Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025)



ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

 (Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα. ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νεύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται. πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.

           (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

    Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Παῦλος ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ πα­ρα­κάμ­ψει μὲ τὸ πλοῖ­ο τήν Ἔ­φε­σο καὶ νὰ μὴν ἀ­πο­βι­βα­σθεῖ σ' αὐ­τήν, γιὰ νὰ μὴν το­ῦ συμ­βεῖ ν' ἀρ­γο­πο­ρή­σει στὴν Ἀ­σί­α. Δι­ό­τι βι­α­ζό­ταν νὰ εἶ­ναι στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐ­ὰν τοῦ ἦ­ταν δυ­να­τό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ἀ­πὸ τὴ Μί­λη­το λοι­πὸν ἔ­στει­λε ἀν­θρώ­πους στὴν Ἔφεσο καὶ κά­λε­σε τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἔλ­θουν νὰ τὸν συ­ναντή­σουν. Κι ὅ­ταν ἦλ­θαν κον­τά του, τοὺς εἶ­πε:

Ἐ­σεῖς γνω­ρί­ζε­τε κα­λὰ πῶς συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κα ἀ­πέ­ναν­τί σας ὅ­λο τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα τῆς ἐ­δῶ πα­ρα­μο­νῆς μου ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη μέ­ρα πού πά­τη­σα τὸ πό­δι μου στὴν Ἀ­σί­α. Προ­σέ­χε­τε λοι­πὸν τὸν ἑ­αυ­τό σας, πῶς θὰ συμπερι­φέ­ρε­σθε καὶ τί θὰ δι­δά­σκε­τε. Προ­σέ­χε­τε καὶ ὅ­λο τὸ πνευ­μα­τι­κό σας ποί­μνιο, στὸ ὁ­ποῖ­ο τὸ Ἅ­γιον Πνεῦμα σᾶς το­πο­θέ­τη­σε ἐ­πι­σκό­πους γιὰ νὰ ποι­μαί­νε­τε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύ­ριος ἔ­σω­σε καὶ κατέστησε κτῆ­μα του μὲ τὸ δι­κό του αἷ­μα. Προ­σέ­χε­τε, δι­ό­τι ἐγώ τὸ γνω­ρί­ζω, με­τὰ τὴν ἀ­ναχώρησή μου θὰ εἰ­σβά­λουν ἀ­νά­με­σά σας ψευδοδιδάσκαλοι καὶ πλά­νοι σὰν ἄ­γριοι καὶ σκλη­ροὶ λύ­κοι πού θά δι­αρ­πά­ζουν ἀ­λύ­πη­τα τὸ ποί­μνιο βλά­πτον­τας καὶ ἀφανίζοντας τὶς ψυ­χὲς τῶν λο­γι­κῶν προ­βά­των. Ἀ­κό­μη κι ἀ­πό σᾶς τοὺς ἴ­διους θὰ ἐμ­φα­νι­στοῦν ἄνθρω­ποι πού θὰ δι­δά­σκουν δι­δα­σκα­λί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες θὰ δι­α­στρέ­φουν τὴν ἀ­λή­θεια, γιὰ νὰ ἀ­πο­σποῦν τοὺς μα­θη­τὲς ἀ­πὸ τὸν εὐ­θὺ δρό­μο τῆς ἀ­λή­θειας, νὰ τοὺς πα­ρα­σύ­ρουν πί­σω τους καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δούς τους. Γι' αὐ­τὸ νὰ προ­σέ­χε­τε καὶ νὰ εἶ­στε ἄ­γρυ­πνοι, ἔ­χον­τας ὡς πα­ρά­δειγ­μα ἐ­μέ­να· καὶ νὰ θυ­μᾶ­στε ὅ­τι γιὰ μιὰ τρι­ε­τί­α συ­νε­χῶς νύ­χτα καὶ μέ­ρα δὲν στα­μά­τη­σα νὰ νου­θε­τῶ μὲ δά­κρυ­α τὸν κα­θέ­να σας ξε­χω­ρι­στά. Καὶ τώ­ρα σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι, ἀ­δελ­φοί, στὸ Θε­ὸ καὶ στὸ λό­γο πού ἡ χά­ρη Του μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε. Αὐ­τὸς ὁ λό­γος του θὰ σᾶς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ κά­θε πλά­νη καὶ δι­α­στρο­φή. Σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι στὸ Θε­ό, ὁ ὁποῖος μπο­ρεῖ νὰ συ­νε­χί­σει τὴν οἰ­κο­δο­μή σας καὶ νὰ σᾶς δώ­σει κλη­ρο­νο­μιὰ τὸν οὐ­ρα­νὸ μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τοὺς πού προ­ό­δευ­σαν στὸν ἁ­για­σμὸ πού τοὺς χά­ρι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἀ­σή­μι ἢ χρυ­σά­φι ἢ ρου­χι­σμό, τί­πο­τε ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἐ­πι­θύ­μη­σα. ­Ἐ­σεῖς οἱ ἴδιοι γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δι­κές μου καὶ γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες ἐ­κεί­νων πού ἦ­ταν μα­ζί μου ὑ­πη­ρέ­τη­σαν τὰ ρο­ζι­α­σμέ­να αὐ­τὰ χέ­ρια. Μὲ κά­θε τρό­πο σᾶς ἔ­δω­σα τὸ πα­ρά­δειγ­μα ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζε­σθε ἔ­τσι σκλη­ρὰ γιὰ νὰ προ­λα­βαί­νε­τε κά­θε σκαν­δα­λι­σμὸ τῶν ἀ­δύ­να­μων ἀ­δελ­φῶν, καὶ νὰ τοὺς βο­η­θᾶ­τε νὰ γί­νουν δυ­να­τοὶ πνευ­μα­τι­κά. Ἀλλά καὶ νὰ θυ­μᾶστε τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰησοῦ, πού εἶ­χε πεῖ: Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νὰ δί­νει κα­νεὶς πα­ρὰ νὰ παίρ­νει, ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν δι­και­οῦ­ται νὰ πά­ρει. Αὐ­τὸ κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­τυ­χῆ.

 Κι ἀφοῦ τὰ εἶ­πε αὐ­τά, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε μα­ζὶ μὲ ὅ­λους αὐ­τούς.

                            

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκέ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.        

                                     (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

 

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  

Η Α' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ὑπῆρξε κορυφαῖο γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ὥρα πού ἡ βλάσφημη αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ σάρωνε τὴν αὐτοκρατορία, οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες ἔφθασαν ἐναγώνιοι στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί μὲ τὸν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος διέλυσαν τὴν πλάνη τοῦ Ἀρείου.

Ἡ Ἐκκλησία, εὐγνώμων για τὴν μεγάλη τους προσφορά, ἀφιέρωσε τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς στὴν ἱερή μνήμην τῶν 318 ἁγίων ἐκείνων ἀνδρῶν, ποὺ πρόταξαν τὰ στήθη τους στὴν ἐπιδρομή τῶν λύκων τοῦ Ἀρειανισμοῦ.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΜΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ εἶναι καί αὐτὸ ἐντεταγμένο στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἑορτῆς. Ἀποτελεῖ ἕνα τμῆμα τῆς λεγόμενης Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τῆς πλέον συγκλονιστικῆς προσευχῆς πού ἀπευθύνθηκε ποτὲ πρὸς τὸν Οὐρανό ἀπό τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς.

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ ἔχει πλέον τελειώσει. Ὁ προδότης ἔχει φύγει γιὰ νὰ φέρει σέ πέρας τὸ καταχθόνιο σχέδιό του. Ὁ Κύριος μὲ τοὺς ἕνδεκα μαθητές πορεύεται πρὸς τὸν τόπο τῆς μεγάλης ἀγωνίας, τὴν Γεθσημανή. Ἡ συγκλονιστικὴ προσευχὴ γίνεται σὲ κάποιο σημεῖο αὐτὴς τῆς διαδρομῆς. Ὁ Κύριος ὑψώνει τὰ μάτια του στὸν Οὐρανὸ καί λέγει:

«ΠΑΤΕΡ, ΕΛΗΛΥΘΕΝ Η ΩΡΑ»  Πατέρα, ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα τῆς μεγάλης Θυσίας. Δόξασε τὸν Υἱό Σου μὲ αὐτὴ τὴν Θυσία, ὥστε καί ἐγώ, ὁ Υἱός Σου, νά δοξάσω Ἐσένα. Δόξασέ με, ἀφοῦ ἄλλωστε Ἐσύ στόν Υἱό Σου ἔδωσες ἐξουσία ἐπί ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε νά χαρίσει αἰώνια ζωή σέ ὅλους τοὺς πιστούς, ὅσους τοῦ ἔδωσες. Αὐτὴ δὲ ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι τὸ νὰ γνωρίζουν Ἐσένα, τὸν ἀληθινό Θεό, καὶ αὐτὸν τὸν ὁποῖο ἀπέστειλες στὸν κόσμο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐγώ, μὲ τὰ ὅσα ἐπιτέλεσα, Σὲ δόξασα ἐπί τῆς γῆς, τὸ ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες τὸ τελείωσα. Τώρα λοιπὸν δόξασέ με, Πατέρα, καὶ ὡς ἄνθρωπο κοντά Σου, μὲ τὴ δόξα τὴν ὁποία ὡς συναιώνιος Υἱός Σου καὶ Θεὸς εἶχα πλησίον Σου, πρὶν δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος.

ΤΩΡΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ στρέφει τὸ ἐνδιαφέρον Του πρὸς τοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Μὲ μιά πράξη ἀπείρου ἀγάπης ἐναγκαλίζεται τοὺς δικούς Του καὶ τοὺς παραδίδει στὴ στοργικὴ πρόνοια τοῦ Οὐράνιου Πατέρα:

Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά Σου στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μοῦ χάρισες ἀπό τὸν κόσμο δηλαδὴ φανέρωσα τὴν ἀλήθεια ὅτι εἶσαι πραγματικὸς Πατέρας στοὺς πιστούς, ποὺ Ἐσύ μοῦ ἔδωσες. Ἰδικοί Σου ἦσαν καὶ τοὺς πρόσφερες σέ μένα, καὶ τὸν λόγο Σου, πού τούς φανέρωσα, τόν δέχθηκαν καὶ τὸν ἐφάρμοσαν. Τώρα κατάλαβαν καλὰ ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ χάρισες προέρχονται ἀπό Ἐσένα. Τὸ κατάλαβαν, διότι ὅλα αὐτὰ ποὺ μοῦ πρόσφερες τούς τά χάρισα, καί αὐτοί τά δέχτηκαν μὲ προθυμία καὶ κατάλαβαν πολὺ καλὰ ὅτι ἀπό Ἐσένα γεννήθηκα προαιωνίως καὶ πίστευσαν ὅτι Ἐσύ μὲ ἀπέστειλες στὸν κόσμο.

Λοιπόν, γι' αὐτοὺς τοὺς πιστούς μου τώρα Σὲ παρακαλῶ· δὲν Σὲ παρακαλῶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀποστατημένου κόσμου, ἀλλά γι' αὐτοὺς ποὺ μοῦ χάρισες καί οἱ ὁποῖοι ἑξακολουθοῦν πάντοτε νὰ εἶναι δικοί Σου, ἀφοῦ ἄλλωστε ὅλα τά δικά μου εἶναι δικά Σου καὶ ὅλα τὰ δικά Σου εἶναι δικά μου  καὶ ἀκόμη διότι δι’ αὐτῶν τῶν πιστῶν ποὺ μοῦ χάρισες ἔχω δοξασθεῖ, ἐφόσον αὐτοί ἀναγνώρισαν τὴ θεία μου φύση καί ἀποστολή.

Ἀλλά καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη λόγο Σὲ παρακαλῶ τώρα γι' αὐτούς, τοὺς πιστοὺς μαθητές μου. Σὲ παρακαλῶ, διότι ἐγώ πιά δὲν θὰ εἶμαι μαζί τους στὸν κόσμο.

Αὐτοί θὰ παραμείνουν στὸν κόσμο, ἐνῶ ἐγώ ἔρχομαι πρὸς Ἐσένα. Λοιπόν, «Πάτερ ἅγιε», φύλαξέ τους «ἐν τῷ ὀνόματί σου», μὲ τὴν πατρική πρόνοια καί στοργή τῆς θεότητάς Σου, τὴν ὁποία ἄλλωστε ἔχεις χαρίσει καὶ σέ μένα. Φύλαξέ τους ὥστε νὰ εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους ὡς ἕνα σῶμα. Ὅταν ἤμουν μαζί τους στὸν κόσμο, τοὺς προστάτευα ἐγώ μὲ τὴ δική Σου πατρικὴ προστασία. Ὅλους ὅσους μοῦ χάρισες τούς διαφύλαξα καί δὲν χάθηκε κανείς ἀπ' αὐτούς, παρὰ μόνον «ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας», ὁ προδότης Ἰούδας, σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες τῆς Γραφῆς. Τώρα ὅμως ἐγώ ἔρχομαι πρὸς Ἐσένα  καὶ τὰ λέγω αὐτὰ ἐνόσω βρίσκομαι στὸν κόσμο, γιὰ νὰ γνωρίζουν οἱ μαθητές μου ὅτι θά τούς προστατεύεις Ἐσύ καὶ ἔτσι νὰ ἔχουν μέσα τοὺς πλήρη καὶ τέλεια τὴ δική μου χαρά.

Η ΠΥΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ἡ φλογερότερη προσευχὴ τοῦ κόσμου. Μιὰ προσευχὴ γεμάτη ἁγία ἀγωνία γιὰ τοὺς πιστούς. Ἀγωνιᾶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του. Ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν πορεία της μέσα στὶς θύελλες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου. Ἀγωνιᾶ πολύ περισσότερο γιά τὴν ἑνότητά της· «ἵνα ὧσιν ἕν», δέεται  γιὰ νὰ εἶναι ἕνα σῶμα.

«Ἵνα ὧσιν ἕν»! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο τραῦμα γιά τήν Ἐκκλησία ἀπό τό τραῦμα κατὰ τῆς ἑνότητάς της. Οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε, καί ἁμαρτάνουμε πολύ. Ὅμως κανένα ἁμάρτημά μας δὲν μπορεῖ νὰ τραυματίσει, νὰ βλάψει τὴν Ἐκκλησία. Τὸ μόνο τραῦμα ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν Ἐκκλησία βασανιστικὰ εἶναι ὁ τραυματισμὸς τῆς ἑνότητάς της: οἱ ἀποσκιρτήσεις, αἱρέσεις – τά σχίσματα! Γι' αὐτὸ καὶ ἡ εὐθύνη τῶν σχισματικῶν εἶναι φοβερή. Οἱ Ἄρειοι καὶ οἱ παντὸς εἴδους σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοὶ δήμιοι τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας παραδίδονται στὸ αἰώνιο ἀνάθεμα.

Γι' αὐτὸ τὸν λόγο ἂς προσέχουμε πολύ. Ὅλοι μας!

     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 


Σάββατο 24 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

(25 ΜΑΪOY 2025)

ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Μαρία στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

δελφοί, Θες επν, κ σκτους φς λμψαι, ὃς λαμψεν ν τας καρδαις μν πρς φωτισμν τς γνσεως τς δξης το Θεο ν προσπ Χριστο. χομεν δ τν θησαυρν τοτον ν στρακνοις σκεεσιν, να περβολ τς δυνμεως το Θεο κα μ ξ μν· ν παντ θλιβμενοι λλ΄ ο στενοχωρομενοι, πορομενοι λλ΄ οκ ξαπορομενοι, διωκμενοι λλ΄ οκ γκαταλειπμενοι, καταβαλλμενοι λλ΄ οκ πολλμενοι, πντοτε τν νκρωσιν το ησο ν τ σματι περιφροντες, να κα ζω το ησο ν τ σματι μν φανερωθ. ε γρ μες ο ζντες ες θνατον παραδιδμεθα δι ησον, να κα ζω το ησο φανερωθ ν τ θνητ σαρκ μν. στε θνατος ν μν νεργεται, δ ζω ν μν. χοντες δ τ ατ πνεμα τς πστεως, κατ τ γεγραμμνον, πστευσα, δι λλησα, κα μες πιστεομεν, δι κα λαλομεν, εδτες τι γερας τν κριον ησον κα μς σν ησο γερε κα παραστσει σν μν. Τ γρ πντα δι΄ μς, να χρις πλεονσασα δι τν πλεινων τν εχαρισταν περισσεσ ες τν δξαν το Θεο. 

                                                (Β΄ Κορ. δ΄ [4] 6 – 15)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

δελφοί, Θεός, ποος στή δημιουργία το κόσμου διέταξε πό τό σκοτάδι νά λάμψει τό φς, ατός καί τώρα λαμψε στίς καρδιές μας, χι μόνο γιά νά φωτισθομε μες, λλά καί γιά νά μεταδοθε μέσα πό μς φωτισμός πού προέρχεται πό τή γνώση τς δόξας το Θεο, ποία φανερώθηκε μέσα πό τό πρόσωπο το νανθρωπήσαντος ησοΧριστο. χουμε λοιπόν τόν θησαυρό τς φωτιστικς καί νδοξης ατς γνώσεως μέσα στά σώματά μας, πού εναι εθραυστα καί χωματένια, γιά νά ποδεικνύεται τι τό περβολικό μεγαλεο τς δυνάμεως πού περνικ τά μπόδια καί τούς κινδύνους μας, εναι το Θεο καί δέν προέρχεται πό μς τούς σθενικούς καί δύναμους. Κι τσι συμβαίνει νά θλιβόμαστε σέ κάθε τόπο καί περίσταση, λλ’ μως ο ξωτερικές ατές δυσκολίες δέν μς δημιουργον σωτερικό διέξοδο καί στενοχώρια γωνιώδη. Φθάνουμε σέ πορία, χωρίς μως καί νά πελπιζόμαστε νά στερηθομε τελείως κάθε μέσο καί δυνατότητα σωτηρίας. Μς καταδιώκουν ο νθρωποι, λλά δέν μς γκαταλείπει ποτέ Θεός. Φαίνεται τι μς κατανικον καί μς ρίχνουν κάτω στή γ σάν τούς παλαιστές, λλά δέν χανόμαστε. Διαρκς καί κάθε μέρα περιφέρουμε στίς περιοδεες μας τό σμα μας κυκλωμένο πό τόν σχατο κίνδυνο νά πεθάνουμε, πως πέθανε Κύριος ησος, λλά ατό γίνεται γιά νά φανερωθε στόν κόσμο μέ τή διάσωση το σώματός μας πό τούς καθημερινούς κινδύνους τι ησος ξακολουθε νά ζε. Διότι πάντοτε μες, πού παρά τούς τόσους κινδύνους ζομε, παραδιδόμαστε σέ θάνατο γιά τή δόξα το Χριστο, γιά νά φανερωθε μέ τή θνητή σάρκα μας καί δύναμη τς ζως το ησο, πού παρεμβαίνει καί προλαβαίνει τό θάνατό μας. Κι τσι, ν μες ποφέρουμε τούς κινδύνους το θανάτου, σες ντιθέτως καρπώνεστε τήν πνευματική ζωή πού προέρχεται πό τήν πικίνδυνη δράση μας. Παρόλους μως ατούς τούς κινδύνους, πειδή χουμε τό διο γιον Πνεμα πού μς στηρίζει στήν πίστη, πως παλιότερα εχε καί Δαβίδ σύμφωνα μ’ ατό πού εναι γραμμένο στούς ψαλμούς· «πίστεψα, γι’ ατό καί μίλησα», τσι κι μες πιστεύουμε, καί γι᾿ ατό καί θαρραλέα μολογομε καί κηρύττουμε τόν λόγο τς πίστεώς μας. Καί γνωρίζουμε τι Θεός, πού νέστησε τόν Κύριο ησο, θά ναστήσει κι μς διαμέσου το ησο καί θά μς παρουσιάσει νδοξους στό βμα του μαζί μέ σς. Ναί, μαζί μέ σς. Διότι λα γιά σς γίνονται· τσι στε εεργεσία πού μς κάνει Θεός σώζοντάς μας πό τούς κινδύνους γιά χάρη σας, νά πλεονάσει καί νά γίνει εεργεσία καί χάρη χι μόνο σέ μς λλά καί σ’ λους σς. Κι τσι ατοί πού εεργετονται θά εναι περισσότεροι, στε καί εχαριστία πρός τόν Θεό νά πλεονάσει καί νά περισσεύσει, γιά νά δοξάζεται τό νομά του.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τ καιρ κείν, πα­ρ­γων ησος ε­δεν ν­θρω­πον τυ­φλν κ γε­νε­τς· κα ­ρ­τη­σαν α­τν ο μα­θη­τα α­το λ­γον­τες· Ραβ­β, τς ­μαρ­τεν, ο­τος ο γο­νες α­το, ­να τυ­φλς γεν­νη­θ; ­πε­κρ­θη ­η­σος· Ο­τε ο­τος ­μαρ­τεν ο­τε ο γο­νες α­το, λ­λ' ­να φα­νε­ρω­θ τ ρ­γα το Θε­ο ν α­τ. ­μ δε ρ­γ­ζε­σθαι τ ρ­γα το πμ­ψαν­τς με ­ως ­μ­ρα ­στν· ρ­χε­ται νξ ­τε ο­δες δ­να­ται ρ­γ­ζε­σθαι. ­ταν ν τ κ­σμ , φς ε­μι το κ­σμου. τα­τα ε­πν ­πτυ­σεν χα­μα κα ­πο­­η­σε πη­λν κ το πτ­σμα­τος, κα ­π­χρι­σε τν πη­λν ­π τος ­φθαλ­μος το τυ­φλο κα ε­πεν α­τ· ­πα­γε ν­ψαι ες τν κο­λυμ­β­θραν το Σι­λω­μ, ρ­μη­νε­­ε­ται ­πε­σταλ­μ­νος. ­πλ­θεν ον κα ­ν­ψα­το, κα λ­θε βλ­πων. Ο ον γε­­το­νες κα ο θε­ω­ρον­τες α­τν τ πρ­τε­ρον ­τι τυ­φλς ν, ­λε­γον· Οχ ο­τς ­στιν κα­θ­με­νος κα προ­σαι­τν; λ­λοι ­λε­γον ­τι ο­τς ­στιν· λ­λοι δ ­τι ­μοι­ος α­τ ­στιν. ­κε­νος ­λε­γεν ­τι ­γ ε­μι. ­λε­γον ον α­τ· Πς ­νε­­χθη­σν σου ο ­φθαλ­μο; ­πε­κρ­θη ­κε­νος κα ε­πεν· ν­θρω­πος λε­γ­με­νος ­η­σος πη­λν ­πο­­η­σε κα ­π­χρι­σ μου τος ­φθαλ­μος κα ε­π μοι· ­πα­γε ες τν κο­λυμ­β­θραν το Σι­λω­μ κα ν­ψαι· ­πελ­θν δ κα νι­ψ­με­νος ­ν­βλε­ψα. ε­πον ον α­τ· Πο ­στιν ­κε­νος; λ­γει· Οκ ο­δα. ­γου­σιν α­τν πρς τος Φα­ρι­σα­­ους, τν πο­τε τυ­φλν. ν δ σβ­βα­τον ­τε τν πη­λν ­πο­­η­σεν ­η­σος κα ­ν­­ξεν α­το τος ­φθαλ­μο­ς. π­λιν ον ­ρ­των α­τν κα ο Φα­ρι­σα­οι πς ­ν­βλε­ψεν. δ ε­πεν α­τος· Πη­λν ­π­θη­κ μου ­π τος ­φθαλ­μος, κα ­νι­ψ­μην, κα βλ­πω. ­λε­γον ον κ τν Φα­ρι­σα­­ων τι­νς· Ο­τος ν­θρω­πος οκ ­στι πα­ρ το Θε­ο, ­τι τ σβ­βα­τον ο τη­ρε. λ­λοι ­λε­γον· Πς δ­να­ται ν­θρω­πος ­μαρ­τω­λς τοι­α­τα ση­με­α ποι­εν; κα σχ­σμα ν ν α­τος. λ­γου­σι τ τυ­φλ π­λιν· Σ τ λ­γεις πε­ρ α­το, ­τι ­νοι­ξ σου τος ­φθαλ­μος; δ ε­πεν ­τι προ­φ­της ­στν. οκ ­π­στευ­σαν ον ο ­ου­δα­οι πε­ρ α­το ­τι τυ­φλς ν κα ­ν­βλε­ψεν, ­ως ­του ­φ­νη­σαν τος γο­νες α­το το ­να­βλ­ψαν­τος κα ­ρ­τη­σαν α­τος λ­γον­τες· Ο­τς ­στιν υ­ς ­μν, ν ­μες λ­γε­τε ­τι τυ­φλς ­γεν­ν­θη; πς ον ρ­τι βλ­πει; ­πε­κρ­θη­σαν δ α­τος ο γο­νες α­το κα ε­πον· Ο­δα­μεν ­τι ο­τς ­στιν υ­ς ­μν κα ­τι τυ­φλς ­γεν­ν­θη· πς δ νν βλ­πει οκ ο­δα­μεν, τς ­νοι­ξεν α­το τος ­φθαλ­μος ­μες οκ ο­δα­μεν· α­τς ­λι­κ­αν ­χει, α­τν ­ρω­τ­σα­τε, α­τς πε­ρ ­αυ­το λα­λ­σει. τα­τα ε­πον ο γο­νες α­το, ­τι ­φο­βον­το τος ­ου­δα­­ους· ­δη γρ συ­νε­τ­θειν­το ο ­ου­δα­οι ­να, ­ν τις ατόν  ­μο­λο­γ­σ Χρι­στν, ­πο­συ­ν­γω­γος γνη­ται. δι­ το­το ο γο­νες α­το ε­πον ­τι ­λι­κ­αν ­χει, α­τν ­ρω­τ­σα­τε. ­φ­νη­σαν ον κ δευ­τ­ρου τν ν­θρω­πον ς ν τυ­φλς, κα ε­πον α­τ· Δς δ­ξαν τ Θε­· ­μες ο­δα­μεν ­τι ν­θρω­πος ο­τος ­μαρ­τω­λς ­στιν. ­πε­κρ­θη ον ­κε­νος  κα ε­πεν· Ε ­μαρ­τω­λς ­στιν  οκ  ο­δα· ν ο­δα, ­τι τυ­φλς ν ρ­τι βλ­πω. ε­πον δ α­τ π­λιν· Τ ­πο­­η­σ σοι; πς ­νοι­ξ σου τος ­φθαλ­μο­ς; ­πε­κρ­θη α­τος· Ε­πον ­μν ­δη, κα οκ ­κο­σα­τε· τ π­λιν θ­λε­τε ­κο­­ειν; μ κα ­μες θ­λε­τε α­το μα­θη­τα γε­ν­σθαι; ­λοι­δ­ρη­σαν α­τν κα ε­πον· Σ ε μα­θη­τς ­κε­­νου· ­μες δ το Μω­ϋ­σ­ως ­σμν μα­θη­τα. ­μες ο­δα­μεν ­τι Μω­ϋ­σε λε­λ­λη­κεν Θε­ς· το­τον δ οκ ο­δα­μεν π­θεν ­στν. ­πε­κρ­θη ν­θρω­πος κα ε­πεν α­τος· ν γρ το­­τ θαυ­μα­στν ­στιν, ­τι ­μες οκ ο­δα­τε π­θεν ­στ, κα ­ν­­ξ μου τος ­φθαλ­μο­ς. ο­δα­μεν δ ­τι ­μαρ­τω­λν Θε­ς οκ ­κο­­ει, λ­λ' ­ν τις θε­ο­σε­βς κα τ θ­λη­μα α­το ποι­, το­του ­κο­­ει. κ το α­­νος οκ ­κο­­σθη ­τι ­νοι­ξ τις ­φθαλ­μος τυ­φλο γε­γεν­νη­μ­νου· ε μ ν ο­τος πα­ρ Θε­ο, οκ ­δ­να­το ποι­εν ο­δν. ­πε­κρ­θη­σαν κα ε­πον α­τ· ν ­μαρ­τ­αις σ ­γεν­ν­θης ­λος, κα σ δι­δ­σκεις ­μς; κα ­ξ­βα­λον α­τν ­ξω. ­κου­σεν ­η­σος ­τι ­ξ­βα­λον α­τν ­ξω, κα ε­ρν α­τν ε­πεν α­τ· Σ πι­στε­­εις ες τν υ­ν το Θε­ο; ­πε­κρ­θη ­κε­νος κα ε­πε· Κα τς ­στι, Κριε, ­να πι­στε­­σω ες α­τν; ε­πε δ α­τ ­η­σος· Κα ­­ρα­κας α­τν κα λα­λν με­τ σο ­κε­νς ­στιν. δ ­φη· Πι­στε­­ω, Κριε· κα προ­σε­κ­νη­σεν α­τ.  

                          (Ἰωάν. θ΄[9] 1 – 38)   

ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ   

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ παράδοξο! Μὲ λίγη λάσπη, ποὺ ἔγινε μὲ τὸ σάλιο του καὶ ποὺ ὁ Κύριος τοποθέτησε στὰ μάτια του, ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου βρῆκε τὸ φῶς του. Ὁ Κύριος ἀπαντώντας στὴν ἀπορία τῶν μαθητῶν Του τούς εἶχε ἤδη τονίσει ὅτι οὔτε τοῦ ἰδίου τοῦ τυφλοῦ οὔτε τῶν γονέων του ἁμαρτίες ὑπῆρξαν ἡ αἰτία γιά νά γεννηθεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τυφλός, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ στήν περίπτωσή του.

Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς δημιούργησε σύγχυση στοὺς γείτονες καὶ τοὺς γνωστούς του. Αὐτὸς εἶναι ἢ ἄλλος; Οἱ ἐρωτήσεις ἀλλεπάλληλες: Πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια σου; Καὶ ἐκεῖνος δὲν κουραζόταν νά διηγεῖται ὅτι «ἀνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς» ἔκανε πηλὸν καὶ τὸν τοποθέτησε στὰ μάτιά μου λέγοντάς μου «ὔπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι»- πήγαινε στὴν στέρναν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου. Αὐτὸ ἔκανα καὶ ἀνέβλεψα.

Τώρα οἱ ἀπορημένοι ἄνθρωποι ὁδηγοῦν τὸν τυφλὸ στοὺς θεωρούμενους φωτισμένους διδασκάλους καὶ μελετητές τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, τούς Φαρισαίους. Καινούργιες ἐρωτήσεις. Πάλιν ἡ σταθερὴ διήγηση τοῦ τυφλοῦ: Πηλὸς στὰ μάτια... «ἐνιψάμην, καί βλέπω»!

—ΠΗΛΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ; Ἁμαρτία μεγάλη! Γιατί ἁμαρτία; Διότι ἦταν μέρα Σάββατο καὶ ὁ ἀνθρωπος αὐτὸς κάνοντας τὸν πηλὸ παραβίασε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου! Ἄρα εἶναι ἁμαρτωλός. Ἄρα...

—Ἁμαρτωλὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἔλεγαν ἄλλοι, πῶς εἶναι δυνατὸ νά κάνει τέτοιο θαῦμα; Σχίσμα ἀνάμεσα στοὺς φωτισμένους διδασκάλους.

Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐρωτήσεις πρὸς τὸν πρώην τυφλὸ συνεχίζονται: Ἐσύ τί λὲς γι' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο; —Προφήτης εἶναι, ἀπαντᾶ μὲ θάρρος ὁ εὐγνώμων τυφλός. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἀμφιβάλλουν. Καλοῦν τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ. — Αὐτὸ εἶναι τὸ παιδί σας, ποὺ ἦταν ἐκ γενετὴς τυφλό; Πῶς τώρα βλέπει; — Αὐτὸ εἶναι τὸ παιδί μας καὶ τυφλὸ γεννήθηκε. Τώρα πῶς βλέπει, ἐμεῖς δὲν τὸ γνωρίζουμε «Ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε». Οἱ δύστυχοι ἄνθρωποι φοβήθηκαν τήν κακία τῶν Φαρισαίων καὶ ἔκλεισαν τὸ στόμα τους. Φοβήθηκαν μήπως τοὺς διώξουν ἀπό τὴν συναγωγή.

ΤΩΡΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ νέα ἀνάκριση τοῦ πρώην τυφλοῦ. Δῶσε δόξα στὸν Θεὸ τοῦ λέγουν. Παραδέξου ὅτι ἔκανες λάθος. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς — ὁ Ἰησοῦς — εἶναι ἁμαρτωλός.

Ἀλλὰ μέχρις ἐδῶ! Ὁ τυφλὸς πλέον δὲν συγκρατεῖται. Ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς ἤ ὄχι, τοὺς λέγει, δὲν τὸ γνωρίζω. Ἐγώ ἕνα πράγμα ξέρω, ὅτι «τυφλὸς ὤν, ἄρτι βλέπω»· ἤμουνα πρῶτα τυφλός, καὶ τώρα βλέπω! Κι ὅταν οἱ ἴδιες ἐρωτήσεις συνεχίστηκαν, λέγει στοὺς Φαρισαίους μὲ θάρρος: Γιατί τέλος πάντων τόσο πολὺ ἐνδιαφέρεσθε γι' αὐτὸ τὸν ἀνθρωπο; Μήπως τυχὸν θέλετε νὰ γίνετε μαθηταί Του;

—Νά γίνουμε μαθηταί του; Ἐμεῖς «τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί», τοῦ Μωυσέως, στὸν ὁποῖο μίλησε ὁ Θεός, εἴμαστε μαθηταί, τί σχέση μποροῦμε νὰ ἔχουμε μὲ ἕνα ἄνθρωπο ποὺ δὲν γνωρίζουμε «πόθεν ἐστίν», ἀπό ποῦ ἔχει σταλεῖ; Ἀλλὰ ὁ πρώην τυφλός τούς ἀποστομώνει: Νά, λοιπόν, ποῦ βρίσκεται τὸ θαυμαστό: Ὅτι ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε ἀπό ποῦ εἶναι, καὶ ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια! Ἀκούει ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεός; Ὄχι! Ἂν δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πῶς θά μοῦ ἄνοιγε τὰ μάτια;

Ἐπειτα ἀπό τὴ θαρραλέα αὐτὴ ἐπίθεση τοῦ τυφλοῦ, οἱ Φαρισαῖοι δέν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογή. Ἐσύ, τοῦ λέγουν, γεννήθηκες ὁλόκληρος μὲς στὴν ἁμαρτία, καί ἐσύ τώρα θὰ μᾶς κάνεις τὸν δάσκαλο; «Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω», τὸν πέταξαν ἔξω ὠργισμένοι καὶ ἀποφασισμένοι νὰ τὸν τιμωρήσουν μὲ ἀφορισμό.

ΕΚΕΙΝΗ ΑΚΡΙΒΩΣ τὴ δύσκολη γιὰ τὸν πρώην τυφλὸ ὥρα ὁ Κύριος σπεύδει πάλιν κοντά του. Λοιπόν, τοῦ λέγει, ἐσύ πιστεύεις στὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ; — Ποιός εἶναι, Κύριε, αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐρωτᾶ ὁ τυφλός, γιὰ νὰ πιστεύσω σ’ αὐτόν; — Καί τὸν εἶδες ἤδη, καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα ὁμιλεῖς μαζί Του, εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στὴν ἀπορία ἐκείνου.

Καὶ τότε ὁ εὐγνώμων ἄνθρωπος ἐκδηλώνει ὅλο τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν τιμή του πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Πιστεύω, Κύριε, εἶπε καὶ ἔπεσε καὶ τὸν προσεκύνησεν ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Κύριο.

ΟΛΙΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κάποτε νὰ πάθει ὁλική τύφλωση. Ὄχι μόνο τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ — κυρίως —τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς. Στὴν περίπτωση αὐτή τὰ σωματικά του μάτια μπορεῖ νᾶ βλέπουν, στὴν ψυχὴ του ὅμως ἐπικρατεῖ σκοτάδι βαθύ. Ἀκριβῶς ὅπως ἔγινε μὲ τοὺς Φαρισαίους. Τὸ θαῦμα τὸ ἔβλεπαν, ἀλλά δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ χαροῦν.

Αὐτὸ δημιουργεῖ ὁ φθόνος στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρωπου. Τὸν κάνει τυφλὸ πνευματικῶς. Τοῦ ἐπιφέρει ὁλική πνευματικὴ τύφλωση. Καί τὶς πλέον ἄδολες κινήσεις τῶν ἄλλων τὶς βλέπει μὲ φρικτὴ ὑποψία. Φαντάζεται ἄβυσσο πονηρίας καί κακίας ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει παρὰ ἁπλῆ καί εὐεργετικὴ συμπεριφορά.

Τὸ πάθος εἶναι βασανιστικὸ σέ ἀφόρητο βαθμό. Ὁ Κύριος ὅμως, ποὺ θεραπεύει τοὺς τυφλούς, μπορεῖ νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Ἀρκεῖ νά Τοῦ τὸ ζητήσουμε μὲ πίστη. Τίποτε ἄλλο.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)