ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ)
(12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ)
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως, φειδομένως καὶ
θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος
καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην
ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα
ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον
ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ᾽Εσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη
αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ
ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι
τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν
ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾽ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.
(Β΄ Κορ. θ΄[9] 6-11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, πρέπει νὰ γνωρίζετε αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος
πού σπέρνει μὲ τσιγγουνιά, μὲ τσιγγουνιὰ καὶ θὰ θερίσει. Κι ἐκεῖνος πού
σπέρνει ἄφθονα, ἄφθονα καὶ θὰ θερίσει. Ὁ καθένας ἂς δίνει ἐλεύθερα ὅ,τι ἔχει διάθεση ἡ καρδιά του, χωρὶς
νὰ στενοχωριέται ἢ νὰ ἐξαναγκάζεται· διότι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ἐκεῖνον
πού δίνει μὲ προθυμία καὶ χαρούμενο πρόσωπο. Κι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη
νὰ σᾶς δώσει ὑπεράφθονη κάθε χάρη: καὶ τὴ χάρη δηλαδὴ τῆς προθυμίας
νὰ εἰσφέρετε γενναία, καὶ τὴ χάρη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὥστε νὰ εἶστε
πάντοτε σ' ὅλα τελείως αὐτάρκεις κι ἔτσι νὰ κάνετε μὲ τὸ παραπάνω
κάθε καλὸ ἔργο. Κι ἔτσι νὰ γίνει καὶ μὲ σᾶς ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή:
Μοίρασε
ἄφθονα, ἔδωσε στοὺς φτωχοὺς· ἡ ἀρετή του ἀπὸ τὶς ἀγαθοεργίες του μένει
γιὰ πάντα. Κι ὁ Θεὸς πού χορηγεῖ ἄφθονο σπόρο σ' ἐκεῖνον πού
σπέρνει, καὶ ἄρτο γιὰ νὰ τρῶμε, ἂς χορηγήσει κι ἂς πληθύνει τὰ ὑλικὰ
ἀγαθά σας κι ἂς αὐξήσει τούς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας, ὥστε νὰ γίνεστε
πλούσιοι σὲ κάθε τι, σὲ κάθε εἶδος γενναιοδωρίας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἀναπέμπουν
εὐχαριστίες στὸ Θεὸ αὐτοὶ πού θὰ πάρουν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ἀποστόλους
τὶς συνεισφορές σας πού θὰ τοὺς μεταφέρουμε.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις
προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, πειράζων αὐτὸν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε,
τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν·
ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καὶ
ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Εἶπε
δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων
δικαιοῦν ἑαυτὸν, εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Καί τίς ἐστί μου
πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν
ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λησταῖς περιέπεσεν·
οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον,
ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς
τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης, γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν
καὶ ἰδὼν, ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε
κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν
κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον,
ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτὸν
εἰς πανδοχεῖον, καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον
ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν
αὐτῷ· Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ
ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν
πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς
λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν
οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
(Λουκ. ι΄[10] 25 – 37)
Ο
ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ
1. ΟΙ
«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»
-Διδάσκαλε,
τί πρέπει νὰ κάνω για νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; ρώτησε κάποτε ἕνας
νομοδιδάσκαλος τὸν Κύριο θέλοντας νὰ Τὸν παγιδεύσει. Κι Ἐκεῖνος τὸν παρέπεμψε
στὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Τότε ὁ νομοδιδάσκαλος ἀνέφερε τὶς δύο
βασικότερες ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη
πρὸς τὸν πλησίον. Θέλοντας ὅμως νὰ δικαιολογηθεῖ, ἐπειδὴ ἔθεσε ἕνα ἐρώτημα στὸ
ὁποῖο τοῦ ἦταν γνωστὴ ἢ ἀπάντηση, ἔθεσε κι ἕνα δεύτερο: Ποιὸν πρέπει νὰ θεωρῶ
πλησίον μου; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα στάθηκε ἡ ἀφορμὴ νὰ διηγηθεῖ ὁ Κύριος μία ὑπέροχη
παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Κάποιος
ἄνθρωπος, εἶπε, κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε σὲ ἐνέδρα
ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν λήστεψαν, τὸν ἔγδυσαν, τὸν καταπλήγωσαν καὶ τὸν
ἐγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμὴ ἕνας ἱερεὺς ποὺ κατέβαινε στὸ δρόμο
ἐκεῖνο, ἐνῶ τὸν εἶδε ἀπὸ μακριά, πέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος χωρὶς νὰ τοῦ
δώσει καμία βοήθεια. Παρόμοια καὶ κάποιος Λευΐτης, ὑπηρέτης τοῦ ναοῦ, ἔφθασε
στὸ μέρος ἐκεῖνο. Αὐτὸς φάνηκε ἀκόμη πιὸ ἄσπλαχνος. Ἦλθε πολὺ κοντά, εἶδε τὴν
ἄθλια κατάσταση τοῦ πληγωμένου ἀνθρώπου κι ἔφυγε. Ὁ ἱερεὺς ἔφυγε ἀπὸ ἐνστικτώδη
φιλαυτία, ἐνῶ ὁ Λευΐτης ἔπειτα ἀπὸ ὑπολογισμό.
Καὶ τὰ
δύο ὅμως πρόσωπα, ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης εἶχαν κάτι κοινό: Ἦταν δύο πρόσωπα ποὺ
εἶχαν ἀξίωμα καὶ ἔργο ἱερό. Αὐτοὶ ἐξαιτίας τῆς ἰδιότητός τους θὰ ἔπρεπε
περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ εἶναι συμπονετικοὶ καὶ
σπλαχνικοί, νὰ δείξουν ἀγάπη στὸν ἑτοιμοθάνατο διαβάτη. Αὐτοὶ λόγω τῆς θέσεώς
τους δίδασκαν καὶ τοὺς ἄλλους τὸ καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Κι ὅμως
ἀθέτησαν τὸ καθῆκον τους αὐτό. Εἶναι θλιβερό, ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ δίνουν
τὸ παράδειγμα τῆς ἀγάπης, νὰ γίνονται παραδείγματα σκληρότητος. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ
Θεοῦ νὰ δυσφημοῦν τόσο πολὺ τὸ Θεό.
Κάτι
τέτοιο δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱστορία σὲ «ἀνθρώπους
τοῦ Θεοῦ». Καὶ εἶναι φοβερὸ νὰ συμβαίνει κάποτε καὶ σέ μᾶς. Σὲ μᾶς ποὺ θέλουμε
νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀποδεικνυόμαστε στὴν πράξη ἄσπλαχνοι,
σκληροί, ἀδιάφοροι στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Εἶναι τραγικὸ νὰ ἰσχύει κάτι τέτοιο καὶ
γιὰ μᾶς. Ἐὰν δὲν δείξουμε ἐμεῖς οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ἀγάπη, ποιὸς ἄλλος θὰ
δείξει; Ὁ Κύριός μας τὰ ξεκαθάρισε ὅτι χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας,
Βασιλεία οὐρανῶν δὲν πρόκειται νὰ κληρονομήσουμε. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον
εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητάς μας, ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας.
2. Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ, ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ
Ἡ συνέχεια τῆς παραβολῆς εἶναι
γνωστή. Κάποια στιγμὴ ἕνας Σαμαρείτης ποὺ διάβαινε ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο εἶδε τὸν
καταπληγωμένο ἄνθρωπο, πλησίασε κοντά του καὶ τὸν σπλαχνίστηκε. Δὲν φοβήθηκε
μὴν πάθει τὰ ἴδια, ἔμεινε κοντά του, ἔπλυνε τὰ τραύματά του, τὰ ἄλειψε μὲ λάδι
καὶ κρασί, τὰ ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους. Καὶ ἀφοῦ μὲ πολὺ κόπο ἀνέβασε τὸν ἄνθρωπο
αὐτὸν στὸ ζῶο του, τὸν μετέφερε σὲ κάποιο πανδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε ὅλη τὴ
νύχτα. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔδωσε δύο δηνάρια στὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε:
Περιποιήσου τον για νὰ γίνει καλά. Καὶ ὅ,τι ἄλλο ξοδέψεις, καθὼς θὰ ἐπιστρέφω
στὴν πατρίδα μου καὶ θὰ περάσω πάλι ἀπὸ ἐδῶ, θὰ σοῦ τὸ ἐξοφλήσω.
Λοιπόν,
ρώτησε ὁ Κύριος τὸν νομοδιδάσκαλο, ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτούς ἐπιτέλεσε τὸ
καθῆκον του πρὸς τὸν πλησίον; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: Αὐτὸς ποὺ τὸν συμπόνεσε καὶ
τὸν ἐλέησε. Ὁ Κύριος τότε τοῦ εἶπε: Πήγαινε καὶ κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.
Αὐτὴ
τὴν προσταγὴ δίνει καὶ σὲ μᾶς ὁ Κύριος. Μᾶς ζητᾶ δηλαδὴ νὰ δείχνουμε ἀγάπη σὲ
κάθε ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, χωρὶς νὰ ἐξετάζουμε ἂν αὐτὸς εἶναι δικός μας, ξένος ἢ
ἐχθρός μας, καὶ χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε θυσίες καὶ κόπους καὶ δαπάνες. Αὐτὸ μᾶς
τὸ δίδαξε ὁ Κύριος ὄχι μόνο μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἀλλὰ πολὺ περισσότερο
μέσα ἀπὸ τὴ ζωή του. Διότι ὁ Ἴδιος ἔγινε ὁ καλὸς Σαμαρείτης γιὰ μᾶς. Ἀγάπησε
τοὺς ἀνθρώπους μέχρι θανάτου. Ἡ ἀγάπη του κορυφώθηκε καὶ ἔλαμψε σὲ ὅλο της τὸ
μεγαλεῖο ἐπάνω στὸ Σταυρό. Καὶ μᾶς ζητᾶ νὰ μάθουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγαπᾶμε, νὰ
γινόμαστε καλοὶ Σαμαρεῖτες στοὺς γύρω μας.
Δυστυχῶς
ὅμως στὴν ἐποχή μας, ἐνὼ ὅλοι μιλοῦμε γιὰ ἀγάπη, πραγματικὴ ἀγάπη δὲν ἔχουμε.
Κι αὐτὸ φαίνεται περισσότερο στὶς σχέσεις μας μὲ τὰ δικά μας πρόσωπα. Πῶς τοὺς
μιλᾶμε, πῶς τοὺς φερόμαστε; Ἀλλὰ ἂν δυσκολευόμαστε νὰ ἀγαπήσουμε τοὺς δικούς
μας, πόσο μᾶλλον τοὺς ξενους; Γι᾿ αὐτὸ ὑποφέρουμε. Διότι ἀγάπη σημαίνει θυσία,
σημαίνει νὰ δίνουμε κι ὄχι νὰ ἀπαιτοῦμε νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι καλοὶ γιὰ νὰ τοὺς
ἀγαπήσουμε. Ἀγάπη σημαίνει νὰ γίνει πλατιὰ ἡ καρδιά μας ὅπως τῶν ἁγίων γιὰ νὰ
χωράει ὅλους. Ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ μᾶς δυσκολεύουν. Νὰ τοὺς προσφέρουμε τὴν
ἀγάπη μας μὲ ἁπαλὸ τρόπο, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν αἴσθηση ὅτι κάνουμε προσπάθεια γιὰ
νὰ τοὺς ἀγαπήσουμε. Νὰ ἀκοῦμε μὲ πόνο τὸν πόνο τους, νὰ τοὺς ἀνακουφίζουμε στὸ
πρόβλημά τους. Κατανοώντας τὸ χαρακτήρα τους, νὰ διαισθανόμαστε τὴν κούρασή
τους, τὶς δυσκολίες τους, τὶς ἐπιθυμίες τους. Καὶ νὰ τοὺς προσφέρουμε τὴν ἀγάπη
μας ἄλλοτε μ᾿ ἕνα στοργικὸ λόγο κι ἄλλοτε μὲ τὴ σιωπή μας· ἄλλοτε μὲ τὴ
διακονία μας κι ἄλλοτε μὲ θυσίες ποὺ κοστίζουν ἴσως πολύ. Ἔτσι θὰ γίνουμε καλοὶ
Σαμαρεῖτες. Ἔτσι θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου