ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΓ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς
πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς
νεκροὺς τοῖς παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι· καὶ
συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται
ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν
χρηστότητι ἐφ᾽ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ. Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσῳσμένοι διὰ τῆς πίστεως·
καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. Αὐτοῦ
γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς οἷς προητοίμασεν
ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
(Ἐφεσ. β΄[2]
4-10).
ΠΟΣΟ ΜΑΣ
ΑΓΑΠΗΣΕ Ο ΘΕΟΣ
1. Η ΑΝΥΨΩΣΗ
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ
ἀπόστολος Παῦλος
μέσα σὲ
λίγες γραμμὲς μᾶς
παρουσιάζει τὸ
θαυμαστὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Μᾶς περιγράφει
δηλαδὴ τί ἔκανε ὁ
Θεὸς γιὰ
μᾶς
τοὺς
ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀποστάτες ἀνθρώπους,
σὲ
ποιὸ ὕψος ἀνέβασε
ἐμᾶς ποὺ ἤμασταν νεκροὶ πνευματικῶς.
Ὁ Θεός, λέει, ποὺ εἶναι πλούσιος σὲ ἔλεος, ἐξαιτίας τῆς πολλῆς του ἀγάπης μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγάπησε, κι ὅταν ἀκόμη ἤμασταν πνευματικὰ
νεκροὶ ἐξαιτίας
τῶν παραβάσεών μας, μᾶς ζωοποίησε
πνευματικὰ μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἔχουμε σωθεῖ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ
καὶ
ὄχι μὲ τὰ δικά μας κατορθώματα.
Διότι ὁ Θεὸς μᾶς
ἀνέστησε μαζὶ
μὲ
τὸν
Χριστὸ καὶ
μᾶς
ἔβαλε νὰ καθίσουμε
μαζί του στὰ
ἐπουράνια.
Καὶ
ἡ ἀνάσταση
καὶ ἡ ἀνύψωσή μας αὐτὴ ἔγινε μὲ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Μέσα
σὲ
τρεῖς
λέξεις μᾶς
ἐξηγεῖ ὁ
θεῖος Ἀπόστολος
πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός. «Συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ... καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις».
Ὁ Θεὸς
μᾶς
ζωοποίησε, μᾶς
ἀνέστησε,
μᾶς
ἐνθρόνισε.
Τί ὅμως σημαίνουν
αὐτὲς οἱ τρεῖς
λέξεις;
Οἱ
ἄνθρωποι ἤμασταν ὅλοι
νεκροὶ μὲ τὴν ἀποστασία μας
καὶ
τὴν
ἐξαχρείωση τῆς θεϊκῆς μας
εἰκόνος. Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε στὴν καταστροφική
μας πορεία. Ἀλλὰ
μᾶς ζωοποίησε. Μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας μὲ τὸν θάνατο τοὺ
Υἱοῦ του. Καὶ
φύτεψε μέσα μας τὰ σπέρματα νέας καὶ οὐράνιας
πνευματικῆς ζωῆς. Μὲ τὸν θάνατο τοῦ
Κυρίου νέκρωσε μέσα μας τὴν ἁμαρτία, φώτισε τὸ νοῦ μας, ζωοποίησε
τὶς
νεκρωμένες πνευματικές μας αἰσθήσεις. Καὶ μὲ τὴ δική του Ἀνάσταση ἀνέστησε καὶ ὅλους ἐμᾶς σὲ μιὰ νέα ζωή. Ὅταν οἱ πιστοὶ εἴμαστε
ἑνωμένοι μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο,
μόνο τότε ζοῦμε κι ἐμεῖς πραγματικά, διότι ἡ ζωή μας προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ζεῖ, καὶ ἐμεῖς ζοῦμε.
Καὶ
ἐπειδὴ ὁ
Κύριος μὲ
τὴν
Ἀνάληψή του
ἀνῆλθε στὸν οὐράνιο
θρόνο καὶ
ἐκάθισε καὶ
ὡς
ἄνθρωπος ἐκ
δεξιῶν τοὺ Πατρός, μᾶς ἔδωσε ἤδη τὴ δυνατότητα
μὲ
τὴ
δική του ἐνθρόνιση
νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς σύνθρονοί
του, νὰ
συνδοξασθοῦμε μαζί του καὶ νὰ γίνουμε
πρίγκιπες τοῦ οὺρανοῦ.
Σ᾿
αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάσταση
ἔχουν ἤδη εἰσέλθει
οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
μας. Αὐτοὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ
ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή τους ἀνυψώθηκαν ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ κόσμο
καὶ
ἀναστρέφονταν μὲ τὸν οὐράνιο.
Ζοῦσαν μὲ
τὴ
σταθερὴ προσδοκία τοῦ οὐρανοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἔχουν συνανυψωθεῖ
καὶ
συμβασιλεύουν μαζί του. Κάθονται μαζί του στὸ θρόνο του.
Καὶ
περιμένουν ὅλους
ἐμᾶς νὰ ἀναγεννηθοῦμε,
νὰ
ἀναστηθοῦμε καὶ νὰ ἐνθρονισθοῦμε
κε ἐμεῖς μαζί τους στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε ἄραγε νὰ τὰ ἀντιληφθοῦμε ὅλα αὐτά,
μποροῦμε νὰ
κατανοήσουμε τί ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους ὅσους Τὸν ἀγαποῦν;
2. Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ἡ
σωτηρία μας δὲν
εἶναι δικό μας κατόρθωμα ἀλλὰ δῶρο οὐράνιο. Λέει λοιπόν: Μᾶς εὐεργέτησε
τόσο πολὺ ὁ Θεός, γιὰ νὰ δείξει στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες
τῆς
αἰωνιότητος τὸν
ὑπερβολικὸ πλοῦτο
τῆς
Χάριτός του. Διότι «τῇ χάριτι ἐστε
σεσωσμένοι», μὲ τὴ Χάρη του ἔχουμε σωθεῖ. Καὶ ἡ σωτηρία
μας αὐτὴ δὲν
προῆλθε ἀπό μᾶς·
δῶρο Θεοῦ εἶναι αὐτό. Δὲν σωθήκαμε μὲ τὰ δικά μας ἔργα, γιὰ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς τὸ δικαίωμα νὰ καυχηθεῖ.
Διότι δικό του δημιούργημα εἴμαστε, γιὰ νὰ μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ κάνουμε καλὰ
ἔργα,
γιὰ
τὰ
ὁποῖα μᾶς
προετοίμασε ὁ Θεός, ὥστε μ᾿ αὐτὰ νὰ πορευθοῦμε
στὴν
ὑπόλοιπη ζωή
μας.
Αὐτὸ
λοιπὸν ποὺ τονίζει ἰδιαιτέρως ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι
ὅτι οἱ
πιστοὶ δὲν
σωθήκαμε μὲ
τὴ
δική μας προσπάθεια. Δὲν θὰ μπορούσαμε
ποτὲ νὰ
τὸ
κατορθώσουμε αὐτὸ μόνοι μας, διότι ἤμασταν νεκροί. Τὴ σωτηρία μᾶς τὴ χάρισε ὁ ἴδιος
ὁ Κύριος. Μᾶς
προκαλεῖ ὅμως ἐντύπωση
ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει
τὴ
σωτηρία μας αὐτὴ ὡς τετελεσμένη, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε
ἀκόμη στὴ γῆ καὶ παλεύουμε.
Γιατί συμβαίνει αὐτό; Διότι ἡ σωτηρία μας ὡς δυνατότητα
εἶναι ἤδη μία
πραγματικότητα. Ὁ Χριστὸς ἔκανε ὅλα ὅσα χρειαζόμασταν
ἐμεῖς γιὰ
νὰ
σωθοῦμε. Ἔτσι ἡ
δυνατότητα τῆς
σωτηρίας μας εἶναι βέβαιη καὶ δεδομένη. Ὅμως ὁ καθένας
μας ξεχωριστὰ θὰ
πρέπει νὰ
ἀγωνισθεῖ γιὰ νὰ κατακτήσει
τὴ
σωτηρία τῆς
ψυχῆς του. Οἱ ἱεροὶ
ἑρμηνευτὲς παρουσιάζουν τὴ μεγάλη αὐτὴ
ἀλήθεια μὲ μία εἰκόνα.
Λένε ὅτι ὁ
Χριστὸς μᾶς
ἔσωσε ἀπὸ τὸ ναυάγιο, ὅμως ἐμεῖς δὲν ἔχουμε φτάσει ἀκόμη στὸ λιμάνι. Εἴμαστε
σωσμένοι, ἀλλὰ ἡ τρικυμία ἐξακολουθεῖ καὶ τὸ πλοῖο μας ἀκόμη κλυδωνίζεται.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ παλέψουμε
σκληρὰ μὲ
τὰ
κύματα, νὰ
ἀγωνιστοῦμε πολύ,
νὰ
προσφέρουμε τὸν
κόπο μας καὶ
τὴ
διάθεσή μας. Καὶ
νὰ
ἀξιοποιήσουμε ὅλα
τὰ μέσα ποὺ μᾶς προσφέρει
ὁ Χριστὸς γιὰ
νὰ
φτάσουμε στὸ
οὐράνιο λιμάνι. Μέσα στὴ Χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων νὰ πορευόμαστε.
Ἔχοντας διαρκῶς
στραμμένο τὸ
νοῦ καὶ
τὴν
καρδιά μας στὴν
οὐράνια πατρίδα μας. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει ὁ Κύριος γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸ στεφάνι τῆς νίκης καὶ νὰ μᾶς καταστήσει
μετόχους τῆς Βασιλείας του.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος.
Ἄνθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο
πορφύραν
καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο
πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ
ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης
τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι
ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο
δὲ ἀποθανεῖν
τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε
δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων
ἐν
βασάνοις, ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ ἀπὸ
μακρόθεν
καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.
καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν
με
καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι
ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται,
μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον
τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
(Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε
ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολὴ: Ὑπῆρχε κάποιος
πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ' ἔξω φοροῦσε
ἕνα μάλλινο κόκκινο καὶ πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπὸ μέσα φοροῦσε λευκὸ
χιτώνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτὸ αἰγυπτιακὸ λινάρι. Καὶ διασκέδαζε σὲ
πλούσια συμπόσια κάθε μέρα μὲ μεγαλοπρέπεια. Ἦταν ὅμως καὶ κάποιος
φτωχὸς πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος πληγὲς καὶ παραπεταμένος
κοντὰ στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ
τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν
τοῦ ἔφτανε ἡ στέρηση του αὐτή, καθὼς ἦταν καὶ σχεδὸν γυμνός, ἔρχονταν
καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Παρόλα αὐτὰ ὅμως ὁ Λάζαρος
δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὴ λέξη παραπόνου ἐναντίον
τοῦ πλουσίου ἢ κάποιο γογγυσμὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Κάποτε λοιπὸν πέθανε
ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ,
γιὰ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στὸν παράδεισο. Πέθανε κάποτε καὶ ὁ
πλούσιος, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔθαψαν μὲ μεγαλοπρέπεια. Πουθενὰ ὅμως
δὲν φάνηκαν γι' αὐτὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τόπο τοῦ Ἅδη, καθὼς
βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ
τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸς λοιπὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶχε ὅλα
καὶ δὲν παρακαλοῦσε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει, φώναξε τώρα καὶ εἶπε·
Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο
νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα
μου, διότι βασανίζομαι καὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀβραὰμ
ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω
τὰ ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσε τὰ κακά τῆς δυστυχίας
καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι' αὐτὰ
πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καὶ βασανίζεσαι χωρὶς
διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καὶ συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πάνω στὴ γῆ.
Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα μας χάσμα, ὥστε αὐτοὶ πού θέλουν
νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ
ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ
κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στὴν ἐπίγεια ζωή του, μετὰ
τὸ θάνατό του δὲν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ,
στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς.
Στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης
μάρτυρας γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸ
τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν
τὸν Μωυσῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βεβαιώνουν γι' αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους.
Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ
καὶ στοὺς προφῆτες. Ἐὰν ὅμως πάει σ' αὐτοὺς κάποιος ἀπό τους νεκρούς,
θὰ μετανοήσουν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση
νὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς προφῆτες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀκόμη κι
ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τους νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη
τους ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἀνάσταση, θὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν προηγούμενή
τους σκληρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου