Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ
Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΩΝ Π­Α­Υ­Λ­ΟΥ Κ­ΑΙ Β­Α­Ρ­Ν­Α­ΒΑ
Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Η΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ
(15 Ν­Ο­Ε­Μ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΔ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, Χρι­στός ἐ­στιν ἡ εἰ­ρή­νη ἡ­μῶν, ὁ ποι­ή­σας τὰ ἀμ­φό­τε­ρα ἓν καὶ τὸ με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύ­σας, τὴν ἔ­χθραν, ἐν τῇ σαρ­κὶ αὐ­τοῦ τὸν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν ἐν δόγ­μα­σι κα­ταρ­γή­σας, ἵ­να τοὺς δύ­ο κτί­σῃ ἐν ἑ­αυ­τῷ εἰς ἕ­να και­νὸν ἄν­θρω­πον ποι­ῶν εἰ­ρή­νην, καὶ ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξῃ τοὺς ἀμ­φο­τέ­ρους ἐν ἑ­νὶ σώ­μα­τι τῷ Θε­ῷ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­πο­κτε­ί­νας τὴν ἔ­χθραν ἐν αὐ­τῷ· καὶ ἐλ­θὼν εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰ­ρή­νην ὑ­μῖν τοῖς μα­κρὰν καὶ τοῖς ἐγ­γύς, ὅ­τι δι᾿ αὐ­τοῦ ἔ­χο­μεν τὴν προ­σα­γω­γὴν οἱ ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ἑ­νὶ πνε­ύ­μα­τι πρὸς τὸν πα­τέ­ρα. Ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι, ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ποι­κο­δο­μη­θέν­τες ἐ­πὶ τῷ θε­με­λί­ῳ τῶν ἀ­πο­στό­λων καὶ προ­φη­τῶν, ὄν­τος ἀ­κρο­γω­νι­α­ί­ου αὐ­τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἐν ᾧ πᾶ­σα οἰ­κο­δο­μὴ συ­ναρ­μο­λο­γου­μέ­νη αὔ­ξει εἰς να­ὸν ἅ­γιον ἐν Κυ­ρί­ῳ· ἐν ᾧ καὶ ὑ­μεῖς συ­νοι­κο­δο­μεῖ­σθε εἰς κα­τοι­κη­τή­ριον τοῦ Θε­οῦ ἐν Πνε­ύ­μα­τι.                                  
  (Εφεσ. β΄[2] 14-22)  
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
 Ἀ­δελ­φοί, ὁ Χριστός ε­ἶ­ν­αι ἡ ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ας. Α­ὐ­τ­ὸς ἔ­κ­α­νε κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο ἀ­ν­τ­ι­μ­α­χ­ό­μ­ε­ν­ο­υς κ­ό­σ­μ­ο­υς, τ­ὸν Ἰ­ο­υ­δ­α­ϊ­σ­μὸ κ­αὶ τ­ὸν Ἐ­θ­ν­ι­σ­μό, ἕ­να. Α­ὐ­τ­ὸς γκ­ρ­έ­μ­ι­σε κ­αὶ κ­α­τ­έ­λ­υ­σε τ­ὸν τ­οῖχο π­οὺ δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ο­ῦ­σε ὁ φ­ρ­α­γ­μ­ὸς τοῦ ν­ό­μου π­οὺ ὀ­ρ­θ­ω­ν­ό­τ­αν ἀ­ν­ά­μ­ε­σα σ­τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς κ­αὶ τ­ο­ὺς χ­ώ­ρ­ι­ζε. Κ­α­τ­έ­λ­υ­σε δ­η­λ­α­δὴ τ­ὴν ἔ­χ­θ­ρα τ­ῶν δ­ύο λ­α­ῶν, ἀφοῦ κ­α­τ­ά­ρ­γ­η­σε μὲ τὸ α­ἷμά του τὸ ν­ό­μο τ­ῶν ἐ­ν­τ­ο­λ­ῶν, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ π­ε­ρ­ι­ε­ῖ­χε ἐ­π­ι­β­λ­η­τ­ι­κ­ὲς π­ρ­ο­σ­τ­α­γ­ές, δ­ὲν ἔ­δ­ι­νε ὅμως κ­αὶ τὴ χ­ά­ρη γ­ιὰ τ­ὴν ἐ­φ­α­ρ­μ­ο­γὴ κ­αὶ τ­ὴν τ­ή­ρ­η­ση τ­ῶν π­ρ­ο­σ­τ­α­γ­μά­τ­ων α­ὐ­τ­ῶν. Κ­αὶ κ­α­τ­ή­ρ­γ­η­σε τὸ ν­ό­μο, ἔ­τ­σι ὥ­σ­τε ἑ­ν­ώ­ν­ο­ν­τ­ας τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς μὲ τ­ὸν ἑαυτό του νά ­δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ή­σ­ει ἕ­να ν­έο ἀ­ν­θ­ρ­ω­πο, μ­ιὰ ν­έα ἀ­ν­θ­ρ­ω­π­ό­τ­η­τα, κι ἔ­τ­σι νὰ φ­έ­ρ­ει ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ε­τ­α­ξύ τ­ο­υς· κ­αὶ μὲ τὸ σ­τ­α­υ­ρ­ι­κὸ τ­ου θ­ά­να­το νά σ­υ­μ­φ­ι­λ­ι­ώ­σ­ει κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς μὲ τ­ὸν Θ­εό, ἑνωμένους τ­ώ­ρα σ' ἕ­να σ­ῶ­μα, ἀφοῦ π­ρ­ο­η­γ­ο­υ­μ­έ­ν­ως θὰ θ­α­ν­ά­τ­ω­νε τ­ὴν ἔ­χ­θ­ρα μὲ τὸ θ­ά­ν­α­τό του. Κι ἀφοῦ ἦ­λ­θε ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ὸς σ­τὴ γῆ, κ­ή­ρ­υ­ξε τὸ χ­α­ρ­μ­ό­σ­υ­νο μ­ή­ν­υ­μα τ­ῆς εἰ­ρ­ή­ν­ης σὲ σ­ᾶς τ­ο­ὺς ἐ­θ­ν­ι­κ­ο­ύς, π­οὺ ἤ­σ­α­σ­τ­αν μ­α­κ­ρ­ιὰ ἀπό τ­ὸν Θ­εό, κ­αὶ σὲ μ­ᾶς τ­ο­ὺς Ἰ­ο­υ­δ­α­ί­ο­υς, π­οὺ ἤ­μ­α­σ­τ­αν κ­ο­ν­τά τ­ου. Δ­ι­ό­τι α­ὐ­τ­ὸς μ­ᾶς ἔ­φ­ε­ρε κ­αὶ τ­ο­ὺς δ­ύο λ­α­ο­ὺς μ­έ­σω τοῦ ἑνός Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος κ­ο­ν­τά σ­τ­ὸν Π­α­τ­έ­ρα. Δ­ι­α­μ­έ­σ­ου τοῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ ἔ­γ­ι­νε ἡ π­ρ­ο­σ­έ­γ­γ­ι­σή μας α­ὐ­τὴ μὲ τ­ὸν Θ­εό. Ἀ­π' ὅλα αὐ­τὰ λ­ο­ι­π­ὸν β­γ­α­ί­ν­ει τὸ σ­υ­μ­π­έ­ρ­α­σ­μα ὅτι δ­ὲν ε­ἶ­σ­τε π­λ­έ­ον ξ­έ­ν­οι κ­αὶ π­ρ­ο­σ­ω­ρ­ι­ν­οὶ κ­ά­τ­ο­ι­κ­οι σ­τὴ β­α­σ­ι­λ­ε­ία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ε­ἶ­σ­τε σ­υ­μ­π­ο­λ­ί­τ­ες τ­ῶν ἁγίων κ­αὶ μ­έ­λη τ­ῆς ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ι­ας τοῦ Θεοῦ. Κ­αὶ σάν ζ­ω­ν­τ­α­ν­οὶ λ­ί­θ­οι κ­τ­ι­σθή­κ­α­τε π­ά­νω σ­τὸ θ­ε­μ­έ­λ­ιο. Κ­αὶ τὸ θ­ε­μ­έ­λ­ιο α­ὐ­τὸ ε­ἶ­ν­αι οἱ ἀ­π­ο­σ­τ­ο­λ­οι κ­αὶ οἱ π­ρ­ο­φ­ῆ­τ­ες, ἐνῶ ὁ ἀ­κ­ρ­ο­γ­ω­ν­ι­α­ῖ­ος λ­ί­θ­ος, τὸ ἀ­γ­κ­ω­ν­ά­ρι π­οὺ β­α­σ­τ­ά­ζ­ει κ­αὶ σ­τ­η­ρ­ί­ζ­ει ὅ­λο τὸ ο­ἰ­κ­ο­δ­ό­μ­η­μα, ε­ἶ­ν­αι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χ­ρ­ι­σ­τ­ός. Π­ά­νω σ' α­ὐ­τὸν λ­ο­ι­π­ὸν κ­αὶ δ­ι­α­μ­έ­σ­ου αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ οἰκοδομή ὅλη τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας ἑ­ν­ώ­ν­ε­τ­αι ἁ­ρ­μ­ο­ν­ι­κά κ­αὶ σ­τ­ε­ρ­εὰ κ­αὶ α­ὐ­ξ­ά­ν­ει, ὥστε νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι ν­α­ὸς ἅ­γ­ι­ος, ὅπως τόν θέλει ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος. Μὲ τ­ὴν ἕνωσή σ­ας μὲ τ­ὸν Κ­ύ­ρ­ιο κι ἐ­σ­ε­ῖς ο­ἰ­κο­δ­ο­μ­ε­ῖ­σ­τε μ­α­ζὶ μὲ τ­ο­ὺς ἄ­λ­λ­ο­υς π­ι­σ­τ­ο­ὺς γ­ιὰ νὰ γ­ί­ν­ε­τε ν­α­ὸς κ­αὶ κατοικητήριο, στό ὁποῖο θὰ κ­α­τ­ο­ι­κ­εῖ ὁ Θ­ε­ὸς μὲ τὸ Π­ν­εῦ­μα τ­ου.
ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ
Τῷ κ­α­ι­ρῷ ἐ­κ­ε­ί­νῳ, ν­ο­μ­ι­κ­ός τ­ις π­ρ­ο­σ­ῆ­λ­θε τῷ ᾿Ι­η­σ­οῦ, π­ε­ι­ρ­ά­ζ­ων α­ὐ­τ­ὸν, καὶ λ­έ­γ­ων· Δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λε, τί π­ο­ι­ή­σ­ας ζ­ω­ὴν α­ἰ­ώ­ν­ι­ον κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ή­σω; Ὁ δὲ ε­ἶ­πε π­ρ­ὸς α­ὐ­τ­όν· ἐν τῷ ν­ό­μῳ τί γ­έ­γ­ρ­α­π­τ­αι; π­ῶς ἀ­ν­α­γ­ι­ν­ώ­σ­κ­ε­ις; Ὁ δὲ ἀ­π­ο­κ­ρ­ι­θεὶς ε­ἶ­π­εν· Ἀ­γ­α­π­ή­σ­ε­ις Κ­ύ­ρ­ι­ον τ­ὸν Θ­ε­όν σ­ου ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς κ­α­ρ­δ­ί­ας σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς ψ­υ­χ­ῆς σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς ἰ­σ­χ­ύ­ος σ­ου, κ­αὶ ἐξ ὅ­λ­ης τ­ῆς δ­ι­α­νο­ί­ας σ­ου, κ­αὶ τ­ὸν π­λ­η­σ­ί­ον σ­ου ὡς ἑ­α­υ­τ­όν. Ε­ἶ­πε δὲ α­ὐ­τῷ· Ὀ­ρ­θ­ῶς ἀ­π­ε­κ­ρ­ί­θ­ης· τ­ο­ῦ­το π­ο­ί­ει κ­αὶ ζ­ή­σῃ. Ὁ δὲ θ­έ­λ­ων δ­ι­κ­α­ι­ο­ῦν ἑ­α­υ­τ­ὸν, ε­ἶ­πε π­ρ­ὸς τ­ὸν ᾿Ι­η­σ­ο­ῦν· Κ­αί τ­ίς ἐ­σ­τί μ­ου π­λ­η­σ­ί­ον; Ὑ­π­ο­λ­α­β­ὼν δὲ ὁ ᾿Ι­η­σ­ο­ῦς ε­ἶ­π­εν· Ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ός τ­ις κ­α­τ­έ­β­α­ι­ν­εν ἀ­πὸ ῾Ι­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ὴμ ε­ἰς ῾Ι­ε­ρ­ι­χώ, κ­αὶ λ­η­σ­τ­α­ῖς π­ε­ρ­ι­έ­π­ε­σ­εν· οἳ καὶ ἐ­κ­δ­ύ­σ­α­ν­τ­ες α­ὐ­τ­ὸν, κ­αὶ π­λ­η­γ­ὰς ἐ­π­ι­θ­έ­ν­τ­ες ἀ­π­ῆ­λ­θ­ον, ἀ­φ­έ­ν­τ­ες ἡ­μ­ι­θ­α­νῆ τ­υ­γ­χ­ά­ν­ο­ν­τα. Κ­α­τὰ σ­υ­γ­κ­υ­ρ­ί­αν δὲ ἱ­ε­ρ­ε­ύς τ­ις κ­α­τ­έ­β­α­ι­ν­εν ἐν τῇ ὁ­δῷ ἐ­κ­ε­ί­νῃ, κ­αὶ ἰ­δ­ὼν α­ὐ­τ­ὸν ἀ­ν­τ­ι­π­α­ρ­ῆ­λ­θ­εν. Ὁ­μ­ο­ί­ως δὲ κ­αὶ Λ­ε­υ­ΐ­τ­ης, γ­ε­ν­ό­μ­ε­ν­ος κ­α­τὰ τ­ὸν τ­ό­π­ον, ἐ­λ­θ­ὼν κ­αὶ ἰ­δ­ὼν, ἀ­ν­τ­ι­π­α­ρ­ῆ­λ­θε. Σ­α­μ­α­ρ­ε­ί­τ­ης δέ τ­ις ὁ­δ­ε­ύ­ων ἦ­λ­θε κ­ατ᾿ α­ὐ­τ­όν, κ­αὶ ἰ­δ­ὼν α­ὐ­τ­ὸν ἐ­σ­π­λ­α­γ­χ­ν­ί­σ­θη, κ­αὶ π­ρ­ο­σ­ε­λ­θ­ὼν κ­α­τ­έ­δ­η­σε τὰ τ­ρ­α­ύ­μ­α­τα α­ὐ­τ­οῦ, ἐ­π­ι­χ­έ­ων ἔ­λ­α­ι­ον κ­αὶ ο­ἶ­ν­ον, ἐ­π­ι­β­ι­β­ά­σ­ας δὲ α­ὐ­τ­ὸν ἐ­πὶ τὸ ἴ­δ­ι­ον κ­τ­ῆ­ν­ος, ἤ­γ­α­γ­εν α­ὐ­τ­ὸν ε­ἰς π­α­ν­δ­ο­χ­ε­ῖ­ον, κ­αὶ ἐ­π­ε­μ­ε­λ­ή­θη α­ὐ­τ­οῦ· κ­αὶ ἐ­πὶ τ­ὴν α­ὔ­ρ­ι­ον ἐ­ξ­ελ­θ­ών, ἐ­κ­β­α­λ­ὼν δ­ύο δ­η­ν­ά­ρ­ια ἔ­δ­ω­κε τῷ π­α­ν­δ­ο­χ­εῖ κ­αὶ εἶ­π­εν α­ὐ­τῷ· Ἐ­π­ι­μ­ε­λή­θ­η­τι α­ὐ­τ­οῦ, κ­αὶ ὅ,τι ἂν π­ρ­ο­σ­δ­α­π­α­ν­ή­σ­ῃς, ἐ­γὼ ἐν τῷ ἐ­π­α­ν­έ­ρ­χ­ε­σ­θ­αί με ἀ­πο­δ­ώ­σω σ­οι. Τ­ίς ο­ὖν τ­ο­ύ­τ­ων τ­ῶν τ­ρ­ι­ῶν π­λ­η­σ­ί­ον δ­ο­κ­εῖ σ­οι γ­ε­γ­ο­ν­έ­ν­αι τ­οῦ ἐ­μ­π­ε­σ­ό­ν­τ­ος ε­ἰς τ­ο­ὺς λ­ῃ­σ­τ­άς;  Ὁ δὲ ε­ἶ­π­εν· Ὁ π­ο­ι­ή­σ­ας τὸ ἔ­λ­ε­ος μ­ετ᾿ α­ὐ­τ­οῦ. Ε­ἶ­π­εν ο­ὖν α­ὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σ­ο­ῦς· Π­ο­ρ­ε­ύ­ου κ­αὶ σὺ π­ο­ί­ει ὁ­μ­ο­ί­ως.                                                           
(Λ­ο­υκ. ι΄[10] 25 – 37)
ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: «τί πρέπει νὰ κάνω για νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιον ζωήν», ποὺ ἔθεσε ὁ νομοδιδάσκαλος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου στὸν Κύριο, εἶναι τό πιό σημαντικό στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνος τό ἔθεσε γιά νά παγιδεύσει τόν Κύριο  ὁ Κύριος ὅμως τόν ὑποχρεώνει νά δώσει ὁ ἴδιος τήν ἀπάντηση μέ βάση τόν Μωσαϊκό Νόμο, τοῦ ὁποίου ἦταν διδάσκαλος.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ τοῦ νομικοῦ ὑπῆρξε ἀπολύτως ἐπιτυχής. Εἶπε ὅτι, γιά νά κερδίσει κάποιος τήν αἰώνια ζωή, ὀφείλει νά ἀγαπήσει τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας», μὲ ὅλο τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, δηλαδὴ μὲ ὅλη τήν ψυχὴ του (τό συναίσθημα), μέ ὅλη του τή δύναμη (τὴ θέληση) καί μέ ὅλη τή διάνοια του (τό λογικό)· καί ἀκόμη ὀφείλει νά ἀγαπήσει καί τόν πλησίον του ὅπως τόν ἑαυτό του. Τήν ὀρθή αὐτὴν ἀπάντηση ὁ Κύριος τήν ἐπαίνεσε θερμά.
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ἀκολούθησε. Ποιός ὅμως εἶναι ὁ πλησίον μου; Τό δεύτερο αὐτό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ ἦταν μία κίνηση νά δικαιολογήσει τό πρῶτο, τοῦ ὁποίου, ὅπως φάνηκε, γνώριζε τήν ἀπάντηση.
Αὐτὸ τό δεύτερο ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ στάθηκε ἡ ἀφορμή γιά νά διηγηθεῖ ὁ Κύριος τή θαυμαστή παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, εἶπε ὁ Κύριος, κατέβαινε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχώ καί στόν δρόμο ἔπεσε στά χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τόν λήστευσαν καί τόν τραυμάτισαν, ἔφυγαν ἀφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Συμπτωματικά, ἔπειτα ἀπό λίγη ὥρα πέρασε ἀπό ἐκεῖ ἕνας ἱερεύς τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως, ἀφοῦ τόν εἶδε, τόν προσπέρασε, χωρίς νά τοῦ δώσει καμμία σημασία. Ἔπειτα φάνηκε κάποιος Λευίτης ἀπ' αὐτοὺς ποὺ ὑπηρετοῦσαν στόν Ναό τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτὸς ὅμως, μόλις εἶδε τόν πληγωμένο, τόν προσπέρασε καί ἔφυγε. Ἀκολούθησε σέ λίγο τρίτος ὁδοιπόρος. Αὐτός ὅμως ἦταν ἕνας Σαμαρείτης, καί οἱ Σαμαρεῖτες ἦσαν θανάσιμοι ἐχθροὶ τῶν Ἑβραίων. Παραδόξως ὁ Σαμαρείτης, ὄχι μόνο δέ φεύγει, ἀλλά συμπονεῖ τόν πληγωμένο, πηγαίνει κοντά του, καθαρίζει τά τραύματά του μέ κρασί καί μέ λάδι — κρασί γιά νά ἀπολυμάνει καί λάδι γιά νά μαλακώσει τίς πληγές — καί, ἀφοῦ τόν ἀνέβασε στό ζῶο του, τόν ὁδηγεῖ στό πλησιέστερο πανδοχεῖο, ὅπου τόν περιποιεῖται ἐπιμελέστερα. Μάλιστα τήν ἑπομένη τό πρωί, πρίν ἀναχωρήσει, ἔδωσε δύο δηνάρια (ποσό δηλαδή δύο ἡμερομισθίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης) στόν ξενοδόχο λέγοντάς του: Περιποιήσου τόν ἄνθρωπο καί ὅ,τι τυχὸν ξοδεύσεις περισσότερο, ἐγώ ἐπιστρέφοντας θά σοῦ τό ἐξοφλήσω.
ΠΟΙΟΣ ΛΟΙΠΟΝ ἀπ' αὐτούς τούς τρεῖς φάνηκε «πλησίον» στόν ἄνθρωπο πού εἶχε πέσει στά χέρια τῶν ληστῶν; Στό ἐρώτημα αὐτό, πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος, ὁ νομικός χωρίς δισταγμό ἀπάντησε: Αὐτός ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε ἔλεος. Καί ὁ Κύριος ἔκλεισε τή συζήτηση λέγοντάς του: Πήγαινε λοιπόν καί σύ καί κάνε τά ἴδια.
ΑΘΛΗΜΑ ΤΙΤΑΝΙΟ
Ἡ ἀγάπη, ὅπως τήν παρουσιάζει τό Εὐαγγέλιο, εἶναι τό πιό δύσκολο ἄθλημα, ἡ ὑψηλότερη κορυφή, στήν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Τό πλέον παράδοξο ὅμως εἶναι ὅτι αὐτήν τήν κορυφαία ἀρετή ὁ Κύριος τήν τοποθετεῖ στή συμπεριφορά ἑνός ἀλλοθρήσκου γιά τούς Ἑβραίους, ἑνός Σαμαρείτου!
Ἐάν ὁ Κύριος διηγεῖτο τήν παραβολή αὐτή στήν ἐποχή μας, ἴσως στή θέση τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου θά ἔβαζε κάποιο περιφρονημένο ἀλλοεθνή.
Γιατί τό ἔκανε αὐτό ὁ Κύριος; Τό ἔκανε γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δέν κάνει καμμία διάκριση, εἶναι ἀνοικτή πρός ὅλους, ὁμόθρησκους καί ἀλλόθρησκους, πιστούς καί ἀπίστους, γνωστούς καί ἀγνώστους, οἰκείους καί ξένους, φίλους καί ἐχθρούς.
Ἐνδεχομένως ὅμως ὁ Κύριος ἤθελε νά ὑπογραμμίσει καί ἕνα κίνδυνο, τόν κίνδυνο νά σταθεῖ ἐμπόδιο στήν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης ἡ ἴδια ἡ πίστη μας, ὅταν τήν πίστη μας αὐτή τήν παρανοήσουμε καὶ θεωρήσουμε ὅτι περιορίζει τήν ἀγάπη μας μόνο πρός αὐτούς πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη μέ μᾶς.
Πάντως εἶναι φανερό ὅτι ἡ ἀληθινή ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, δηλαδή τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι μία ἀγάπη πού στοιχίζει. Στοιχίζει σέ χρῆμα, σέ χρόνο, σέ κόπο, σέ κίνδυνο. Ἀπαιτεῖ ἀπάρνηση τῶν ποικίλων ἀντιθέσεων καί ἀντιπαθειῶν. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι μία συνεχής σταύρωση τῶν προτιμήσεων καί τῶν ἐπιδιώξεών μας.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἕνα ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀνάγκη. Εἶναι μία ἀφανὴς καί ὑπομονητική Θυσία!
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου