Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐν πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ.
                                                  (Ἐφεσ. Ϛ΄ [6] 10-17)
Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
1.    ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα αὐ­τῆς τῆς Κυ­ρια­κῆς ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν σκλη­ρὸ πνευ­μα­τι­κὸ πό­λε­μο ποὺ ἔ­χου­με ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μὲ τὸν μι­σάν­θρω­πο ἐ­χθρό μας, τὸν δι­ά­βο­λο. Καὶ μᾶς προ­τρέ­πει νὰ προ­βάλ­λου­με ἔν­το­νη ἀν­τί­στα­ση ἀ­πέ­ναν­τί του. Μᾶς λέ­ει: Νὰ ἐ­νι­σχύ­ε­σθε μὲ τὴ δύ­να­μη ποὺ σᾶς δί­νει ἡ κοι­νω­νί­α σας μὲ τὸν Κύ­ριο καὶ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν πα­νί­σχυ­ρη δύ­να­μή του. Νὰ φο­ρέ­σε­τε ὁ­λό­κλη­ρο τὸν ὁ­πλι­σμὸ μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ­πλί­ζει ὁ Θε­ὸς τοὺς στρα­τι­ῶ­τες του, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ ἀν­τι­στέ­κε­στε στὰ πα­νοῦρ­γα τε­χνά­σμα­τα τοῦ δι­α­βό­λου. Δι­ό­τι δὲν ἔ­χου­με νὰ πα­λέ­ψου­με μὲ ἀν­τι­πά­λους ἴ­διους μὲ μᾶς, μὲ αἷ­μα καὶ σάρ­κα σὰν τὴ δι­κή μας. Ἀλ­λὰ ἡ πά­λη καὶ ὁ πό­λε­μός μας εἶ­ναι μὲ τὶς ἀρ­χές, μὲ τὶς ἐ­ξου­σί­ες, μὲ τὰ δι­α­βο­λι­κὰ αὐ­τὰ τάγ­μα­τα, μὲ τοὺς κο­σμο­κρά­το­ρες ποὺ ἐ­ξου­σιά­ζουν τὸ πλῆ­θος τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νοι στὸ ἠ­θι­κὸ σκο­τά­δι ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ στὸν αἰ­ώ­να αὐ­τό. Κα­λού­μα­στε νὰ πα­λέ­ψου­με μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ὄν­τα ποὺ εἶ­ναι γε­μά­τα πο­νη­ριὰ καὶ κα­τοι­κοῦν ἀ­νά­με­σα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐ­ρα­νό.
Ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ λοι­πὸν κα­θη­με­ρι­νὰ βρι­σκό­μα­στε σὲ ἐμ­πό­λε­μη κα­τά­στα­ση. Δι­ε­ξά­γου­με δια­ρκῶς ἕ­ναν ἀ­ό­ρα­το πό­λε­μο, λυσ­σώ­δη καὶ ἐ­ξον­τω­τι­κό. Ἔ­χου­με νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὸν χει­ρό­τε­ρο ἐ­χθρό, τὸν ἀν­θρω­πο­κτό­νο δι­ά­βο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν παύ­ει νὰ μᾶς πο­λε­μᾶ. Ἐ­πει­δὴ ἔ­χα­σε τὴ μά­χη στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ μι­σεῖ τὸν Θε­ό, θέ­λει νὰ ἐ­ξον­τώ­σει ἐ­μᾶς, τὰ ἐ­πί­γεια δη­μι­ούρ­γη­μα­τά του. Σὰν λι­ον­τά­ρι ποὺ βρυ­χᾶ­ται καὶ ὠ­ρύ­ε­ται, ἐ­πι­χει­ρεῖ δια­ρκῶς νὰ μᾶς κα­τα­πι­εῖ καὶ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­ση. Καὶ μᾶς κυ­νη­γᾶ ἀ­στα­μά­τη­τα, μᾶς πο­λι­ορ­κεῖ ἀ­δί­στα­κτα, θέ­λει τὴν κα­τα­στρο­φή μας. Ἐ­κτο­ξεύ­ει τὰ πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη του καὶ πε­ρι­μέ­νει νὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με, νὰ συμ­βι­βα­στοῦ­με μα­ζί του· ἄλ­λο­τε μὲ τὰ θέλ­γη­τρα τοῦ κό­σμου καὶ ἄλ­λο­τε μὲ τὰ φό­βη­τρα καὶ τὸν δι­ωγ­μό. Ἄλ­λο­τε κρύ­βε­ται γιὰ νὰ ἐ­φη­συ­χά­σου­με, καὶ μᾶς αἰφ­νι­διά­ζει ἀ­μέ­ρι­μνους. Κά­πο­τε μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ στὴν ἀ­να­βο­λή, στὴν ἀ­μέ­λεια, σὲ μι­κρο­ϋ­πο­χω­ρή­σεις· κι ἄλ­λο­τε συ­κο­φαν­τεῖ τὴν ἀ­ρε­τή, γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει τε­λι­κὰ στὴν πτώ­ση, στὴν ἀ­πό­γνω­ση, στὸ θά­να­το. Μὴν ξε­γε­λι­ό­μα­στε λοι­πόν. Ἔ­χου­με πό­λε­μο. Πό­λε­μο δια­ρκῆ. Νὰ τὸ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με. Καὶ νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ὁ δι­ά­βο­λος δὲν ἔ­χει τί­πο­τε κα­λὸ νὰ μᾶς δώ­σει. Θέ­λει μό­νο τὸ κα­κό μας, τὴν κα­τα­στρο­φή μας, τὴν ἐ­πί­γεια καὶ τὴν αἰ­ώ­νια.
2. Η ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς συ­νι­στᾶ νὰ ὁ­πλι­σθοῦ­με μὲ τὴν πα­νο­πλί­α ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Θε­ός. Λέ­ει συγ­κε­κρι­μέ­να: Ἐ­πει­δὴ ὁ ἀ­γώ­νας αὐ­τὸς εἶ­ναι φο­βε­ρός, γι᾿ αὐ­τὸ πάρ­τε πά­νω σας καὶ φο­ρέ­στε τὴν πα­νο­πλί­α ποὺ δί­νει ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ­τε τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ ὁ πει­ρα­σμὸς θὰ σᾶς προ­σβά­λει μὲ δύ­να­μη. Κι ἀ­φοῦ ἐ­πι­τε­λέ­σε­τε μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­λα τὰ κα­θή­κον­τά σας, νὰ στα­θεῖ­τε στὴ θέ­ση σας καὶ νὰ τὴν κρα­τή­σε­τε κα­λά. Στα­θεῖ­τε λοι­πὸν στὴν πα­ρά­τα­ξη τοῦ ἀ­γώ­να. Ζω­σθεῖ­τε τὴν ἀ­λή­θεια ὡς ζώ­νη, ὥ­στε ὁ φω­τι­σμὸς τῆς ἀ­λή­θειας νὰ σᾶς δί­νει πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη καὶ εὐ­κι­νη­σί­α. Βάλ­τε ὡς θώ­ρα­κα τὴ δι­και­ο­σύ­νη, ὥ­στε νὰ εἶ­στε ἀ­πλή­γω­τοι ἀ­πὸ κά­θε βέ­λος ἀ­δι­κί­ας καὶ νὰ μὴν πα­ρα­σύ­ρε­σθε σὲ κα­νέ­να ἄ­δι­κο ἔρ­γο ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀν­θρώ­πων γύ­ρω σας. Φο­ρέ­στε στὰ πό­δια σας ὡς ὑ­πο­δή­μα­τα ποὺ δι­ευ­κο­λύ­νουν νὰ περ­πα­τᾶ­τε ἐ­λεύ­θε­ρα, τὴν ἑ­τοι­μό­τη­τα ποὺ δί­νει στὴν ψυ­χὴ ἡ τή­ρη­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τῆς εἰ­ρή­νης. Μα­ζὶ μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ νὰ πά­ρε­τε πά­νω σας καὶ νὰ φο­ρέ­σε­τε ὡς θυ­ρε­ὸ τὴν πί­στη, μὲ τὴν ὁ­ποί­α θὰ μπο­ρέ­σε­τε νὰ σβή­σε­τε ὅ­λους τους καυ­στι­κοὺς πει­ρα­σμοὺς τοῦ πο­νη­ροῦ, ποὺ μοιά­ζουν μὲ πύ­ρι­να βέ­λη. Καὶ νὰ δε­χθεῖ­τε ὡς πε­ρι­κε­φα­λαί­α τὴν ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, ὥ­στε ὁ νοῦς σας νὰ πε­ρι­φρου­ρεῖ­ται ἀ­πὸ ἀ­γα­θοὺς λο­γι­σμούς, τοὺς ὁ­ποί­ους ἐμ­πνέ­ει ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἐλ­πί­δα. Πάρ­τε καὶ τὸ μα­χαί­ρι ποὺ δί­νει τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι λό­γος τοῦ Θε­οῦ.
Στὸ δεύ­τε­ρο αὐ­τὸ τμῆ­μα τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ὁ θε­ό­πνευ­στος ἀ­πό­στο­λος μᾶς προ­τρέ­πει νὰ ὁ­πλι­στοῦ­με μὲ τὴν πα­νο­πλί­α τοῦ Θε­οῦ. Μᾶς ἀ­να­φέ­ρει τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ὅ­πλα ποῦ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Θε­ός, ὥ­στε νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀν­τι­στα­θοῦ­με στὶς με­θο­δεῖ­ες τοῦ δι­α­βό­λου. Τὰ ὅ­πλα μας αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ δι­και­ο­σύ­νη, ἡ ἑ­τοι­μό­τη­τα, ἡ πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας, ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μὲς βέ­βαι­α δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ τὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με ἕ­να πρὸς ἕ­να. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­λοι μας εἶ­ναι ὅ­τι πρέ­πει νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με δια­ρκῶς καὶ μ᾿ αὐ­τὰ νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε στὸ δι­ά­βο­λο. Καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὶς ἀ­φορ­μὲς τῶν πει­ρα­σμῶν. Ξέ­ρει ὁ κα­θέ­νας μας πό­τε, ποῦ καὶ πῶς μᾶς πο­λε­μᾶ ὁ δι­ά­βο­λος. Ἂς ἀ­πο­φεύ­γου­με λοι­πὸν τὶς αἰ­τί­ες ποὺ μᾶς ὁ­δη­γοῦν στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἂς προ­σέ­ξου­με τὰ ἀ­δύ­να­μα ση­μεῖ­α μας. Σ᾿ αὐ­τὰ μᾶς πο­λε­μᾶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ δι­ά­βο­λος. Γι᾿ αὐ­τὸ ἂς πά­ρου­με τὰ μέ­τρα μας. Ὄ­χι δι­ά­λο­γο μὲ τὸν πει­ρα­σμὸ. Ἀλ­λὰ μὲ γεν­ναῖ­ο φρό­νη­μα, μὲ ἐ­γρή­γορ­ση, ἑ­τοι­μό­τη­τα καὶ ἄ­με­ση ἀν­τί­δρα­ση νὰ νὰ ἀ­πο­κρού­ου­με τὰ πε­πυ­ρω­μέ­να βέ­λη του. Τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο, νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὰ ἁ­γι­α­στι­κὰ μέ­σα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, τὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρια, τὴν προ­σευ­χή, τὴ νη­στεί­α, τὴ με­τά­νοι­α. Καὶ ὁ παν­το­δύ­να­μος Θε­ὸς θά συν­τρί­ψει τὸν δι­ά­βο­λο κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια μας πο­λὺ γρή­γο­ρα. Ἀρ­κεῖ ἐ­μεῖς νὰ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε καὶ νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε.
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.
                            (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθὼς ὁ Κύριος πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὸ θόρυβο τοῦ πλήθους πού περνοῦσε, ρώτησε νὰ μάθει τί νὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουγε. Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος περνάει ἀπό ἐκεῖ. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβὶδ ποὺ σὲ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, σπλαχνίσου με, ἐλέησέ με. Τότε αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τὸν μάλωναν καί τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σωπάσει, νομίζοντας ὅτι μέ τὶς φωνές του θὰ ἐνοχλοῦνταν ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς ὅμως φώναζε πολὺ περισσότερο: Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν αὐτὸς πλησίασε, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Τότε ὁ τυφλὸς ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω καὶ πάλι τὸ φῶς μου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Ἀπόκτησε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη πού ἔχεις ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καί ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νά σοῦ δώσω τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσε ἀπό τὴν ἀθεράπευτη τύφλωσή σου. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ τυφλὸς ἀπέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, δοξολόγησε καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου