Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· καὶ συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
                                   (Ἐφεσ. β΄[2] 4-10).

ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΑΓΑΠΗΣΕ Ο ΘΕΟΣ
1. Η ΑΝΥΨΩΣΗ
Στ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μέ­σα σ λί­γες γραμ­μὲς μς πα­ρου­σιά­ζει τ θαυ­μα­στὸ σχέ­διο τς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας. Μς πε­ρι­γρά­φει δη­λα­δὴ τί ἔ­κα­νε ὁ Θε­ὸς γι μς τος ἁ­μαρ­τω­λοὺς κα ἀ­πο­στά­τες ἀν­θρώ­πους, σ ποι­ὸ ὕ­ψος ἀ­νέ­βα­σε ἐ­μᾶς ποὺ ἤ­μα­σταν νε­κροὶ πνευ­μα­τι­κῶς. Ὁ Θε­ός, λέ­ει, ποὺ εἶ­ναι πλού­σιος σ ἔ­λε­ος, ἐ­ξαι­τί­ας τς πολ­λῆς του ἀ­γά­πης μ τν ὁ­ποί­α μς ἀ­γά­πη­σε, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη ἤ­μα­σταν πνευ­μα­τι­κὰ νε­κροὶ ἐ­ξαι­τί­ας τν πα­ρα­βά­σε­ών μας, μς ζω­ο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κὰ μα­ζὶ μ τν Χρι­στό. Ἔ­χου­με σω­θεῖ μ τ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ κα ὄ­χι μ τ δι­κά μας κα­τορ­θώ­μα­τα. Δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς μς ἀ­νέ­στη­σε μα­ζὶ μ τν Χρι­στὸ κα μς ἔ­βα­λε ν κα­θί­σου­με μα­ζί του στ ἐ­που­ρά­νια. Καἀ­νά­στα­ση καὶ ἡ ἀ­νύ­ψω­σή μας αὐ­τὴ ἔ­γι­νε μ τν ἕ­νω­σή μας μ τν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό.
Μέ­σα σ τρες λέ­ξεις μς ἐ­ξη­γεῖ ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος πό­σο μς ἀ­γά­πη­σε ὁ Θε­ός. «Συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε τ Χρι­στῷ... κα συ­νή­γει­ρε κα συ­νε­κά­θι­σεν ἐν τος ἐ­που­ρα­νί­οις». Θε­ὸς μς ζω­ο­ποί­η­σε, μς ἀ­νέ­στη­σε, μς ἐν­θρό­νι­σε. Τί ὅ­μως ση­μαί­νουν αὐ­τὲς οἱ τρες λέ­ξεις;
Οἱ ἄν­θρω­ποι ἤ­μα­σταν ὅ­λοι νε­κροὶ μ τν ἀ­πο­στα­σί­α μας κα τν ἐ­ξα­χρεί­ω­ση τς θε­ϊ­κῆς μας εἰ­κό­νος. Ὁ Θε­ὸς λοι­πὸν δν μς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε στν κα­τα­στρο­φι­κή μας πο­ρεί­α. Ἀλ­λὰ μς ζω­ο­ποί­η­σε. Μς ἔ­σω­σε ἀ­πὸ τν θά­να­το τς ἁ­μαρ­τί­ας μ τν θά­να­το τοὺ Υἱ­οῦ του. Κα φύ­τε­ψε μέ­σα μας τ σπέρ­μα­τα νέ­ας κα οὐ­ρά­νιας πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς. Μ τν θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου νέ­κρω­σε μέ­σα μας τν ἁ­μαρ­τί­α, φώ­τι­σε τ νοῦ μας, ζω­ο­ποί­η­σε τς νε­κρω­μέ­νες πνευ­μα­τι­κές μας αἰ­σθή­σεις. Κα μ τ δι­κή του Ἀ­νά­στα­ση ἀ­νέ­στη­σε κα ὅ­λους ἐ­μᾶς σ μι νέ­α ζω­ή. Ὅ­ταν οἱ πι­στοὶ εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι μ τν ἀ­να­στη­μέ­νο Κύ­ριο, μό­νο τό­τε ζοῦ­με κι ἐ­μεῖς πραγ­μα­τι­κά, δι­ό­τι ἡ ζω­ή μας προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τν Χρι­στό. Ἐ­πει­δὴ Ἐ­κεῖ­νος ζε, κα ἐ­μεῖς ζοῦ­με. Κα ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ριος μ τν Ἀ­νά­λη­ψή του ἀ­νῆλ­θε στν οὐ­ρά­νιο θρό­νο κα ἐ­κά­θι­σε κα ς ἄν­θρω­πος ἐκ δε­ξι­ῶν τοὺ Πα­τρός, μς ἔ­δω­σε ἤ­δη τ δυ­να­τό­τη­τα μ τ δι­κή του ἐν­θρό­νι­ση ν γί­νου­με κα ἐ­μεῖς σύν­θρο­νοί του, ν συν­δο­ξα­σθοῦ­με μα­ζί του κα ν γί­νου­με πρίγ­κι­πες τοῦ οὺ­ρα­νοῦ.
Σ᾿ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τν κα­τά­στα­ση ἔ­χουν ἤ­δη εἰ­σέλ­θει οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Αὐ­τοὶ μ τ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ἤ­δη ἀ­πὸ τν ἐ­πί­γεια ζω­ή τους ἀ­νυ­ψώ­θη­καν ἀ­πὸ τν αἰ­σθη­τὸ κό­σμο κα ἀ­να­στρέ­φον­ταν μ τν οὐ­ρά­νιο. Ζοῦ­σαν μ τ στα­θε­ρὴ προσ­δο­κί­α τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­χουν συ­να­νυ­ψω­θεῖ κα συμ­βα­σι­λεύ­ουν μα­ζί του. Κά­θον­ται μα­ζί του στ θρό­νο του. Κα πε­ρι­μέ­νουν ὅ­λους ἐ­μᾶς ν ἀ­να­γεν­νη­θοῦ­με, ν ἀ­να­στη­θοῦ­με κα ν ἐν­θρο­νι­σθοῦ­με κε ἐ­μεῖς μα­ζί τους στν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Μπο­ροῦ­με ἄ­ρα­γε ν τ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­λα αὐ­τά, μπο­ροῦ­με ν κα­τα­νο­ή­σου­με τί ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει ὁ Θε­ὸς γι ὅ­λους ὅ­σους Τν ἀ­γα­ποῦν;
2. Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
Στ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μς ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι ἡ σω­τη­ρί­α μας δν εἶ­ναι δι­κό μας κα­τόρ­θω­μα ἀλ­λὰ δῶ­ρο οὐ­ρά­νιο. Λέ­ει λοι­πόν: Μς εὐ­ερ­γέ­τη­σε τό­σο πο­λὺ ὁ Θε­ός, γι ν δεί­ξει στος ἀ­τε­λεύ­τη­τους αἰ­ῶ­νες τς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος τν ὑ­περ­βο­λι­κὸ πλοῦ­το τς Χά­ρι­τός του. Δι­ό­τι «τῇ χά­ρι­τι ἐ­στε σε­σω­σμέ­νοι», μ τ Χά­ρη του ἔ­χου­με σω­θεῖ. Κα ἡ σω­τη­ρί­α μας αὐ­τὴ δν προ­ῆλ­θε ἀ­πό μᾶς· δῶ­ρο Θε­οῦ εἶ­ναι αὐ­τό. Δν σω­θή­κα­με μ τ δι­κά μας ἔρ­γα, γι ν μν ἔ­χει κα­νεὶς τ δι­καί­ω­μα ν καυ­χη­θεῖ. Δι­ό­τι δι­κό του δη­μι­ούρ­γη­μα εἴ­μα­στε, γι ν μέ­νου­με ἑ­νω­μέ­νοι μ τν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ κα ν κά­νου­με κα­λὰ ἔρ­γα, γι τ ὁ­ποῖ­α μς προ­ε­τοί­μα­σε ὁ Θε­ός, ὥ­στε μ᾿ αὐ­τὰ ν πο­ρευ­θοῦ­με στν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή μας.
Αὐ­τὸ λοι­πὸν ποὺ το­νί­ζει ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος εἶ­ναι ὅ­τι οἱ πι­στοὶ δν σω­θή­κα­με μ τ δι­κή μας προ­σπά­θεια. Δν θ μπο­ρού­σα­με πο­τὲ ν τ κα­τορ­θώ­σου­με αὐ­τὸ μό­νοι μας, δι­ό­τι ἤ­μα­σταν νε­κροί. Τ σω­τη­ρί­α μς τ χά­ρι­σε ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος. Μς προ­κα­λεῖ ὅ­μως ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πα­ρου­σιά­ζει τ σω­τη­ρί­α μας αὐ­τὴ ς τε­τε­λε­σμέ­νη, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἀ­κό­μη στ γ κα πα­λεύ­ου­με. Για­τί συμ­βαί­νει αὐ­τό; Δι­ό­τι ἡ σω­τη­ρί­α μας ς δυ­να­τό­τη­τα εἶ­ναι ἤ­δη μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ὁ Χρι­στὸς ἔ­κα­νε ὅ­λα ὅ­σα χρει­α­ζό­μα­σταν ἐ­μεῖς γι ν σω­θοῦ­με. Ἔ­τσι ἡ δυ­να­τό­τη­τα τς σω­τη­ρί­ας μας εἶ­ναι βέ­βαι­η κα δε­δο­μέ­νη. Ὅ­μως ὁ κα­θέ­νας μας ξε­χω­ρι­στὰ θ πρέ­πει ν ἀ­γω­νι­σθεῖ γι ν κα­τα­κτή­σει τ σω­τη­ρί­α τς ψυ­χῆς του. Οἱ ἱ­ε­ροὶ ἑρ­μη­νευ­τὲς πα­ρου­σιά­ζουν τ με­γά­λη αὐ­τὴ ἀ­λή­θεια μ μί­α εἰ­κό­να. Λέ­νε ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς μς ἔ­σω­σε ἀ­πὸ τ ναυά­γιο, ὅ­μως ἐ­μεῖς δν ἔ­χου­με φτά­σει ἀ­κό­μη στ λι­μά­νι. Εἴ­μα­στε σω­σμέ­νοι, ἀλ­λὰ ἡ τρι­κυ­μί­α ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ κα τ πλοῖ­ο μας ἀ­κό­μη κλυ­δω­νί­ζε­ται. Γι᾿ αὐ­τὸ λοι­πὸν θ πρέ­πει ν πα­λέ­ψου­με σκλη­ρὰ μ τ κύ­μα­τα, ν ἀ­γω­νι­στοῦ­με πο­λύ, ν προ­σφέ­ρου­με τν κό­πο μας κα τ δι­ά­θε­σή μας. Κα ν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σου­με ὅ­λα τ μέ­σα ποὺ μς προ­σφέ­ρει ὁ Χρι­στὸς γι ν φτά­σου­με στ οὐ­ρά­νιο λι­μά­νι. Μέ­σα στ Χά­ρη τν ἱ­ε­ρῶν Μυ­στη­ρί­ων ν πο­ρευ­ό­μα­στε. Ἔ­χον­τας δια­ρκῶς στραμ­μέ­νο τ νοῦ κα τν καρ­διά μας στν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα μας. Ἐ­κεῖ μᾶς πε­ρι­μέ­νει ὁ Κύ­ριος γι ν μς δώ­σει τ στε­φά­νι τς νί­κης κα ν μς κα­τα­στή­σει με­τό­χους τῆς Βα­σι­λεί­ας του.
   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄν­θρω­πος τις ν πλο­ύ­σι­ος, κα ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τις ν ὀ­νό­μα­τι Λζαρος, ς ἐ­βέ­βλη­το πρς τν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κα ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κα ο κύ­νες ἐρχό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τν πτω­χὸν κα ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν ἀγ­γέ­λων ες τν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κα πλο­ύ­σι­ος κα ἐ­τά­φη. κα ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κα Λζαρον ν τος κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κα αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κα πέμ­ψον Λζαρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον το δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κα κα­τα­ψύ­ξῃ τν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σου ν τ ζω­ῇ σου, κα Λζαρος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· νν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κα ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κα ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν πρς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν πρς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ ον σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ες τν οἶ­κον το πα­τρός μου· ἔ­χω γρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κα αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ες τν τό­πον τοῦ­τον τς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κα τος προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλλ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κα τν προ­φη­τῶν οκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.                                 
    (Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολ: Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλού­σιος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος φο­ροῦ­σε βα­σι­λι­κὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ἀ­π' ἔ­ξω φο­ροῦ­σε ἕ­να μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο καὶ πα­νά­κρι­βο ροῦ­χο, κι ἀ­πὸ μέ­σα φο­ροῦ­σε λευ­κὸ χι­τώ­να πο­λυ­τε­λῆ ἀ­πὸ λε­πτὸ αἰ­γυ­πτια­κὸ λι­νά­ρι. Καὶ δι­α­σκέ­δα­ζε σὲ πλού­σια συμ­πό­σια κά­θε μέ­ρα μὲ με­γα­λοπρέ­πεια. Ἦ­ταν ὅ­μως καὶ κά­ποι­ος φτω­χὸς πού λε­γό­ταν Λά­ζα­ρος, ὁ ὁποῖος ἦ­ταν γε­μά­τος πλη­γὲς καὶ πα­ρα­πε­τα­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ πλου­σί­ου. Καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα πού ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέ­ρη­ση του αὐ­τή, κα­θὼς ἦ­ταν καὶ σχε­δὸν γυ­μνός, ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ σκύ­λοι καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του οὔτε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λέ­ξη πα­ρα­πό­νου ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πλου­σί­ου ἢ κά­ποι­ο γογ­γυ­σμὸ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Κά­πο­τε λοι­πὸν πέ­θα­νε ὁ φτω­χός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν με­τέ­φε­ραν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἐκεῖ μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Πέ­θα­νε κά­πο­τε καὶ ὁ πλού­σιος, καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν ἔ­θα­ψαν μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νὰ ὅ­μως δὲν φά­νη­καν γι' αὐ­τὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τό­πο τοῦ Ἅ­δη, κα­θὼς βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι στὴν ἀγ­κα­λιά του. Αὐ­τὸς λοι­πὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ δὲν πα­ρα­κα­λοῦ­σε κα­νέ­να νὰ τὸν βο­η­θή­σει, φώ­να­ξε τώ­ρα καὶ εἶ­πε· Πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυ­πή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βρέ­ξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλώσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι καὶ ὑ­πο­φέ­ρω μέ­σα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ ἀγαθά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες στὴ γῆ. Ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ἀ­πό­λαυ­σε τὰ κα­κά τῆς δυ­στυ­χί­ας καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώ­ρα ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ Λά­ζα­ρος πα­ρη­γο­ρεῖ­ται γι' αὐ­τὰ πού ὑ­πέ­φε­ρε τό­τε συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ ἐσύ ὑ­πο­φέ­ρεις καὶ βασανί­ζε­σαι χω­ρὶς δι­α­κο­πή, ὅ­πως ἀ­δι­ά­κο­πη καὶ συνεχής ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χί­α σου πά­νω στὴ γῆ. Κι ἐκτός ἀπ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα μας χά­σμα, ὥ­στε αὐ­τοὶ πού θέ­λουν νὰ δια­βοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν, ἀλλά οὔ­τε κι ὅ­σοι εἶ­ναι ἀ­πὸ ἐκεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι σέ μᾶς. Εἶ­πε πά­λι ὁ πλού­σιος: Ἀ­φοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος πού ἔ­μει­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή του, με­τὰ τὸ θάνατό του δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἐλ­πί­δα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν, πά­τερ, στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο στὸ σπί­τι τοῦ πατέρα μου. Δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς. Στεῖ­λε τον νὰ τοὺς βε­βαιώσει  ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας γιὰ ὅ­σα συμ­βαί­νουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλ­θουν κι αὐ­τοὶ στὸν τό­πο αὐ­τὸ τῆς τι­μωρίας καί τῶν βα­σά­νων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βε­βαι­ώ­νουν γι' αὐ­τά. Ἂς ἀκούσουν ἐ­κεί­νους. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες. Ἐ­ὰν ὅ­μως πά­ει σ' αὐ­τοὺς κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἐ­ὰν δὲν ἔ­χουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση νὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἀ­το­νή­σει ἡ πρώ­τη τους ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, θὰ ἐ­πα­νέλ­θουν πά­λι στὴν προ­η­γού­μενή τους σκλη­ρό­τη­τα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου