ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον,
Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς. (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1.Ο «ΣΟΦΟΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ»
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του!
Παράδοξο δὲν φαίνεται κάτι τέτοιο; Καὶ ὅμως τὸ κάμνει. Ὁμιλεῖ γιὰ τὸ ἔργο του
στήν Ἐκκλησία. Καί παρομοιάζει τὸ σύνολο τῶν πιστῶν μὲ μιά οἰκοδομή, ἕνα
κτίριο. Ἐσεῖς οἱ πιστοί, λέγει, εἶσθε ἡ οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ, εἶσθε τὸ κτίριο
ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο δι’ ἡμῶν τῶν οἰκοδόμων κτίζει ὁ Θεός. Καὶ ποιά εἶναι ἡ συμβολὴ
ἡ δική μου στὸ ἔργο αὐτὸ τῆς οἰκοδομῆς; Μὲ τὴ χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἐγὼ
ἔχω ἀναλάβει τὸ ἔργο τοῦ ἀρχιτέκτονα, εἶμαι δηλαδή πρωτομάστορας σ’ αὐτὸ τὸ
κτίσιμο. Ὅμως δὲν εἶμαι ἕνας τυχαῖος ἀρχιτέκτων, διευκρινίζει ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλὰ
τί εἶμαι; Εἶμαι «σοφὸς ἀρχιτέκτων»! Εἶμαι πρωτομάστορας ἔμπειρος, ἐπιτήδειος,
σοφός.
Λοιπόν, δὲν εἶναι παραδοξο νά αὐτοεπαινεῖται ὁ
Ἀπόστολος καί νά ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του «σοφὸν
ἀρχιτέκτονα»; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα, στό ὁποῖο θὰ πρέπει τώρα νὰ
ἀπαντήσουμε.
Λοιπὸν ἡ ἀπάντηση εἶναι διπλή. Πρῶτον ὁ
Ἀπόστολος σημειώνει ὅτι εἶναι «σοφὸς
ἀρχιτέκτων» ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλά «κατὰ
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσαν» σ’ αὐτόν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνέδειξε
τέτοιο σοφὸ ἀρχιτέκτονα. Τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖ, εἶναι ἔργο τό ὀποῖο τοῦ
ἀνέθεσε ὅ ἴδιος ὁ Θεός, δὲν εἶναι ἔμπνευση δική του, δὲν ἀποτελεῖ κατόρθωμά του
προσωπικό. Ἔργο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἔργο του.
Κυρίως ὅμως ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του
«σοφὸν ἀρχιτέκτονα» γιά τὸ θεμέλιο,
τὸ ὁποῖο ἔβαλε στό ἔργο του. Ποιό εἶναι τὸ θεμέλιο αὐτό; Εἶναι, μᾶς λέγει ὁ
Ἀπόστολος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ πράγμα εἶναι τὸ βασικότερο ἀπό
ὅλα, θεωρεῖ ἀπαραίτητο νά σημειώσει ὅτι αὐτὸ μόνο ἕνας «σοφὸς ἐπιστήμων» θὰ μποροῦσε νὰ τό κάμει.
Πόσο, ἀλήθεια, σημαντικὸ εἶναι αὐτό! Διότι
πολλοὶ κτίζουν στήν πνευματικὴ οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας. Πόσοι ὅμως δὲν βάζουν
σαθρὰ θεμέλια στό κτίσιμό τους! Ἄλλοι βάζουν ὡς θεμέλιο τὸν ἑαυτὸ τους ἄλλοι
κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο ἢ μιά ἰδέα καὶ ἀντίληψη ποὺ κυκλοφορεῖ. Αὐτὸ βεβαίως
κάμνουν πολὺ περισσότερο οἱ αἱρετικοὶ καὶ πλανεμένοι. Οἱ Παπικοὶ βάζουν ὡς
θεμέλιο τὸν πάπα. Οἱ Προτεστάντες βάζουν ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του. Οἱ Χιλιαστές
τὴν ἑταιρεία «ΣΚΟΠΙΑ».
Ἀλλὰ καὶ διαφοροι ἄλλοι πλανεμένοι ποὺ ζοῦν
μέσα στήν Ἐκκλησία, βάζουν παρόμοια σαθρὰ θεμέλια. Συλλαμβάνουν μίαν ἰδέα καὶ
θέλουν νὰ τὴν ἐπιβάλουν σ’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τοποθετοῦν ὡς θεμέλιο αὐτήν.
Προβάλλουν ἔτσι τὸν ἑαυτὸ τους καί τίς ἱκανότητές τους, ἀλλὰ δὲν στερεώνουν τὸ
ἔργο τους πάνω στό ἀκλόνητο θεμέλιο, τὸν Χριστό. Καὶ ἑπομένως εἶναι
ἀρχιτέκτονες ἄσοφοι, ἀνόητοι, μωροί.
Ὅσο γιά μᾶς, εἶναι σημαντικὸ νὰ προσπαθοῦμε νά
ξεχωρίζουμε τοὺς σοφοὺς ἀπό τούς ἀνόητους ἀρχιτέκτονες. Καὶ νὰ ἀπομακρυνόμαστε
ἀπό τούς ἄσοφους, νὰ συμπαραστεκόμαστε δὲ στό ἔργο τῶν κατὰ Θεό σοφῶν
ἀρχιτεκτόνων, πού οἰκοδομοῦν τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας.
2. ΤΟ
ΑΚΛΟΝΗΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
Τὸ ἀκλόνητο θεμέλιο λοιπόν, μᾶς λέγει ὁ
Ἀπόστολος, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τί ὅμως σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο
μας; Σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα κάμνουμε, πρέπει νά τά κάμνουμε μόνο μὲ τὸν Χριστὸ
καὶ μόνο γιὰ τὸν Χριστό. Μόνο τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ προβάλλουμε. Μόνο τὸν Χριστὸ
νά τιμοῦμε καί νά δοξάζουμε. Μόνο τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε ὁδηγό στή ζωή μας, μόνο
τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε θεμέλιο τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν μας, μόνο στόν Χριστό νά
στηρίζουμε τίς ἐλπίδες μας, μόνο τὸν Χριστὸ νά θεωροῦμε θησαυρό ἀληθινό, καὶ
Αὐτὸν μόνο νὰ κηρύττουμε.
Μόνο τὸν
Χριστό! Διότι ἀπό τή στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θά θελήσουμε νὰ
προβάλουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας ἢ κάτι ἄλλο, χρεωκοπήσαμε, ναυαγήσαμε. Ὁ δὲ
διάβολος, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκόψει ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς
σπρώχνει στό νά νοθεύσουμε κάπου τὴν ἀλήθειά της, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς της. Καὶ
ἄν αὐτὸ τὸ ἐπιτύχει, τὸ κέρδος του εἶναι μεγαλύτερο. Διότι ἡ ἀσθένεια αὐτὴ
μεταδίδεται καὶ σ’ ἄλλους καὶ τὸ κακὸ ἑξαπλώνεται.
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός! Ἐμεῖς
τί εἴμαστε; Ἐμεῖς ζημιά κάμνουμε στό ἔργο τοῦ
Κυρίου μὲ τὰ λάθη καὶ τίς ἁμαρτίες μας. Λοιπὸν πολὺ νὰ τὸ προσέξουμε
αὐτὸ τὸ πράγμα. Μὴ προβάλλουμε τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄς ἀγαποῦμε
μᾶλλον νά ἐργαζόμαστε ἀφανῶς. Ἄς ἀφήνουμε γιά ἄλλους τίς πρῶτες θέσεις. Ἄς
ἐπιλέγουμε ἐμεῖς τήν ἀφάνεια, τὸ «μὴ
γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»!
Ἂν αὐτὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ ἐργασίας προτιμήσουμε,
τότε τὸ ἔργον μας στό καμίνι τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς δὲν θὰ καεῖ ὡς ἄχυρο καὶ
καλαμιά, ἀλλά θά λάμψει ὡς χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Καὶ ἡ δόξα, τὴν ὁποία ὁ Κύριος
γι’ αὐτὸ θὰ μᾶς χαρίσει, θὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο τώρα ὁ νοῦς μας εἶναι
ἀδύνατο νὰ τὴ συλλάβει. Εἴθε ὅμως ὅλοι μας νὰ τὴν ἀπολάυσουμε.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,
ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ
τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ
τὰ ὕδατα
ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον
ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος
καταποντίζεσθαι
ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς
ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο
αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων
αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν
ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες
προσεκύνησαν
αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον
εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
(Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Κι ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, γιὰ
νὰ μὴν παρασυρθοῦν οἱ μαθητές του ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους πού
ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξει βασιλιά, τοὺς ἀνάγκασε νὰ μποῦν στὸ πλοῖο
καὶ νὰ περάσουν πρὶν ἀπ' αὐτὸν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ὡσότου
αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Κι ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε
στὸ βουνὸ γιὰ
νὰ
προσευχηθεῖ μόνος του. Κι ὅταν βράδιασε καλά, ἦταν
μόνος του ἐκεῖ. Τὸ
πλοῖο ὅμως εἶχε προχωρήσει πλέον στὴ
μέση τῆς λίμνης καὶ συνταρασσόταν ἀπὸ
τὰ κύματα. Διότι ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Καὶ στὸ τελευταῖο τρίωρο τῆς νύχτας,
ὅταν τὸ τέταρτο τμῆμα τῶν σκοπῶν παραλαμβάνει τὴ
στρατιωτικὴ φρουρά, ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε
ἀπ' τὸ
βουνὸ καὶ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς περπατώντας πάνω
στὴ
θάλασσα, σὰν νὰ ἦταν
ἡ θάλασσα στεριά. Ὅταν λοιπὸν τὸν εἶδαν οἱ μαθητὲς νὰ περπατάει πάνω στὴ
θάλασσα, ταράχθηκαν λέγοντας ὅτι αὐτὸ πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα. Κι ἀπ’ τό φόβο τους ἔβγαλαν
κραυγή. Ἀμέσως
ὅμως τοὺς
μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε: Ἔχετε
θάρρος, ἐγώ εἶμαι, μὴ φοβάστε. Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος: Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολὴ νὰ ἔλθω
κοντά σου περπατώντας πάνω στὰ νερά.
Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Ἔλα. Καὶ τότε ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε πάνω στὰ
νερὰ γιὰ νὰ ἔλθει
κοντὰ στὸν Ἰησοῦ.
Ἀλλὰ ὅταν εἶδε
τὸν
ἀέρα πόσο δυνατὸς ἦταν, κλονίστηκε ἡ πίστη του
καὶ
φοβήθηκε, καὶ καθὼς ἄρχισε
νὰ βουλιάζει, φώναξε δυνατά:
Κύριε, σῶσε με, διότι κινδυνεύω νὰ πνιγῶ. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς
ἅπλωσε τὸ
χέρι του, τὸν ἔπιασε καί τοῦ εἶπε: Ὀλιγόπιστε, γιατί δείλιασες; Κι ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος μπῆκαν στὸ
πλοῖο, ἡσύχασε ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι
ἦταν ἤδη στὸ
πλοῖο ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν μὲ
πολλὴ εὐλάβεια λέγοντας: Ἀληθινά, εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέρασαν ἀπ' τὸ ἕνα μέρος τῆς λίμνης στὸ
ἄλλο, ἦλθαν στὴ χώρα Γεννησαρέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου