ὅ­τι ὁ Χρι­στός μας εἶ­ναι ὁ ἀ­πρό­σι­τος Θε­ός.
2. ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΥΡΩ ΜΑΣ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος κα­τό­πιν μᾶς πα­ρου­σιά­ζει ἕ­να δεύ­τε­ρο θαῦ­μα, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νέ­πεια τοῦ πρώ­του. Ἀ­φοῦ μᾶς πα­ρου­σί­α­σε στὴν ἀρ­χὴ τὸ μυ­στή­ριο ποὺ ζοῦ­με μέ­σα μας, τώ­ρα μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τὸ δρά­μα ποὺ ζοῦ­με γύ­ρω μας. Μέ­σα μας, λέ­γει, ζοῦ­με φῶς, ἔ­ξω ὅ­μως σκο­τά­δι. Καὶ ἐ­νῶ ζοῦ­με αὐ­τὴν τὴν ἀν­τί­θε­ση, ζοῦ­με ταυ­τό­χρο­να κι ἕ­να θαῦ­μα. Καὶ τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­τι τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ σκο­τά­δι δὲν μπο­ρεῖ νὰ νι­κή­σει τὸ φῶς τῆς ψυ­χῆς μας. Πῶς ὅ­μως συμ­βαί­νει αὐ­τό; Μᾶς τὸ ἐ­ξη­γεῖ ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος. Λέ­γει λοι­πόν:
Ἐ­νῶ οἱ Χρι­στια­νοὶ μέ­σα στὶς ψυ­χές μας βι­ώ­νου­με τὸ φῶς τῆς θε­ό­τη­τος τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ταυ­τό­χρο­να ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ ζοῦ­με μέ­σα σὲ θλί­ψεις καὶ δι­ωγ­μοὺς καὶ πει­ρα­σμούς. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως μέ­σα μας ἔ­χου­με τὸ φῶς τῆς θεί­ας γνώ­σε­ως, καὶ γνω­ρί­ζου­με πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι ὁ Κύ­ριός μας εἶ­ναι ὁ παν­το­κρά­τωρ Θε­ὸς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς, οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὶ πει­ρα­σμοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ ἀλ­λοι­ώ­σουν τὴν ψυ­χή μας. Ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ θλι­βό­μα­στε, ἀλ­λὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ δὲν στε­νο­χω­ρού­μα­στε. Ἐ­νῶ γύ­ρω μας κά­θε στιγ­μὴ καὶ ὥ­ρα μᾶς θλί­βουν δι­ά­φο­ροι ἐ­χθροί, γνω­στοὶ καὶ ἄ­γνω­στοι, συγ­γε­νεῖς καὶ ξέ­νοι, ἐ­μεῖς μέ­σα μας ζοῦ­με ἐ­σω­τε­ρι­κὴ γα­λή­νη, δὲν σκο­τει­νιά­ζει ἡ ψυ­χή μας, δὲν αἰ­σθα­νό­μα­στε στε­νό­τη­τα καρ­δί­ας, ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­σφυ­ξί­α. Πι­ε­ζό­μα­στε μό­νον ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ ἀ­πὸ κά­θε εἴ­δους δυ­σκο­λί­ες καὶ προ­βλή­μα­τα, ἀ­πο­ροῦ­με βέ­βαι­α γιὰ τὸ τί πρέ­πει νὰ κά­νου­με ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς ἀλ­λε­πάλ­λη­λους πει­ρα­σμούς, ἀλ­λὰ δὲν ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε.
Ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν κά­πο­τε μᾶς κα­τα­βά­λουν οἱ πει­ρα­σμοὶ καὶ μᾶς ρί­ξουν κά­τω δο­κι­μα­σί­ες σκλη­ρές, δὲν τὰ χά­νου­με. Δι­ό­τι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ Θε­άν­θρω­πος Κύ­ριος εἶ­ναι ὁ ἐ­ξου­σια­στὴς τῆς ζω­ῆς μας καὶ δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει, ἀλ­λὰ μᾶς δί­νει θεί­α δύ­να­μη καὶ χά­ρη. Ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε λοι­πὸν κι ἂν εἶ­ναι οἱ δυ­σκο­λί­ες μας καὶ οἱ κίν­δυ­νοι ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με, καὶ ὁ­σο­δή­πο­τε κι ἂν ἐν­τα­θοῦν οἱ στε­νο­χώ­ρι­ες ποὺ μᾶς κυ­κλώ­νουν, τὸ φῶς τῆς θεί­ας χά­ρι­τος ποὺ ἔ­χου­με μέ­σα μας μᾶς χα­ρί­ζει δύ­να­μη ἀ­κα­τα­γώ­νι­στη καὶ ὑ­πο­μο­νὴ θαυ­μα­στή. Ὅ­ταν τὸ φορ­τί­ο μας πά­ει νὰ γί­νει ἀ­νυ­πό­φο­ρο, τὴν κρί­σι­μη στιγ­μὴ πα­ρεμ­βαί­νει ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς ποὺ ἔ­χου­με μέ­σα μας καὶ μᾶς προ­στα­τεύ­ει. Καὶ ἔ­τσι κά­θε μέ­ρα πε­θαί­νου­με, ἀλ­λὰ καὶ κά­θε μέ­ρα ζοῦ­με. Κά­θε μέ­ρα τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ νι­κᾶ τὸ σκο­τά­δι.
Ἂς κρα­τοῦ­με λοι­πὸν μέ­σα μας τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ μας, γιὰ νὰ ἀν­τέ­χου­με στὶς θλί­ψεις καὶ δο­κι­μα­σί­ες τῆς ζω­ῆς, γιὰ νὰ νι­κοῦ­με τὸ ζο­φε­ρὸ σκο­τά­δι ποὺ μᾶς πε­ρι­κυ­κλώ­νει. Ὅ­πως τὸ ἔ­κα­ναν ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι, ὅ­πως τὸ ἐ­βί­ω­ναν καὶ οἱ ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες Μη­νᾶς, Βί­κτωρ καὶ Βι­κέν­τιος, τῶν ὁ­ποί­ων τὴν μνή­μη ἑ­ορ­τά­ζου­με σή­με­ρα.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, Νο­μι­κός τις προ­σῆλ­θε τῷ ᾿Ι­η­σοῦ, πει­ρά­ζων αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Δι­δά­σκα­λε, τί ποι­ή­σας ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον κλη­ρο­νο­μή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· ἐν τῷ νό­μῳ τί γέ­γρα­πται; πῶς ἀ­να­γι­νώ­σκεις; Ὁ δὲ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Ἀ­γα­πή­σεις Κύριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου, καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νο­ί­ας σου, καὶ τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ἑ­αυ­τόν. Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ· Ὀρ­θῶς ἀ­πε­κρί­θης· τοῦ­το πο­ί­ει καὶ ζή­σῃ. Ὁ δὲ θέ­λων δι­και­οῦν ἑ­αυ­τὸν, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Καί τίς ἐ­στί μου πλη­σί­ον; Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πός τις κα­τέ­βαι­νεν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ εἰς ῾Ι­ε­ρι­χώ, καὶ λη­σταῖς πε­ρι­έ­πε­σεν· οἳ καὶ ἐκ­δύ­σαν­τες αὐ­τὸν, καὶ πλη­γὰς ἐ­πι­θέν­τες ἀ­πῆλ­θον, ἀ­φέν­τες ἡ­μι­θα­νῆ τυγ­χά­νον­τα. Κα­τὰ συγ­κυ­ρί­αν δὲ ἱ­ε­ρε­ύς τις κα­τέ­βαι­νεν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κε­ί­νῃ, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἀν­τι­πα­ρῆλ­θεν. Ὁ­μο­ί­ως δὲ καὶ Λευ­ΐ­της, γε­νό­με­νος κα­τὰ τὸν τό­πον, ἐλ­θὼν καὶ ἰ­δὼν, ἀν­τι­πα­ρῆλ­θε. Σα­μα­ρε­ί­της δέ τις ὁ­δε­ύ­ων ἦλ­θε κατ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἰ­δὼν αὐ­τὸν ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, καὶ προ­σελ­θὼν κα­τέ­δη­σε τὰ τρα­ύ­μα­τα αὐ­τοῦ, ἐ­πι­χέ­ων ἔ­λαι­ον καὶ οἶ­νον, ἐ­πι­βι­βά­σας δὲ αὐ­τὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­δι­ον κτῆ­νος, ἤ­γα­γεν αὐ­τὸν εἰς παν­δο­χεῖ­ον, καὶ ἐ­πε­με­λή­θη αὐ­τοῦ· καὶ ἐ­πὶ τὴν αὔ­ρι­ον ἐ­ξελ­θών, ἐκ­βα­λὼν δύ­ο δη­νά­ρι­α ἔ­δω­κε τῷ παν­δο­χεῖ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­με­λή­θη­τι αὐ­τοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσ­δα­πα­νή­σῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­πα­νέρ­χε­σθαί με ἀ­πο­δώ­σω σοι. Τίς οὖν το­ύ­των τῶν τρι­ῶν πλη­σί­ον δο­κεῖ σοι γε­γο­νέ­ναι τοῦ ἐμ­πε­σόν­τος εἰς τοὺς λῃ­στάς;  Ὁ δὲ εἶ­πεν· Ὁ ποι­ή­σας τὸ ἔ­λε­ος μετ᾿ αὐ­τοῦ. Εἶ­πεν οὖν αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· Πο­ρε­ύ­ου καὶ σὺ πο­ί­ει ὁ­μο­ί­ως.                                  
 (Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό , ση­κώ­θη­κε κά­ποι­ος νο­μο­δι­δά­σκα­λος γιὰ νὰ δο­κι­μά­σει τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε τὸ νό­μο, καί τοῦ εἶ­πε: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸ ἔρ­γο ἀ­ρε­τῆς ἢ ποι­ὰ θυ­σί­α πρέ­πει νὰ κά­νω γιὰ νά κλη­ρο­νο­μή­σω τὴ μα­κά­ρια καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή; Καὶ ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Στὸ νό­μο τί ἔ­χει γρα­φεῖ; Ἐ­σὺ πού σπου­δά­ζεις καὶ ἐ­ρευ­νᾶς τὸ νό­μο, τί δι­α­βά­ζεις ἐ­κεῖ γιὰ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Καὶ πῶς τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι; Ὁ νο­μι­κὸς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Στὸ νό­μο εἶ­ναι γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Νὰ ἀ­γα­πᾶς τὸν Κύ­ριο καὶ Θε­ό σου μὲ ὅ­λη σου τὴν καρ­διά, ὥ­στε σ' αὐ­τὸν νὰ εἶ­σαι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ πα­ρα­δο­μέ­νος, μὲ ὅ­λα τὰ βά­θη τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς σου· καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴν ψυ­χή, ὥ­στε αὐ­τὸν νὰ πο­θεῖς μὲ ὅ­λο τὸ συ­ναί­σθη­μά σου· καὶ μὲ ὅ­λη τὴ θέ­λη­ση καὶ τὴ δύ­να­μή σου, ὥ­στε κά­θε τί πού θὰ κά­νεις νὰ εἶ­ναι σύμ­φω­νο μὲ τὸ θέ­λη­μά Του. Καὶ μὲ ὅ­λη σου τὴ δύ­να­μη καὶ μὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­κού­ρα­στη νὰ ἐρ­γά­ζε­σαι γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ θε­λή­μα­τός Του. Νὰ τὸν ἀ­γα­πᾶς καὶ μὲ τὸ νοῦ σου ὁ­λό­κλη­ρο, ὥ­στε αὐ­τὸν πάν­το­τε νὰ σκέ­φτε­σαι. Νὰ ἀ­γα­πᾶς ἐ­πί­σης καὶ τὸν πλη­σί­ον σου, τὸ συ­νάν­θρω­πό σου, ὅ­σο καὶ ὅ­πως ἀ­γα­πᾶς τὸν ἑ­αυ­τό σου. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Κύ­ριος: Σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση ἔ­δω­σες. Νὰ κά­νεις πάν­το­τε αὐ­τὸ πού εἶ­πες, καὶ θὰ κλη­ρο­νο­μή­σεις τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ ζή­σεις σ' αὐ­τή. Ὁ νο­μο­δι­δά­σκα­λος ὅ­μως θέ­λον­τας νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του, ἐ­πει­δή, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χθη­κε, ἔ­θε­σε στὸν Ἰ­η­σοῦ ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο τοῦ ἦ­ταν γνω­στὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση, εἶ­πε στὸν Ἴ­η­σο­ϋ: Καὶ ποι­ὸν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῶ «πλη­σί­ον» μου σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;
Τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ τὴν ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ πῆ­ρε τὸ λό­γο καὶ εἶ­πε: Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ κι ἔ­πε­σε σὲ ἐ­νέ­δρα λη­στῶν. Αὐ­τοὶ δὲν ἀρ­κέ­στη­καν μό­νο νὰ τοῦ πά­ρουν τὰ χρή­μα­τά του, ἀλ­λά καὶ τὸν ἔ­γδυ­σαν, τὸν τραυ­μά­τι­σαν, τὸν γέ­μι­σαν μὲ πλη­γὲς καὶ ἔ­φυ­γαν, ἀ­φοῦ τὸν ἄ­φη­σαν μι­σο­πε­θα­μέ­νο. Κα­τὰ σύμ­πτω­ση τό­τε κα­τέ­βαι­νε στὸ δρό­μο ἐ­κεῖ­νο κά­ποι­ος ἱ­ε­ρεύς, κι ἐ­νῶ τὸν εἶ­δε, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου χω­ρὶς νὰ τοῦ δώ­σει ση­μα­σί­α ἢ κά­ποι­α βο­ή­θεια. Τὸ ἴ­διο καὶ κά­ποι­ος Λευ­ΐ­της πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο, ἐ­νῶ πλη­σί­α­σε καὶ εἶ­δε τὸν πλη­γω­μέ­νο, ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ τὸν προ­σπέ­ρα­σε κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τοῦ δρό­μου. Ἕ­νας Σα­μα­ρεί­της ὅ­μως πού περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ δρό­μο ἐ­κεῖ­νο, ἦλ­θε στὸ μέ­ρος ὅ­που ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος, καὶ ὅ­ταν τὸν εἶ­δε τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν πό­νε­σε. Τὸν πλη­σί­α­σε τό­τε καὶ τοῦ ἔ­δε­σε μὲ ἐ­πι­δέ­σμους τὰ τραύ­μα­τά του, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τὰ ἔ­πλυ­νε καὶ τὰ ἄ­λει­ψε μὲ λά­δι καὶ μὲ κρα­σί. Κι ἔ­πει­τα τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸ ζῶ­ο του, τὸν πῆ­γε σὲ κά­ποι­ο παν­δο­χεῖ­ο καὶ τὸν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, δι­α­κό­πτον­τας ἔ­τσι τὸ τα­ξί­δι του. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ πρω­ί, φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ παν­δο­χεῖ­ο πού εἶ­χε δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει, ἔ­βγα­λε δύ­ο δη­νά­ρια, τὰ ἔ­δω­σε στὸν ξε­νο­δό­χο καὶ τοῦ εἶ­πε: Πε­ρι­ποι­ή­σου τον γιὰ νὰ γί­νει κα­λά. Καὶ ὅ,τι πα­ρα­πά­νω ξο­δέ­ψεις, ἐ­γώ κα­θώς θά ἐ­πι­στρέ­φω στὴν πα­τρί­δα μου καὶ θὰ ξα­να­πε­ρά­σω ἀ­πὸ ἐ­δῶ, θὰ σοῦ τὰ πλη­ρώ­σω. Λοι­πόν, ρώ­τη­σε συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ποι­ός ἀ­πό τους τρεῖς αὐ­τούς σοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­κα­νε τὸ κα­θῆ­κον ­του πρὸς τὸ συ­νάν­θρω­πο καὶ ἀ­πο­δεί­χθη­κε στὴ πρά­ξη «πλη­σί­ον» καὶ ἀ­δελ­φὸς ἐ­κεί­νου πού ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν λη­στῶν; Κι αὐ­τὸς εἶ­πε: «Πλη­σί­ον» του ἀ­πο­δεί­χθη­κε αὐ­τός πού τὸν σπλα­χνί­στη­κε καὶ τὸν ἐ­λέ­η­σε. Τοῦ εἶ­πε λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πή­γαι­νε καὶ κά­νε κι ἐ­σύ τὸ ἴ­διο. Δεῖ­χνε δη­λα­δή συμ­πά­θεια σὲ κά­θε ἄν­θρω­πο πού πά­σχει, χω­ρίς νὰ ἐ­ξε­τά­ζεις ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι συγ­γε­νής σου ή συμ­πα­τρι­ώ­της σου, καὶ χω­ρὶς νὰ λο­γα­ριά­ζεις τὶς θυ­σί­ες καὶ τούς κό­πους καὶ τὶς δα­πά­νες πού θὰ ὑ­πο­στεῖς γιὰ νὰ βο­η­θή­σεις καὶ νὰ συν­τρέ­ξεις αὐ­τὸν πού πά­σχει, ἔ­στω κι ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι ἐ­χθρός σου. Ἔ­τσι κι ὁ Χρι­στός, πού οἱ ἐ­χθροί του τὸν ἔ­βρι­ζαν «Σα­μα­ρεί­τη», στὴν κα­τα­πλη­γω­μέ­νη καὶ μι­σο­πε­θα­μέ­νη ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ἀν­θρω­πό­τη­τα ἔ­γι­νε ὁ κα­λὸς καὶ ἀ­γα­θὸς Σα­μα­ρεί­της. Καὶ γιὰ νὰ τὴν θε­ρα­πεύ­σει ἀ­π' τὶς πλη­γές της, ὄ­χι μό­νο ὑ­πέ­στη κό­πους, ἀλ­λά ὑ­πο­βλή­θη­κε καὶ σὲ θά­να­το σταυ­ρι­κό.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου