Σάββατο 23 Αυγούστου 2025

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2025)


ΕΩΘΙΝΟΝ ΙΑ΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, καὶ λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ, Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με πλέον τούτων; λέγει αὐτῷ, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον, Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με; Λέγει αὐτῷ, Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ, Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον, Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με; καὶ εἶπεν αὐτῷ, Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, Βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτόν, καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπών, λέγει αὐτῷ, Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε, Κύριε, τὶς ἐστιν ὁ παραδιδοὺς σε; τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ, Κύριε, οὗτος δὲ τὶ; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; σὺ  ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφούς. Ὃτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει, καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει' ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τὶ πρὸς σὲ; Οὗτὸς ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων , καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστὶν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

(Ἰωάν. κα΄[21] 14 – 25)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

 

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ  φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς, καὶ λέγει στὸν Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ᾿ αὐτούς, τούς ἄλλους μαθητές, ὅπως μοῦ ἔλεγες μέ καύχηση τή νύχτα τῆς συλλήψεώς μου; Ὁ Πέτρος τώρα, διδαγμένος ἀπό τό πάθημά του, μέ λόγια ταπεινοφροσύνης τοῦ λέει: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά λογικά ἀρνιά τῆς πνευματικῆς μου ποίμνης καί φρόντιζε νά τρέφονται καί νά οἰκοδομοῦνται μέ τή διδασκαλία τῆς ἀλήθειας καί μέ κάθε μέσο πνευματικῆς παιδαγωγίας.  Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς πάλι, γιά δεύτερη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: Ναί, Κύριε, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποίμαινε τά λογικά πρόβατά μου, ἐπιστατώντας καί ἀγρυπνώντας γιά τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία τους.  Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς γιά τρίτη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μέ ἀγαπᾶς; Κι ἐπειδή φαινόταν μέ τή νέα αὐτή ἐρώτηση ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀμφέβαλλε ἀκόμη γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πέτρου, λυπήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν ρώτησε ὁ Κύριος γιά Τρίτη φορά «μέ ἀγαπᾶς;». Κι ἐπειδή ἡ τριπλή ἄρνηση τόν εἶχε διδάξει νά μήν ἔχει πλέον ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐσύ ὅλα τά γνωρίζεις, ἐσύ ξέρεις ὅτι σέ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Βόσκε τά πρόβατά μου. Κι ἀφοῦ μέ τήν τριπλή αὐτή βεβαίωσή του ὁ Πέτρος ἐπανόρθωσε τό ἁμάρτημα τῆς τριπλῆς ἀρνήσεώς του καί ἀποκαταστάθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, ὁ Κύριος, πληροφορώντας τον ὅτι δέν θά τόν ἀρνοῦνταν πλέον, τοῦ προσθέτει:  Ἀληθινά, ἀληθινά σοῦ λέω, ὅταν ἤσουν πιό νέος, ἔδενες μόνος σου τή ζώνη στή μέση σου καί βάδιζες ὅπου ἤθελες. Ὅταν ὅμως γεράσεις, θά ἁπλώσεις τά χέρια σου καί κάποιος ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέν θέλεις. Δηλαδή θά σέ ὁδηγήσει στό μαρτύριο, τό ὁποῖο, ἄν καί ἐνδόμυχα θά ἀποδέχεσαι, ἐξαιτίας ὅμως τῆς φυσικῆς ἀποστροφῆς τῶν ἀνθρώπων πρός τό θάνατο φυσικά κι ἐσύ θά τό ἀποστρέφεσαι.  Ὁ Κύριος λοιπόν τό εἶπε αὐτό δηλώνοντας μέ ποιό εἶδος θανάτου θά δόξαζε ὁ Πέτρος τόν Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησέ με.  Κι ἐνῶ βάδιζαν, στράφηκε πίσω ὁ Πέτρος καί εἶδε τόν μαθητή πού ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς νά ἀκολουθεῖ κι αὐτός. Ὁ μαθητής αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού στό δεῖπνο εἶχε γείρει πάνω στό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καί εἶχε πεῖ: Κύριε, ποιός εἶναι αὐτός πού πρόκειται νά σέ παραδώσει;  Αὐτόν τόν μαθητή λοιπόν ὅταν τόν εἶδε ὁ Πέτρος, λέει στόν Ἰησοῦ: Κύριε, αὐτός τί θά γίνει καί τί πρόκειται νά τοῦ συμβεῖ στό μέλλον; Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν Πέτρο: Ὑπόθεσε ὅτι θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ἔλθω κατά τή δευτέρα μου παρουσία. Τί σέ ἐνδιαφέρει αὐτό καί τί ἔχεις νά κερδίσεις ἐσύ, ἐάν μάθεις τί θά ἀπογίνει αὐτός; Σύ ἀκολούθα με καί φρόντιζε γιά τή δική σου σωτηρία.  Ἀπό παρανόηση λοιπόν τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ διαδόθηκε μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἡ φήμη αὐτή, ὅτι δηλαδή ὁ μαθητής ἐκεῖνος δέν θά πεθάνει. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶπε στόν Πέτρο ὅτι ὁ μαθητής αὐτός δέν θά πεθάνει, ἀλλά εἶπε ὑποθετικά: Ἐάν αὐτός θέλω νά μείνει ζωντανός μέχρι νά ξαναέλθω, ἐσένα τί σέ νοιάζει; Ὁ μαθητής ἐκεῖνος εἶναι αὐτός πού ἐξακολουθεῖ καί τώρα  νά δίνει μαρτυρία γιά τά γεγονότα πού ἱστοροῦνται στό Εὐαγγέλιο αὐτό, καί αὐτός τά κατέγραψε. Καί γνωρίζουμε ὅτι ἡ μαρτυρία του εἶναι ἀληθινή.  Ὑπάρχουν ὅμως καί πολλά ἄλλα πού ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα, ἄν γράφονταν λεπτομερειακά, ἕνα-ἕνα, νομίζω ὅτι οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος μέ ὅλες τίς βιβλιοθῆκες του δέν θά χωροῦσε τά βιβλία πού θά ἔπρεπε νά γραφοῦν. Πραγματικά.

 

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; Ἤ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; Ἤ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; Ἤ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; Ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; Ἤ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.

                                         (Α΄ Κορ. θ΄[9] 2 – 12)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀ­δελ­φοί, ἐάν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, τουλάχιστον ὅμως γιά σᾶς εἶμαι Ἀπόστολος. Διότι ἡ σφραγίδα μὲ τὴν ὁποία πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, εἶστε ἐσεῖς, τούς ὁποίους ἐγώ ὁδήγησα στὸ Χριστό. Ἡ ἀπάντησή μου πρὸς ἐκείνους ποὺ μὲ ἐξετάζουν καὶ ἀμφισβητοῦν ἄν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὴ πού δίνεται ἀπό τὴ θεία αὐτὴ σφραγίδα. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι κι ἐγώ Ἀπόστολος σάν τούς ἄλλους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχουμε κι ἐγώ καὶ οἱ συνεργάτες μου δικαίωμα νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε αὐτά ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες γυναίκα, Χριστιανὴ ἀδελφή, γιά νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι κι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καί ὁ Κηφᾶς; Ἢ μήπως μόνο ἐγώ κι ὁ Βαρνάβας δὲν ἔχουμε δικαίωμα νά μήν ἐργαζόμαστε κάποιο βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα, γιὰ νὰ καλύπτουμε ἀπ' αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας; Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πού ἀγωνιζόμαστε για τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του. Ποιός ποτέ παίρνει μέρος σὲ ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μέ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε ἀμπελουργοὶ ποὺ καλλιεργοῦμε τό πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιός φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπό τὸν καρπό του; Εἴμαστε πνευματικοί ποιμένες κι ἐσεῖς εἶστε τὰ πρόβατά μας. Ποιός βόσκει ποίμνιο, φροντίζει γι' αὐτό, καὶ δὲν τρώει ἀπό τό γάλα τοῦ ποιμνίου; Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι συμφωνα μόνο μέ ἀνθρώπινες συνήθειες καὶ παραδείγματα; Ἤ μήπως δὲν λέει τὰ ἴδια καὶ ὁ θεόπνευστος νόμος; Βεβαίως τὰ λέει αὐτὰ ὁ νόμος. Διότι ἔχει γραφεῖ στό Μωσαϊκὸ νόμο: Δὲν θὰ κλείσεις μὲ φίμωτρο καὶ δὲν θά βουλώσεις τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Θὰ ἀφήσεις τὸ στόμα του ἐλεύθερο νά φάει ἀπό τά στάχυα πού μὲ τόσο κόπο ἁλωνίζει. Ἀλλὰ ρωτῶ: Μήπως ὁ Θεός ὡς νομοθέτης ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ βόδια; Ἢ μήπως γιὰ μᾶς τοὺς λογικοὺς βεβαίως ἀνθρώπους τὰ λέει καὶ τὰ νομοθετεῖ αὐτά; Ναί, γιὰ μᾶς τὰ λέει. Διότι γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτες καὶ καλλιεργητές γράφτηκε ὅτι ὁ καλλιεργητὴς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τή γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀπολαύσει τὴ σοδειὰ κι ἐκεῖνος ποὺ γεμάτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νά μετέχει καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὸν καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περίμενε νὰ ἀποκτήσει ἀπ' τὸν ἀγρό του. Κι ἐμεῖς ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας σποριάδες πνευματικοὶ καὶ καλλιεργητές. Ἐάν λοιπόν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιὲς σας τὸν πνευματικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πράγμα ἄν ἐμεῖς θερίσουμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά σας ὡς καρπὸ τῆς πνευματικῆς αὐτῆς σπορᾶς; Κι ἄν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ νόμος σὲ σᾶς τοὺς μαθητευόμενους, δὲν δικαιούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐξουσία αὐτὴ πολὺ περισσότερο ἐμεῖς; Ἀλλ' ὅμως ἐμεῖς δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀντιθέτως ὑποφέρουμε κάθε εἶδος στερήσεις, γιὰ νὰ μὴν παρεμβάλουμε οὔτε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ' ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ' ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.                   

        (Ματθ. ιη΄[18] 23 – 35)

 

«ΣΥΝΑΡΑΙ ΛΟΓΟΝ»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΕΙΝΑΙ τὸ ἀνάγνωσμα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί διηγήθηκε αὐτὴ τὴν παραβολὴ ὁ Κύριος; Τὴν διηγήθηκε ἀπαντώντας σὲ μιά ἐρώτηση πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Πέτρος, ζητώντας νὰ μάθει πόσες φορὲς εἶναι ἀρκετό νά συγχωρήσει κάποιο συνάνθρωπό του, πού θά τοῦ φταίξει. Ἑπτὰ φορὲς εἶναι ἀρκετές; — Ὄχι ἑπτά, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Κύριος, ἀλλά «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑπτά, δηλαδὴ ἀπεριόριστες. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ὑπογραμμίσει αὐτὸ δίδαξε τήν παραβολή τῶν μυρίων ταλάντων.

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ὁμοιάζει, λέγει ὁ Κύριος, μὲ ἕνα βασιλέα, ὁ ὁποῖος θέλησε «συνᾶραι λόγον», νὰ ἔρθει σὲ λογαριασμὸ μὲ τοὺς δούλους του, πού εἶχαν ὑπεύθυνες θέσεις μέσα στὸ βασίλειό του. Ὅταν ξεκίνησε αὐτὴ ἡ διαδικασία, τοῦ ἔφεραν κάποιον, ὁ ὁποῖος ὤφειλε στὸν βασιλέα ἕνα κολοσσιαῖο ποσὸ  μύρια τάλαντα!

διαταγὴ τοῦ βασιλέως ἦταν αὐστηρή: νά πουληθεῖ ὁ δοῦλος, ἡ γυναίκα του, τὰ παιδιά του καὶ ἡ περιουσία του, γιά νά εἰσπραχθεῖ κάποιο ποσό. Συγκλονισμένος ὁ χρεώστης δοῦλος πέφτει στὰ πόδια τοῦ βασιλέως, ζητώντας μια προθεσμία, γιά νά πληρώσει τὸ χρέος. Τὸν λυπήθηκε ὅμως ὁ βασιλεὺς καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο, χαρίζοντάς του ὅλο τὸ χρέος!

Ο ΔΟΥΛΟΣ ΦΕΥΓΕΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ. Καθώς ὅμως βγαίνει ἀπό τὰ ἀνάκτορα, συναντᾶ ἕνα ἄλλο δοῦλο, ὁ ὁποῖος τοῦ ὤφειλε «ἑκατὸν δηνάρια», ἕνα σχετικῶς μικρὸ ποσό. Τὸν ἔπιασε τότε καὶ τὸν πίεσε σκληρά, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὸ χρέος. Μάταια ὁ σύνδουλὸς του αὐτὸς τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει μιά πίστωση χρόνου. Ὁ δοῦλος ὑπῆρξε ἀμετάπειστος καί ὁδήγησε τὸν συνδουλό του στὴ φυλακή.

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΥΤΟ τὸ ἀντιλήφθησαν οἱ ἄλλοι δοῦλοι καί λυπήθηκαν πολύ. Ἦλθαν λοιπὸν στὸν βασιλέα καὶ τοῦ ἀνάφεραν λεπτομερῶς τὸ γεγονός. Κι ἐκεῖνος κάλεσε τότε τὸν ἀχάριστο δοῦλο καί τοῦ λέγει: «Δοῦλε πονηρέ», ἐγώ σοῦ χάρισα ὅλο ἐκεῖνο τὸ τεράστιο χρέος, ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες. Δὲν ἔπρεπε ἑπομένως καὶ σὺ νὰ λυπηθεῖς τὸν σύνδουλό σου, ὅπως σέ λυπήθηκα ἐγώ; Καὶ θυμωμένος ὁ βασιλεὺς ἔδωσε ἐντολή νὰ τὸν βασανίσουν ἕως ὅτου ἐξοφλήσει τὸ χρέος του.

ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ. Ἔτσι, λέγει ὁ Κύριος, θὰ κάμει καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μου σὲ σᾶς, ἐάν δὲν συγχωρήσετε ὁ καθένας σας τὸν ἀδελφό του ἀπό τήν καρδιά σας.

ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Παραβολὴ ἔχει ἕνα βασικὸ νόημα. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Εἶναι ὅτι ὅλοι μας εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ «μύρια τάλαντα», δηλαδὴ γιὰ ἀναρίθμητα σχεδὸν ἁμαρτήματα. Καθένας δὲ ἀπό τούς ἀδελφούς μας, ὅσο κι ἄν μᾶς φέρεται ἄσχημα, εἶναι χρεώστης μας πολὺ ὀλίγων παραβάσεων, γιά «ἑκατὸν δηνάρια».

Ἕνα τάλαντο ἰσοδυναμοῦσε μὲ 6.000 δηνάρια καὶ ἕνα δηνάριο ἦταν τὸ ἡμερομίσθιο ἑνὸς ἐργάτου τὴν ἐποχὴν ἐκείνη. Μύρια (10.000 δηλαδὴ) τάλαντα, ἄν ὑπολογίσουμε μὲ σημερινὸ ἡμερομίσθιο 50 Εὐρώ, ἰσοδυναμοῦν μέ ἕνα ποσὸ 30 ἑκατομμυρίων Εὐρώ ἐνῷ 100 δηνάρια ἀντιστοιχοῦν σὲ πέντε χιλιάδες.

Ἑπομένως, τά ὅσα μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι εἶναι χρέος πέντε χιλιάδων, ἐνῷ τά ὅσα φταῖμε ἐμεῖς στόν Θεό φτάνουν τὰ τριάντα ἑκατομμύρια.

Μύρια τάλαντα – τριάντα ἑκατομμύρια! Ὅλο αὐτὸ τὸ χρέος τῶν ἀναρίθμητων ἁμαρτημάτων μας ὁ Θεός, μόλις μετανοήσουμε, μᾶς τὸ ἐξαλείφει, μᾶς συγχωρεῖ  μέ μιά καὶ μόνη προϋπόθεση. Τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ συγχωρήσουμε καί μεῖς τοὺς ἀδελφούς μας γιὰ ὅσα μᾶς ἔχουν φταίξει καὶ μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο μᾶς ἔβλαψαν, δηλαδὴ γιὰ τὸ χρέος τῶν πέντε χιλιάδων πού μᾶς χρωστοῦν.

Ὅσο κι ἄν εἴμαστε ἀστοιχείωτοι στὰ Μαθηματικά, αὐτὸ τὸν στοιχειώδη λογαριασμό ὅλοι μας μποροῦμε νὰ τὸν κάνουμε. Δίνουμε πέντε χιλιάδες, παίρνουμε τριάντα ἑκατομμύρια. Δηλαδὴ πιό ἁπλᾶ:

Συγχωροῦμε τοὺς ἀδελφούς μας; Κερδίζουμε τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πᾶμε στὸν Παραδεισο, κερδίζουμε τὰ πάντα. Δὲν τοὺς συγχωροῦμε; Τότε μένουμε ἔξω ἀπό τὸν Παράδεισο, πᾶμε στὴν κόλαση, τὰ χάνουμε ὅλα, χανόμαστε γιὰ πάντα!

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὁλοφάνερο: Ὁ μνησίκακος, αὐτὸς ποὺ δὲν συγχωρεῖ τοὺς ἀδελφούς του, ἀκόμη κι ἄν ἐξομολογηθεῖ χιλιάδες φορὲς τὰ ἁμαρτήματά του, ἐάν δέ συγχωρήσει ἐκ βάθους ψυχῆς τοὺς ἀδελφούς του, πηγαίνει κατ’ εὐθείαν γιὰ τὴν κόλαση.

Συγχωρεῖς; Συγχωρεῖσαι! Δὲν συγχωρεῖς; Δὲν συγχωρεῖσαι. Κολάζεσαι γιὰ πάντα! Αὐτὴ τὴν τόσο ἁπλῆ ἀλήθεια, μόνο ἐάν ἔχουμε πάθει παράκρουση βαρύτατης μορφῆς, δὲν θὰ τὴν κατανοήσουμε. Εἶναι ἡ πιὸ ἁπλῆ καὶ εὔκολα κατανοητή, εἶναι ὁλοφάνερη ἀλήθεια!

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου