Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    




ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ

(7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2025)


 

ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωΐ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς, Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος, ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς, Μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὦδε, ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν, ἀλλ' ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ.

(Μᾶρκ. ιϚ΄[16] 1 – 8)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἀφοῦ πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τό βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, γιά νά ἔλθουν τό πρωί στόν τάφο καί νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν᾿ ἀνατέλλει κάτω ἀπ᾿ τόν ὁρίζοντα. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: Ποιός θά μᾶς κυλίσει τή μεγάλη πέτρα μακριά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Μόλις ὅμως ἔστρεψαν τά μάτια τους πρός τά ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι εἶχε μετατοπισθεῖ ἡ πέτρα μακριά ἀπ᾿ τό μνημεῖο. Καί τά ἔλεγαν αὐτά μεταξύ τους, διότι ἡ πέτρα αὐτή ἦταν πολύ μεγάλη καί δέν ἦταν εὔκολο νά μετακινηθεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆκαν στό μνημεῖο, εἶδαν ἕνα νέο πού καθόταν στά δεξιά τοῦ μνημείου καί ἦταν ντυμένος μέ λευκή στολή, καί γέμισαν μέ τρόμο καί κατάπληξη. Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: Μήν τρομάζετε καί μή φοβάστε. Ξέρω ποιόν ζητᾶτε. Ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό τόν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανό τό μέρος πού τόν ἔβαλαν. Ἀλλά πηγαίνετε καί πέστε στούς μαθητές του καί ἰδιαιτέρως στόν Πέτρο, πού ἔχει ἀνάγκη παρηγοριᾶς καί βεβαιώσεως ὅτι συγχωρήθηκε γιά τήν ἄρνησή του, ὅτι πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στή Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐκεῖνες τότε βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνημεῖο. Ἦταν μάλιστα γεμάτες τρόμο καί ἔκσταση. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε σέ κανένα, διότι ἦταν φοβισμένες.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀδελφοί, ἲ­δε­τε πη­λί­κοις ὑ­μῖν γράμ­μα­σιν ἔ­γρα­ψα τ ἐ­μῇ χει­ρί.  ὅ­σοι θέ­λου­σιν εὐ­προ­σω­πῆ­σαι ν σαρκ, οὗ­τοι ἀ­ναγ­κά­ζου­σιν ὑ­μᾶς πε­ρι­τέ­μνε­σθαι, μό­νον ἵ­να μ τ σταυ­ρῷ το Χρι­στοῦ δι­ώ­κων­ται. οὐ­δὲ γρ ο πε­ρι­τε­τμη­μέ­νοι αὐ­τοὶ νό­μον φυ­λάσ­σου­σιν, ἀλ­λὰ θέ­λου­σιν ὑ­μᾶς πε­ρι­τέ­μνε­σθαι, ἵ­να ἐν τ ὑ­με­τέ­ρᾳ σαρ­κὶ καυ­χή­σων­ται. Ἐ­μοὶ δ μ γέ­νοι­το καυ­χᾶ­σθαι ε μ ν τ σταυ­ρῷ το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι' ο ἐ­μοὶ κό­σμος ἐ­στα­ύ­ρω­ται κἀ­γὼ τ κό­σμῳ. ν γρ Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ οὔ­τε πε­ρι­το­μή τι ἰ­σχύ­ει οὔ­τε ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λὰ και­νὴ κτί­σις. κα ὅ­σοι τ κα­νό­νι το­ύ­τῳ στοι­χή­σου­σιν, εἰ­ρή­νη ἐ­π' αὐ­τοὺς κα ἔ­λε­ος, κα ἐ­πὶ τν Ἰσ­ρα­ὴλ το Θε­οῦ. Το λοι­ποῦ κό­πους μοι μη­δεὶς πα­ρε­χέ­τω· ἐ­γὼ γρ τ στίγ­μα­τα το Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ ἐν τ σώ­μα­τί μου βα­στά­ζω. χά­ρις το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ με­τὰ το πνε­ύ­μα­τος ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί· ἀ­μήν.

                                                                            (Γαλ. στ΄[6] 11 – 18 )

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἀδελφοί, δεῖ­τε μὲ πό­σο με­γά­λα γράμ­μα­τα σᾶς ἔ­γρα­ψα μὲ τὸ ἴ­διο μου τὸ χέ­ρι.  Ὅ­σοι θέ­λουν νὰ κά­νουν κα­λὴ ἐν­τύ­πω­ση καὶ νὰ ἀ­ρέ­σουν σὲ ἀν­θρώ­πους γιὰ πράγ­μα­τα πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στὴ σάρ­κα, αὐ­τοὶ σᾶς πα­ρα­κι­νοῦν καὶ σᾶς πα­ρα­σύ­ρουν νὰ πε­ρι­τέ­μνε­σθε, μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ μὴν κα­τα­δι­ώ­κον­ται ἀ­π' τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους γιὰ τὸ κή­ρυγ­μα πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ. Γι αὐ­τὸ καὶ μό­νο σᾶς ἀ­ναγ­κά­ζουν νὰ πε­ρι­τέ­μνε­σθε. Κι αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι οὔ­τε κι αὐ­τοί πού ἔ­χουν πε­ρι­τμη­θεῖ τη­ροῦν τὶς τε­λε­τουρ­γι­κὲς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου, τὶς κα­θάρ­σεις δη­λα­δὴ καὶ τὶς ζω­ο­θυ­σί­ες· ἀλ­λά θέ­λουν νὰ πε­ρι­τέ­μνε­σθε ἐ­σεῖς γιά νά καυ­χη­θοῦν αὐ­τοὶ γιὰ τὴ δι­κή σας σάρ­κα. Θέ­λουν δη­λα­δὴ νὰ καυ­χη­θοῦν ὅ­τι σᾶς ἔ­πει­σαν νὰ δε­χθεῖ­τε τὴν πε­ρι­το­μή. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲν κι­νοῦ­μαι ἀ­πὸ τέ­τοι­α ἁ­μαρ­τω­λὰ ἐ­λα­τή­ρια. Πο­τὲ νὰ μὴ συμ­βεῖ ἐ­γώ νὰ καυ­χη­θῶ γιὰ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο γιὰ τὸ ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς γιὰ χὰ­ρη μου πῆ­ρε μορ­φὴ δού­λου καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μου. Μό­νο καύ­χη­μά μου εἶ­ναι ὁ σταυ­ρι­κὸς θά­να­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ μὲ τὴν πί­στη στὸ θά­να­τό του αὐ­τόν ἔ­χει νε­κρω­θεῖ κι ἔ­χει χά­σει τὴ δύ­να­μή του ὁ κό­σμος γιά μέ­να. Ἀλ­λά κι ἐ­γώ ἔ­χω νε­κρω­θεῖ γιὰ τὸν κό­σμο. Εἶ­μαι νε­κρω­μέ­νος γιὰ τὸν κό­σμο, καὶ τί­πο­τε ἀ­π’ αὐ­τόν δὲν μὲ δε­λε­ά­ζει οὔ­τε μὲ φο­βί­ζει. Δι­ό­τι στὴν κοι­νω­νί­α καὶ τὴν ἕ­νω­ση μὲ τὸν Χρι­στὸ οὔ­τε ἡ πε­ρι­το­μή ἔ­χει κα­μί­α ἀ­ξί­α οὔ­τε ἡ ἀ­κρο­βυ­στί­α, ἀλ­λά ἰ­σχύ­ει νέ­α κτί­ση καὶ δη­μι­ουρ­γί­α. Ἡ και­νὴ αὐ­τὴ κτί­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­να­γέν­νη­ση πού δί­νει ὁ Χρι­στὸς σὲ κά­θε πι­στὸ μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κῆς του σταυ­ρι­κῆς θυ­σί­ας. Καὶ ὅ­σοι θ' ἀ­κο­λου­θή­σουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τὴ γιά τή νέ­α κτί­ση καὶ θὰ τὴν ἔ­χουν ὡς μέ­τρο καὶ ὑ­πό­δειγ­μα γιὰ νὰ συμ­μορ­φώ­σουν τὴ ζω­ὴ τους μ' αὐ­τή, ἂς ἔ­χουν ἐ­πά­νω τους τὴν εἰ­ρή­νη καὶ τὸ ἔ­λε­ος· ἀλ­λά καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­λος ὁ νέ­ος Ἰσ­ρα­ὴλ τῆς χά­ρι­τος, ὁ νέ­ος λα­ὸς πού μὲ τὴν πί­στη ἔ­γι­νε ἐ­κλε­κτὸς στὸ Θε­ὸ καὶ ἀν­τι­κα­τά­στη­σε τόν πα­λαι­ό κα­τὰ σάρ­κα Ἰσ­ρα­ήλ. Στὸ ἑ­ξῆς ἂς μὴ μοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ κα­νεὶς κό­πους καί ἐ­νο­χλή­σεις, ζη­τών­τας ἀ­πὸ μέ­να νὰ ἀ­πο­λο­γοῦ­μαι γιά ὅ­σα κά­νω. Δι­ό­τι ἐ­γώ βα­στά­ζω στὸ σῶ­μα μου τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν πού δέ­χθη­κα γιὰ τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Καί οἱ πλη­γές μου αὐ­τὲς εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­λο­γί­α μου.

Σᾶς εὔ­χο­μαι, ἀ­δελ­φοί, ἡ χά­ρις τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἐ­νι­σχύ­ει καὶ νὰ ἐν­δυ­να­μώ­νει τὶς πνευ­μα­τι­κές σας δυ­νά­μεις, ὥ­στε νὰ δι­α­τη­ρεῖ­τε πάν­το­τε τόν ἁ­για­σμὸ πού σᾶς ἔ­δω­σε τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα. Ἀ­μήν.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. οὐ­δεὶς ἀ­να­βέ­βη­κεν ες τν οὐ­ρα­νὸν ε μ κ το οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς, υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ὁ ν ν τ οὐ­ρα­νῷ. κα κα­θὼς Μω­ϋ­σῆς ὕ­ψω­σε τν ὄ­φιν ἐν τ ἐ­ρή­μῳ, οὕ­τως ὑ­ψω­θῆ­ναι δε τν υἱ­ὸν το ἀν­θρώ­που, ἵ­να πς πι­στε­ύ­ων ες αὐ­τὸν μ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Οὕ­τω γρ ἠ­γά­πη­σεν ὁ Θε­ὸς τν κό­σμον, ὥ­στε τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ τν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν, ἵ­να πς πι­στε­ύ­ων ες αὐ­τὸν μ ἀ­πό­λη­ται ἀλ­λ' ἔ­χῃ ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. ο γρ ἀ­πέ­στει­λεν ὁ Θε­ὸς τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ες τν κό­σμον ἵ­να κρί­νῃ τν κό­σμον, ἀλλ' ἵ­να σω­θῇ κό­σμος δι' αὐ­τοῦ. 

                                        (Ἰωάν. γ΄[3] 13 – 17)

 

ΛΟ­ΓΟΣ ΣΤΟ ΕΥ­ΑΓ­ΓΕ­ΛΙΟ

Ο ΧΡΙ­ΣΤΟΣ ΕΙ­ΝΑΙ ΠΑ­ΝΑ­ΓΑ­ΘΟΣ ΣΩ­ΤΗΡΑΣ

«Οὐκ ἀ­πέ­στει­λεν ὁ Θε­ὸς τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ εἰς τὸν κό­σμον ἵ­να κρί­νῃ τὸν κό­σμον, ἀλ­λ’ ἵ­να σω­θῇ ὁ κό­σμος δι’ αὐ­τοῦ»

Πα­νί­σχυ­ρο ἡ­γε­μό­να φαν­τά­ζον­ταν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι τὸν Μεσ­σί­α. Τὸν πε­ρί­με­ναν νὰ ἔλ­θει ὅ­πως οἱ ἀρ­χαῖ­οι βα­σι­λεῖς γιά νὰ δι­ώ­ξει τούς Ρω­μαί­ους κατακτητές καί να τιμωρήσει τά εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὰ ἔ­θνη.

Ἀλλ’ ὁ Κύ­ριος, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ,  ἦλ­θε πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τικά. Πλή­ρης στορ­γῆς καὶ ἀ­γά­πης συγκατέβηκε ἀ­πὸ τὸ ὕψος τῆς δόξας Του ὄ­χι γιά νὰ τι­μωρήσει, ἀλλά γιά νά σώσει ἀπό τήν ἁ­μαρ­τί­α τὰ πλά­σμα­τά Του.

Αὐ­τὴ τὴν ἀ­λή­θεια τόνισε στόν Νι­κό­δη­μο ὁ Κύ­ριος κα­τὰ τὴν ἀρχή ἀ­κό­μη τῆς δημόσιας δράσης Του. Σ’ αὐ­τὴ ἂς ἐγκύψουμε κι ἐμεῖς γιά νά δοῦμε πρῶ­το μὲν πῶς φάνηκε αὐ­τὸ στή ζωή τοῦ Κυ­ρί­ου, καί στή συνέχεια ποιά σημασία ἔ­χει γιά τὸν ἀ­γώ­να μας.

1. Πῶς φάνηκε ὡς στορ­γι­κὸς Λυτρωτής.  Μιά προ­σε­κτι­κὴ με­λέ­τη τῆς ζωῆς τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πο­δει­κνύ­ει καὶ πεί­θει πράγ­μα­τι ὅ­τι δὲν ἦλθε ὡς δυ­νά­στης, Κρι­τὴς καὶ τι­μω­ρός, ἀλλ’  ὡς εὔσπλαχνος Σωτῆρας τῶν ἀν­θρώ­πων.

Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ τῆς Γέννησής Του καὶ τῆς θεί­ας Ἐ­πι­φάνειάς Του ἐπί γῆς ἔ­δει­ξε κα­θα­ρὰ ὅτι δὲν ἔρ­χε­ται ὡς Ἰ­σχυ­ρὸς Θε­ός, πού εἶ­ναι, μὲ τὴ δό­ξα του, γιά νά ἀποδώσει δικαιοσύνη, ἀλλ’ ἔρ­χε­ται ἤ­πια καὶ τα­πει­νὰ γιά νά συγκινήσει καί ἀφυπνίσει τίς ψυ­χές, γιὰ νὰ τὶς ἐπιστρέψει στόν ὀρθό δρόμο καί τή σωτηρία.

Ἀρ­γό­τε­ρα, μὲ τὸ δη­μό­σιο ἔργο Του φάνηκε αὐτό καθαρότερα. ­Τὸν πα­ρα­λυ­τι­κό τῆς Κα­περ­να­οὺμ καὶ τὸν πα­ρά­λυ­το τῆς Βη­θεσ­δᾶ, πού ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τί­ες τους τιμωροῦνταν καί ὑπέφεραν, δὲν τοὺς ἐ­πέ­πλη­ξε, τούς θεράπευσε. Τόσο στήν ψυχή, ὅ­σο καί στό σῶ­μα. Καὶ μὲ πολ­λὴ στορ­γὴ τοὺς ὑπόδειξε τὸν με­γά­λο κίν­δυ­νο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, γιά νά φυλαχθοῦν καὶ στὸ μέλ­λον ἀ­πὸ αὐ­τόν.

Ἄλ­λες ψυ­χὲς βου­τηγ­μέ­νες στὴν ἁ­μαρ­τί­α, πού οἱ Φαρισσαῖοι θεωροῦσαν αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ κα­τα­δι­κα­στοῦν καὶ τι­μω­ρη­θοῦν σκλη­ρά, ὁ Χρι­στὸς τὶς εἵλκυε σέ μετάνοια καί τίς συγχωροῦσε, τίς ἀ­θώ­ω­νε (Λουκ. ζ'[7] 39, Ἰω. η΄[8] 3).

Ἀ­κό­μη καὶ τοὺς ἴδιους τούς σκληρυμμένους φα­ρι­σαί­ους καὶ τόν προδότη Ἰούδα δὲν ἔ­σπευ­σε νὰ τοὺς τιμωρήσει, ὅ­πως θὰ ἦταν δίκαιο, ἀλλά τοὺς ἔ­δι­δε διαρκῶς ἀ­φορ­μὲς πρός μετάνοια, αἰ­σθα­νό­με­νος βα­θύ πόνο ἀ­γά­πης «ἐ­πὶ τῇ πωρώσει τῆς καρ­δί­ας αὐ­τῶν» (Μαρκ. γ'[3[ 5).

Ἡ σπουδαιότερη ὅ­μως καὶ πιὸ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἀ­πό­δειξη τῆς στορ­γῆς τοῦ Σω­τῆ­ρος εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός Του, τὸν ὁποῖο τήν ἐρχόμενη Κυριακή μὲ πολ­λὴ εὐλάβεια θά προσκυνήσουμε. Ἐκεῖ πάνω ὁ Δί­και­ος Κρι­τὴς δέ­χθη­κε νὰ παρουσιασθεῖ κρι­νό­με­νος καὶ κατάκριτος. Ἀν­τὶ νὰ τιμωρήσει δέ­χθη­κε νὰ τι­μω­ρηθεῖ, γιά νὰ σω­θοῦν καὶ νὰ μὴ κα­τα­στρα­φοῦν τὰ πλά­σμα­τά Του.

     Ἀλλ᾿ αὐτή ἡ στάση τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­χει νὰ πεῖ πολλά γιά τόν ἀ­γώ­να μας.

2. Ποιά ἡ σημασία της γιά μᾶς. Ὁ Κύ­ριος ἦλ­θε ὄ­χι γιά νά κρίνει, ἀλλά γιά νά σώσει τὸν κό­σμο. Τὸ εἶ­πε στόν Νι­κό­δη­μο ἀρχικά. Τό ἐπανέλαβε καί ἄλ­λες φο­ρὲς κα­τό­πιν (Ἰω. η΄[8] 15, ιβ΄[12] 47). Τὸ ἀ­πέδειξε πε­ρί­τρα­να μὲ τὴ ζω­ή Του.

Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­ταν ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν Ἱερά Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ὅ­ταν ἀναλογιζόμαστε τὶς πολ­λὲς καὶ ποι­κί­λες ἁ­μαρ­τί­ες μας, μὴ ἐ­πι­τρέψουμε πο­τὲ στὸν ἑ­αυ­τό μας νὰ καταληφθεῖ ἀ­πὸ ἀγωνία, φό­βο ἢ ντροπή καί δυσταγμό. «Πῶς νὰ τὰ ­πῶ στόν πνευ­μα­τι­κό;» λέ­νε με­ρι­κοί. «Εἶ­ναι τό­σο βα­ρειὰ τὰ σφάλ­μα­τά μου! Θὰ μὲ συγχωρήσει ἆραγε ὁ Θε­ός;» Ναί, ὁ­τι­δή­πο­τε καὶ νὰ ἔχει συμβεῖ, θὰ μᾶς συγχωρήσει ὁ Θε­ός, ὅ­ταν εἰ­λι­κρι­νὰ με­τα­νο­ή­σου­με καὶ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με. Γι’ αὐ­τὸ τό λόγο ἄλ­λω­στε συ­νέ­στη­σε τὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τῆς Ἐξομολόγησης. Γιά νά μᾶς ἀθωώνει, ὄ­χι νὰ μᾶς κα­τα­δικάζει καί τιμωρεῖ. Καὶ γι’ αὐ­τὸ με­τα­νο­η­μέ­νοι καὶ συν­τε­τριμ­μέ­νοι, ἀλλά καὶ μὲ ἐλ­πί­δα καὶ θάρ­ρος καὶ εἰλικρίνεια πρέ­πει νὰ προσερχόμαστε στήν Ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση.

Ἐ­ὰν δὲ κά­ποι­α φορά συμβεῖ νά ἀναβάλει γιά λίγο ὁ πνευ­μα­τι­κὸς τὴν προ­σέ­λευ­σή μας στή θεί­α Κοι­νω­νί­α, μὴ θε­ω­ρή­σου­με ὅ­τι μᾶς τι­μω­ρεῖ. Ἀ­πὸ ἀγάπη, πού τοῦ ὑ­πα­γο­ρεύ­ει ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Σω­τῆ­ρος Χριστοῦ, ἐ­νερ­γεῖ, ὥ­στε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ βο­η­θη­θοῦ­με, καὶ ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α νὰ γίνει ὄν­τως πη­γὴ εὐ­φρο­σύ­νης καὶ πνευ­μα­τι­κῆς βο­ήθειας.

Μὲ αὐ­τὴ δὲ τὴν πε­ποί­θη­ση θά μποροῦμε καί ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς μας νὰ βο­η­θοῦ­με καὶ νὰ στη­ρί­ζου­με. Ὅ­ταν ὁ Πει­ρα­στὴς προσπαθεῖ νὰ τοὺς βυθίσει σέ σκέ­ψεις ἀπόγνωσης, νὰ τοὺς βε­βαι­ώ­νου­με ὅ­τι «ὁ Θε­ὸς ἡμῶν ἐλεεῖ» (Ψαλμ. ρι­δ'[114] 5). Μὲ τὰ λό­για καὶ μὲ τὴν στά­ση μας νὰ δεί­χνου­με ὅ­τι μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν ὑ­πάρ­χει κατάκριση, ἀλλά εὐ­σπλαγ­χνί­α, ἀ­γά­πη, ἄφεση γιά ὅ­λους τούς μετανοοῦντες.

Θά ἦταν παράλειψη, ἄν δέν σημειώναμε ὅτι ὁ Κύ­ριος «οἰ­κο­νο­μι­κῶς», δη­λα­δὴ προ­σω­ρι­νά καί πρός βοήθεια μας ἀ­πο­φεύ­γει νὰ κρίνει καί νά καταδικάσει τὸν κό­σμο, δί­δον­τάς μας ἔ­τσι εὐ­ρὺ πε­ρι­θώ­ριο μετάνοιας. Θά ἔλθει ὅ­μως ἡ ὥ­ρα, πού θά παρουσιασθεῖ πιά ὡς Κρι­τὴς καὶ θὰ ζη­τήσει λόγο. Ὄ­χι μό­νον γιὰ τὶς πολ­λὲς ἄλ­λες ἁ­μαρ­τί­ες μας, ἀλ­λά καὶ γιὰ τὴν τυ­χὸν ἀ­μέ­λεια μας ν' ἀν­τα­πο­κρι­θοῦ­με στή μα­κρο­θυ­μί­α καί ἀγάπη Του.

Λοι­πόν, εὐ­και­ρί­α μο­να­δι­κὴ βρίσκεται μπροστά μας. Ἡ στορ­γι­κὴ ἀγ­κά­λη τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἀ­νοι­κτή. Ἂς μὴ κα­θυ­στε­ροῦ­με. Ὁ αἱματωμένος Τί­μιος Σταυ­ρὸς μᾶς πεί­θει τό­σο δυ­να­τά, τό­σο συγ­κι­νη­τι­κά. Μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει. Ἂς προ­σέλθουμε μέ συν­τρι­βὴ καὶ μετάνοια, γιά ν’ ἀπολαύσουμε στοργή, ἄφεση καί σωτηρία.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου