Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΣΤ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες  παρακαλοῦμεν, μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς. Λέγει γάρ· Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας. Μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾽ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ· διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας· ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
                                          (Β΄ Κορινθ. στ΄ [6] 1-10)
  
  ΝΑ ΜΗ ΠΑΝΕ ΧΑΜΕΝΕΣ ΤΟΣΕΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ!
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ 
δέξασθαι ὑμᾶς»
          Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθὼς ἐκήρυττε ἐπί ἑνάμιση χρόνο τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στὴν Κόρινθο, ἀντιμετώπιζε ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Χριστιανοὺς πολλὲς καὶ μεγάλες δυσκολίες. Ἀλλά καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ ἐκεῖ πολλοὶ πιστοὶ μὲ τὰ λόγια τους καὶ τὴν ζωὴ τους ἀναστάτωναν τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Γι' αὐτὸ ὁ θεῖος Παῦλος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μὲ στοργὴ καὶ ἱερὸ παράπονο λέγει στοὺς Κορινθίους: Σᾶς παρακαλῶ νὰ δείξετε ὄχι μόνον μὲ τὴν πίστη σας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ζωὴ σας ὅτι δὲν δεχθήκατε ματαίως καὶ ἀνωφελῶς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς πότε οἱ ἄνθρωποι δέχονται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνωφελῶς καὶ πότε ἔτσι ὥστε νὰ τοὺς ὠφελεῖ.
1.   ΕΙΣ ΚΕΝΟΝ
Μέσα στὴν Ἐκκλησία μας ὁ χαριτοδότης Κύριος προσφέρει τὴν Χάρη του στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν μὲ τὰ ἱερά Μυστήρια καὶ τὸν θεῖο λόγο, ἀλλά καὶ μὲ ἀμέτρητους ἄλλους ἀνεξιχνίαστους τρόπους ποὺ ἡ ἀγάπη του γνωρίζει. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀοράτως ἐπενεργεῖ στοὺς πιστούς, τοὺς ἀφυπνίζει καὶ διανοίγει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους γιὰ νὰ κατανοοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ζοῦν νέα, ἀναγεννημένη ζωή.
Ὅμως δυστυχῶς, ἐνῶ ὁ Θεὸς προσφέρει ἀφειδῶς τὴν Χάρη Του καὶ τὶς δωρεές Του, ἀρκετοὶ πιστοὶ κάποτε μὲ τὴν ἀδιαφορία μας καὶ τὴν ραθυμία μας ἀπεμπολοῦμε τὴν Χάρη αὐτὴ ποὺ δεχόμαστε. Κι ἐνῶ μᾶς προσφέρεται καθημερινά, ἐμεῖς συχνὰ χωρὶς καλὰ - καλὰ νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε τὴν περιφρονοῦμε. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς κάθε Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία, στὰ ἱερὰ Μυστήρια, κι ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε. Μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, κι ἐμεῖς ἀντιδροῦμε. Ἀλλά ἔτσι σιγὰ - σιγὰ ἡ ἀδιαφορία μας αὐτὴ μετατρέπεται σὲ περιφρόνηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε ἀποδιώκουμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ζοῦμε μιὰ ζωὴ μακριὰ ἀπὸ τὰ Μυστήρια τῆς Χάριτος καὶ ἐπιμένουμε στὴν ἁμαρτία καὶ τὶς ἡδονές της. Ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἐπίμονα καὶ ἑκούσια ἁμαρτάνουμε, ἐμποδίζουμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἔλθει μέσα μας.
Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προειδοποιεῖ: Ὅσοι πιστοί, ἐνῶ ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά μας, ἐπανερχόμαστε μὲ ἐπιμονὴ σ' αὐτά, γινόμαστε ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Χάρις ποὺ δεχθήκαμε ὄχι μόνο δὲν μᾶς ὠφελεῖ, ἀλλὰ καὶ μᾶς βλάπτει, διότι δυσχεραίνει τὴν θέση μας ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Κριτοῦ. Διότι «ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μή... ποιήσας... δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. ιβ'[12] 47)· ὅσοι λοιπὸν γνωρίσαμε τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του καὶ περιφρονήσαμε τὴν Χάρη του μὲ τὴν ἀδιαφορία μας ἤ τὴν ἐπιμονή μας στὴν ἁμαρτία θὰ καταδικαστοῦμε αὐστηρά. Πῶς λοιπὸν θὰ ξεφύγουμε ἀπ' αὐτὴν τὴν αἰώνια καταδίκη;
2.   ΔΕΚΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
Ἐὰν θέλουμε πραγματικὰ νὰ μὴ πέσει στὸ κενὸ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς προσφέρεται, θὰ πρέπει πρωτίστως νὰ ἀγωνιζόμαστε καθημερινὰ νὰ μὴν στεκόμαστε ἐμπόδιο στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Κι ὅσο θὰ ἀγωνιζόμαστε, τόσο θὰ ἀπελευθερωνόμαστε ἀπό τὴν ἕλξη τῆς ἁμαρτίας. Κι ἔτσι θὰ ἔρχεται μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ κυριαρχικά, θὰ κατακαίει κάθε σάπιο καὶ ἁμαρτωλὸ καὶ θὰ μᾶς ἁγιάζει.
Γιὰ νὰ φθάσουμε ὅμως σὲ τέτοια εὐλογημένη κατάσταση Χάριτος, θὰ πρέπει βῆμα - βῆμα, νὰ ἀξιοποιοῦμε κάθε εὐκαιρία ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Θεός. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα. Πήγαμε στὸν Πνευματικό μας καὶ ἐξομολογηθήκαμε. Ἀμέσως νὰ ξεκινήσουμε ἐντατικὸ ἀγῶνα ἀξιοποιώντας τὴν χάρη τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου. Μὴν ἀφήσουμε τὶς ἡμέρες νὰ περάσουν, ἀλλὰ ἀμέσως σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ μας νὰ βάλουμε πρόγραμμα νέας ζωῆς. Κοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων μετὰ φόβου Θεοῦ. Μὴν ἀφήσουμε τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ νά φύγει ἀπὸ τὴν ζωή μας. Ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ τὴν θεία Κοινωνία μὴ χαθοῦμε σὲ διάφορες μέριμνες, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε διαρκῶς μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ Μυστηρίου, νὰ ἀπολαμβάνουμε δοξολογητικὰ τὴν κοινωνία μας αὐτὴ μὲ τὸν Χριστό, ἀποταμιεύοντας στὴν ζωή μας τὶς εὐλογίες τῆς θείας Κοινωνίας. Πήγαμε σὲ μία ἱερὴ Ἀκολουθία, σὲ μία πνευματικὴ ὁμιλία, μελετήσαμε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἢ κάποιο ἄλλο πνευματικὸ βιβλίο. Μὴν ἀφήσουμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχθήκαμε νὰ πάει χαμένη. Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε τὰ ἱερὰ βιώματα καὶ τὰ θεῖα νοήματα νὰ πλημμυρίζουν τὴν ψυχή μας· νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς κατανύξεως καί τῆς θείας ἐπισκέψεως.
Ἀδελφοί, εἶναι κρίμα νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, τὴν πηγὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μένουμε διψασμένοι. Γιὰ νὰ μᾶς προσφερθεῖ αὐτὴ ἡ Χάρις, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα του ἐπάνω στὸν σταυρό. Μὴ περιφρονήσουμε τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ μας καὶ μείνουμε ἀναπολόγητοι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Ἀλλὰ νὰ ξεκινήσουμε μιὰ νέα πορεία μετανοίας καὶ χάριτος καὶ ἔργων ἀγαθῶν.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τὴν πα­ρα­βο­λὴν ταύ­την· Ἄν­θρω­πος τις ἀ­πο­δη­μῶν ἐ­κά­λε­σε τοὺς ἰ­δί­ους δο­ύ­λους, καὶ πα­ρέ­δω­κεν αὐ­τοῖς τὰ ὑ­πάρ­χον­τα αὐ­τοῦ· καὶ ᾧ μὲν ἔ­δω­κε πέν­τε τά­λαν­τα, ᾧ δὲ δύ­ο, ᾧ δὲ ἕν· ἑ­κά­στῳ κα­τὰ τὴν ἰ­δί­αν δύ­να­μιν· καὶ ἀ­πε­δή­μη­σεν εὐ­θέ­ως. Πο­ρευ­θεὶς δὲ ὁ τὰ πέν­τε τά­λαν­τα λα­βὼν, εἰρ­γά­σα­το ἐν αὐ­τοῖς, καὶ ἐ­πο­ί­η­σεν ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα. Ὡ­σα­ύ­τως καὶ ὁ τὰ δύ­ο, ἐ­κέρ­δη­σε καὶ αὐ­τὸς ἄλ­λα δύ­ο. Ὁ δὲ τὸ ἓν λα­βὼν, ἀ­πελ­θὼν ὤ­ρυ­ξεν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἀ­πέ­κρυ­ψε τὸ ἀρ­γύ­ριον τοῦ κυ­ρί­ου αὐ­τοῦ. Με­τὰ δὲ χρό­νον πο­λὺν ἔρ­χε­ται ­ὁ κύ­ριος τῶν δο­ύ­λων ἐ­κε­ί­νων, καὶ συ­να­ί­ρει μετ᾿ αὐ­τῶν λό­γον. Καὶ προ­σελ­θὼν ὁ τὰ πέν­τε τά­λαν­τα λα­βὼν, προ­σή­νεγ­κεν ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα λέ­γων· Κύ­ρι­ε, πέν­τε τά­λαντά μοι πα­ρέ­δω­κας· ἴ­δε, ἄλ­λα πέν­τε τά­λαν­τα ἐ­κέρ­δη­σα ἐπ᾿ αὐ­τοῖς. Ἔ­φη δὲ αὐ­τῷ ὁ κύ­ριος αὐ­τοῦ· Εὖ, δοῦ­λε ἀ­γα­θὲ καὶ πι­στέ· ἐ­πὶ ὀ­λί­γα ἦς πι­στός, ἐ­πὶ πολ­λῶν σε κα­τα­στή­σω· εἴ­σελ­θε εἰς τὴν χα­ρὰν τοῦ κυ­ρί­ου σου. Προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύ­ο τά­λαν­τα λα­βὼν εἶ­πε· Κύ ρι­ε, δύ­ο τά­λαντά μοι πα­ρέ­δω­κας· ἴ­δε ἄλ­λα δύ­ο τά­λαν­τα ἐ­κέρ­δη­σα ἐπ᾿ αὐ­τοῖς. Ἔ­φη αὐ­τῷ ὁ Κύ­ριος αὐ­τοῦ· Εὖ, δοῦ­λε ἀ­γα­θὲ καὶ πι­στέ· ἐ­πὶ ὀ­λί­γα ἦς πι­στός, ἐ­πὶ πολ­λῶν σε κα­τα­στή­σω· εἴ­σελ­θε εἰς τὴν χα­ρὰν τοῦ κυ­ρί­ου σου. Προ­σελ­θὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τά­λαν­τον εἰ­λη­φὼς εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἔ­γνων σε, ὅ­τι σκλη­ρὸς εἶ ἀν­θρω­πος, θε­ρί­ζων ὅ­που οὐκ ἔ­σπει­ρας καὶ συ­νά­γων ὅ­θεν οὐ δι­ε­σκόρ­πι­σας· καὶ φο­βη­θεὶς, ἀ­πελ­θὼν ἔ­κρυ­ψα τὸ τά­λαν­τόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴ­δε, ἔ­χεις τὸ σόν. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ κύ­ριος αὐ­τοῦ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Πο­νη­ρὲ δοῦ­λε καὶ ὀ­κνη­ρέ, ᾔ­δεις ὅ­τι θε­ρί­ζω ὅ­που οὐκ ἔ­σπει­ρα, καὶ συ­νά­γω ὅ­θεν οὐ δι­ε­σκόρ­πι­σα, ἔ­δει οὖν σε βα­λεῖν τὸ ἀρ­γύ­ρι­όν μου τοῖς τρα­πε­ζί­ταις· καὶ ἐλ­θὼν ἐ­γὼ, ἐ­κο­μι­σά­μην ἂν τὸ ἐ­μὸν σὺν τό­κῳ. Ἄ­ρα­τε οὖν ἀπ᾿ αὐ­τοῦ τὸ τά­λαν­τον, καὶ δό­τε τῷ ἔ­χον­τι τὰ δέ­κα τά­λαν­τα. (Τῷ γὰρ ἔ­χον­τι παν­τὶ δο­θή­σε­ται καὶ πε­ρισ­σευ­θή­σε­ται, ἀ­πὸ δὲ τοῦ μὴ ἔ­χον­τος, καὶ ὃ ἔ­χει ἀρ­θή­σε­ται ἀπ᾿ αὐ­τοῦ). Καὶ τὸν ἀ­χρεῖ­ον δοῦ­λον ἐκ­βάλ­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Ταῦ­τα λέ­γων, ἐ­φώ­νει· Ὁ ἔ­χων ὦ­τα ἀ­κο­ύ­ειν, ἀ­κου­έ­τω.
                                                  (Ματθ. κε΄[25] 14-30)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος τὴν πιὸ κάτω παραβολή. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ κρίση καὶ ἀνταπόδοση ποὺ θὰ κάνει ὁ Κύριος θὰ μοιάζει μ' ἕναν ἄνθρωπο ποὺ σκόπευε νὰ ταξιδέψει, ὁ ὁποῖος κάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ ὑπάρχοντά του, γιὰ νὰ ζητήσει ἀπ' αὐτοὺς μετὰ ἀπὸ καιρὸ λογαριασμὸ γιὰ τὴ διαχείρισή τους. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ αὐτὸς ἔδωσε σὲ ἄλλον πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο καὶ σὲ ἄλλον ἕνα  στὸν καθέναν ἔδωσε ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ποὺ εἶχε νὰ ἐμπορευθεῖ τὰ ὅσα θὰ τοῦ ἔδινε. Κι ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὸ ταξίδι. (Δηλαδὴ ὁ Θεὸς προίκισε κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστὰ μὲ διάφορα χαρίσματα, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ὠφέλεια τοῦ συνανθρώπου του). Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ πῆρε τὰ πέντε τάλαντα, πῆγε, ἐργάστηκε μ' αὐτὰ καὶ κέρδισε ἄλλα πέντε τάλαντα. Τὸ ἴδιο κι ἐκεῖνος ποὺ πῆρε τὰ δύο τάλαντα, κέρδισε ἄλλα δύο. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ δοῦλοι χρησιμοποίησαν στὸν ἴδιο βαθμὸ καλῆς διαθέσεως καὶ ζήλου τὶς ἱκανότητες καὶ τὰ χαρίσματα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴ δική του δόξα καὶ τὴν ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων τους. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πῆρε τὸ ἕνα τάλαντο, πῆγε καὶ ἔσκαψε στὴ γῆ κι ἔκρυψε ἐκεῖ τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του. Δηλαδὴ δὲν καταχράσθηκε τὸ τάλαντο, ἀλλὰ ἔδειξε ἀμέλεια καὶ δὲν ἐργάστηκε νὰ τὸ ἐπαυξήσει. Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ πολὺ χρόνο ἦλθε ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων κι ἔκανε λογαριασμὸ μαζί τους. Κι ἀφοῦ προσῆλθε ἐκεῖνος ποὺ πῆρε τὰ πέντε τάλαντα, πρόσφερε ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε: Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωσες· νά, ἄλλα πέντε τάλαντα κέρδισα μ' αὐτά. Τότε τοῦ εἶπε ὁ κύριος του: Πολὺ καλά, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ! Σὲ λίγα ἤσουν πιστός, σὲ πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Μπὲς μέσα γιὰ νὰ ἀπολαύσεις τὴν ἴδια χαρὰ μὲ τὸν κύριό σου. Ἀφοῦ φάνηκες πιστὸς στὰ πέντε τάλαντα, ἔλα νὰ γίνεις συγκυρίαρχος στὴ μεγάλη περιουσία μου. Ἔλα νὰ ἀπολαύσεις τὴν ἀπεριόριστη μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ. Πλησίασε κατόπιν κι ἐκεῖνος ποὺ πῆρε τὰ δύο τάλαντα καὶ εἶπε: Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωσες· νά, ἄλλα δύο τάλαντα κέρδισα μ' αὐτά. Καὶ ὁ κύριός του τοῦ εἶπε: Πολὺ καλά, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ! Σὲ λίγα ἤσουν πιστός, σὲ πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Μπὲς καὶ σὺ μέσα νὰ ἀπολαύσεις τὴ χαρὰ τοῦ κυρίου σου.  Πλησίασε ὅμως κι ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντο καὶ εἶπε: Κύριε, σὲ κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός· διότι θερίζεις ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις στὴν ἀποθήκη σου ἀπό ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρπισες καὶ δὲν λίχνισες τὸν ἁλωνισμένο καρπό. Κι ἐπειδὴ φοβήθηκα, πῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντό σου μέσα στὴ γῆ. Ὁρίστε, ἔχεις τὸ χρῆμα σου. Τότε ὁ κύριός του τοῦ ἀποκρίθηκε: Κακὲ καὶ τεμπέλη δοῦλε! Γνώριζες ὅτι θερίζω ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρα, καὶ μαζεύω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρπισα. Ἔπρεπε λοιπὸν ἐσὺ νὰ καταθέσεις τὸ χρῆμα μου στοὺς τραπεζίτες, κι ὅταν θὰ ἐρχόμουν ἐγώ, θὰ ἔπαιρνα μὲ τόκο αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀνήκει. Πάρτε λοιπὸν ἀπ' αὐτὸν τὸ τάλαντο καὶ δῶστε το σ' ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα. Διότι σὲ καθέναν ποὺ ἔχει καὶ αὔξησε μὲ ἐπιμέλεια καὶ ζῆλο ἐκεῖνο ποὺ τοῦ δόθηκε, θὰ τοῦ δοθοῦν κι ἄλλα καὶ θὰ ἔχει καὶ περίσσευμα. Ἀπὸ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ τοῦ δόθηκαν χαρίσματα ἀλλὰ τὰ παραμέλησε καὶ δὲν τὰ ἐργάστηκε ὥστε νὰ ἔχει κι αὐτὸς κάτι μὲ τὴ δική του ἐργασία, θὰ τοῦ πάρουν κι αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ τοῦ δόθηκε καὶ τὸ ἄφησε ἀκαλλιέργητο. Καὶ τὸν ἄχρηστο δοῦλο βγάλτε τον ἀπὸ ἐδῶ καὶ ρίξτε τον στὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο ἀπὸ τὴ βασιλεία μου καὶ ἀπομονωμένο σκοτάδι. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου