Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ     

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 (3 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)

 


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Μαρία στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.   

                      (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, νὰ ὁ­μο­λο­γεῖ­τε ὅ­λοι τὴν ἴ­δια πί­στη καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας δι­αι­ρέ­σεις· ἀλλά νὰ εἶ­στε ἁρ­μο­νι­κὰ ἑ­νω­μέ­νοι, μὲ τὰ ἴδια φρο­νή­μα­τα ὅ­λοι σας καὶ μὲ τὶς ἴ­δι­ες γνῶ­μες καὶ ἀ­πο­φά­σεις. Καὶ σᾶς κά­νω τὴν προ­τρο­πὴ αὐ­τή, δι­ό­τι πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα γιὰ σᾶς, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πὸ τὸ σπι­τι­κό τῆς Χλό­ης, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ σας φι­λο­νι­κί­ες. Καὶ μ' αὐ­τὸ πού λέ­ω ἐν­νο­ῶ αὐ­τό, ὅ­τι κα­θέ­νας ἀ­πό σᾶς λέ­ει μὲ καύ­χη­ση: Ἐ­γὼ εἶ­μαι τοῦ Παύ­λου· ἐγώ ὅ­μως, λέ­ει ὁ ἄλ­λος, εἶ­μαι θαυ­μα­στής καὶ μα­θη­τὴς τοῦ Ἀ­πολ­λώ. Κι ὁ τρί­τος λέ­ει: ἐγώ ἀ­νή­κω στὸν Κη­φᾶ· κι ἄλ­λος πά­λι ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται: ἐγώ εἶ­μαι τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­γι­ναν ἔ­τσι ὁ­μά­δες καὶ με­ρί­δες δι­ά­φο­ρες. Κομ­μα­τι­ά­στη­κε λοι­πὸν ὁ Χρι­στός; Ἀ­πευ­θύ­νο­μαι σ' ὅ­σους λέ­νε, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε τοῦ Παύ­λου, καὶ τοὺς ρω­τῶ: Μή­πως ὁ Παῦλος σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α σας; Ἢ μή­πως βα­πτι­σθή­κα­τε στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Παύ­λου, ὥ­στε νὰ ἀ­νή­κε­τε πλέ­ον σ' αὐ­τόν; Κα­θὼς βλέ­πω τώ­ρα ποι­ὰ κα­τά­χρη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός μου κά­νε­τε, εὐ­χα­ρι­στῶ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι προ­νό­η­σε νὰ μὴ βα­πτί­σω αὐ­το­προ­σώ­πως κα­νέ­ναν ἀ­πό σᾶς, ἐκτός ἀ­πὸ τὸν Κρί­σπο καὶ τὸν Γά­ι­ο. Κι ἔ­τσι τώ­ρα δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ πεῖ ὅ­τι στὸ δι­κό μου ὄ­νο­μα βά­πτι­σα. Βά­πτι­σα ἐ­πί­σης καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐ­κτὸς ἀ­π' αὐ­τούς, δὲν γνω­ρί­ζω ἂν βά­πτι­σα κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Καὶ δὲν ἔ­κα­να κύ­ριο ἔρ­γο μου τὸ βά­πτι­σμα, δι­ό­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν μοῦ ἀ­νέ­θε­σε τὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ Ἀ­πο­στό­λου γιὰ νὰ βα­πτί­ζω, πράγ­μα πού μπο­ρεῖ νὰ κά­νει κι ἕ­νας ἁ­πλὸς λει­τουρ­γὸς· ἀλλά μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Θε­ὸς νὰ κη­ρύτ­τω τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Καὶ νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ὄ­χι μὲ ἀν­θρώ­πι­νη τέ­χνη καὶ ἀ­πα­τη­λὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, γιὰ νὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου σο­φὴ καὶ λαμ­πρή, ἀλλά νὰ τὸ κη­ρύτ­τω ἔ­τσι ὥ­στε νὰ μὴ χά­σει τὴ θεί­α του δύ­να­μη τὸ κή­ρυγ­μα γιὰ τὸ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.                     

     (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)

 

Ο ΧΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΩΝ     

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   

Ο ΤΟΠΟΣ ΗΤΑΝ ΕΡΗΜΙΚΟΣ, ἀλλά τή μέρα ἐκείνη ἔγινε πολυάνθρωπος περισσότερο καί ἀπό τήν μεγαλύτερη κοντινή πόλη. Τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, διψασμένα γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔτρεξαν ἐκεῖ ὅπου ἔμαθαν ὅτι βρίσκεται ὁ Κύριος. Καὶ Ἐκεῖνος, ὅταν εἶδε τὸ τόσο πλῆθος τοῦ λαοῦ, «ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς», τοὺς συμπόνεσε πολὺ «καὶ ἐθεράπευσε τούς ἀρρώστους αὐτῶν». Ὅμως ἡ ὥρα προχώρησε πολύ, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν νηστικοὶ καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ λάβουν τροφὴν ἦταν ἐμφανής. Πῶς θὰ τραφεῖ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος; Οἱ μαθηταὶ προβληματίζονται ἔντονα καὶ στὸ τέλος ἀποφασίζουν νὰ παρέμβουν. Πλησιάζουν λοιπὸν τὸν Κύριον καὶ Τοῦ θέτουν τό πρόβλημα: Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος, Τοῦ λέγουν, ἡ ὥρα περασμένη  ἄφησε λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους, «ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους», γιὰ νὰ πᾶνε στὰ κοντινὰ χωριὰ καὶ νὰ ψωνίσουν τροφές.

Οἱ μαθηταὶ εἶπαν «ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους», ὁ Κύριος ὅμως ἀπαντᾶ «οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν», δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ φύγουν «δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν», δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε.

Νὰ τοὺς δώσουν νὰ φᾶνε; Σὲ ἕνα πλῆθος χιλιάδων ἀνθρώπων; Οἱ μαθηταὶ ἀπορημένοι Τοῦ ἀπαντοῦν ὄτι ἔχουν στὴ διάθεσή τους μόνο πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια· τί λοιπὸν θὰ μποροῦσαν νὰ κάμουν γιὰ ὅλο αὐτὸν τὸν κόσμο; Ἡ ἀπάντησή τους ἦταν λογική, ἀλλὰ δὲν ἦταν πλήρης. Εἶχαν ἀγνοήσει τὸ γεγονὸς ὅτι μαζὶ μὲ τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια εἶχαν μαζί τους καὶ τὸν Χριστὸν Αὐτὸν ἀπό τόν Ὁποῖο προέρχονται καὶ τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια καὶ κάθε τί μέσα στὸ Σύμπαν.

ΤΩΡΑ ΕΧΕΙ ΦΘΑΣΕΙ ἡ κατάλληλη στιγμή. Ὁ Κύριος τοὺς ζητεῖ αὐτὰ τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια νὰ τὰ φέρουν κοντά Του: «φέρετέ μοι αὐτοὺς ὦδε», φέρτε τά μου ἐδῶ, τοὺς λέγει.

Ἔπειτα προτρέπει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ καθήσουν στὰ χόρτα καὶ κατόπιν, κρατώντας τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, ὕψωσε τὰ μάτια Του στὸν Οὐρανό, εὐχαρίστησε τὸν Πατέρα Του καὶ ἄρχισε νὰ μοιράζει τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια στοὺς μαθητές, οἱ δὲ μαθηταί στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.

Πέντε χιλιάδες ἄνδρες καὶ ἐπιπλέον οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ἕνα σύνολο ἴσως δέκα χιλιάδων ἀνθρώπων, ἔφαγαν καὶ χόρτασαν σ’ αὐτὸ τὸ παράδοξο τραπέζι. Ἔπειτα μάζευσαν καί τά περίσσια κομμάτια — δώδεκα γεμάτα κοφίνια!

ΕΚΘΑΜΒΑ ΤΑ ΠΛΗΘΗ τῶν ἀνθρώπων γεμίζουν ἐνθουσιασμό. Ἕνας τέτοιος ἡγέτης τοὺς χρειάζεται ὡς βασιλεύς, γιὰ νὰ τοὺς τρέφει δωρεὰν καὶ ἄκοπα. Ὁ Κύριος ἀντιλαμβάνεται τὸν αὐξανόμενο ἐνθουσιασμό τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀμέσως ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νά μποῦν στό πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ἕως ὅτου Αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη. Ἤθελε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ προστατεύσει τοὺς μαθητές Του ἀπό αὐτὸ τὸν πειρασμὸ ἑνὸς εἰλικρινοῦς, ἀλλὰ καὶ τόσο λανθασμένου ἐνθουσιασμοῦ.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΑΡΤΩΝ

Πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια γιὰ δέκα περίπου χιλιάδες ἀνθρώπους. Πῶς ἔγινε αὐτό; Γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική τὸ φαινόμενο εἶναι ἀνεξήγητο. Καὶ ἡ δυσκολία, στὴν ὁποία βρέθηκαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς φαίνεται δικαιολογημένη.

Καὶ ὅμως τὸ θαῦμα ἔγινε. Καὶ ἔγινε τόσο ἁπλᾶ, ὡσάν νὰ ἦταν τὸ πλέον φυσικὸ πράγμα στὸν κόσμο. Ὁ Κύριος μοίραζε στοὺς μαθητές καὶ οἱ μαθητές στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια δὲν τελείωναν.

Ὅλο ὅμως τὸ μυστικὸ βρίσκεται στὴν φράση ἐκείνη τοῦ Κυρίου: «φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε»! Τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια μακριὰ ἀπό τὸν Χριστὸ ἦσαν μόνο πέντε καὶ δύο, ἱκανὰ νὰ χορτάσουν ἐλάχιστους — δέκα μὲ δεκαπέντε — ἀνθρώπους. Κοντὰ στὸν Χριστὸ ὅμως εὐλογοῦνται, πολλαπλασιάζονται καὶ χορταίνουν χίλιες φορὲς περισσότερους.

«Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε»! Ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ὅπως σὲ κάθε ἐποχή, ἔτσι καὶ στὴν ἐποχή μας, ὑποφέρει. Ὑποφέρει ἀπό πεῖνα, βασανίζεται ἀπό στερήσεις, ταλαιπωρεῖται ἀπό πλῆθος ἀναγκαίων ἀγαθῶν πού τοῦ λείπουν. Πολὺ περισσότερο ὑποφέρει ἀπό τήν ἔλλειψη τῶν οὐσιαστικότερων τῆς ζωῆς: τῆς ἀγάπης, τῆς χαρᾶς, τῆς συνειδητοποιήσεως τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς του καὶ τοῦ προορισμοῦ του.

Μέσα σ' αὐτὴ τὴν καθολικὴ βασανιστικὴ στέρηση αἰσθανόμαστε ὅλοι μικροὶ καὶ ἀδύναμοι. Καὶ τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ; λέμε συνήθως εἶμαι ἕνας μικρὸς καὶ ἀδύναμος ἄνθρωπος καὶ δὲν διαθέτω παρὰ ἐλάχιστες ἱκανότητες.

Ἐλάχιστες πραγματικά! Πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια! Καὶ δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι τὰ ἔχουμε ὅλα. Ὅτι αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα, ἄν τὰ προσφέρουμε στὸν Χριστό, θὰ θρέψουν κόσμον πολύν.

Ἂν τὰ προσφέρουμε! Διότι συνήθως τὰ κρατᾶμε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὶς ἀναγκες τοῦ σπιτιοῦ μας. Ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν πεῖνα τῶν ψυχῶν γύρω μας, γιὰ τὶς ποικίλες στερήσεις τῶν συνανθρώπων μας. Καὶ αὐτὰ τὰ λίγα ποὺ ἔχουμε μένουν λίγα: πέντε καί δύο! Ἐνῶ, ἄν τὰ προσφέραμε στὸν Χριστό, θὰ ἐγίνονταν πέντε καὶ δύο ἐπί χίλια καὶ ἀκόμη περισσότερο.

(5 + 2)Χ 1000!

Αὐτὰ εἶναι τὰ μαθηματικὰ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀνώτερα ἀπό ὅλες τὶς ἀριθμητικὲς τοῦ κόσμου!

Στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας γιά τή ζωὴ τοῦ κόσμου δὲν χρειάζονται πολυχαρισματοῦχοι. Ἄνθρωποι τῶν πέντε ἄρτων χρειάζονται! Ποὺ θὰ τοὺς προσφέρουν ὅμως πρόθυμα στὸν Χριστό!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)