ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΤΩΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
(29 ΙΟΥΝΙΟΥ 2025)
ΕΩΘΙΝΟΝ Γ΄
Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωΐ πρώτῃ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον
Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. Ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε
τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. Κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ
καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς ἠπίστησαν. Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη
ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις, εἰς ἀγρόν. Κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς
λοιποῖς, οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. Ὕστερον, ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη,
καὶ ὠνείδισε τήν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον,
οὐκ ἐπίστευσαν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς΄ Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ
εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθείς, σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας,
κατακριθήσεται. Σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει. Ἐν τῷ ὀνόματί
μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀροῦσι, κἂν θανάσιμόν
τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν.
Ὁ μὲν οὖν Κύριος, μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐκάθισεν
ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες, ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου
συνεργοῦντος, καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Ἀμήν.
(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 9 – 20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
(Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος,
ἐμφανίστηκε πρῶτα στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε βγάλει ἑπτὰ
δαιμόνια. Ἐκείνη πῆγε καὶ τὸ ἀνήγγειλε αὐτὸ στοὺς μαθητὲς ποὺ ἦταν πρωτύτερα
μαζί του καὶ τώρα πενθοῦσαν κι ἔκλαιγαν γιὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου τους. Ἀλλὰ
ἐκεῖνοι, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ζεῖ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν εἶδε, δὲν πίστεψαν στὰ λόγια
της. Καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, ἐμφανίστηκε μὲ ἄλλη μορφή, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε
προτοῦ σταυρωθεῖ, σὲ δύο ἀπ᾿ αὐτούς, καθὼς βάδιζαν καὶ πήγαιναν σὲ κάποιο
χωράφι. Κι ἐκεῖνοι πῆγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν αὐτὸ στοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους. Ἀλλὰ
οὔτε σὲ κείνους πίστεψαν. Ὕστερα ἐμφανίστηκε στοὺς ἕντεκα μαθητές, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν
καθίσει νὰ δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐπέπληξε γιὰ τὴν ὁλιγοπιστία τους καὶ γιὰ τὴ
σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τους, διότι δὲν πίστεψαν σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένο.
Ἔπειτα τοὺς εἶπε: Νὰ πᾶτε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη
τὴ λογικὴ κτίση, σ᾿ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιστέψει στὸ κήρυγμά
σας καὶ θὰ βαπτισθεῖ, θὰ σωθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν θὰ πιστέψει, θὰ
καταδικασθεῖ. Καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ πιστέψουν, θὰ ἀκολουθήσουν αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ
σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴ θεία χάρη ποὺ θὰ ἐνεργεῖ μέσα ἀπ᾿ τοὺς κήρυκες
τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς τους. Αὐτοὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός
μου θὰ βγάζουν δαιμόνια ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες ποὺ θὰ εἶναι
γι᾿ αὐτοὺς νέες κι ἄγνωστες μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη, θὰ πιάνουν στὰ χέρια τους
φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ παθαίνουν τίποτε ἀπ᾿ τὰ δαγκώματά τους· κι ἂν ἀκόμη
πιοῦν δηλητήριο ποὺ φέρνει θάνατο, δὲν θὰ πάθουν τίποτε· θὰ βάζουν τὰ χέρια
τους πάνω σὲ ἀρρώστους, κι ἐκεῖνοι θὰ γίνονται καλά. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος τοὺς
μίλησε ἐπανειλημμένα καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων κι αὐτά, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ
καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός. Κι ἐκεῖνοι βγῆκαν καὶ περιδιάβηκαν τὴν οἰκουμένη,
καὶ κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο σὲ κάθε μέρος. Κι ὁ Κύριος ἦταν συνεργός τους καὶ ἐπιβεβαίωνε
τὸν λόγο τοῦ κηρύγματός τους μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπακολουθοῦσαν στὸ κήρυγμά τους.
Ἀμήν.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ)
Ἀδελφοί, ἐν ᾧ δ᾽ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ.
Ἑβραῖοί εἰσι; Κἀγώ. ᾽Ισραηλῖταί εἰσι; Κἀγώ· σπέρμα ᾽Αβραάμ εἰσι; Κἀγώ· διάκονοι
Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν φυλακαῖς
περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾽Ιουδαίων
πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς
ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις
ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις·
ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις
πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾽
ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς
σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου
καυχήσομαι. Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς
αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν
Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ
τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δή οὐ συμφέρει με, ἐλεύσομαι
δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν
δεκατεσσάρων -εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς
οἶδεν- ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον
-εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν- ὅτι ἡρπάγη εἰς
τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ
τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις
μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων, ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι
δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ
ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος
σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον
παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ
δύναμις ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις
μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
(Β’ Κορινθ. ια΄[11] 21 - ιβ΄[12] 9)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, μέ ντροπή μου τό λέω, σάν νά ὑπήρξαμε ἐμεῖς ἀσθενεῖς καί νά μήν μπορούσαμε
νά σᾶς κάνουμε ὅ,τι σᾶς ἔκαναν ἐκεῖνοι. Μάθετε ὅμως ὅτι γιά ὁτιδήποτε κι ἄν τολμᾶ νά καυχηθεῖ κανείς – κάνω τρέλα πού
τό λέω – τολμῶ κι ἐγώ νά καυχηθῶ. Γιά ποιό προτέρημα καί
προσόν καυχῶνται; Καυχῶνται ὅτι εἶναι Ἑβραῖοι; Κι ἐγώ εἶμαι Ἑβραῖος καί μιλῶ τήν ἀραμαϊκή γλώσσα. Καυχῶνται ὅτι εἶναι Ἰσραηλίτες; Εἶμαι κι ἐγώ ἀπόγονος τοῦ Ἰσραήλ. Καυχῶνται ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ; Κι ἐγώ εἶμαι. Καυχῶνται ὅτι εἶναι διάκονοι Χριστοῦ; Κι ἄν παραδεχθοῦμε ὅτι εἶναι – μιλῶ σάν τρελός ‒ ἐγώ εἶμαι πάρα πάνω ἀπ᾿ αὐτούς διάκονος τοῦ Χριστοῦ. Ὑποβλήθηκα σέ κόπους
περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι θά περίμενε κανείς.
Δέχθηκα στό σῶμα μου χτυπήματα καί πληγές ὑπερβολικές. Ρίχθηκα σέ
φυλακές περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον. Διέτρεξα πολλές φορές κινδύνους νά θανατωθῶ. Ἀπ᾿ τούς Ἰουδαίους πέντε φορές
μαστιγώθηκα μέ τριανταεννιά μαστιγώσεις. Τρεῖς φορές μέ ράβδισαν, μία
μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα στό ἀνοιχτό πέλαγος καί μ᾿ ἔδερναν τά ἄγρια κύματα. Ὑπηρέτησα τόν Κύριο πολλές
φορές μέ ὁδοιπορίες. Κινδύνευσα μέσα σέ πλημμυρισμένα ποτάμια
τόν χειμώνα, κινδύνευσα ἀπό ληστές πού παραμόνευαν στά μέρη τῶν περιοδειῶν μου. Κινδύνευσα ἀπό τό δικό μου ἰουδαϊκό γένος, στό ὁποῖο ἔγινα μισητός ἐπειδή κήρυττα τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων μόνο διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· κινδύνευσα ἀπό ἐθνικούς καί εἰδωλολάτρες. Πέρασα
κινδύνους μέσα σέ πόλεις, κινδύνους σέ ἔρημους τόπους, κινδύνους
μέσα σέ θάλασσες πού διέσχιζα ταξιδεύοντας γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Κινδύνευσα ἀπό ἀνθρώπους πού ἦταν ψευδάδελφοι καί ἔφεραν ὑποκριτικά τό ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ. Ὑπηρέτησα τόν Κύριο μέ
κόπο καί μόχθο, μέ ἀγρυπνίες πολλές φορές, μέ πείνα καί δίψα, ὅταν ἀπομονωνόμουν σέ μακρινές ὁδοιπορίες, μέ νηστεῖες πολλές φορές, μέ ψύχος
καί γυμνότητα, ὅταν μέ θερινά ροῦχα μ᾿ ἔπιανε αἰφνιδιαστικά ὁ χειμώνας. Ἐκτός ἀπό τά ἄλλα πού παρέλειψα, μέ
στενοχωροῦσε καί ἡ καθημερινή πίεση καί ἐπίθεση τῶν διωκτῶν μου ἀλλά καί ἡ ἀγωνιώδης φροντίδα μου γιά
ὅλες τίς Ἐκκλησίες. Ποιός ἀπό τούς Χριστιανούς ἀσθενεῖ πνευματικά ἤ καί σωματικά, καί δέν ἀσθενῶ κι ἐγώ μαζί του; Ποιός
σκοντάφτει καί πέφτει στήν ἁμαρτία, καί δέν καίγομαι
κι ἐγώ στό καμίνι τῆς θλίψεως καί τῆς ντροπῆς; Ἐάν παραστεῖ ἀνάγκη νά καυχηθῶ, θά καυχηθῶ γιά τούς διωγμούς καί
τούς πειρασμούς μου. Θά σᾶς πῶ πράγματα πού ἴσως σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλά ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογημένος στούς αἰῶνες, γνωρίζει ὅτι δέν λέω ψέματα. Στή
Δαμασκό ὁ διοικητής πού εἶχε διορισθεῖ ἀπό τόν βασιλιά Ἀρέτα φρουροῦσε τήν πόλη τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδή ἤθελε νά μέ συλλάβει. Κι ἀπό κάποιο παράθυρο μέ
κατέβασαν κάτω μέσα σέ δικτυωτό καλάθι, μέσα ἀπό κάποιο ἄνοιγμα τοῦ τείχους τῆς πόλεως, καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του.
ΙΒ΄[12] Νά σᾶς μιλήσω λοιπόν καί γιά ἄλλους διωγμούς μου, δέν
μέ συμφέρει νά καυχιέμαι. Σταματῶ λοιπόν γι᾿ αὐτό νά μιλῶ γιά τούς διωγμούς καί
τούς ἄλλους κόπους μου. Θά ἀναφερθῶ ὅμως σέ ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Γνωρίζω ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σέ
στενή σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἁρπάχθηκε καί ἀνυψώθηκε μέχρι τόν τρίτο
οὐρανό, ὅπου διαμένουν οἱ ἀγγελικές δυνάμεις. Δέν
γνωρίζω ὅμως ἐάν ἦταν μέ τό σῶμα του τήν ὥρα ἐκείνη ἤ ἦταν σέ ἔκσταση, ἔξω ἀπό τό σῶμα του. Ὁ Θεός ξέρει. Καί γνωρίζω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός (εἴτε μέ τό σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπ᾿ τό σῶμα του, μόνο μέ τήν ψυχή
του, δέν γνωρίζω, ὁ Θεός γνωρίζει) ἁρπάχθηκε καί μεταφέρθηκε
στόν Παράδεισο κι ἄκουσε λόγια πού κανένας ἄνθρωπος δέν ἔχει τή δύναμη νά τά πεῖ, κι οὔτε ἐπιτρέπεται νά τά
ξεστομίσει λόγῳ τῆς ἱερότητός τους. Γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν θά καυχηθῶ. Δέν εἶναι ὁ συνηθισμένος Παῦλος αὐτός, ἀλλά ἄλλος Παῦλος, στόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἔδωσε πολλές χάριτες. Γιά
τόν ἑαυτό μου ὅμως δέν θά καυχηθῶ παρά μόνο γιά τίς
θλίψεις καί τούς πειρασμούς μου, ὅπου φανερώνεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλά καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού δέν μ᾿ ἀφήνει νά καταρρεύσω. Μόνο
γιά τίς ἀσθένειές μου αὐτές θά καυχηθῶ κι ὄχι γιά τίς ἐπιτυχίες καί τή δράση
μου. Διότι ἐάν θελήσω καί γι᾿
αὐτά νά καυχηθῶ, δέν θά εἶμαι ἄμυαλος καί ἀνόητος, ἐπειδή θά πῶ τήν ἀλήθεια. Δυσκολεύομαι ὅμως νά καυχηθῶ, γιά νά μή μοῦ λογαριάσει κανείς τίποτε
περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα. Καί ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί μοῦ δόθηκε ἀγκαθωτό ξύλο στό σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτη, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ, γιά νά μέ χτυπᾶ στό πρόσωπο καί νά μέ
ταλαιπωρεῖ, γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι. Γιά τόν
πειρασμό αὐτό τρεῖς φορές παρακάλεσα τόν
Κύριο νά μοῦ τόν ἀπομακρύνει. Ἀλλά ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: Σοῦ εἶναι ἀρκετή ἡ χάρις πού σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής καί μέ τήν ἐνίσχυσή μου κατορθώνει
μεγάλα καί θαυμαστά. Μέ πολύ μεγάλη εὐχαρίστηση λοιπόν θά
καυχιέμαι περισσότερο στίς ἀσθένειές μου, γιά νά
κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς
Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ
Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα
με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς
τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ,
Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ' ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς. κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω
μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καὶ δώσω σοι τὰς
κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον
ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς
οὐρανοῖς.
(Ματθ. ιστ΄[16] 13 – 19)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν
καιρό, ἀφοῦ ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὰ μέρη τῆς Καισάρειας πού εἶχε κτίσει ὁ Φίλιππος,
ἔκανε τὴν ἑξῆς ἐρώτηση στοὺς μαθητές του: Ποιός νομίζουν οἱ ἀνθρωποι ὅτι εἶμαι
ἐγώ, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; Κι αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: Ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ
βαπτιστὴς κι ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἐνῶ ἄλλοι πιστεύουν ὅτι εἶσαι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπό
τούς παλιοὺς προφῆτες ποὺ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέει:
Ἐσεῖς ποιός λέτε ὅτι εἶμαι; Ὁ Σίμων Πέτρος τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ φυσικὸς καὶ μονογενὴς
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πού δὲν εἶναι νεκρὸς ὅπως τὰ εἴδωλα, ἀλλά ζεῖ παντοτινά.
Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Μακάριος καὶ εὐτυχισμένος εἶσαι, Σίμων, γιὲ τοῦ
Ἰωνᾶ, διότι τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τῆς ὀρθῆς πίστεως δὲν σοῦ τὴ φανέρωσε κανείς
ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Πατέρας μου ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Κι ἐγώ λοιπὸν σοῦ λέω
ὅτι ἐσύ εἶσαι Πέτρος, καὶ ἐπάνω στὸ βράχο τῆς ἀληθινῆς πίστεως πού ὁμολόγησες,
κι ἔγινες μὲ τὴν ὁμολογία σου αὐτή ὁ πρῶτος λίθος τῆς πνευματικῆς μου
οἰκοδομῆς, θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου. Κι ὁ θάνατος καὶ οἱ ὀργανωμένες
δυνάμεις τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ὑπερισχύσουν καὶ δὲν θὰ νικήσουν τὴν Ἐκκλησία, ἡ
ὁποία θὰ εἶναι αἰώνια καὶ ἀθάνατη. Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὴν ἐξουσία νὰ εἰσάγεις στὴ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν κάθε ἄνθρωπο ἄξιο νὰ εἰσέλθει, καὶ νὰ ἀποκλείεις ἀπ' αὐτὴν
κάθε ἀνάξιο. Καὶ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα δέσεις καὶ τὸ διακηρύξεις ἀσυγχώρητο πάνω
στὴ γῆ, θὰ εἶναι δεμένο καὶ ἀσυγχώρητο καὶ στοὺς οὐρανούς· ἐνῶ ὁποιοδήποτε
ἁμάρτημα λύσεις μὲ συγχώρηση πάνω στὴ γῆ, θὰ εἶναι συγχωρημένο καὶ στοὺς
οὐρανούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου