Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ         

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· ἕ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­ί­με­νον, ς ἐ­στιν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ἐ­ποι­κο­δο­μεῖ ἐ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ἡ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ὅ­τι ἐν πυ­ρὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ἑ­κά­στου τ ἔρ­γον ὁ­ποῖ­όν ἐ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ἐ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­ή­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ὰ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι να­ὸς Θε­οῦ ἐ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ὑ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­ί­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ἅ­γι­ός ἐ­στιν, οἵ­τι­νές ἐ­στε ὑ­μεῖς.                          

   (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, κι ἐ­κεῖ­νοι πού φυ­τεύ­ουν κι ἐ­κεῖ­νοι πού πο­τί­ζουν εἴ­μα­στε συ­νερ­γά­τες τοῦ Θε­οῦ στὸ ἔρ­γο Του πού ἀ­πο­βλέ­πει στὴ σω­τη­ρί­α σας. Εἶ­στε ἀ­γρὸς πού ἀ­νή­κει στὸ Θε­ὸ καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­π' αὐ­τόν. Εἶ­στε οἰ­κο­δο­μὴ τοῦ Θεοῦ πού κτίζεται ἀ­π' αὐ­τὸν μὲ ὄρ­γα­νά του καὶ κτί­στες του ἐ­μᾶς. Σύμ­φω­να μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ δό­θη­κε γιὰ νὰ θε­με­λι­ώ­νω Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­νά­με­σα στὰ ἔ­θνη, σὰν ἔμ­πει­ρος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας ἔ­χω βά­λει θε­μέ­λιο στε­ρε­ὸ· ἄλ­λος ὅ­μως συ­νε­χί­ζει πά­νω σ' αὐ­τὸ τὸ κτί­σι­μο. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τους κτί­στες ἂς προ­σέ­χει πῶς οἰ­κο­δο­μεῖ πά­νω στὸ θε­μέ­λιο. Αὐ­τὸς δὲν ἔ­χει πλέ­ον δου­λειὰ μὲ τὸ θε­μέ­λιο. Δι­ό­τι κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ βά­λει ἄλ­λο θε­μέ­λιο λί­θο ἐκτός ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον πού βρί­σκε­ται τώ­ρα ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἄ­σει­στος στὴ βά­ση τῆς οἰ­κο­δο­μῆς. Καὶ ὁ θε­μέ­λιος αὐ­τὸς λί­θος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἐ­γὼ λοι­πὸν θε­με­λί­ω­σα κα­λά. ­Ἐ­ὰν ὅ­μως κα­νεὶς κτί­ζει πά­νω στὸ θε­μέ­λιο αὐ­τὸ μὲ ὑ­λι­κὰ σὰν τὸ χρυ­σά­φι ἢ τὸ ἀ­σή­μι ἢ τοὺς πο­λύ­τι­μους λί­θους, ἢ ἀν­τι­θέ­τως μὲ σα­νί­δια ἢ ἄ­χυ­ρα ἢ κα­λά­μια, τοῦ κά­θε κτί­στη τὸ ἔρ­γο θὰ γί­νει φα­νε­ρό. Δι­ό­τι ἡ ἡμέρα τῆς Κρί­σε­ως θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει καὶ θὰ τὸ φα­νε­ρώ­σει. Καὶ θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει, δι­ό­τι ἡ ἡμέρα ἐ­κεί­νη θὰ ἀποκαλυφθεῖ μα­ζὶ μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης, πού εἶ­ναι δρα­στι­κὴ σὰν τὴ φω­τιά. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ ζυ­γί­σει μέ ἀ­κρί­βεια γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τί εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τοῦ κα­θε­νὸς, καὶ θὰ φα­νε­ρώ­σει τὴν πραγ­μα­τι­κή του ἀξία σὰν τὴ φωτιά πού κα­τα­καί­ει κά­θε εὔ­φλε­κτο ὑ­λι­κό. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο πού ἔ­κα­νε κά­ποι­ος κτί­ζον­τας πά­νω στό αἰ­ώ­νιο θε­μέ­λιο, δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στό, ἀν­τέ­ξει καὶ δὲν καεῖ ἀ­πὸ τὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ πά­ρει μι­σθὸ. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο κά­ποι­ου ἄλ­λου κα­τα­κα­εῖ καὶ δὲν αντέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ ζη­μι­ω­θεῖ, δι­ό­τι οἱ κό­ποι του δὲν θὰ ἀν­τα­μει­φθοῦν. Κι ὁ ἴδιος θά σωθεῖ μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας· θὰ σω­θεῖ δη­λα­δὴ σὰν ἐ­κεῖ­νον πού περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς καὶ δι­α­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Ἔ­τσι κι αὐ­τὸς θὰ σω­θεῖ, ἂν τε­λι­κὰ ἀν­τέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως. Εἶ­πα ἀρ­κε­τὰ γιὰ τοὺς κτί­στες. Ἂς ἔλ­θω τώ­ρα καὶ σ' ἐ­κεί­νους πού ἀν­τὶ νὰ κτί­ζουν, κα­τα­στρέ­φουν τὴν οἰ­κο­δο­μή. Δὲν γνω­ρί­ζε­τε ἀ­πὸ τὴν πεί­ρα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς σας ὅ­τι εἶ­στε να­ὸς τοῦ Θε­οῦ καὶ ὅ­τι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας; Ἐ­ὰν λοι­πὸν κα­νεὶς μὲ τὴν πλα­νε­μέ­νη δι­δα­σκα­λία του καὶ τοὺς φα­τρια­σμοὺς του κα­τα­στρέ­φει τὸ να­ὸ τοῦ Θε­οῦ, θὰ τὸν κα­τα­στρέ­ψει αὐ­τὸν ὁ Θε­ός. Καὶ θὰ τ­ὸν κα­τα­στρέ­ψει, δι­ό­τι ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἅ­γιος. Εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στὸ Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι δι­κό του κτῆ­μα. Εἶ­ναι ἱ­ε­ρὸς καὶ ἀ­πα­ρα­βί­α­στος. Καὶ τέ­τοι­ος να­ός, να­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἅ­γιος, εἶ­στε ἐ­σεῖς.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.

      (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)

 

ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

1.   ΔΙΠΛΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ

Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων, τὰ πλήθη μέσα σ᾿ ἕνα κλίμα ἐνθουσιασμοῦ δὲν ἤθελαν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἐπιθυμοῦσαν μάλιστα νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βα­σιλέα τους. Γιὰ νὰ συγκρατήσει λοιπὸν ὁ Κύριος τὸν ἄκαιρο ἐνθουσιασμό τους, ἀνάγκασε τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ, μέχρι νὰ διαλύσει Ἐκεῖνος τὰ πλήθη. Κατόπιν ὁ ἴδιος ἀνέβηκε στὸ διπλανὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Εἶχε πλέον βραδιάσει κι ἐνῶ ὁ Κύριος προσευχόταν ἐπάνω στὸ βουνό, οἱ μα­θητὲς μόνοι τους πάνω στὸ πλοῖο στὴ μέση τῆς λίμνης πάλευαν μὲ τὴν τρικυ­μία. Ἄγρια ἀνεμοθύελλα σήκωνε πελώρια κύματα, ποὺ συντάρασσαν τὸ πλοῖο. Οἱ ὧρες τῆς νύκτας προχωροῦσαν μέ ἀγωνία, ἀλλὰ ὁ ἄνεμος δὲν ἔλεγε νὰ κοπάσει.

Ξαφνικά, λίγο πρὶν φέξει, κάτι φοβε­ρὸ συνέβη. Οἱ μαθητὲς μέσα στὸ σκοτάδι διέκριναν κάποιον σὰν φάντασμα νὰ περπατᾶ πάνω στὰ κύματα. Καὶ καθὼς τὸν ἔβλεπαν νὰ πλησιάζει, κυριεύθηκαν ἀπὸ τέτοιο φόβο, ὥστε ἄρχισαν νὰ βγάζουν κραυγὲς τρόμου. Τότε ἀκριβῶς ποὺ ἡ ἀ­γωνία τους κορυφώθηκε, ἀκούστηκε γλυκειὰ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Θάρρος! Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Διδάσκαλός σας. Μὴ φοβεῖσθε.

ΗΤΑΝ λοιπὸν ὁ Κύριος ποὺ περπατοῦσε πάνω στὰ κύματα. Ἐρχόταν νὰ τοὺς σώσει. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἦταν ἀοράτως δίπλα τους κι ὅταν ἀπουσίαζε αἰσθητῶς ἀπὸ κοντά τους. Ἦταν δίπλα τους κι ὅταν προσευχόταν ἐπάνω στὸ βουνό· κι ὅταν τὰ πελώρια κύματα ἀπειλοῦσαν τὸ καρά­βι τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἦταν δίπλα τους ὁ ἐξουσιαστὴς τῆς φύσεως. Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φοβοῦνται.

Μήπως ὅμως κάτι παρόμοιο δὲν συμ­βαίνει καὶ στὴ δική μας ζωή; Ὅταν κά­ποια ἄλλα ἀόρατα κύματα ἀπειλοῦν νὰ μᾶς καταποντίσουν· ὅταν λυσσαλέα μᾶς πολεμᾶ ὁ κόσμος καὶ ἡ ἁμαρτία· ἢ ὅταν χίλια δυὸ φοβερὰ προβλήματα, πειρασμοί, ἀδικίες, ἀσθένειες μᾶς ἀναστατώνουν καὶ μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἀπόγνωση;

Σ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν ἀταλάντευτη πίστη ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶναι μακριά μας, δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ μᾶς, ἀλλὰ εἶναι δίπλα μας, ἕτοι­μος νὰ μᾶς βοηθήσει καὶ νὰ μᾶς σώσει. Γνωρίζει τὶς δυσκολίες μας, ἀκούει τὶς προσευχές μας. Ἕρχεται στὴν κατάλληλη στιγμή, ἐπεμβαίνει μὲ τρόπο θαυματουρ­γικὸ στὴ δύσκολη ὥρα.  Ἂς μὴν τὰ χάνου­με λοιπόν. Ὁ Κύριος δὲν ἐπιτρέπει πειρα­σμοὺς ποὺ δὲν τοὺς ἀντέχουμε. Σὲ λίγο θὰ μᾶς πεῖ μὲ τὴν εἰρηνικὴ φωνή του: «Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε». Θὰ ἔλθει στο πλοιάριο τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ κοπάσει ὁ ἄνεμος.

2. ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ

Κύριος λοιπὸν προχωροῦσε πάνω στὰ κύματα και πλησίαζε πρὸς τὸ πλοιά­ριο τῶν μαθητῶν. Ὁ Πέτρος ὅμως, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, τὸν παρακάλεσε λέγοντας:

—Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, διάταξε νά περ­πατήσω κι ἐγὼ ἐπάνω στά κύματα καὶ νὰ ἔλθω κοντά σου.

—«Ἐλθέ», τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος.

Καὶ τότε ὁ Πέτρος κατεβαίνει ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ ἀρχίζει νὰ περπατᾶ ἄφοβα πά­νω στὰ κύματα. Ἀλλὰ κάποια στιγμὴ κά­τι ἄλλαξε. Μόλις σταμάτησε νὰ κοιτᾶ τὸν Κύριο κι ἀντίκρισε τὰ κύματα καὶ τὸν ἄνεμο νὰ φυσᾶ ἀπειλητικά, τρομοκρατή­θηκε· ἄρχισε νὰ χάνει τὴν πίστη του καὶ νὰ βουλιάζει στὴ θάλασσα. «Κύριε, σῶσόν με», ἐκραύγασε. Κι ἀμέσως ὁ Κύριος ἁπλώνει τὸ χέρι Του, πιάνει τὸν Πέτρο καὶ τοῦ λέει:

—«Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἒδίστασας;» Γιατὶ φοβήθηκες, ὀλιγόπιστε; Καὶ οἱ δυὸ μαζὶ τώρα ἀνεβαίνουν στὸ πλοῖο κι ἀμέσως «ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος». Καὶ οἱ μαθητὲς ἔκ­θαμβοι προσκυνοῦν τὸν Κύριο λέγοντας: «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ». Ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

ΦΟΒΗΘΗΚΕ λοιπὸν καὶ ὁ τολμηρός Πέτρος, καθὼς περπατοῦσε πάνω στὰ κύ­ματα. Δέν φοβήθηκε ὅμως ἐξ ἀρχῆς. Ὅσο εἶχε τὸ βλέμμα του στραμμένο στὸν Κύ­ριο, περπατοῦσε ἄφοβα πάνω στὴν τρι­κυμισμένη λίμνη. Ἄρχισε νὰ βυθίζεται, ὅταν γιὰ κάποια στιγμὴ πῆρε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ κοίταξε τὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο καὶ τὰ πελώρια κύματα.

Μήπως τὸ ἴδιο δὲν συμβαίνει τάχα καὶ στὴ δική μας ζωή; Διότι ὅλοι οἱ πιστοί, καθὼς διαπλέουμε τὴ θάλασσα τοῦ βίου μας, αντιμετωπίζουμε κι ἐμεῖς θύελλες καὶ τρικυμίες, προβλήματα, ἀρρώστιες καὶ πειρασμούς, ποὺ ἀπειλοῦν νὰ καταποντί­σουν τὸ πλοιάριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Σ᾿ αυτές λοιπόν τὶς περιπτώσεις ἂς πάρουμε δίδαγμα ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ Πέτρου. Ὅ­σο θὰ ἔχουμε στραμμένο τὸ βλέμμα μας καὶ τὴν ἐλπίδα μας στὸν Κύριο, θὰ περπατοῦμε ἄφοβα μὲ πίστη πάνω ἀπὸ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων. Ἂν ὅμως ἀφήσουμε τὸ βλέμμα μας νὰ προσκολλᾶται στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς, τότε θ᾿ ἀρχίσουμε νὰ ἀπογοητευόμαστε καὶ νὰ βουλιάζουμε. Προ­σοχὴ λοιπόν. Ἡ σκέψη μας καὶ ἡ καρδιά μας μὲ ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα στὸν ἀρ­χηγὸ τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς μας, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ θὰ κοπάζει τότε ὁ ἄνεμος. Θὰ σωζόμαστε. Εἶναι ὁ Σωτὴρ ὁ Χριστός.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου