Πέμπτη 9 Μαΐου 2019


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ)
 (12 ΜΑΪΟΥ 2019)


  
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)
Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, δί­ω­κε δι­και­ο­σύ­νην, εὐ­σέ­βειαν, πί­στιν, ἀ­γά­πην, ὑ­πο­μο­νήν, πρᾳ­ό­τη­τα. ἀ­γω­νί­ζου τν κα­λὸν ἀ­γῶ­να τς πί­στε­ως· ἐ­πι­λα­βοῦ τς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς, ες ν κα ἐ­κλή­θης κα ὡ­μο­λό­γη­σας τν κα­λὴν ὁ­μο­λο­γί­αν ἐ­νώ­πιον πολ­λῶν μαρ­τύ­ρων. πα­ραγ­γέλ­λω σοι ἐ­νώ­πιον το Θε­οῦ το ζω­ο­ποι­οῦν­τος τ πάν­τα κα Χρι­στοῦ Ἰ­η­σοῦ το μαρ­τυ­ρή­σαν­τος ἐ­πὶ Πον­τί­ου Πι­λά­του τν κα­λὴν ὁ­μο­λο­γί­αν, τη­ρῆ­σαί σε τν ἐν­το­λὴν ἄ­σπι­λον, ἀ­νε­πί­λη­πτον μέ­χρι τς ἐ­πι­φα­νεί­ας το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ν και­ροῖς ἰ­δί­οις δεί­ξει μα­κά­ριος κα μό­νος δυ­νά­στης, βα­σι­λεὺς τν βα­σι­λευ­όν­των κα κύ­ριος τν κυ­ρι­ευ­όν­των,  μό­νος ἔ­χων ἀ­θα­να­σί­αν, φς οἰ­κῶν ἀ­πρό­σι­τον, ν εἶ­δεν οὐ­δεὶς ἀν­θρώ­πων οὐ­δὲ ἰ­δεῖν δύ­να­ται· τι­μὴ κα κρά­τος αἰ­ώ­νιον· ἀ­μήν.                                                                          
        (Α’ Τιμ. Ϛ΄ [6] 11 – 16)  

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Παιδί μου Τι­μό­θε­ε, νά ἐ­πι­δι­ώ­κεις τή δι­και­ο­σύ­νη, τήν εὐ­σέ­βεια, τήν πί­στη, τήν ἀ­γά­πη, τήν ὑ­πο­μο­νή, τήν πρα­ό­τη­τα. Νά ἀ­γω­νί­ζε­σαι τόν κα­λό ἀ­γώ­να στόν ὁ­ποῖ­ο μς κα­λεῖ πί­στη. Πιά­σε κα­λά καί κρά­τα σφι­χτά τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή, τήν ὁ­ποί­α σέ κά­λε­σε Θε­ός νά κλη­ρο­νο­μή­σεις, ἀλ­λά κι ἐ­σύ πρίν ἀ­πό τό βά­πτι­σμά σου ἔ­δω­σες τήν κα­λή ὁ­μο­λο­γί­α γι᾿ αὐ­τήν μπρο­στά σέ πολ­λούς μάρ­τυ­ρες. Σο πα­ραγ­γέλ­λω ­νώ­πιον το Θε­οῦ, ­ποῖ­ος με­τα­δί­δει ζω­ή στά πάν­τα, καί ­νώ­πιον το ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ­ποῖ­ος μπρο­στά στόν Πόν­τιο Πι­λά­το ­δω­σε τή μαρ­τυ­ρί­α τς κα­λῆς ­μο­λο­γί­ας ­τι εἶ­ναι Υἱ­ός το Θε­οῦνά δι­α­τη­ρή­σεις τήν ἐν­το­λή καί τίς ­πο­χρε­ώ­σεις πού ­νέ­λα­βες στό βά­πτι­σμα καί τή χει­ρο­το­νί­α σου κα­θα­ρή ­πό κά­θε μο­λυ­σμό, ­νώ­τε­ρη ­πό κά­θε κα­τη­γο­ρί­α, μέ­χρι τήν ­μέ­ρα πού θά φα­νε­ρω­θεῖ ἔν­δο­ξος Κύ­ριός μας ­η­σοῦς Χρι­στόςΚαί τήν ἔν­δο­ξη αὐ­τή φα­νέ­ρω­ση το Κυ­ρί­ου θά τή δεί­ξει Θε­ός Πα­τήρ σέ και­ρούς πού ­διος ­ρι­σε καί γνω­ρί­ζει, μα­κά­ριος καί μό­νος ­ξου­σια­στής, βα­σι­λεύς ­σων βα­σι­λεύ­ουν στή γ καί κύ­ριος ­κεί­νων πού κυ­ρια­ρχοῦν ­πά­νω στή γ μό­νος πού ­χει ­π᾿ τόν ­αυ­τό του ζω­ή ­θά­να­τη καί προ­αι­ώ­νια καί κα­τοι­κεῖ σέ φς τό ­ποῖ­ο κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά πλη­σιά­σει. Αὐ­τόν δέν τόν εἶ­δε κα­νέ­νας ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, οὔ­τε μπο­ρεῖ νά τόν δε. Σ᾿ αὐ­τόν ἀ­νή­κει ἡ τι­μή καί παν­το­τι­νή καί αἰ­ώ­νια δύ­να­μη.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
    Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.   
                                        (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Κυ­ρια­κὴ τῶν Μυ­ρο­φό­ρων! Μέ­σα στὴν Πα­σχα­λι­νὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα ἡ ἑ­ορ­τὴ αὐ­τὴ μᾶς γυ­ρί­ζει λί­γο πί­σω, στὸ πέν­θι­μο κλί­μα τῆς Με­γά­λης Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ὄ­χι χω­ρὶς λό­γο βέ­βαι­α, ἀ­φοῦ τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς ἑ­ορ­τῆς ἀρ­χί­ζουν νὰ ἐ­κτυ­λίσ­σον­ται ἀ­πὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα ἀ­κρι­βῶς τῆς Με­γά­λης Πα­ρα­σκευ­ῆς. Καὶ εἶ­ναι θαυ­μα­στὰ πε­ρι­στα­τι­κά, ὅ­πως θὰ δοῦ­με νὰ μᾶς τὰ πε­ρι­γρά­φει τὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα.
1.   ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΔΙΕΞΟΔΑ!
Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ὴ ἀ­πό­γευ­μα. Ὁ οὐ­ρα­νὸς κα­τά­μαυ­ρος. Ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα ἀ­πει­λη­τι­κή. Ὁ ἕ­νας μα­θη­τὴς προ­δό­της. Ὁ Πέ­τρος συν­τε­τριμ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἄρ­νη­ση. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι σκορ­πι­σμέ­νοι. Ὁ Κύ­ριος νε­κρὸς ἐ­πά­νω στὸν Σταυ­ρό. Καὶ ὁ κίν­δυ­νος νὰ μεί­νει ἄ­τα­φο ἐ­πὶ μέ­ρες τὸ πα­νά­γιο Σῶ­μα Του προ­φα­νής. Δι­ό­τι σὲ λί­γες ὧ­ρες, μὲ τὴ δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου, ἄρ­χι­ζε ἡ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του καὶ κά­θε κί­νη­ση γιὰ τοὺς Ἑ­βραί­ους ἦ­ταν ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη. Μπο­ροῦ­με νὰ φαν­τα­σθοῦ­με τώ­ρα τὴ θλί­ψη τῆς Πα­να­γί­ας μας...
Σ᾿ αὐ­τὴ τὴν κρί­σι­μη στιγ­μὴ κά­νει τὴν ἐμ­φά­νι­σή του ἕ­νας ἄ­γνω­στος – κρυ­φὸς – μα­θη­τὴς τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ Ἰ­ω­σήφ, ποὺ κα­τή­γε­το ἀ­πὸ τὴν Ἀ­ρι­μα­θαί­α καὶ ἦ­ταν βου­λευ­τής, ἐ­πί­ση­μο δη­λα­δὴ μέ­λος τοῦ Ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ Συ­νε­δρί­ου. Αὐ­τὸς τόλ­μη­σε νὰ πά­ει νὰ ζη­τή­σει ἀ­πὸ τὸν Πι­λά­το τὴν ἄ­δεια νὰ ἐν­τα­φιά­σει τὸ Σῶ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Μιὰ κί­νη­ση, ποὺ φαι­νό­ταν ἀ­πελ­πι­σμέ­νη, κα­τα­δι­κα­σμέ­νη σὲ ἀ­πο­τυ­χί­α.
Καὶ ὅ­μως πέ­τυ­χε! Ὁ Πι­λά­τος, ἀ­φοῦ δι­α­πί­στω­σε τὸν θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­δω­σε τὴ σχε­τι­κὴ ἄ­δεια στὸν Ἰ­ω­σήφ, ὁ ὁ­ποῖ­ος βο­η­θού­με­νος ἀ­πὸ τὸν Νι­κό­δη­μο ἐν­τα­φί­α­σε τὸ σῶ­μα τοῦ Δι­δα­σκά­λου, βε­βι­α­σμέ­να μέν, ἀλ­λὰ καὶ μὲ πο­λὺ σε­βα­σμὸ καὶ τι­μὴ καὶ εὐ­λά­βεια. Τὸ ἐν­τα­φί­α­σε σὲ ἕ­να μνῆ­μα σκα­λι­σμέ­νο σὲ βρά­χο καὶ ἔ­κλει­σε τὴν εἴ­σο­δο μὲ μί­α με­γά­λη πέ­τρα. Ὁ κίν­δυ­νος νὰ μεί­νει ἄ­τα­φο τὸ Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­χε ἀ­προσ­δό­κη­τα ξε­πε­ρα­σθεῖ.
Οἱ μα­θή­τρι­ες τώ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ μας, μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὴ Μα­ρί­α τὴ Μα­γδα­λη­νή, δὲν ἔ­μει­ναν ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νες ἀ­πὸ μιὰ τό­σο βι­α­στι­κὴ τα­φὴ καὶ θέ­λη­σαν νὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σουν αὐ­τὴν τὴν ἔλ­λει­ψη. Ὅ­ταν λοι­πὸν πέ­ρα­σε ἡ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του, ἀ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα, καὶ τὸ πρωΐ τῆς ἑ­πό­με­νης μέ­ρας παίρ­νουν τὸν δρό­μο γιὰ τὸ μνη­μεῖ­ο. Ἀλ­λὰ ἡ βα­ρειὰ ἐ­κεί­νη τα­φό­πε­τρα πι­έ­ζει τὶς ψυ­χές τους πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ᾿ ὅ,τι τὸν Τά­φο τοῦ Κυ­ρί­ου. Μπρο­στά τους βλέ­πουν ΑΔΙΕΞΟΔΟ. Ποι­ὸς θὰ μᾶς κυ­λί­σει τὴν πέ­τρα ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἐ­ρώ­τη­μα, ποὺ τὶς βα­σα­νί­ζει. Τὸ ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως δὲν τὶς ἀ­πο­θαρ­ρύ­νει. Προ­χω­ροῦν! Προ­χω­ροῦν μὲ τόλ­μη καὶ πί­στη. Καὶ σὲ λί­γο γί­νον­ται μάρ­τυ­ρες τοῦ πιὸ με­γά­λου θαύ­μα­τος. Ἡ βα­ρειὰ πέ­τρα εἶ­ναι ἀ­πο­κυ­λι­σμέ­νη καὶ ὁ ὁ­λό­λαμ­προς ἄγ­γε­λος τοὺς με­τα­δί­δει τὸ συγ­κλο­νι­στι­κό­τε­ρο μή­νυ­μα: Ὁ Κύ­ριος ἀ­νέ­στη! «Ἠ­γέρ­θη, οὐκ ἔ­στιν ὧ­δε».
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ – τὸ βλέ­που­με – φω­νά­ζουν μό­να τους: Γιὰ τὸν Θε­ὸ δὲν ὑ­πάρ­χουν ἀ­δι­έ­ξο­δα! Πί­στη χρει­ά­ζε­ται. Πί­στη καὶ τόλ­μη! Ὁ Ἰ­ω­σὴφ καὶ οἱ Μυ­ρο­φό­ρες ἔ­βλε­παν μπρο­στά τους σκο­τά­δι, ἀ­πει­λές, κιν­δύ­νους. Ὅ­μως δὲν ἔ­κα­ναν πί­σω· προ­χώ­ρη­σαν. Καὶ τε­λι­κὰ οἱ δυ­σκο­λί­ες ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν καὶ τὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα ἔ­γι­ναν πλα­τει­ὲς λε­ω­φό­ροι.
Λοι­πόν, τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ἀ­σφα­λῶς ὅ­λοι μας σὲ κά­ποι­ες πε­ρι­ό­δους τῆς ζω­ῆς μας βρι­σκό­μα­στε σὲ ἀ­νά­λο­γες κα­τα­στά­σεις. Οἱ δο­κι­μα­σί­ες ἀ­πα­νω­τές, οἱ κίν­δυ­νοι πολ­λοί, ἡ κα­τα­στρο­φὴ αἰ­σθα­νό­μα­στε νὰ μᾶς πλη­σιά­ζει σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­να­πνο­ῆς. Τό­τε ὁ πει­ρα­σμός, νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τὸ κα­θῆ­κον μας, νὰ χα­λα­ρώ­σου­με τὸν ἀ­γώ­να μας, γί­νε­ται μέ­γας, μᾶς πι­έ­ζει ἀ­σφυ­κτι­κά. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο. Ἐ­δῶ παί­ζον­ται ὅ­λα. Εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ στιγ­μή, ποὺ θὰ πρέ­πει νὰ δώ­σου­με τὴ μά­χη μας. Νὰ ρι­ψο­κιν­δυ­νεύ­σου­με. Νὰ προ­χω­ρή­σου­με μὲ πί­στη καὶ τόλ­μη! Ἔ­στω κι ἂν χρεια­στεῖ νὰ μο­νο­μα­χή­σου­με μὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο!
Πρα­κτι­κό­τε­ρα; Τὰ κα­τα­λα­βαί­νου­με, δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ τὰ πε­ρι­γρά­ψου­με λε­πτο­με­ρῶς – ἄλ­λω­στε γιὰ τὸν κα­θέ­να μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κὴ μορ­φή. Ση­μα­σί­α ἔ­χει νὰ ξέ­ρου­με τὸ μά­θη­μα: Ὅ­ταν βλέ­που­με νὰ μᾶς πε­ρι­σφίγ­γουν τὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα – οἰ­κο­γε­νεια­κά, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κά, οἰ­κο­νο­μι­κά, συ­νει­δη­σια­κὰ κ.τ.λ. – νὰ κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς ἔ­χει φτά­σει ἡ κρί­σι­μη στιγ­μή, ἔ­χει κρο­τή­σει ἡ σάλ­πιγ­γα τῆς μά­χης! Καὶ νὰ προ­χω­ροῦ­με. Νὰ βα­δί­ζου­με ἐ­πά­νω στὰ κύ­μα­τα. Μὲ πί­στη καὶ τόλ­μη. Μὲ τὴ βε­βαι­ό­τη­τα πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι κον­τά μας, πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὸν ἀ­γώ­να μας καὶ στὴν κρί­σι­μη στιγ­μὴ θὰ ἐ­πέμ­βει δι­α­λύ­ον­τας τὰ μαῦ­ρα σύν­νε­φα, ἀ­νοί­γον­τας δρό­μο σὲ ὅ­λα τὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα.
2. «ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΣΤΑΣΙΣ»
Ὁ ἀ­στρα­πη­βό­λος ἄγ­γε­λος θαμ­πώ­νει τὶς ἀ­δύ­να­μες Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες. Τὰ λό­για του τὶς συγ­κλο­νί­ζουν. Μὴ τὰ χά­νε­τε, τοὺς λέ­γει. Ἐ­σεῖς ζη­τᾶ­τε «Ἰ­η­σοῦν τὸν Να­ζα­ρη­νὸν τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον». Ἀλ­λὰ μά­θε­τέ το· ἀ­να­στή­θη­κε, δὲν εἶ­ναι πλέ­ον ἐ­δῶ! Νὰ ὁ τό­πος, ποὺ τὸν εἶ­χαν βά­λει. Πη­γαί­νε­τε λοι­πὸν νὰ πεῖ­τε στοὺς μα­θη­τές Του καὶ στὸν Πέ­τρο ἰ­δι­αι­τέ­ρως, ποὺ λό­γῳ τῆς ἀρ­νή­σε­ως ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἐ­νι­σχύ­σε­ως, ὅ­τι ὁ Κύ­ριος ἀ­να­στή­θη­κε καὶ θὰ τοὺς συ­ναν­τή­σει στὴ Γα­λι­λαί­α, ὅ­που με­τα­βαί­νει προ­τή­τε­ρα ἀ­πὸ αὐ­τούς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τοὺς τὸ εἶ­χε προ­α­ναγ­γεί­λει.
Κά­θε λό­γος τοῦ ἀγ­γέ­λου εἶ­ναι καὶ μιὰ νέ­α ἔκ­πλη­ξη γιὰ τὶς Μυ­ρο­φό­ρες, ποὺ φεύ­γουν ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο, ἐ­νῶ τὶς κα­τέ­χει «τρό­μος καὶ ἔκ­στα­σις», φό­βος με­γά­λος καὶ πα­ρά­φο­ρος θαυ­μα­σμός. Τό­σος φό­βος, ὥ­στε νὰ μὴ ἔ­χουν τὴν δύ­να­μη νὰ ποῦν οὔ­τε μιὰ λέ­ξη στοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ συ­ναν­τοῦ­σαν στὸν δρό­μο τους.
«ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΣΤΑΣΙΣ»! Δύ­ο λέ­ξεις ποὺ μᾶς δί­νουν μιὰ εἰ­κό­να τοῦ τί αἰ­σθάν­θη­καν οἱ Μυ­ρο­φό­ρες, μό­λις πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου. Τρό­μο, δι­ό­τι ἀν­τι­λή­φθη­σαν πὼς κά­τι μο­να­δι­κό, κά­τι πρω­το­φα­νὲς καὶ συγ­κλο­νι­στι­κὸ συ­νέ­βη στὸ Σύμ­παν. Κά­ποι­ος, ποὺ τό­σο κα­λὰ Τὸν γνώ­ρι­ζαν – κι ὅ­μως τοὺς ἦ­ταν τό­σο ἄ­γνω­στος – γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ εἶ­χε νι­κή­σει αὐ­το­δύ­να­μα τὸν θά­να­το! Αἰ­σθάν­θη­καν ὅ­τι μιὰ δύ­να­μη ἀ­σύλ­λη­πτη εἶ­χε εἰ­σέλ­θει στὴν πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου. Ἔ­νι­ω­θαν πὼς ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ κό­σμου ξα­νάρ­χι­ζε. Ὁ­λό­κλη­ρο τὸ Σύμ­παν δη­μι­ουρ­γεῖ­το ἐκ νέ­ου ἐ­κεῖ μπρο­στὰ στὰ μά­τια τους ἀ­πὸ κά­ποι­ον Ἄν­θρω­πο, ποὺ ὅ­μως δὲν ἦ­ταν μό­νο ἄν­θρω­πος, ὅ­πως μέ­χρι τό­τε νό­μι­ζαν, ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἔ­στω τοῦ Θε­οῦ! Ἀλ­λὰ τί ἦ­ταν;
Τώ­ρα μό­λις ἄρ­χι­σαν νὰ κα­τα­λα­βαί­νουν Ποι­ὸς πράγ­μα­τι ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λος, κον­τὰ στὸν Ὁ­ποῖ­ο γιὰ τό­σο δι­ά­στη­μα – τρι­ῶν ἐ­τῶν πε­ρί­που – εἶ­χαν ζή­σει. Τώ­ρα μό­λις ἄρ­χι­σαν νὰ ὑ­πο­ψι­ά­ζον­ται τὶς ἄ­πει­ρες δι­α­στά­σεις Του. Νὰ δι­αι­σθά­νον­ται τὴν κα­τα­γω­γή Του, τὴν πη­γὴ τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς Του. Ὁ νοῦς τους ἀ­δυ­να­τοῦ­σε νὰ τὸ χω­ρέ­σει: Ὁ Θε­ὸς εἶ­χε γί­νει καὶ ἄν­θρω­πος, εἶ­χε περ­πα­τή­σει κον­τά τους, εἶ­χε ζή­σει μα­ζί τους, εἶ­χε... εἶ­χε... Ἡ συγ­κί­νη­ση ἔ­πνι­γε τὶς ψυ­χές τους! Κι αὐ­τὸ ἦ­ταν ποὺ τοὺς προ­κα­λοῦ­σε καὶ τὴν ἔκ­στα­ση, τὸν πα­ρά­φο­ρο θαυ­μα­σμό, τὴν ἀ­πέ­ραν­τη ἔκ­πλη­ξη, τὸν χω­ρὶς ὅ­ρια ἐν­θου­σια­σμό, τὴ χα­ρά, τὴ μέ­θη, τὴν ἄ­πει­ρη συγ­κί­νη­ση. Ποι­ό; Μὰ τὸ ὅ­τι ΑΥΤΟΣ, ὁ ἄ­πει­ρος Θε­ός, ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λός τους, Ἐ­κεῖ­νος τὸν Ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν μὲ τό­σο με­γά­λη ἀ­γά­πη ἀ­γα­πή­σει.
Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν ἔ­λε­γαν τί­πο­τε σὲ κα­νέ­να στὸ δρό­μο. Τί νὰ ποῦν; Σὲ ποι­ὸν νὰ μι­λή­σουν; Τὰ πό­δια τους εἶ­χαν βγά­λει φτε­ρά, ἀλ­λὰ τὰ στό­μα­τά τους ἔ­με­ναν βου­βά. Ἂν ἔ­πρε­πε νὰ μι­λή­σουν, θὰ ἤ­θε­λαν νὰ ἀ­νε­βοῦν κά­που ψη­λὰ νὰ τὶς ἀ­κού­σει ὅ­λο τὸ Σύμ­παν! Θὰ ἤ­θε­λαν νὰ φω­νά­ξουν μέ­σα ἀ­πὸ τὰ τρί­σβα­θα τῆς ψυ­χῆς τους:
Ἄν­θρω­ποι, ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ ξέ­ρε­τε, ἔ­χουν τε­λει­ώ­σει ὅ­λα! Κά­τι και­νούρ­γιο ἔ­χει τώ­ρα ἀρ­χί­σει. Ἔ­σπα­σαν τὰ σί­δε­ρα τῆς φυ­λα­κῆς μας. Ὁ προ­αι­ώ­νιος ἐ­χθρός μας ἔ­χει ἐ­πι­τέ­λους νι­κη­θεῖ. «Ἐ­ά­λω ὁ θά­να­τος θα­νά­τῳ»! Χα­ρεῖ­τε, ἄν­θρω­ποι! Λου­λού­δια καὶ που­λιὰ κι ἀ­στέ­ρια μα­κρι­νά, χα­ρεῖ­τε!
Ναί, χα­ρεῖ­τε, ἂς χα­ροῦ­με ὅ­λοι, ἀ­δελ­φοί!
Χαί­ρε­τε καὶ ἐ­σεῖς, Μυ­ρο­φό­ρες Κυ­ρί­ου, εὐ­λο­γη­μέ­νες! Χαί­ρε­τε, ἅ­γι­ες γυ­ναῖ­κες, ποὺ ἀ­γα­πή­σα­τε τὸν Κύ­ριον ὁ­λό­ψυ­χα καὶ μᾶς φέ­ρα­τε τὸ μή­νυ­μα τῆς νέ­ας ζω­ῆς καὶ τῆς χα­ρᾶς! Τὸ μή­νυ­μα ὅ­τι ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ!
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ! Ὦ Μα­θή­τρι­ες μα­κά­ρι­ες καὶ τρεῖς φο­ρὲς εὐ­λο­γη­μέ­νες!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου