Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΣΩΤΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ
(12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017)
(ΑΣΩΤΟΥ)  

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Τοῦ Ἀσώτου)
Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' ο πάν­τα συμ­φέ­ρει· πάν­τα μοι ἔ­ξε­στιν, ἀλ­λ' οκ ἐ­γὼ ἐ­ξου­σι­α­σθή­σο­μαι ὑ­πό τι­νος. τ βρώ­μα­τα τ κοι­λί­ᾳ, κα κοι­λί­α τος βρώ­μα­σιν· δ Θε­ὸς κα τα­ύ­την κα ταῦ­τα κα­ταρ­γή­σει. τ δ σῶ­μα ο τ πορ­νε­ί­ᾳ, ἀλ­λὰ τ Κυ­ρί­ῳ, κα Κριος τ σώ­μα­τι· δ Θε­ὸς κα τν Κριον ἤ­γει­ρε κα ἡ­μᾶς ἐ­ξε­γε­ρεῖ δι­ὰ τς δυ­νά­με­ως αὐ­τοῦ. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σώ­μα­τα ὑ­μῶν μέ­λη Χρι­στοῦ ἐ­στιν; ἄ­ρας ον τ μέ­λη το Χρι­στοῦ ποι­ή­σω πόρ­νης μέ­λη; μ γέ­νοι­το. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι ὁ κολ­λώ­με­νος τ πόρ­νῃ ν σῶ­μά ἐ­στιν; ἔ­σον­ται γρ, φη­σίν, ο δύ­ο ες σάρ­κα μί­αν· δ κολ­λώ­με­νος τ Κυ­ρί­ῳ ν πνεῦ­μά ἐ­στι. φε­ύ­γε­τε τν πορ­νε­ί­αν. πν ἁ­μάρ­τη­μα ὃ ἐ­ὰν ποι­ή­σῃ ἄν­θρω­πος ἐ­κτὸς το σώ­μα­τός ἐ­στιν, δ πορ­νε­ύ­ων ες τ ἴ­δι­ον σῶ­μα ἁ­μαρ­τά­νει. οκ οἴ­δα­τε ὅ­τι τ σῶ­μα ὑ­μῶν να­ὸς το ν ὑ­μῖν ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν, ο ἔ­χε­τε ἀ­πὸ Θε­οῦ, κα οκ ἐ­στὲ ἑ­αυ­τῶν; ἠ­γο­ρά­σθη­τε γρ τι­μῆς· δο­ξά­σα­τε δ τν Θε­ὸν ν τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν κα ν τ πνε­ύ­μα­τι ὑ­μῶν ἅ­τι­νά ἐ­στι το Θε­οῦ.
                                   (Α΄ Κορινθ. στ΄[6] 12 – 20)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
­Ἀδελφοί, ὅ­λα ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ τὰ κά­νω, δὲν συμ­φέ­ρουν ὅ­μως ὅ­λα. Ὅ­λα εἶ­ναι στὴν ἐ­ξου­σί­α μου, ἀλλά ἐγώ δὲν θὰ ἐ­ξου­σια­στῶ καὶ δὲν θὰ γί­νω δοῦ­λος σὲ τί­πο­τε. Τὰ φα­γη­τὰ ἔ­χουν γί­νει γιὰ τὴν κοι­λιά, καὶ ἡ κοι­λιὰ γιὰ τὰ φα­γη­τά. Ὁ Θε­ὸς ὅ­μως θὰ κα­ταρ­γή­σει στὴν ἄλ­λη ζω­ὴ κι αὐτή κι ἐκεῖνα. Μπο­ρεῖ­τε λοι­πὸν νὰ τρῶ­τε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μό­νο νὰ μὴ γί­νε­στε δοῦ­λοι τοῦ φα­γη­τοῦ καὶ τῆς κοι­λιᾶς. Δὲν ἰ­σχύ­ει ὅ­μως τὸ ἴ­διο καὶ μὲ τὴ γε­νε­τή­σια ἐ­πι­θυ­μί­α. Δι­ό­τι τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­χει γί­νει γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιὰ τὸν Κύ­ριο, γιὰ νὰ τοῦ ἀ­νή­κει ὡς μέλος του. Καί ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι γιὰ τὸ σῶ­μα, γιὰ νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτό. Καὶ δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πού τὸ σῶ­μα δι­α­λύ­ε­ται μέ τὸ θά­να­το. Ὁ Θε­ὸς καὶ τὸν Κύ­ριο ἀ­νέ­στη­σε καὶ ὅλους ἐμᾶς θὰ ἀ­να­στή­σει μὲ τὴ δύ­να­μή του. Ναὶ· τὸ σῶ­μα δὲν ἔ­γι­νε γιὰ τὴν πορ­νεί­α, ἀλλά γιά τὸν Κύ­ριο. Δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὰ σώ­μα­τά σας εἶ­ναι μέλη τοῦ Χρι­στοῦ; Νὰ ἀ­πο­σπά­σω λοι­πὸν τὰ μέ­λη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κά­νω μέ­λη πόρ­νης; Πο­τὲ μὴ συμ­βεῖ νά τὸ κά­νω αὐτό. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι ἐκεῖνος πού συν­δέ­ε­ται στε­νὰ καί προ­σκολ­λᾶ­ται στὴν πόρ­νη εἶ­ναι ἕ­να σῶ­μα μ’ αὐτήν; Δι­ό­τι λέ­ει ἡ Γρα­φή: Θὰ γί­νουν οἱ δύ­ο μί­α σάρ­κα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού προ­σκολ­λᾶ­ται στὸν Κύ­ριο, γεμίζει ὁ­λό­κλη­ρος καὶ δι­ευ­θύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυρίου καὶ γί­νε­ται ἕ­να πνεῦ­μα μ' αὐτόν. Φεύ­γε­τε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πορ­νεί­α. Κά­θε ἁμάρτημα πού τυ­χὸν θὰ κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος, δὲν βλά­πτει τό­σο ἄμεσα καὶ κα­τευ­θεί­αν τὸ σῶ­μα. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως πού πορνεύει, ἁ­μαρ­τά­νει στὸ ἴ­διο του τὸ σῶ­μα, δι­ό­τι μὲ τὴν παράνομη μείξη μο­λύ­νει ἄ­με­σα καὶ πλη­γώ­νει αὐτή τή ρίζα τοῦ πολ­λα­πλα­σια­σμοῦ τῶν ἀνθρώω­πων καὶ συντελεῖ στὴ δι­ά­λυ­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἢ δὲν ξέ­ρε­τε ὅ­τι τὸ σῶ­μα σας εἶναι να­ὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας καὶ τὸ ἔ­χε­τε λάβει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, καὶ συ­νε­πῶς δὲν ἀ­νή­κε­τε στὸν ἑ­αυ­τό σας; Ναί· δὲν ὁ­ρί­ζε­τε τὸν ἑαυτό σας. Δι­ό­τι ἐ­ξα­γο­ρα­σθή­κα­τε μὲ τί­μη­μα βα­ρύ, μὲ τὸ ἀ­τί­μη­το αἷ­μα τοῦ Χριστοῦ. Ἀ­πο­φεύ­γε­τε λοι­πὸν κά­θε αἰ­σχρὴ πρά­ξη πού γί­νε­ται μέ τὸ σῶ­μα· καὶ ἀ­πο­δι­ώ­κε­τε κά­θε πο­νη­ρὴ σκέ­ψη καὶ ἐπιθυμία ἀ­πὸ τὸ πνεῦ­μα σας. Καὶ ἔ­τσι νὰ δο­ξά­ζε­τε τὸν Θε­ὸ μὲ τὸ σῶ­μα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Θε­ό.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶ­πεν ὁ Κύ­ρι­ος τήν πα­ρα­βο­λήν ταύ­την. Ἄν­θρω­πός τις εἶ­χε δύ­ο υἱ­ο­ύς. κα εἶ­πεν νε­ώ­τε­ρος αὐ­τῶν τ πα­τρί· πά­τερ, δς μοι τ ἐ­πι­βάλ­λον μέ­ρος τς οὐ­σί­ας. κα δι­εῖ­λεν αὐ­τοῖς τν βί­ον. κα με­τ' ο πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας συ­να­γα­γὼν ἅ­παν­τα ὁ νε­ώ­τε­ρος υἱ­ὸς ἀ­πε­δή­μη­σεν ες χώ­ραν μα­κράν, κα ἐ­κεῖ δι­ε­σκόρ­πι­σεν τν οὐ­σί­αν αὐ­τοῦ ζν ἀ­σώ­τως. δα­πα­νή­σαν­τος δ αὐ­τοῦ πάν­τα ἐ­γέ­νε­το λι­μὸς ἰ­σχυ­ρός κα­τὰ τν χώ­ραν ἐ­κε­ί­νην, κα αὐ­τὸς ἤρ­ξα­το ὑ­στε­ρεῖ­σθαι. κα πο­ρευ­θεὶς ἐ­κολ­λή­θη ἑ­νὶ τν πο­λι­τῶν τς χώ­ρας ἐ­κε­ί­νης, κα ἔ­πεμ­ψεν αὐ­τὸν ες τος ἀ­γροὺς αὐ­τοῦ βό­σκειν χο­ί­ρους· κα ἐ­πε­θύ­μει γε­μί­σαι τν κοι­λί­αν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν κε­ρα­τί­ων ν ἤ­σθι­ον ο χοῖ­ροι, κα οὐ­δεὶς ἐ­δί­δου αὐ­τῷ. ες ἑ­αυ­τὸν δ ἐλ­θὼν εἶ­πε· πό­σοι μί­σθι­οι το πα­τρός μου πε­ρισ­σε­ύ­ου­σιν ἄρ­των, ἐ­γὼ δ λι­μῷ  ἀ­πόλ­λυ­μαι! ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­σο­μαι πρς τν πα­τέ­ρα μου κα ἐ­ρῶ αὐ­τῷ· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου·  οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου· πο­ί­η­σόν με ς ἕ­να τν μι­σθί­ων σου.  κα ἀ­να­στὰς ἦλ­θε πρς τν πα­τέ­ρα ἑ­αυ­τοῦ. ἔ­τι δ αὐ­τοῦ μα­κρὰν ἀ­πέ­χον­τος εἶ­δεν αὐ­τὸν πα­τὴρ αὐ­τοῦ κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη, κα δρα­μὼν ἐ­πέ­πε­σεν ἐ­πὶ τν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ κα κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ υἱ­ὸς· πά­τερ, ἥ­μαρ­τον ες τν οὐ­ρα­νὸν κα ἐ­νώ­πι­όν σου, κα οὐ­κέ­τι εἰ­μὶ ἄ­ξι­ος κλη­θῆ­ναι υἱ­ός σου. εἶ­πε δ πα­τὴρ πρς τος δο­ύ­λους αὐ­τοῦ· ἐ­ξε­νέγ­κα­τε τν στολὴν τν πρώ­την κα ἐν­δύ­σα­τε αὐ­τόν, κα δό­τε δα­κτύ­λι­ον ες τν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ κα ὑ­πο­δή­μα­τα ες τος πό­δας, κα ἐ­νέγ­καν­τες τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν θύ­σα­τε, κα φα­γόν­τες εὐ­φραν­θῶ­μεν,   ὅ­τι οὗ­τος υἱ­ός μου νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σεν, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη. κα ἤρ­ξαν­το εὐ­φρα­ί­νε­σθαι. ν δ υἱ­ὸς αὐ­τοῦ πρε­σβύ­τε­ρος ν ἀ­γρῷ· κα ς ἐρ­χό­με­νος ἤγ­γι­σε τ οἰ­κί­ᾳ, ἤ­κου­σε συμ­φω­νί­ας κα χο­ρῶν,  κα προ­σκα­λε­σά­με­νος ἕ­να τν πα­ί­δων ἐ­πυν­θά­νε­το τ εἴ­η ταῦ­τα. δ εἶ­πεν αὐ­τῷ ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἥ­κει, κα ἔ­θυ­σεν ὁ πα­τήρ σου τν μό­σχον τν σι­τευ­τόν, ὅ­τι ὑ­γι­α­ί­νον­τα αὐ­τὸν ἀ­πέ­λα­βεν. ὠρ­γί­σθη δ κα οκ ἤ­θε­λεν εἰ­σελ­θεῖν. ον πα­τὴρ αὐ­τοῦ ἐ­ξελ­θὼν πα­ρε­κά­λει αὐ­τόν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πε τ πα­τρὶ· ἰ­δοὺ το­σαῦ­τα ἔ­τη δου­λε­ύ­ω σοι κα οὐ­δέ­πο­τε ἐν­το­λήν σου πα­ρῆλ­θον, κα ἐ­μοὶ οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­κας ἔ­ρι­φον ἵ­να με­τὰ τν φί­λων μου εὐ­φραν­θῶ· ὅ­τε δ υἱ­ός σου οὗ­τος, κα­τα­φα­γών σου τν βί­ον με­τὰ πορ­νῶν, ἦλ­θεν, ἔ­θυ­σας αὐ­τῷ τν μό­σχον τν σι­τευ­τὸν.  δ εἶ­πεν αὐ­τῷ· τέ­κνον, σ πάν­το­τε με­τ' ἐ­μοῦ ε, κα πάν­τα τ ἐ­μὰ σ ἐ­στιν· εὐ­φραν­θῆ­ναι δ κα χα­ρῆ­ναι ἔ­δει, ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου οὗ­τος νε­κρὸς ν κα ἀ­νέ­ζη­σε, κα ἀ­πο­λω­λὼς ἦν κα εὑ­ρέ­θη.   
(Λου­κᾶ ι­e΄[15 11 – 32)

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ TOY ΑΣΩΤΟΥ
Δεύτερη Κυριακ το Τριωδίου καγία μας κκλησία μς παρουσιάζει μέσα ἀπὸ τν παραβολ τοῦ Ἀσώτου λο τ φοβερ δράμα τς ποστασίας το κάθε νθρώπου ἀλλὰ κα τ σύλληπτο ὕψος τς γάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας.
1. MAΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ
Κάποια ἡμέρα σκοτειν ὁ νεότερος γυις πλησίασε μ αὐθάδεια τν πατέρα του κα τοῦ ζήτησε τ μερίδιο τς περιουσίας ποὺ νόμιζε ὅτι τοῦ ἀνῆκε. θελε ν φύγει γι πάντα ἀπὸ κοντά του, νὰ ζήσει μακριὰ ἀπὸ τ στοργή του. Γι ν γευθε κάθε ἡδον μακρι ἀπὸ τ βλέμμα του. Κι ἀφοῦ πρε τν περιουσία πο ζήτησε, ταξίδεψε σ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ σπατάλησε τν περιουσία του κα τ ζωή του μέσα σ διασκεδάσεις κα νηθικότητες. Κάποτε ὅμως οἱ πολαύσεις τς μαρτίας τελείωσαν. Κι κενος ρχισε ν πειν. Κα τ βασιλόπουλο κατάντησε δοῦλος. Βόσκοντας χοίρους χασε κάθε ξιοπρέπεια. πιθυμοσε ν χορτάσει τν πείνα του ἀπὸ τ ξυλοκέρατα πο τρωγαν οἱ χοροι, μ κανεὶς δν τοῦ δινε.
Κάποια στιγμ συνλθε ἀπὸ τν τρέλα τς μαρτίας. Κα επε: Πόσοι μισθωτο τοῦ πατέρα μου χουν φθονη τροφ κα ἐγὼ κινδυνεύω ν πεθάνω ἀπὸ τν πείνα. Θ πάω στν πατέρα μου κα θ τοῦ π: Πατέρα μου, μάρτησα στν οραν κα νώπιόν σου. Δν εμαι πλέον ξιος ν νομάζομαι παιδί σου. Κὰνε μ σὰν ναν ἀπὸ τοὺς μισθωτούς σου. Σηκώνεται λοιπν μέσως κα παίρνει τ δρόμο τς πιστροφς. Κα πρν κόμη φθάσει στ σπίτι του, βλέπει τν πατέρα του νὰ τρέχει κοντὰ του, νὰ τν γκαλιάζει κα ν τν καταφιλεῖ.
Κα πρν προλάβει ν λοκληρώσει τν ξομολόγησή του, κούει τν πατέρα του νὰ λέει:
-Φέρτε τν πι καλ φορεσι κα ντύστε τ παιδί μου. Δστε του τ δακτυλίδι κα τ ποδήματα πο φορον οἱ λεύθεροι ἄνθρωποι. Κα σφάξτε τ καλύτερο μοσχάρι. Γι ν χαρομε λοι κα ν πανηγυρίσουμε. Διότι ὁ γυιός μου ατς ταν νεκρς κι ναστήθηκε· χαμένος κα βρέθηκε.
σωτα παιδι τοῦ Θεοῦ Πατέρα οἱ ἄνθρωποι, πολλς φορς ρνούμαστε τν γάπη τοῦ Θεοῦ κα πορευόμαστε μακριά του. Νομίζουμε ὅτι κοντ στν Θε καταπιεζόμαστε κα ὅτι μακριά του θ βρομε χαρὰ στς ἡδονές. Μέσα στ τρελ μεθύσι μας θέλουμε ν᾿ πολαύσουμε κάθε μαρτία. Μ πόσο διαφορετικ εναι τ πράγματα χωρς τν Θεό! ναζητομε λευθερία κα γινόμαστε σκλάβοι! Ποθομε ἡδονς κα ποτιζόμαστε μ δύνες! Ὁραματιζόμαστε λευθερία κα αχμαλωτιζόμαστε στν ἐξαθλίωση! Θέλουμε ν πετάξουμε σ παραδεισένιους κόσμους κα γκρεμοτσακιζόμαστε! ποφέρουμε μέσα στν καύσωνα τν παθν κα τν κυριαρχία τν δαιμόνων. Μακρι ἀπὸ τν Θε ἡ ψυχή μας διαφθείρεται, λιμοκτονε, ργοπεθαίνει. Κα ταυτόχρονα ἡ ηδία, οἱ τύψεις, ἡ μοναξιά, ὁ ξευτελισμς κα οἱ πόνοι μς βοηθον ν κατανοήσουμε ὅτι μακρι ἀπὸ τν Θε δν πάρχει χαρ παρ μόνο δυστυχία κα θάνατος.
Τότε κατανοομε ξεκάθαρα πλέον ὅτι δν μς λείπει τίποτε λλο. Μς λείπει μόνο ὁ Θεός. Κα μς περιμένει στ δρόμο τς πιστροφς.
2. Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΣΩΤΟΣ
Τ πανηγύρι ταν πέροχο. Μ κάποιος λειπε. Ὁ μεγαλύτερος γυις πο ταν στ χωράφια. Κι ὅταν ατς πέστρεφε πρς τ σπίτι κι κουσε ργανα κα τραγούδια, πόρησε. Μόλις μάλιστα πληροφορήθηκε ἀπὸ κάποιον πηρέτη τί γινε, ντ ν χαρε, θύμωσε πολ κα δν θελε ν μπε στ σπίτι του. Κι ὁ πατέρας του, ὁ πατέρας τς γάπης, βγαίνει κα πάλι ξω κι ρχίζει ν τν παρακαλε ν εσέλθει. Ἀλλὰ κενος γεμάτος ζήλια ποκρίνεται: Τόσα χρόνια ποτ δν παρέβην κάποια προσταγή σου. Κα δν μοῦ δωσες ποτ να κατσικάκι ν χαρ μ τος φίλους μου. Ὅταν ὅμως λθε ὁ προκομμένος γυιός σου, ποὺ κατέφαγε τν περιουσία σου σ σωτίες, σφαξες γι᾿ ατν τ καλύτερο μοσχάρι. Κα ὁ πατέρας μ πόνο τοῦ λέει: σύ, παιδί μου, εσαι πάντοτε μαζί μου κα ὅλα ὅσα χω, δικά σου εναι. Ἔπρεπε λοιπν ν χαρες. Διότι ὁ δελφός σου ταν νεκρς κα ζησε, χαμένος κα βρέθηκε.
Πόσο μς προβληματίζει ἡ συμπεριφορ τοῦ μεγαλύτερου γυιοῦ! Κα μέσα ἀπὸ τ λόγια του μς ποκαλύπτει τ μεγάλη ψυχικὴ πόσταση ποὺ εχε μ τν πατέρα του. Δν τν νομάζει πουθεν πατέρα. Μιλάει περισσότερο σὰν μισθωτς παρ σὰν γυιός. Τόσα χρόνια εμαι στ δούλεψή σου, λέει. Κα τ κατσικάκι θελε ν τ φάει μ τος φίλους του χωρς τν πατέρα του.
Ἀλλὰ κα μ τν δελφό του δν θέλει νὰ χει καμία σχέση. Δν τν νομάζει δελφό του. Δν ντέχει ν ναγνωρίσει τ μετάνοιά του κα ν χαρε μαζί του. Γι᾿ ατ κα μένει πεισματικ ξω ἀπὸ τ σπίτι. Ὁ φθόνος καγωισμός του χουν φωλιάσει τόσο πολ μέσα του, ὥστε τν ποκόπτουν χι μόνο ἀπὸ τν δελφό του ἀλλὰ κα ἀπὸ τν πατέρα του. Ἄρα λοιπν κι ὁ μεγαλύτερος γυις τί εναι; σωτος εναι κι ατός.
Καστορία ατ παναλαμβάνεται πολλς φορές. Διότι πολλο Χριστιανοί, ἐνῶ ζομε μέσα στ σπίτι τοῦ Θεο, τν ἁγία μας κκλησία, ψυχικ εμαστε πολ μακρι ἀπὸ τν Θεό. Δν διαπράττουμε βέβαια νηθικότητες, ἀλλ κα δν ποδεχόμαστε μέσα στν χρο τς κκλησίας κάθε μετανοημένο μαρτωλό. Θέλουμε ν χουμε ἀποκλειστικότητα στ πνευματικά μας προνόμια. Κα σκανδαλιζόμαστε ὅταν βλέπουμε κάποιους «σωτους» ν ἐπιστρέφουν στν γκαλι τοῦ Θεο. Τος πορρίπτουμε τόσο εκολα, διότι συναίσθητα νομίζουμε ὅτι μόνο ἐμεῖς εμαστε ξιοι τς γάπης τοῦ Θεο. Ἡ κατάσταση ὅμως ατ τοῦ φθόνου κατοῦ γωισμοῦ εναι πολ πικίνδυνη. Διότι πειλε ν μς στερήσει τ αώνιο πανηγύρι τοῦ ορανοῦ. ς φοβηθομε κα ς προσέξουμε πολύ!
  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου