ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ
ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί,
ὁ Θεὸς ἡμᾶς
τοὺς ἀποστόλους
ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι
θέατρον ἐγενήθημεν
τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις
καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς
μωροὶ διὰ
Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς
ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς
ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι
τῆς ἄρτι
ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν
καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι
ταῖς ἰδίαις
χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν,
διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν·
ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως
ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων
ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ' ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ
νουθετῶ· ἐὰν
γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς
ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ' οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ
διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ
ὑμᾶς ἐγέννησα. παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
(Α΄ Κορ. δ΄[4] 9 – 16 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἐμᾶς
τοὺς Ἀποστόλους μᾶς παρουσίασε δημόσια καὶ στὰ μάτια ὅλων ὡς τελευταίους,
ὡς κατάδικους πού πρόκειται νὰ θανατωθοῦν. Διότι γίναμε θέαμα σ' ὅλο
τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἀπὸ τὴ μιά μᾶς θαυμάζουν
οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς περιφρονοῦν καὶ μᾶς χλευάζουν
οἱ ἄλλοι. Ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμαστε ἀπό τους ἄπιστους ἠλίθιοι
καὶ ἀνόητοι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἐσεῖς ὅμως εἶστε συνετοὶ ἐν Χριστῷ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμαστε ἀπό τους ἀνθρώπους· ἐσεῖς
ὅμως εἶστε ἰσχυροί, διότι δὲν σᾶς βρῆκε κάποιος πειρασμός. Ἐσεῖς εἶστε
ἔνδοξοι, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι. Μέχρι τὴν ὥρα
αὐτὴ πού σᾶς γράφω, καὶ πεινοῦμε καὶ ὑποφέρουμε ἀπὸ δίψα στὶς περιοδεῖες
μας, καὶ δὲν ἔχουμε ἀρκετὰ ροῦχα, ὅταν στὴ μέση τῶν ταξιδιῶν μας μᾶς
πιάνει ξαφνικὰ ὁ χειμώνας· καὶ δεχόμαστε χτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις,
καὶ δὲν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, ἀλλά διαρκῶς φεύγουμε ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Καὶ κοπιάζουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Τὴν ὥρα πού μᾶς
βρίζουν ἐκεῖνοι πού ἀπιστοῦν στὸ Εὐαγγέλιο καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἐμεῖς
εὐχόμαστε τὸ καλό τους. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δείχνουμε ἀνοχὴ στοὺς
διῶκτες μας. Ἐνὼ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντοῦμε μὲ λόγια
γλυκὰ καὶ παρηγορητικά. Σὰν καθάρματα καὶ σκουπίδια τοῦ κόσμου γίναμε,
ἀποβράσματα ἀκάθαρτα τῆς κοινωνίας στὰ μάτια ὅλων μέχρι τὴ στιγμὴ
αὐτή. Δὲν θέλω μ' αὐτὰ πού σᾶς γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω, ἀλλά σὰν παιδιά
μου ἀγαπητά σᾶς συμβουλεύω. Ναί. Σᾶς συμβουλεύω μὲ πατρικὴ λαχτάρα
καὶ στοργή. Διότι, ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους
ἐν Χριστῷ, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρες. Ἕναν καὶ μόνο πνευματικὸ
πατέρα ἔχετε, ἐμένα. Διότι ἐγώ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σᾶς γέννησα
πνευματικά, μὲ τὴ χάρη πού μοῦ ἔδωσε ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέση μου μὲ τὸν
Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ νὰ γίνεστε μιμητές
μου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός
τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν
μου τὸν υἱόν, ὅτι
σεληνιάζεται
καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν
αὐτὸν θεραπεῦσαι.
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος
καὶ διεστραμμένη! ἕως
πότε ἔσομαι
μεθ' ὑμῶν; ἕως
πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. καὶ ἐπετίμησεν
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν
ἀπ' αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη
ὁ παῖς ἀπὸ
τῆς ὥρας
ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ
κατ' ἰδίαν
εἶπον· Διατί
ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν
ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς·
Διὰ τὴν ἀπιστίαν
ὑμῶν. ἀμὴν
γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν
ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε
τῷ ὄρει
τούτῳ, μετάβηθι
ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει
ὑμῖν. τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται
εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Ἀναστρεφομένων
δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
παραδίδοσθαι
εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν
αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
ἐγερθήσεται.
(Ματθ.
ιζ΄[17] 14 – 23 )
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ ἕνας ἄνθρωπος, γονάτισε μπροστά του κι ἔλεγε: Κύριε, λυπήσου καὶ σπλαχνίσου τὸ παιδί μου, διότι σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει
ἄσχημα, ἀλλά καὶ κινδυνεύει τὸν ἔσχατο
κίνδυνο. Διότι πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιά, καὶ πολλὲς φορὲς στὸ νερό, καὶ κινδυνεύει ἔτσι νὰ καεῖ ἢ νὰ πνιγεῖ. Καὶ τὸν ἔφερα
στοὺς μαθητές σου, ἀλλά δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Ὁ Ἰησοῦς
τότε ἀποκρίθηκε: Ὢ γενιὰ πού τόσα θαύματα εἶδες
καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστη, κι ἀπ' τὴν κακία σου εἶσαι διεστραμμένη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Τότε τὸν ἐπέπληξε
ὁ Ἰησοῦς καὶ
βγῆκε ἀπ' αὐτὸν τὸ δαιμόνιο καὶ
θεραπεύθηκε τὸ παιδὶ ἀπ' τὴν ὥρα
ἐκείνη. Τότε
οἱ μαθητὲς πλησίασαν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ
καὶ τοῦ εἶπαν: Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο αὐτό; Καὶ ὁ Κύριος τούς εἶπε: Ἐπειδὴ
σᾶς λείπει ἡ πίστη. Διότι ἀληθινά σᾶς λέω, ἐὰν
ἔχετε πίστη θερμὴ καὶ δυνατὴ σὰν τὸ μικρὸ σπόρο τοῦ σιναπιοῦ, θά πεῖτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ μετακινηθεῖ. Καὶ τίποτε δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο σὲ σᾶς. Αὐτὸ ὅμως τὸ εἶδος τῶν δαιμόνων δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο
πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπὸ αὐτό, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ πού συνοδεύεται
καὶ μὲ νηστεία, ὥστε ἢ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοια ὅσο δυνατὸν ἐλαφρότερη καὶ περισσότερο προσηλωμένη στὸ Θεό. Κι ἐνῶ
αὐτοί περιόδευαν στὴ
Γαλιλαία , τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νὰ παραδοθεῖ πολὺ σύντομα
σὲ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμερα ἀπὸ τὸν θά νατό του θὰ ἀναστηθεῖ. Καὶ
οἱ μαθητὲς λυπήθηκαν πάρα πολύ.
Τά τροπάρια τῆς Ἡμέρας
Ἀπολυτίκιον. Ἤχου
Ἦχος α’.
Τοῦ λίθου σφραγισθέντος ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων τὸ ἄχραντόν
σου σῶμα, ἀνέστης τριήμερος Σωτήρ, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν. Διὰ τοῦτο αἱ
Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἐβόων σοι Ζωοδότα· Δόξα τῇ ἀναστάσει σου Χριστέ, δόξα τῇ
Βασιλείᾳ σου, δόξα τῇ οἰκονομίᾳ σου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Ἀπολυτίκιον Κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου
Ἦχος α'
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες
Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις
ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
Ἦχος πλ. β'
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον
ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν,
ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου