Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ­ποι­κο­δο­μεῖ· ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­­με­νον, ς ­στιν ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ­ποι­κο­δο­μεῖ ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ­τι ν πυ­ρὶ ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ­κά­στου τ ἔρ­γον ­ποῖ­όν ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ­τι να­ὸς Θε­οῦ ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ­γι­ός ­στιν, οἵ­τι­νές ­στε ­μεῖς.               (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1.Ο «ΣΟΦΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ»
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του! Παράδοξο δὲν φαίνεται κάτι τέτοιο; Καὶ ὅμως τὸ κάμνει. Ὁμιλεῖ γιὰ τὸ ἔργο του στήν Ἐκκλησία. Καί παρομοιάζει τὸ σύνολο τῶν πιστῶν μὲ μιά οἰκοδομή, ἕνα κτίριο. Ἐσεῖς οἱ πιστοί, λέγει, εἶσθε ἡ οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ, εἶσθε τὸ κτίριο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο δι’ ἡμῶν τῶν οἰκοδόμων κτίζει ὁ Θεός. Καὶ ποιά εἶναι ἡ συμβολὴ ἡ δική μου στὸ ἔργο αὐτὸ τῆς οἰκοδομῆς; Μὲ τὴ χάρη ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἐγὼ ἔχω ἀναλάβει τὸ ἔργο τοῦ ἀρχιτέκτονα, εἶμαι δηλαδή πρωτομάστορας σ’ αὐτὸ τὸ κτίσιμο. Ὅμως δὲν εἶμαι ἕνας τυχαῖος ἀρχιτέκτων, διευκρινίζει ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλὰ τί εἶμαι; Εἶμαι «σοφὸς ἀρχιτέκτων»! Εἶμαι πρωτομάστορας ἔμπειρος, ἐπιτήδειος, σοφός.
Λοιπόν, δὲν εἶναι παραδοξο νά αὐτοεπαινεῖται ὁ Ἀπόστολος καί νά ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του «σοφὸν ἀρχιτέκτονα»; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα, στό ὁποῖο θὰ πρέπει τώρα νὰ ἀπαντήσουμε.
Λοιπὸν ἡ ἀπάντηση εἶναι διπλή. Πρῶτον ὁ Ἀπόστολος σημειώνει ὅτι εἶναι «σοφὸς ἀρχιτέκτων» ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλά «κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσαν» σ’ αὐτόν. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνέδειξε τέτοιο σοφὸ ἀρχιτέκτονα. Τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖ, εἶναι ἔργο τό ὀποῖο τοῦ ἀνέθεσε ὅ ἴδιος ὁ Θεός, δὲν εἶναι ἔμπνευση δική του, δὲν ἀποτελεῖ κατόρθωμά του προσωπικό. Ἔργο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἔργο του.
Κυρίως ὅμως ὁ Ἀπόστολος ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ του «σοφὸν ἀρχιτέκτονα» γιά τὸ θεμέλιο, τὸ ὁποῖο ἔβαλε στό ἔργο του. Ποιό εἶναι τὸ θεμέλιο αὐτό; Εἶναι, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ πράγμα εἶναι τὸ βασικότερο ἀπό ὅλα, θεωρεῖ ἀπαραίτητο νά σημειώσει ὅτι αὐτὸ μόνο ἕνας «σοφὸς ἐπιστήμων» θὰ μποροῦσε νὰ τό κάμει.
Πόσο, ἀλήθεια, σημαντικὸ εἶναι αὐτό! Διότι πολλοὶ κτίζουν στήν πνευματικὴ οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας. Πόσοι ὅμως δὲν βάζουν σαθρὰ θεμέλια στό κτίσιμό τους! Ἄλλοι βάζουν ὡς θεμέλιο τὸν ἑαυτὸ τους ἄλλοι κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο ἢ μιά ἰδέα καὶ ἀντίληψη ποὺ κυκλοφορεῖ. Αὐτὸ βεβαίως κάμνουν πολὺ περισσότερο οἱ αἱρετικοὶ καὶ πλανεμένοι. Οἱ Παπικοὶ βάζουν ὡς θεμέλιο τὸν πάπα. Οἱ Προτεστάντες βάζουν ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του. Οἱ Χιλιαστές τὴν ἑταιρεία «ΣΚΟΠΙΑ».
Ἀλλὰ καὶ διαφοροι ἄλλοι πλανεμένοι ποὺ ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, βάζουν παρόμοια σαθρὰ θεμέλια. Συλλαμβάνουν μίαν ἰδέα καὶ θέλουν νὰ τὴν ἐπιβάλουν σ’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τοποθετοῦν ὡς θεμέλιο αὐτήν. Προβάλλουν ἔτσι τὸν ἑαυτὸ τους καί τίς ἱκανότητές τους, ἀλλὰ δὲν στερεώνουν τὸ ἔργο τους πάνω στό ἀκλόνητο θεμέλιο, τὸν Χριστό. Καὶ ἑπομένως εἶναι ἀρχιτέκτονες ἄσοφοι, ἀνόητοι, μωροί.
Ὅσο γιά μᾶς, εἶναι σημαντικὸ νὰ προσπαθοῦμε νά ξεχωρίζουμε τοὺς σοφοὺς ἀπό τούς ἀνόητους ἀρχιτέκτονες. Καὶ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τούς ἄσοφους, νὰ συμπαραστεκόμαστε δὲ στό ἔργο τῶν κατὰ Θεό σοφῶν ἀρχιτεκτόνων, πού οἰκοδομοῦν τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας.
2. ΤΟ ΑΚΛΟΝΗΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
Τὸ ἀκλόνητο θεμέλιο λοιπόν, μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τί ὅμως σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο μας; Σημαίνει ὅτι ὅλα ὅσα κάμνουμε, πρέπει νά τά κάμνουμε μόνο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸν Χριστό. Μόνο τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ προβάλλουμε. Μόνο τὸν Χριστὸ νά τιμοῦμε καί νά δοξάζουμε. Μόνο τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε ὁδηγό στή ζωή μας, μόνο τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουμε θεμέλιο τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν μας, μόνο στόν Χριστό νά στηρίζουμε τίς ἐλπίδες μας, μόνο τὸν Χριστὸ νά θεωροῦμε θησαυρό ἀληθινό, καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ κηρύττουμε.
Μόνο τὸν Χριστό! Διότι ἀπό τή στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θά θελήσουμε νὰ προβάλουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας ἢ κάτι ἄλλο, χρεωκοπήσαμε, ναυαγήσαμε. Ὁ δὲ διάβολος, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκόψει ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς σπρώχνει στό νά νοθεύσουμε κάπου τὴν ἀλήθειά της, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς της. Καὶ ἄν αὐτὸ τὸ ἐπιτύχει, τὸ κέρδος του εἶναι μεγαλύτερο. Διότι ἡ ἀσθένεια αὐτὴ μεταδίδεται καὶ σ’ ἄλλους καὶ τὸ κακὸ ἑξαπλώνεται.
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός! Ἐμεῖς τί εἴμαστε; Ἐμεῖς ζημιά κάμνουμε στό ἔργο τοῦ  Κυρίου μὲ τὰ λάθη καὶ τίς ἁμαρτίες μας. Λοιπὸν πολὺ νὰ τὸ προσέξουμε αὐτὸ τὸ πράγμα. Μὴ προβάλλουμε τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄς ἀγαποῦμε μᾶλλον νά ἐργαζόμαστε ἀφανῶς. Ἄς ἀφήνουμε γιά ἄλλους τίς πρῶτες θέσεις. Ἄς ἐπιλέγουμε ἐμεῖς τήν ἀφάνεια, τὸ «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»!
Ἂν αὐτὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ ἐργασίας προτιμήσουμε, τότε τὸ ἔργον μας στό καμίνι τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς δὲν θὰ καεῖ ὡς ἄχυρο καὶ καλαμιά, ἀλλά θά λάμψει ὡς χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Καὶ ἡ δόξα, τὴν ὁποία ὁ Κύριος γι’ αὐτὸ θὰ μᾶς χαρίσει, θὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο τώρα ὁ νοῦς μας εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴ συλλάβει. Εἴθε ὅμως ὅλοι μας νὰ τὴν ἀπολάυσουμε.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν ­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.
      (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Κι ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θοῦν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ τοῦ πλή­θους πού ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τοὺς ἀ­νάγ­κα­σε νὰ μποῦν στὸ πλοῖ­ο καὶ νὰ πε­ρά­σουν πρὶν ἀ­π' αὐ­τὸν στὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τὸς δι­α­λύ­σει τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ. Κι ἀφοῦ δι­έ­λυ­σε τ πλή­θη, ἀ­νέ­βη­κε στ βου­νὸ γι ν προ­σευ­χη­θεῖ μό­νος του. Κι ὅ­ταν βράδιασε κα­λά, ἦ­ταν μό­νος του ἐκεῖ. Τ πλοῖο ὅ­μως εἶ­χε προ­χω­ρή­σει πλέ­ον στ μέ­ση τῆς λί­μνης κα συν­τα­ρασ­σό­ταν ἀ­πὸ τ κύ­μα­τα. Δι­ό­τι ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος ὁ ἄ­νε­μος. Κα στ τε­λευ­ταῖ­ο τρί­ω­ρο τῆς νύ­χτας, ὅ­ταν τ τέ­ταρ­το τμῆ­μα τν σκο­πῶν πα­ρα­λαμ­βά­νει τ στρα­τι­ω­τι­κὴ φρου­ρά, ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­φυ­γε ἀ­π' τ βου­νὸ κα ἦλ­θε πρς αὐ­τοὺς περ­πα­τών­τας πά­νω στ θά­λασ­σα, σν ν ἦ­ταν ἡ θά­λασ­σα στε­ριά. Ὅ­ταν λοι­πὸν τν εἶ­δαν οἱ μα­θη­τὲς ν περ­πα­τά­ει πά­νω στ θά­λασ­σα, τα­ρά­χθη­καν λέ­γον­τας ὅ­τι αὐ­τὸ πού ἔ­βλε­παν εἶ­ναι φάν­τα­σμα. Κι ἀπ’ τό φόβο τους ἔ­βγα­λαν κραυ­γή. Ἀ­μέ­σως ὅ­μως τος μί­λη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς κα τος εἶ­πε: Ἔ­χε­τε θάρ­ρος, ἐγώ εἶ­μαι, μ φο­βά­στε. Τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Πέ­τρος: Κύ­ρι­ε, ἐ­ὰν εἶ­σαι ἐσύ, δῶ­σε μου ἐν­το­λὴ ν ἔλ­θω κον­τά σου περ­πα­τών­τας πά­νω στ νε­ρά. Ὁ Κύ­ριος τοῦ εἶ­πε: Ἔ­λα. Κα τό­τε ὁ Πέ­τρος κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τ πλοῖ­ο κα περ­πά­τη­σε πά­νω στ νε­ρὰ γι ν ἔλ­θει κον­τὰ στν Ἰ­ησοῦ. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν εἶ­δε τν ἀ­έ­ρα πό­σο δυ­να­τὸς ἦ­ταν, κλο­νί­στη­κε ἡ πί­στη του κα φο­βή­θη­κε, κα κα­θὼς ἄρ­χι­σε ν βου­λιά­ζει, φώ­να­ξε δυ­να­τά: Κύ­ρι­ε, σῶ­σε με, δι­ό­τι κιν­δυ­νεύ­ω ν πνι­γῶ. Ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς ἅ­πλω­σε τ χέ­ρι του, τν ἔπιασε καί τοῦ εἶ­πε: Ὀ­λι­γό­πι­στε, για­τί δείλιασες; Κι ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς κα ὁ Πέ­τρος μπῆ­καν στ πλοῖ­ο, ἡ­σύ­χα­σε ὁ ἄ­νε­μος. Τό­τε ὅ­σοι ἦ­ταν ἤ­δη στ πλοῖ­ο ἦλ­θαν κα τν προ­σκύ­νη­σαν μ πολ­λὴ εὐ­λά­βεια λέ­γον­τας: Ἀ­λη­θι­νά, εἶ­σαι Υἱ­ὸς τοῦ Θεοῦ. Κι ἀφοῦ πέ­ρα­σαν ἀ­π' τ ἕ­να μέ­ρος τς λί­μνης στ ἄλ­λο, ἦλ­θαν στ χώ­ρα Γεν­νη­σα­ρέτ.



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου