Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ     

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 (7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.                                         

      (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί,σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, νὰ ὁ­μο­λο­γεῖ­τε ὅ­λοι τὴν ἴ­δια πί­στη καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας δι­αι­ρέ­σεις· ἀλλά νὰ εἶ­στε ἁρ­μο­νι­κὰ ἑ­νω­μέ­νοι, μὲ τὰ ἴδια φρο­νή­μα­τα ὅ­λοι σας καὶ μὲ τὶς ἴ­δι­ες γνῶ­μες καὶ ἀ­πο­φά­σεις. Καὶ σᾶς κά­νω τὴν προ­τρο­πὴ αὐ­τή, δι­ό­τι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα γιὰ σᾶς, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πὸ τὸ σπι­τι­κό τῆς Χλό­ης, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας φι­λο­νι­κί­ες. Καὶ μ' αὐ­τὸ πού λέ­ω ἐν­νο­ῶ αὐ­τό, ὅ­τι κα­θέ­νας ἀ­πό σᾶς λέ­ει μὲ καύ­χη­ση: Ἐ­γὼ εἶ­μαι τοῦ Παύ­λου· ἐγώ ὅ­μως, λέ­ει ὁ ἄλ­λος, εἶ­μαι θαυ­μα­στής καὶ μα­θη­τὴς τοῦ Ἀ­πολ­λώ. Κι ὁ τρί­τος λέ­ει: ἐγώ ἀ­νή­κω στὸν Κη­φᾶ· κι ἄλ­λος πά­λι ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται: ἐγώ εἶ­μαι τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­γι­ναν ἔ­τσι ὁ­μά­δες καὶ με­ρί­δες δι­ά­φο­ρες. Κομ­μα­τι­ά­στη­κε λοι­πὸν ὁ Χρι­στός; Ἀ­πευ­θύ­νο­μαι σ' ὅ­σους λέ­νε, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε τοῦ Παύ­λου, καὶ τοὺς ρω­τῶ: Μή­πως ὁ Παῦλος σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α σας; Ἢ μή­πως βα­πτι­σθή­κα­τε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Παύ­λου, ὥ­στε νὰ ἀ­νή­κε­τε πλέ­ον σ' αὐ­τόν; Κα­θὼς βλέ­πω τώ­ρα ποι­ὰ κα­τά­χρη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός μου κά­νε­τε, εὐ­χα­ρι­στῶ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι προ­νό­η­σε νὰ μὴ βα­πτί­σω αὐ­το­προ­σώ­πως κα­νέ­ναν ἀ­πό σᾶς, ἐκτός ἀ­πὸ τὸν Κρί­σπο καὶ τὸν Γά­ι­ο. Κι ἔ­τσι τώ­ρα δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅ­τι στὸ δι­κό μου ὄ­νο­μα βά­πτι­σα. Βά­πτι­σα ἐ­πί­σης καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐ­κτὸς ἀ­π' αὐ­τούς, δὲν γνω­ρί­ζω ἂν βά­πτι­σα κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Καὶ δὲν ἔ­κα­να κύ­ριο ἔρ­γο μου τὸ βά­πτι­σμα, δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν μοῦ ἀ­νέ­θε­σε τὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ Ἀ­πο­στό­λου γιὰ νὰ βα­πτί­ζω, πράγ­μα πού μπο­ρεῖ νὰ κά­νει κι ἕ­νας ἁ­πλὸς λει­τουρ­γὸς· ἀλλά μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ὸς νὰ κη­ρύτ­τω τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Καὶ νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ὄ­χι μὲ ἀν­θρώ­πι­νη τέ­χνη καὶ ἀ­πα­τη­λὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, γιὰ νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου σο­φὴ καὶ λαμ­πρή, ἀλλά νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ἔ­τσι ὥ­στε νὰ μὴ χά­σει τὴ θεί­α του δύ­να­μη τὸ κή­ρυγ­μα γιὰ τὸ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.

                                       (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)

 

ΧΟΡΤΑΣΜΟΣ ΖΩΗΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

1. Η ΙΕΡΗ ΩΡΑ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ

Σὲ ἔρημο τόπο εἶχε ἀποσυρθεῖ ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ. Ἀλλὰ κι ἐδῶ ἀκόμη τὸν ἀνακάλυψαν καὶ ἀμέσως ἀμέτρητα πλή­θη ἔτρεξαν μέ λαχτάρα κοντά Του. Κά­ποιοι μάλιστα τοῦ ἔφεραν ἀσθενεῖς γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσει, καὶ ὅλοι ἀφωσιωμένοι ἄκουαν ὧρες πολλὲς τὴ θαυμα­στή Του διδασκαλία. Τόσο πολὺ σαγηνεύθηκαν ἀπὸ τὴ θεϊκή Του μορφή, ὥσ­τε δέν κατάλαβαν πῶς πέρασε ἡ ὥρα καὶ πλησίαζε νὰ βραδιάσει. Ὅλη τὴ μέρα χωρὶς φαγητό, ἀλλὰ κανεὶς δέν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ λοιπὸν οἱ μαθητὲς πλησίασαν τὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπαν:

—Διδάσκαλε, εἴμαστε στὴν ἐρημιά, καὶ ἡ ὥρα ἔχει περάσει. Πὲς λοιπόν στὰ πλήθη νὰ διαλυθοῦν, νὰ πᾶνε τουλάχιστον στὰ γύρω χωριὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.

—Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγουν τὰ πλήθη, ἀπαντᾶ ὁ Κύριος. Δῶστε τους ἐσεῖς νά φάγουν.

Ἀπόρησαν οἱ μαθηταί. Πῶς νὰ χορτά­σουν τὶς χιλιάδες τοῦ λαοῦ; Ποῦ νὰ βροῦν φαγητὸ νὰ τοὺς δώσουν; Εἶχαν μαζί τους μόνο πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια.

—Φέρτε μου ἐδῶ τοὺς ἄρτους καὶ τὰ ψάρια ποὺ ἔχετε, συνέχισε ὁ Κύ­ριος.

Καί κατόπιν ἔβαλε τὰ πλήθη νὰ καθί­σουν στὸ ἔδαφος μὲ τάξη κατὰ ὁμάδες, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ διανομὴ τῆς τροφῆς μὲ σύστημα καὶ εὐπρέπεια. Ἔ­πειτα παίρνει στὰ χέρια του τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, σηκώνει τὸ βλέμμα Του στὸν οὐρανὸ κι εὐχαριστεῖ τὸν Πατέρα Του. Κατόπιν ἀρχίζει νὰ μοιράζει τοὺς ἄρτους καὶ τὰ ψάρια στοὺς μαθητές, κι ἐκεῖνοι μὲ τὴ σειρά τους στά πλήθη.

ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μᾶς δίδαξε τὴν τάξη καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ πρέπει νὰ ἐπικρατεῖ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Νὰ τρῶμε κι ἐμεῖς μὲ εὐπρέπεια καὶ τάξη. Πρὶν καθί­σουμε στὸ τραπέζι γιὰ φαγητό, νὰ ὑψώ­νουμε κι ἐμεῖς τά μάτια μας πρὸς τὸν Δημιουργό μας, νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς προσφέρει καί νά τόν παρακαλοῦμε νά τά εὐλογήσει. Πρῶτα ἡ προσευχή μας, ὅπου κι ἂν βρεθοῦμε· καὶ ὄχι προσευχὴ τυπική, βιαστική, ἀλλὰ συνειδητή. Νὰ συναισθανόμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ τραπεζιοῦ μας· μᾶς εὐλογεῖ καὶ μᾶς προσφέρει ὁ ἴδιος κάθε τι ποὺ τρώγουμε.

Νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό τρα­πέζι εἶναι ἱερό. Δὲν εἶναι ὥρα γιὰ δι­ενέξεις, παράπονα καὶ ἐντάσεις. Καλὸ εἶναι τὴν ὥρα αὐτὴ νά κλείνει ἡ τηλεόραση καὶ τὸ ραδιόφωνο. Διότι ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ εἶναι μιὰ ἱερὴ ὥρα, γιὰ νὰ συγκεντρωθεῖ ὅλη ἡ οἰκογένεια (ὅταν εἶναι δυνατόν, τουλάχιστον τὴν Κυρια­κή). Εἶναι ὥρα ποὺ μᾶς συνδέει στενότερα, ὥρα ἐπικοινωνίας, εἰρήνης καὶ αγάπης. Καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ δοξολογοῦμε τόν Κύριο, διότι ὅλα μᾶς τὰ δίνει, τίπο­τε δὲν μᾶς στερεῖ, ὅπως δὲ στέρησε τὴν τροφὴ καὶ στὰ πλήθη τῆς ἐρήμου, ὅπως στὴ συνέχεια τοῦ Εὐαγγελίου βλέπουμε.

2. ΤΡΟΦΗ Ἤ ΤΡΥΦΗ;

Τὸ θαῦμα ἦταν πρωτοφανὲς καὶ ἐκ­πληκτικό. Ὁ Κύριος μοίραζε, μὰ οἱ τροφὲς ἦσαν ἀνεξάντλητες, οἱ ἄρτοι καὶ τὰ ψάρια δὲν τελείωναν. Ἔφαγαν καὶ χόρτασαν ὅλοι. Πέντε χιλιάδες ἦσαν μό­νο οἱ ἄνδρες, καὶ ἀρκετὰ πλήθη ἀπὸ γυναῖκες καὶ παιδιά. Μιὰ ὁλόκληρη πο­λιτεία στὴν ἐρημιὰ ἐχόρτασε. Κι ἔμειναν καὶ περισσεύματα, τὰ ὁποῖα μάζευσαν οἱ μαθητὲς καὶ γέμισαν δώδεκα κοφίνια.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ αὐτὸ τοῦ πολλαπλασια­σμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰ­χθύων εἶναι μία εἰκόνα, ποὺ μᾶς ἀπο­καλύπτει πὼς ὁ Θεός καθημερινὰ τρέ­φει καὶ συντηρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα. Μᾶς χαρίζει τὸν ἐπιούσιο ἄρτο καὶ κάθε ἄλ­λη τροφὴ πλούσια καὶ ἁπλόχερα, ὥστε νὰ χορταίνουμε καὶ νὰ περισσεύουν τρο­φές. Βέβαια στὶς χῶρες τοῦ λεγόμενου «τρίτου κόσμου» ἀμέτρητοι ἄνθρωποι πεινοῦν. Αὐτὸ ὅμως δὲν ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἀγαθῶν τῆς γῆς, ἀλλὰ στὴν ἀ­πληστία τῶν «πολιτισμένων» λαῶν. Διό­τι ἐὰν ὑπῆρχε δίκαια κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν τῆς γῆς, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ εἶχαν ἀφθονία καὶ περίσσεια τροφῶν. Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ μάθουμε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο γιὰ ὅλα ὅσα καθημε­ρινὰ μᾶς χαρίζει. Νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ θαῦ­μα αὐτὸ τῆς προνοίας Του καὶ νὰ μὴ τὸ περιφρονοῦμε.

Ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὴν ὑλιστικὴ καὶ ἄπληστη ἐποχή μας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν τρῶνε γιὰ νὰ ζήσουν, ἀλλὰ ζοῦν γιὰ νὰ τρῶνε. Διότι μέ­σα σ᾿ αὐτὸ τὸ κλίμα κι ἐμεῖς κάποτε ἐπιζητοῦμε ἀχόρταγα τὰ ἀκριβὰ καὶ τὰ περιττά· πετοῦμε στὰ ἀπορρίμματα φα­γητά, ἐνῶ ἄλλοι πεινοῦν.

Χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἀλλάξουμε νοο­τροπία. Νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ τροφή μας εἶναι εὐλογημένη καὶ δὲν πρέπει νὰ τὴν περιφρονοῦμε καὶ νὰ τὴν πετᾶμε χωρὶς λόγο. Μᾶς δίδεται γιὰ νὰ συντη­ρηθοῦμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὴν ἄπληστη λαιμαργία μας. Μᾶς χαρίζε­ται γιὰ νὰ τὴν δίνουμε κι ἐμεῖς σ᾿ ὅσους γύρω μας ἔχουν ἀνάγκη. Συμπερασμα­τικὰ ἡ τροφὴ μᾶς δίδεται γιὰ τὴ δική μας συντήρηση, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν βοήθεια τῶν ἄλλων καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου