ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ
(27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄
Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται
πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον· καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.
Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλει
ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ
ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ
μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου,
καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι
εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον,
καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ
μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε
καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν. Οὐδέπω
γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς
ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.
(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη
ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη
σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ
τὸ μνῆμα. 2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται στὸν Σίμωνα
Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε: Πῆραν τὸν
Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν. 3 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση,
βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος
μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο. 4 Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ
ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο
καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο. 5
Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ
ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα. 6 Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται
καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ
τὸ χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι
ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε
κλαπεῖ. 7 Παρατήρησε ἀκόμη
ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο
μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη,
ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή. 8 Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ
εἶχε ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε
μέσα, καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε. 9 Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ
μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν
ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. 10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ
πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά
τους οἱ μαθητές.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
(ΙΗ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ
θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος
καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην
ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα
ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον
ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη
αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ
ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι
τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν
ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
(Β΄ Κορινθ. θ΄[9]
6-11)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ
Ἡ ζωή μας πάνω στὴ γῆ εἶναι συνυφασμένη μὲ μυστήρια
καὶ θαύματα. Ἕνα τέτοιο θαῦμα, ἕνα φαινόμενο ἐκπληκτικὸ ἀπό τὴν ὑλικὴ
δημιουργία παίρνει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, τὴ βλάστηση τοῦ σπόρου, γιὰ
νὰ τὸ συσχετίσει μὲ ἕνα ἄλλο θαῦμα, τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτό, τὴν
καρποφορία τῆς ἐλεημοσύνης. Ἂς προσέξουμε πόσο διδακτικὰ καί
σπουδαῖα εἶναι τὰ λόγια του.
Ἐκεῖνος πού δυσπιστεῖ στοὺς νόμους καὶ τὰ ἀποτελέσματα
τῆς σπορᾶς — γράφει — σπέρνει «φειδομένως»,
μὲ διστακτικότητα καί φειδώ. Ἀλλά ὅταν φθάσει ἡ ὥρα τοῦ θερισμοῦ, «φειδομένως», φτωχὴ φυσικὰ σοδειὰ
θ' ἀντικρύσει.
Ἀντίθετα, ἐκεῖνος πού «ἐπ' εὐλογίαις», ἀνοιχτόκαρδα καί ἁπλόχερα σπέρνει, «ἐπ' εὐλογίαις καί θερίσει», θ' ἀποκομίσει
πλούσιους καί εὐλογημένους τοὺς καρπούς. Ἔτσι ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ
τὴν ἐλεημοσύνη. Ὅποιος πλούσια σκορπίζει ἀπὸ τὰ ἀγαθά του, πλούσιες
καί τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ θ' ἀπολαμβάνει.
Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει — σπεύδει νὰ διευκρινήσει
ὁ θεοφώτιστος Ἀπόστολος — ὅτι πρέπει ἀναγκαστικὰ ὅλοι νὰ διαθέτουν
μεγάλα ποσὰ στὴν ἐλεημοσύνη. Γιατί τὸ κύριο βάρος δὲν πέφτει στὴν
ποσότητα καί γενικὰ στὴν ἐξωτερική, τὴν ὑλικὴ πλευρὰ τοῦ θέματος,
ἀλλά στὴν ἐσωτερικὴ διάθεση καὶ τὴν προθυμία προσφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου,
στὴν αὐταπάρνηση, συμπονετικότητα καί ἀγάπη.
Ἔτσι, γιὰ νὰ ἔχει ἀξία ἡ προσφορά, πρέπει νὰ
βγαίνει ἀπ' τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς κι ἀπ' ὅλη τὴν εὐχαρίστηση τοῦ Χριστιανοῦ.
Νὰ μὴ συνδυάζεται οὔτε μὲ τὸ ἐλάχιστο ἴχνος «λύπης», δυσαρέσκειας ἢ «ἀνάγκης»,
αἰσθήματος πιέσεως μπροστὰ σὲ ἀνεπιθύμητο καθῆκον.
Ἡ πίστη ὅμως, πού θά πρυτανεύει στὴν καρδιά,
θὰ τὴν πληροφορεῖ καί θά τήν βεβαιώνει ὅτι ὁ Παντοδύναμος Θεός, πού
ὁρίζει τοὺς Νόμους τῆς Φύσεως καί της ζωῆς, μπορεῖ καὶ σίγουρα θ' ἀναπληρώσει
κάθε «ἔξοδο» ἐλεημοσύνης, μάλιστα
μὲ τὸ παραπάνω, ὥστε «ἐν παντί»,
σὲ κάθε περίσταση, «πάντοτε», σὲ
κάθε στιγμή, «πᾶσαν αὐτάρκειαν», κάθε
τί τὸ ἀναγκαῖο, νὰ τὸ ἔχουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἔτσι νὰ «περισσεύουν», νὰ ἐπαρκοῦν μὲ τὸ παραπάνω
σὲ κάθε καλὸ ἔργο.
Μὲ τὸν τρόπο δὲ αὐτὸ θὰ ἰσχύει καὶ γι' αὐτοὺς ὁ
λόγος τῆς Π. Διαθήκης: «Ἐσκόρπισεν,
ἔδωκε τοῖς πένησιν», ἁπλόχερα μοίρασε στοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ
του ὁ πιστός. Γι αὐτὸ καὶ «ἡ δικαιοσύνη
αὐτοῦ», ἡ ἀρετὴ καὶ ἠ ἀνάμνηση τῆς καλωσύνης του «μένει εἰς τὸν αἰῶνα».
Ὁ Θεός, λοιπόν, πού χορηγεῖ συνεχῶς τὸν σπόρο
στὸν γεωργὸ καὶ παρέχει τὸ ἀναγκαῖο ψωμί στὴν οἰκουμένη — κατακλείει
τὴν διδαχὴ του ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ — εὔχομαι νὰ σᾶς χαρίσει μὲ ἀφθονία
«σπόρους», ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ
τὰ σκορπίζετε στοὺς ἐνδεεῖς καὶ ἔτσι μὲ τὴ δική Του χάρη νὰ αὐξάνετε
«τὰ γεννήματα», τὴ σοδειὰ τῆς ἀρετῆς
σας. Σὲ κάθε τί νὰ γίνεσθε πλούσιοι, καὶ κυρίως στὴ γενναιοδωρία, ἡ
ὁποία γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἀναπέμπονται ἀπό τούς πτωχοὺς ἀδελφούς
μας εὐχαριστίες καὶ ὕμνοι στὸν Ἅγιο Θεό.
Τὰ θεόπνευστα αὐτὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου
ὅλους ἀσφαλῶς μᾶς συγκινοῦν καὶ μᾶς ἐμπνέουν. Κυρίως θεμελιώνουν
μέσα μας τὴν πίστη στὴν ἀξία τῆς ἐλεημοσύνης, καθὼς καὶ τὴν πεποίθηση
γιὰ τὶς ὠφέλειες καὶ τὰ θαυμαστὰ ἀποτελέσματά της.
Διότι, ὅπως φάνηκε ἀπὸ τὴν διδαχὴ τοῦ ἁγίου
Ἀποστόλου, ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν γίνεται σωστά, ἐμᾶς πρωτίστως ὠφελεῖ.
Μᾶς χαρίζει εὐγένεια ψυχῆς, ἀληθινὴ κοινωνικότητα, ἀνώτερη πνευματικότητα.
Ἐξοβελίζει τὴν ἀπληστία καὶ τὴ μικροψυχία, ἀντεισάγοντας τὴν αἰσιοδοξία
καί τὴν πλατειὰ καρδιά. Μεταδίδει ἐπίσης καὶ γενικότερα στὴν κοινωνία
γλυκύτητα καὶ ὀμορφιὰ ἀνθρωπιᾶς. Λυτρώνει ἀπὸ τὴν πικρὴ μοναξιὰ
καὶ τὸν ἀτομισμό, ἐξασφαλίζοντας ἀληθινὴ συνεργασία καὶ εὐτυχία
μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Τέλος, μᾶς κάνει ἄξιους γιὰ ἀκόμη περισσότερες
εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, πνευματικὲς καί ὑλικὲς. Μᾶς ἀξιώνει νὰ βλέπουμε
χειροπιαστὸ τὸ θαῦμα. Δίδοντας καί ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας, νὰ μὴ στερούμεθα.
Σκορπίζοντας, νὰ πλουτίζουμε περισσότερο καί νά αἰσθανόμαστε ἀπέραντη
ἄνεση καί εὐτυχία.
Λοιπόν, σήμερα πρέπει ν' ἀνανεώσουμε τὶς ἀποφάσεις
μας καί νὰ πληθύνουμε τὶς πράξεις μεταδοτικότητος, καλοσύνης, χριστιανικῆς
ἀγάπης. Σήμερα πρέπει ν' ἀποκηρύξουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὶς φθηνὲς
ἰδέες τοῦ ὑλισμοῦ, γιὰ νὰ στρατευθοῦμε ἐνσυνείδητα καί ἐνθουσιαστικὰ
κάτω ἀπὸ τὴ σημαία τῆς ἀγάπης.
Ὑπάρχουν σήμερα τόσες πολύτεκνες οἰκογένειες,
πού χρειάζονται καί ἀξίζουν τὴν ὑποστήριξή μας. Ὑπάρχουν πτωχοί, γέροντες
καί ἀσθενεῖς. Ἀσθενεῖς πού ἔχουν ἀνάγκη νὰ ὑποβληθοῦν σὲ κρίσιμες
καί δαπανηρὲς ἐπεμβάσεις. Ὑπάρχουν παιδιὰ ἀπροστάτευτα, πού θέλουν
νὰ σπουδάσουν. Ὑπάρχουν πρόσφυγες καί ἄλλοι ἀναξιοπαθοῦντες ἀδελφοί
μας, πού στεροῦνται τῶν ἀναγκαίων καί ὑποφέρουν. Ὑπάρχουν, πόσες δυνατότητες
ὑπάρχουν γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καλό, νὰ θυσιάσουμε κάτι ἀπὸ ἀγάπη, νὰ
καλλιεργήσουμε τὴν ἐλεημοσύνη.
Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἔχουμε στόχο, σκοπό, πρόγραμμα
καί διαρκῆ ἐπιδίωξή μας. Ἀρκεῖ νὰ καταλάβουμε καλὰ ὅτι «ὁ σπείρων ἐπ' εὐλογίαις, ἐπ’ εὐλογίαις
καί θερίσει». Στὴ γῆ καί στὸν οὐρανό.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτός ἄρχων
τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει
αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ
ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι
συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα,
ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς
θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου
αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς·
Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ·
Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός
μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν
ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα
αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ
λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις
σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί
τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ
σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων·
Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν
εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα
τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ
δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων
αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας
τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ
πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν
τὸ γεγονός.
(Λουκ. η΄
[8] 41– 56)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρό ἦλθεν στόν Ἰησοῦ κάποιος ἄνθρωπος, πού ὀνομαζόταν Ἰάειρος καὶ ἦταν
ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Κι
ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὸς κοντὰ στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει
στὸ σπίτι του, διότι εἶχε μία μονάκριβη κόρη περίπου δώδεκα χρόνων
πού βρισκόταν στὰ τελευταῖα της καὶ πέθαινε.
Καὶ τὴν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς πήγαινε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου,
τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικὰ καὶ τὸν πίεζαν. Τότε λοιπὸν
κάποια γυναίκα πού ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία ἐδῶ καὶ δώδεκα χρόνια,
ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα βάσανα τῆς ἀρρώστιας της εἶχε ξοδέψει καὶ ὅλη
τὴν περιουσία της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ κανέναν,
ἀφοῦ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ πίσω, ὥστε νὰ μὴν τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς, ἐπειδὴ
ντρεπόταν νὰ γίνει φανερὴ ἡ ἀρρώστια της, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ
ἐνδύματός του κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς:
Ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ ὅλοι
οἱ τριγύρω ἀρνοῦνταν, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς πού ἦταν μαζί
του: Διδάσκαλε, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ σὲ
περικύκλωσαν καὶ σὲ πιέζουν ἀσφυκτικὰ· καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε;
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: Κάποιος μὲ ἄγγιξε.
Διότι ἐγώ κατάλαβα ὅτι βγῆκε ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Ὅταν
λοιπὸν ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ κρυφτεῖ καὶ δὲν ξέφυγε ἀπὸ
τὸν Ἰησοῦ αὐτὸ πού ἔκανε, ἦλθε τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της, κι ἀφοῦ ἔπεσε
γονατιστὴ μπροστά του, τοῦ διηγήθηκε μπροστὰ σ' ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ
λαοῦ γιὰ ποιὰ αἰτία τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς θεραπεύθηκε ἀμέσως. Τότε ὁ Ἰησοῦς
τῆς εἶπε: Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πεποίθηση
πού εἶχες ὅτι θὰ ἔβρισκες τὴν ὑγεία σου ἂν μὲ ἄγγιζες, αὐτὴ ἡ πίστη
σου σ' ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό, εἰρηνικὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ
κάθε ἀνησυχία πού δοκίμαζες πιὸ πρὶν ἐξαιτίας τῆς ἀσθενείας σου.
Κι ἐνῶ μιλοῦσε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ
σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ εἶπε: Πέθανε ἡ κόρη σου· μὴν κουράζεις ἄλλο καὶ μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν
διδάσκαλο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, μόλις ἄκουσε τὴν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε:
Μὴ φοβᾶσαι, μόνο συνέχισε νὰ πιστεύεις,
καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου ἀπ' τὸ θάνατο. Κατόπιν, ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι
τοῦ Ἰαείρου, δὲν ἄφησε νὰ μπεῖ κανεὶς ἄλλος στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς παρὰ
μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ καὶ
ἡ μητέρα. Στὸ μεταξὺ ὅλοι ἔκλαιγαν καὶ χτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ
κεφάλια τους γιὰ τὴ νεκρή. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν,
διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι εἶχε πεθάνει. Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ
τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ τῆς φώναξε δυνατά: Κόρη, σήκω ἐπάνω. Τότε ἡ ψυχὴ της ἐπέστρεψε
στὸ σῶμα καὶ ἀναστήθηκε ἀμέσως. Καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν
φαγητὸ νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού τῆς
εἶχε φέρει ἡ χρόνια καὶ θανατηφόρα ἀσθένειά της. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν
ἐκστατικοὶ καὶ κυριεύτηκαν ἀπὸ βαθὺ καὶ μεγάλο θαυμασμό. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως
τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν αὐτὸ πού ἔγινε, γιὰ νὰ μὴν
ἐρεθίζεται ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου