ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(7 ΜΑΪΟΥ 2017)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων
κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα
Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται
Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης
ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν
ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερώῳ. ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας
καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ'
αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς.
ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν
ζῶσαν. γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ' ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
(Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 –
42)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Καθὼς ὁ Πέτρος
περιόδευε σ' ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, κάποια μέρα κατέβηκε καὶ στοὺς Χριστιανοὺς
πού κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα. Ἐκεῖ συνάντησε κάποιον ἄνθρωπο πού λεγόταν
Αἰνέας καὶ ἦταν ὀκτὼ χρόνια κατάκοιτος πάνω σ' ἕνα κρεβάτι, διότι ἦταν
παράλυτος. Κι ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: Αἰνέα,
ὁ Ἰησοῦς, πού εἶναι ὁ χρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ Μεσσίας, σὲ γιατρεύει ἀπὸ
τὴν παραλυσία σου. Σήκω καὶ στρῶσε μόνος σου τὸ κρεβάτι σου. Κι αὐτὸς
ἀμέσως σηκώθηκε. Καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα
καὶ στὴν πεδιάδα τοῦ Σάρωνα. Κι ἔτσι, καθοδηγημένοι ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό,
ἐπέστρεψαν στὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἀφοῦ τὸν πίστεψαν καὶ τὸν ἀναγνώρισαν
Θεὸ καὶ Σωτήρα τους.
Στὴν Ἰόππη πάλι
ὑπῆρχε κάποια μαθήτρια τοῦ Κυρίου πού λεγόταν Ταβιθά. Τὸ ὄνομα αὐτὸ
μεταφράζεται μὲ τὴ λέξη Δορκάδα, δηλαδὴ ζαρκάδι. Αὐτὴ ἦταν γεμάτη ἀπὸ ἀγαθοεργίες
καὶ ἐλεημοσύνες πού ἔκανε συνεχῶς. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες
ὅμως συνέβη νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ πεθάνει. Κι ἀφοῦ τὴν ἔλουσαν καὶ
τὴν ἑτοίμασαν, τὴν ἔβαλαν στὸ πάνω διαμέρισμα τῆς οἰκίας. Καθὼς
λοιπὸν ἡ πόλη Λύδδα ἦταν κοντὰ στὴν Ἰόππη, σὰν ἄκουσαν οἱ μαθητὲς ὅτι
ὁ Πέτρος εἶναι στὴν πόλη αὐτή, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καὶ τὸν παρακαλοῦσαν
νὰ πάει σ' αὐτοὺς ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Πράγματι ὁ Πέτρος σηκώθηκε
καὶ πῆγε μαζὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀπεσταλμένους. Μόλις ἔφτασε στὴν
Ἰόππη, τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀνώγειο. Κι ἐκεῖ παρουσιάστηκαν μπροστά του
ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας γιὰ τὸ θάνατο αὐτῆς πού τὶς προστάτευε. Καὶ
ὡς δείγματα τῆς προστασίας της ἔδειχναν στὸν Πέτρο τοὺς χιτῶνες καὶ
τὰ πανωφόρια πού εἶχε φτιάξει γι' αὐτοὺς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε μαζί
τους. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Πέτρος τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ἀνώγειο πού
ἦταν ἡ νεκρή, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Κατόπιν στράφηκε στὸ νεκρὸ
σῶμα καὶ εἶπε: Ταβιθά, σήκω ἐπάνω.
Κι αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της, κι ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο, ὅπως ἦταν ξαπλωμένη,
ἀνασηκώθηκε καθιστὴ στὸ κρεβάτι της. Τότε τῆς ἔδωσε ὁ Πέτρος τὸ χέρι
του καὶ τὴν σήκωσε ὄρθια. Ὕστερα φώναξε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἰδιαιτέρως
τὶς χῆρες καὶ τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ
σ' ὅλη τὴν πόλη τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Κύριο.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά,
πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος
τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε
κατείχετο νοσήματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα
καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει
αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας
αὐτὸν ὑγιῆ.
(Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)
ΤΟ
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
1.
ΔΕΝ
ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟΙ
Δίπλα στὴν προβατικὴ πύλη τοῦ τείχους τῆς Ἱερουσαλήμ, βρισκόταν ἡ Βηθεσδᾶ, ἡ κολυμβήθρα τοῦ ἐλέους. Εἶχε
γύρω της πέντε στοὲς πλημμυρισμένες ἀπὸ λογῆς – λογῆς ἀρρώστους. Ἕνα νοσοκομεῖο
τοῦ Θεοῦ ἦταν. Διότι ὅλοι αὐτοί, τυφλοί, ἀνάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν μὲ
ἀγωνία κι ἐλπίδα να κατέβει κάθε τόσο ὁ ἄγγελος, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, νὰ
ταράξει τὰ νερὰ τῆς δεξαμενῆς. Καὶ τότε! Ὢ τότε! Ὅποιος προλάβαινε νὰ πέσει
μέσα στὰ νερὰ τὴν ὥρα ἐκείνη, γινόταν ἀμέσως καλά, ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀρρώστια κι
ἂν ἔπασχε. Ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βασανισμένους ἀρρώστους ὅμως ἕνας ἄνθρωπος
ξεχώριζε. Τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ἦταν μόνος, κατάμονος. Δὲν
εἶχε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει. Μὰ σήμερα κάτι ἄλλαξε στὴ ζωή του. Δὲν εἶναι
μόνος. Τὸν πλησίασε ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος γιὰ νὰ θεραπεύσει
τὸν πληγωμένο ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος λοιπὸν μόλις ἀντίκρισε τὸν παράλυτο, τοῦ εἶπε:
«Θέλεις νὰ γίνεις καλά;». Κι ἐκεῖνος μὲ πόνο τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε, δὲν ἔχω
ἄνθρωπο νὰ μὲ βοηθήσει νὰ πέσω πρῶτος μέσα στὰ νερὰ ὅταν τὰ κινήσει ὁ ἄγγελος.
Πάντοτε κάποιος ἄλλος προλαβαίνει νὰ πέσει πρῶτος».
Πόσο δραματικὴ
ἦταν ἀλήθεια ἡ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου! Πῶς ζοῦσε τόσα χρόνια; Ποῦ ἔβρισκε
φαγητό; Ποιὸς τὸν διακονοῦσε στὶς καθημερινές του ἀνάγκες; Μποροῦμε νὰ τὸν
φαντασθοῦμε στὰ τριανταοκτὼ αὐτὰ χρόνια τῆς δοκιμασίας του; Μποροῦμε νὰ
κατανοήσουμε τὸ δράμα του ἐκεῖ στὴν κολυμβήθρα; Μόνος, ἔρημος κι ἀβοήθητος
ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους. Κι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀποκρίνεται στὸν Κύριο
φαίνεται ὅτι ὁ παράλυτος αὐτὸς ὑποφέρει, μὰ δὲν γογγύζει. Βλέπει τὴν
περιφρόνηση καὶ δὲν βλασφημεῖ οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε. Δὲν
κατηγορεῖ κανένα. Δὲν μιλάει μὲ ὀργή. Ἀντίθετα περιμένει. Περιμένει τὴν κάθοδο
τοῦ ἀγγέλου, τὴν ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος.
Πόσοι ἄνθρωποι
ἀλήθεια καὶ σήμερα, σὲ διαφορετικὲς βέβαια συνθῆκες ὑποφέρουν ὅπως ὁ παράλυτος
τοῦ Εὐαγγελίου. Μόνοι κι ἐγκαταλελειμμένοι, σ᾿ ἕνα ἀπόμακρο χωριό, σ᾿ ἕνα
Γηροκομεῖο ξεχασμένων ψυχῶν, σ᾿ ἕνα παρατημένο διαμέρισμα, σ᾿ ἕνα σπίτι χωρὶς
ἀγάπη. Ὅλοι αὐτοὶ ἀκούγοντας σήμερα τὸ ἱερὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο, θὰ πρέπει νὰ
διδαχθοῦν ἀπὸ δυὸ μεγάλες ἀλήθειες. Πρῶτον ὅτι μέσα στὴ μοναξιά μας, ἀντὶ νὰ
κλαῖμε γιὰ τὴν κατάστασή μας, ἔχουμε χρέος νὰ καλλιεργούμαστε στὴν ἀρετή, νὰ
συνειδητοποιοῦμε τὴ μηδαμινότητά μας, νὰ ἐξαγιαζόμαστε. Καὶ δεύτερον νὰ
κατανοήσουμε ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι. Δίπλα μας εἶναι ἀοράτως ὁ Χριστός. Μπορεῖ
βέβαια νὰ μὴν ἐπεμβαίνει ἀκόμη στὸ δράμα μας. Ἀλλὰ ξέρει τὸν πόνο μας καὶ τὴ
μοναξιά μας. Ἂς Τὸν παρακαλοῦμε λοιπὸν νὰ σταθεῖ σύντροφος στὸ πρόβλημά μας καὶ
στὴ δυστυχία μας, καὶ νὰ μᾶς στείλει τοὺς ἀνθρώπους του νὰ μᾶς συμπαρασταθοῦν
καὶ νὰ γλυκάνουν τὴ μοναξιά μας καὶ τὴ δυστυχία μας. Δὲν εἴμαστε μόνοι. Δίπλα
μας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος ἕτοιμος νὰ μᾶς βοηθήσει.
2.
ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Ὁ Κύριος ἐκεῖ
στὴ δεξαμενὴ τῆς Βηθεσδᾶ, ἀφοῦ ἄκουσε τὰ πονεμένα λόγια τοῦ παραλύτου, τοῦ
εἶπε: «Σήκω ἐπάνω. Πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα». Πῶς ἔγιναν ὅλα τόσο
ξαφνικά! Πῶς αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ περπατήσει τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια
σηκώθηκε ὑγιέστατος; Πῶς σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ περπάτησε καὶ διάβαινε
ὁλόρθος τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ;
Κάποιοι ποὺ
τὸν εἶδαν, αὐτὸν τὸν πασίγνωστο παράλυτο, νὰ περπατᾶ, ἀντὶ νὰ χαροῦν γιὰ τὸ
πρωτοφανὲς θαῦμα ποὺ ἔβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι ἄρχισαν νὰ τὸν κατηγοροῦν,
διότι δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὸ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο ἡμέρα Σάββατο νὰ σηκώνει τὸ κρεβάτι
του. Αὐτὸς ὅμως μὲ θάρρος τοὺς ἀπαντᾶ: «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ θεράπευσε, ἐκεῖνος μοῦ
᾿πε νὰ σηκώσω καὶ τὸ κρεβάτι μου». «Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός;», τὸν ρωτοῦν. Ὁ
πρώην παράλυτος ὅμως δὲν ἤξερε ποιὸ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μετὰ τὸ
θαῦμα εἶχε ἀπομακρυνθεῖ διακριτικά. Κάποια ἡμέρα ὅμως ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὸν
συναντᾶ στὸ ἱερὸ καὶ τοῦ λέει: «Κοίταξε, ἔγινες καλά. Πρόσεξε ὅμως νὰ μὴν
ἁμαρτάνεις στὸ ἑξῆς, γιὰ νὰ μὴν πάθεις χειρότερο κακό». Κι ἐκεῖνος, γεμάτος
εὐγνωμοσύνη καὶ χαρά, ψάχνει καὶ βρίσκει ξανὰ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ τὸν εἶχαν
ρωτήσει, γιὰ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν εὐεργέτη του: Ὁ Ἰησοῦς εἶναι
αὐτὸς ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ, τοὺς εἶπε χαρούμενος.
Αὐτὴ ἡ πηγαία
ὁμολογία τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἐκδήλωνε τὴ βαθιά του εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν
εὐεργέτη του πρέπει νᾶ μᾶς διδάξει πολύ. Διότι κι ἐμεῖς δεχόμαστε καθημερινὰ
τὶς μεγάλες καὶ θαυμαστὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ποὺ μυστικὰ ἢ φανερὰ ἐνεργεῖ στὴ
ζωή μας ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα. Μπροστὰ στὶς ἀναρίθμητες
εὐεργεσίες λοιπὸν ποὺ δεχόμαστε τόσα χρόνια, νὰ μάθουμε νὰ λέμε καθημερινὰ μέσα
ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸ «δόξα σοι ὁ Θεός». Χωρὶς νὰ γκρινιάζουμε γι᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς
λείπουν, καὶ χωρὶς νὰ ἑρμηνεύουμε τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας ὡς ἀποτελέσματα
συγκυριῶν ἢ ὡς συνέπειες τῶν προσωπικῶν μας προσπαθειῶν. Ἀλλὰ νὰ ἔχουμε μέσα
μας κυρίαρχο τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κύριο γιὰ ὅλες τὶς δωρεὲς ποὺ
δεχόμαστε. Νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη γιὰ ὅλα ὅσα γνωρίζουμε καὶ
ὅσα δὲν γνωρίζουμε, γιὰ τὶς ἀφανεῖς καὶ φανερὲς εὐεργεσίες ποὺ ἔχει κάνει σέ
μᾶς. Καὶ νὰ ὁμολογοῦμε στοὺς γύρω μας ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ὁ εὐεργέτης τῆς
ζωῆς μας, ὁ «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων» μας, ὁ Πατέρας μας καὶ ὁ
κυβερνήτης τῆς ζωῆς μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου