Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(19 ΜΑΪΟΥ 2019)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το Πτρον δι­ερ­χό­με­νον δι­ὰ πάν­των κα­τελ­θεῖν κα πρς τος ἁ­γί­ους τος κα­τοι­κοῦν­τας Λδδαν. εὗ­ρε δ ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ξ ἐ­τῶν ὀ­κτὼ κα­τα­κε­ί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ς ν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος. κα εἶ­πεν αὐ­τῷ Πτρος· Αἰ­νέ­α, ἰ­ᾶ­ταί σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι κα στρῶ­σον σε­αυ­τῷ. κα εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη. κα εἶ­δον αὐ­τὸν πάν­τες ο κα­τοι­κοῦν­τες Λδδαν κα τν Σρωνα, οἵ­τι­νες ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τν Κριον. ν Ἰόππ δ τις ν μα­θή­τρι­α ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θά, δι­ερ­μη­νευ­ο­μέ­νη λέ­γε­ται Δορ­κάς· αὕ­τη ν πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων κα ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­πο­ί­ει. ἐ­γέ­νε­το δ ν τας ἡ­μέ­ραις ἐ­κε­ί­ναις ἀ­σθε­νή­σα­σαν αὐ­τὴν ἀ­πο­θα­νεῖν· λού­σαν­τες δ αὐ­τὴν ἔ­θη­καν ἐν ὑ­πε­ρώ­ῳ. ἐγ­γὺς δ οὔ­σης Λδδης τ Ἰόππ ο μα­θη­ταὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι Πτρος ἐ­στὶν ἐν αὐ­τῇ, ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρς αὐ­τὸν πα­ρα­κα­λοῦν­τες μ ὀ­κνῆ­σαι δι­ελ­θεῖν ἕ­ως αὐ­τῶν. ἀ­να­στὰς δ Πτρος συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς· ν πα­ρα­γε­νό­με­νον ἀ­νή­γα­γον ες τ ὑ­πε­ρῷ­ον, κα πα­ρέ­στη­σαν αὐ­τῷ πᾶ­σαι α χῆ­ραι κλα­ί­ου­σαι κα ἐ­πι­δει­κνύ­με­ναι χι­τῶ­νας κα ἱ­μά­τι­α ὅ­σα ἐ­πο­ί­ει με­τ' αὐ­τῶν οὖ­σα Δορ­κάς. ἐκ­βα­λὼν δ ἔ­ξω πάν­τας Πτρος κα θες τ γό­να­τα προ­ση­ύ­ξα­το, κα ἐ­πι­στρέ­ψας πρς τ σῶ­μα εἶ­πε· Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι. δ ἤ­νοι­ξε τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τῆς, κα ἰ­δοῦ­σα τν Πτρον ἀ­νε­κά­θι­σε. δος δ αὐ­τῇ χεῖ­ρα ἀ­νέ­στη­σεν αὐ­τήν, φω­νή­σας δ τος ἁ­γί­ους κα τς χή­ρας πα­ρέ­στη­σεν αὐ­τὴν ζῶ­σαν. γνω­στὸν δ ἐ­γέ­νε­το κα­θ' ὅ­λης τς Ἰόππης, κα πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ἐ­πὶ τν Κριον.
                                                                                         (Πράξ. θ΄ [9] 32 – 42)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Κα­θὼς ὁ Πέ­τρος πε­ρι­ό­δευ­ε σ' ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ μέ­ρη, κά­ποι­α μέ­ρα κα­τέ­βη­κε καὶ στοὺς Χρι­στια­νοὺς πού κατοικοῦσαν στὴ Λύδ­δα. Ἐ­κεῖ συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο πού λε­γό­ταν Αἰνέας καὶ ἦ­ταν ὀ­κτὼ χρό­νια κα­τά­κοι­τος πά­νω σ' ἕ­να κρεβάτι, δι­ό­τι ἦ­ταν πα­ρά­λυ­τος. Κι ὁ Πέ­τρος τοῦ εἶ­πε: Αἰνέα, ὁ Ἰ­η­σοῦς, πού εἶ­ναι ὁ χρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Μεσ­σί­ας, σὲ γι­α­τρεύ­ει ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λυ­σί­α σου. Σή­κω καὶ στρῶ­σε μό­νος σου τὸ κρε­βά­τι σου. Κι αὐ­τὸς ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε. Καὶ τὸν εἶ­δαν ὅ­λοι ὅ­σοι κα­τοι­κοῦ­σαν στὴ Λύδ­δα καὶ στὴν πε­διά­δα τοῦ Σά­ρω­να. Κι ἔ­τσι, κα­θο­δη­γη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ θαῦμα αὐ­τό, ἐ­πέ­στρε­ψαν στὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, ἀφοῦ τὸν πί­στε­ψαν καὶ τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν Θε­ὸ καὶ Σω­τή­ρα τους.
Στὴν Ἰόππη πά­λι ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α μα­θή­τρια τοῦ Κυρίου πού λε­γό­ταν Τα­βι­θά. Τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τὸ με­τα­φρά­ζεται μὲ τὴ λέ­ξη Δορ­κά­δα, δη­λα­δὴ ζαρ­κά­δι. Αὐ­τὴ ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες πού ἔ­κα­νε συ­νε­χῶς. Τὶς ἡμέρες ἐ­κεῖ­νες ὅ­μως συ­νέ­βη νὰ ἀρ­ρω­στή­σει καὶ νὰ πε­θά­νει. Κι ἀ­φοῦ τὴν ἔ­λου­σαν καὶ τὴν ἑ­τοί­μα­σαν, τὴν ἔ­βα­λαν στὸ πά­νω δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς οἰ­κί­ας. Κα­θὼς λοι­πὸν ἡ πό­λη Λύδ­δα ἦ­ταν κον­τὰ στὴν Ἰόππη, σὰν ἄ­κου­σαν οἱ μα­θη­τὲς ὅ­τι ὁ Πέ­τρος εἶ­ναι στὴν πό­λη αὐ­τή, τοῦ ἔ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρες καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ πά­ει σ' αὐ­τοὺς ὅ­σο γί­νε­ται πιὸ γρή­γο­ρα. Πράγ­μα­τι ὁ Πέ­τρος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­γε μα­ζὶ μὲ τοὺς δύ­ο αὐ­τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους. Μό­λις ἔ­φτα­σε στὴν Ἰόππη, τὸν ἀ­νέ­βα­σαν στὸ ἀ­νώ­γει­ο. Κι ἐκεῖ πα­ρου­σι­ά­στη­καν μπρο­στά του ὅ­λες οἱ χῆ­ρες κλαί­γον­τας γιὰ τὸ θά­να­το αὐ­τῆς πού τὶς προ­στά­τευ­ε. Καὶ ὡς δείγ­μα­τα τῆς προ­στα­σί­ας της ἔ­δει­χναν στὸν Πέ­τρο τοὺς χι­τῶ­νες καὶ τὰ πα­νω­φό­ρια πού εἶχε φτιά­ξει γι' αὐ­τοὺς ἡ Δορ­κά­δα ὅ­σο ζοῦ­σε μα­ζί τους. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ὁ Πέ­τρος τοὺς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ἀ­νώ­γει­ο πού ἦ­ταν ἡ νε­κρή, γο­νά­τι­σε καὶ προ­σευ­χή­θη­κε. Κα­τό­πιν στρά­φη­κε στὸ νε­κρὸ σῶ­μα καὶ εἶπε: Τα­βιθά, σή­κω ἐ­πά­νω. Κι αὐ­τὴ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια της, κι ὅ­ταν εἶ­δε τὸν Πέ­τρο, ὅ­πως ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νη, ἀ­να­ση­κώ­θη­κε κα­θι­στὴ στὸ κρε­βά­τι της. Τό­τε τῆς ἔ­δω­σε ὁ Πέ­τρος τὸ χέ­ρι του καὶ τὴν σή­κω­σε ὄρ­θια. Ὕ­στε­ρα φώ­να­ξε τοὺς Χρι­στια­νοὺς καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὶς χῆ­ρες καὶ τοὺς τὴν πα­ρου­σί­α­σε ζων­τα­νή. Τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ ἔ­γι­νε γνω­στὸ σ' ὅ­λη τὴν πό­λη τῆς Ἰόππης, καὶ πολ­λοὶ πί­στε­ψαν στὸν Κύ­ριο.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. ἔ­στι δ ν τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­πὶ τ προ­βα­τι­κῇ κο­λυμ­βή­θρα, ἐ­πι­λε­γο­μέ­νη Ἑ­βρα­ϊ­στὶ Βη­θεσδά, πέν­τε στο­ὰς ἔ­χου­σα. ν τα­ύ­ταις κα­τέ­κει­το πλῆ­θος τν ἀ­σθε­νο­ύν­των, τυ­φλῶν, χω­λῶν, ξη­ρῶν, ἐκ­δε­χο­μέ­νων τν το ὕ­δα­τος κί­νη­σιν. ἄγ­γε­λος γρ κα­τὰ και­ρὸν κα­τέ­βαι­νεν ν τ κο­λυμ­βή­θρᾳ, κα ἐ­τα­ράσ­σε­ τ ὕ­δωρ· ον πρῶ­τος ἐμ­βὰς με­τὰ τν τα­ρα­χὴν το ὕ­δα­τος ὑ­γι­ὴς ἐ­γί­νε­το ᾧ δή­πο­τε κα­τε­ί­χε­το νο­σή­μα­τι. ν δ τις ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ τρι­ά­κον­τα κα ὀ­κτὼ ἔ­τη ἔ­χων ἐν τ ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ αὐ­τοῦ. τοῦ­τον ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τα­κε­ί­με­νον, κα γνος ὅ­τι πο­λὺν ἤ­δη χρό­νον ἔ­χει, λέ­γει αὐ­τῷ· Θλεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ ἀ­σθε­νῶν· Κριε, ἄν­θρω­πον οκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τ ὕ­δωρ, βά­λῃ με ες τν κο­λυμ­βή­θραν· ν δ ἔρ­χο­μαι ἐγώ ἄλ­λος πρ ἐ­μοῦ κα­τα­βα­ί­νει. λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ἔ­γει­ρε, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. κα εὐ­θέ­ως ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ὴς ὁ ἄν­θρω­πος, κα ἦ­ρε τν κρά­βατ­τον αὐ­τοῦ κα πε­ρι­ε­πά­τει. ν δ σάβ­βα­τον ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ. ἔ­λε­γον ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι τ τε­θε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σββατν ἐ­στιν· οκ ἔ­ξε­στί σοι ἆ­ραι τν κρά­βατ­τον. ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· ποι­ή­σας με ὑ­γι­ῆ, ἐ­κεῖ­νός μοι εἶ­πεν· ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. ἠ­ρώ­τη­σαν ον αὐ­τόν· Τς ἐ­στιν ὁ ἄν­θρω­πος ὁ εἰ­πών σοι, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει; δ ἰ­α­θεὶς οκ ᾔ­δει τς ἐ­στιν· γρ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξέ­νευ­σεν ὄ­χλου ὄν­τος ἐν τ τό­πῳ. με­τὰ ταῦ­τα εὑ­ρί­σκει αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς ἐν τ ἱ­ε­ρῷ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε, ἵ­να μ χεῖ­ρόν σο τι γέ­νη­ται. ἀ­πῆλ­θεν ὁ ἄν­θρω­πος κα ἀ­νήγ­γει­λε τος Ἰ­ου­δα­ί­οις ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας αὐ­τὸν ὑ­γι­ῆ.

        (Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἕ­να ἀ­πὸ τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου στὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μό­σιας δρά­σης Του. Εἶ­ναι τὸ θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τοῦ πα­ρα­λύ­του, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­τέ­λε­σε στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἐκ­πλη­κτι­κὸ θαῦ­μα, ποὺ στά­θη­κε ἡ πρώ­τη ἀ­φορ­μὴ τῆς ἐ­ναν­τί­ον Του ἀν­τί­δρα­σης τῶν Ἰ­ου­δαί­ων.
1. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Στὴν πύ­λη τοῦ τεί­χους τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται προ­βα­τι­κή (δι­ό­τι ἀ­πὸ αὐ­τὴν ἔ­βα­ζαν μέ­σα στὴν πό­λη τὰ κο­πά­δια τῶν προ­βά­των), ὑ­πῆρ­χε μί­α λι­μνού­λα, «κο­λυμ­βή­θρα» τὴν ἀ­πο­κα­λεῖ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, ποὺ τὸ ὄ­νο­μά της ἦ­ταν «Βη­θεσ­δᾶ», δη­λα­δὴ «οἶ­κος ἐ­λέ­ους». Θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ ἦ­ταν αὐ­τὴ ἡ λι­μνού­λα, δι­ό­τι κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα κα­τέ­βαι­νε κά­ποι­ος ἄγ­γε­λος καὶ ἀ­να­τά­ρα­ζε τὰ νε­ρά της, ὁ­πό­τε ὁ πρῶ­τος ἄρ­ρω­στος ποὺ προ­λά­βαι­νε νὰ πέ­σει μέ­σα της θε­ρα­πευ­ό­ταν, ἀ­πὸ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­σθέ­νεια κι ἂν ἔ­πα­σχε. Ὑ­πῆρ­χαν λοι­πὸν ἐ­κεῖ πέν­τε θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα, ὅ­που πλή­θη ἀ­σθε­νῶν πε­ρί­με­ναν μὲ ἀ­γω­νί­α τὴν κί­νη­ση τοῦ νε­ροῦ.
Ἀ­νά­με­σα σ᾿ αὐ­τὰ τὰ πλή­θη τῶν ἀ­σθε­νῶν δι­έ­κρι­νε ὁ Κύ­ριος καὶ ἕ­να πο­λὺ βα­σα­νι­σμέ­νο ἄν­θρω­πο. Ἕ­να πα­ρά­λυ­το, ποὺ εἶ­χε 38 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια στὸ κρεβ­βά­τι. Τὸν συ­νε­πά­θη­σε ὁ Κύ­ριος, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸν ἐ­ρώ­τη­σε: «Θέ­λεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι;», θέ­λεις νὰ γί­νεις κα­λά; Κύ­ρι­ε, τοῦ ἀ­παν­τά­ει ὁ πα­ρά­λυ­τος, «ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω», δὲν ἔ­χω κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο νὰ μὲ ρί­ξει στὸ νε­ρό, ὅ­ταν αὐ­τὸ τα­ρα­χθεῖ. Καὶ ἐ­νῶ προ­σπα­θῶ νὰ συρ­θῶ μό­νος μου, κά­ποι­ος ἄλ­λος μὲ προ­λα­βαί­νει καὶ κα­τε­βαί­νει πρῶ­τος. Γε­μά­τος στορ­γὴ τό­τε ὁ Κύ­ριος τοῦ λέ­γει: σή­κω ἐ­πά­νω, πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ περ­πά­τα! Καὶ ἀ­μέ­σως ἔ­γι­νε κα­λὰ ὁ ἄρ­ρω­στος καὶ πῆ­ρε τὸ κρεβ­βά­τι του καὶ περ­πα­τοῦ­σε ἐ­λεύ­θε­ρα.
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ἀ­σφα­λῶς εἶ­ναι θαυ­μα­στό. Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­ρά­πο­νο τοῦ πα­ρα­λύ­του εἶ­ναι τό­σο δρα­μα­τι­κό: «Κύ­ρι­ε, ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω»! Τό­σοι ἄν­θρω­ποι ἦ­σαν δί­πλα του, τό­σους συγ­γε­νεῖς θὰ εἶ­χε, ἀλ­λὰ κα­νέ­νας δὲν τὸν βο­η­θοῦ­σε στὴν δο­κι­μα­σί­α του.
«Ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω»!
Πα­ρά­πο­νο, ποὺ ἀ­κού­γε­ται ἀ­πὸ ἀ­να­ρίθ­μη­τα στό­μα­τα καὶ στὴν ἐ­πο­χή μας. Τί ἐ­πο­χὴ ἀ­λή­θεια! Γε­μά­τη ἀν­τι­φά­σεις. Με­γα­λό­στο­μες δι­α­κη­ρύ­ξεις ἀ­πὸ τὴ μιὰ πλευ­ρὰ γιὰ τὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἔ­σχα­τος ἐ­ξευ­τε­λι­σμὸς τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ αὐ­τῆς τῆς ἀ­ξί­ας στὶς πιὸ ἱ­ε­ρές της μορ­φές. Λό­για ὄ­μορ­φα γιὰ κοι­νω­νι­κὴ μέ­ρι­μνα καὶ φρον­τί­δα ἀ­πὸ τὴ μιὰ καὶ πλή­ρης ἀ­δι­α­φο­ρί­α συγ­χρό­νως γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει δί­πλα μας. Δί­πλα μας! Ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ πρό­βλη­μα. Δι­ό­τι χρή­μα­τα σὲ ἐ­ρά­νους ἀ­κό­μη καὶ γιὰ μα­κρι­νοὺς τό­πους ὅ­λοι δί­νου­με. Ἀλ­λὰ πολ­λοὶ δὲν ἁ­πλώ­νου­με χέ­ρι βο­η­θεί­ας σ᾿ αὐ­τούς, ποὺ ὑ­πο­φέ­ρουν δί­πλα μας, στὴ γει­το­νιά μας, συ­χνὰ ἀ­κό­μη καὶ μέ­σα στὸ ἴ­διο τὸ σπί­τι μας! Ὄ­χι λοι­πὸν χρή­μα­τα μό­νον. Δὲν φτά­νει. Καὶ ὁ πα­ρά­λυ­τος δὲν εἶ­πε «χρή­μα­τα οὐκ ἔ­χω», ἀλ­λὰ τί; «Ἄν­θρω­πον οὐκ ἔ­χω». ΑΝΘΡΩΠΟΝ!
Πό­σοι ἀ­λή­θεια ἀ­σθε­νεῖς σὲ νο­σο­κο­μεῖ­α ἢ σὲ εἰ­δι­κὰ ἱ­δρύ­μα­τα ἀ­να­ζη­τοῦν κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο. Ὄ­χι ἁ­πλῶς τὸν ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α ὑ­πάλ­λη­λο, ποὺ κά­νει ὅ­πως – ὅ­πως τὴ δου­λειά του, ἀλ­λὰ μιὰ ὕ­παρ­ξη, ποὺ θὰ σκύ­ψει ἐ­πά­νω τους μὲ χα­μό­γε­λο, στορ­γή, ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ἄ­δο­λη ἀ­γά­πη. Ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ὄ­χι μιὰ μη­χα­νή!
Αὐ­τὸ τὸ θέ­μα, ἀ­δελ­φοί, πρέ­πει ὅ­λους σο­βα­ρὰ νὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σει. Ἀ­σφα­λῶς ὅ­λοι ἔ­χου­με τὶς δου­λει­ές μας, τὶς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις μας, τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές μας. Καὶ ἀ­σφα­λῶς δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ κα­θέ­νας μας νὰ ἐ­παρ­κέ­σει σὲ ὅ­λα. Σύμ­φω­νοι. Ὅ­μως, ὅ­ταν δο­κι­μά­ζε­ται κά­ποι­α ψυ­χὴ δί­πλα μας, δὲν εἶ­ναι τό­σο ἀ­κα­τόρ­θω­το νὰ δεί­ξου­με σ᾿ αὐ­τὴν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ τὴν ἀ­γά­πη μας. Καὶ ἂν χρεια­σθεῖ νὰ δι­α­θέ­σου­με χρό­νο καὶ χρή­μα­τα καὶ κό­πο πο­λύ, ἂς μὴ δι­στά­σου­με νὰ τὸ κά­νου­με. Δι­ό­τι αὐ­τὴν τὴν προ­σφο­ρὰ τῆς ἀ­γά­πης στὸ τέ­λος – τέ­λος γνω­ρί­ζου­με σὲ ποι­ὸν τὴν κά­νου­με. Δὲν τὴν κά­νου­με μό­νο στὸν συγ­κε­κρι­μέ­νο ἄν­θρω­πο, ποὺ κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο φρον­τί­ζου­με. Ὄ­χι. Ἀλ­λὰ καὶ σὲ ποι­ὸν ἄλ­λον; Στὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό μας, ἀ­δελ­φοί! Ὁ Ὁ­ποῖ­ος λέ­γει ὅ­τι: αὐ­τὰ ποὺ κά­νε­τε σὲ κά­ποι­ον ἀ­πό τοὺς πε­ρι­φρο­νη­μέ­νους καὶ ἀ­σή­μαν­τους ἀν­θρώ­πους, σὲ ΜΕΝΑ τὸν ἴ­διο τὰ κά­νε­τε!
2. «ΠΑΜΦΑΓΟΝ» ΘΗΡΙΟ!
Ἡ ὑ­πό­θε­ση τῆς θε­ρα­πεί­ας τοῦ πα­ρα­λύ­του εἶ­χε, ὅ­πως βλέ­που­με στὴ συ­νέ­χεια τοῦ ἱ­ε­ροῦ κει­μέ­νου, πα­ρά­δο­ξη ἐ­ξέ­λι­ξη. Μό­λις ὁ ἄν­θρω­πος ση­κώ­θη­κε καὶ πῆ­ρε τὸ κρεβ­βά­τι του καὶ βά­δι­σε, ὅ­πως τοῦ πα­ρήγ­γει­λε ὁ Κύ­ριος, βρέ­θη­κε πρὸ ἐκ­πλή­ξε­ων. Δι­ό­τι ἦ­ταν Σάβ­βα­το ἐ­κεί­νη ἡ μέ­ρα καὶ οἱ στε­νό­μυα­λοι καὶ κα­κό­ψυ­χοι Ἑ­βραῖ­οι ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν ἀ­πο­παίρ­νουν ὅ­τι, ση­κώ­νον­τας τὸ κρεβ­βά­τι του, πα­ρα­βί­α­ζε δῆ­θεν τὴν ἐν­το­λὴ τῆς ἀρ­γί­ας τοῦ Σαβ­βά­του, ποὺ εἶ­χε νο­μο­θε­τή­σει ὁ Θε­ός. Ὁ ἄν­θρω­πος τὰ ἔ­χα­σε ἀ­πὸ τὴν κα­κί­α τους. Τό­σα χρό­νια τὸν εἶχαν ἀ­φή­σει ἀ­βο­ή­θη­το, πα­ρα­βαί­νον­τας τὴν πιὸ με­γά­λη ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἔ­λε­γε «ἀ­γα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τόν», καὶ τώ­ρα, ἀν­τὶ νὰ χα­ροῦν γιὰ τὴ θε­ρα­πεί­α του, ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν κα­τη­γο­ροῦν ὅ­τι πα­ρα­βαί­νει τὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ! Τοὺς ἀ­πάν­τη­σε λοι­πὸν ὅ­τι ση­κώ­νει αὐ­τὴ τὴ μέ­ρα τὸ κρεβ­βά­τι του κατ᾿ ἐν­το­λὴ ἐ­κεί­νου ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν θε­ρά­πευ­σε. Καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ σοῦ ἔ­δω­σε τέ­τοι­α ἐν­το­λή; τὸν ἐ­ρω­τοῦν. Ἀλ­λὰ ὁ πα­ρά­λυ­τος δὲν γνώ­ρι­ζε ποι­ὸς εἶ­ναι, διό­τι ὁ Κύ­ριος, γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ τὸν θαυ­μα­σμὸ τῶν ἀν­θρώ­πων, εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ἀ­μέ­σως ἀ­νά­με­σα στὰ πλή­θη ποὺ ἦ­σαν ἐ­κεῖ.
Πέ­ρα­σε κά­ποι­ο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα ἀ­πὸ τό­τε καὶ νὰ ποὺ κά­ποι­α μέ­ρα ὁ Κύ­ριος συ­νάν­τη­σε τὸν πα­ρά­λυ­το στὸν Να­ὸ τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, ὁ­πό­τε τοῦ εἶ­πε: Κύτ­τα­ξε, ἔ­γι­νες κα­λά. Πρό­σε­ξε ὅ­μως νὰ μὴν ἁ­μαρ­τά­νεις πλέ­ον, γιὰ νὰ μὴν πά­θεις κά­τι χει­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λυ­σί­α ποὺ σοῦ συ­νέ­βει ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν σου. Τό­τε ἀ­νε­γνώ­ρι­σε ὁ πα­ρά­λυ­τος τὸν εὐ­ερ­γέ­τη του καὶ δια­κή­ρυ­ξε καὶ στοὺς Ἑ­βραί­ους ἄρ­χον­τες ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ποὺ τὸν ἔ­κα­με κα­λά.
ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΤΑΤΟ εἶ­ναι τὸ τμῆ­μα αὐ­τὸ τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως κά­νει ἐν­τύ­πω­ση ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Ἔ­κα­νε τὸ θαῦ­μα καὶ ἀ­μέ­σως ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε μέ­σα στὸ πλῆ­θος, γιὰ νὰ μὴν ἀ­κού­σει εὐ­χα­ρι­στί­ες καὶ ἐ­παί­νους. Ἤ­θε­λε μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ νὰ δι­δά­ξει καὶ ὅ­λους ἐ­μᾶς, πό­σο κα­τα­στρο­φι­κὸ πράγ­μα εἶ­ναι τὸ νὰ θέ­λου­με νὰ μᾶς ἐ­παι­νοῦν καὶ νὰ μᾶς θαυ­μά­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι, γιὰ κά­ποι­ο κα­λὸ ποὺ κά­να­με.
Κα­τα­στρο­φι­κὸ πράγ­μα­τι. Αὐ­τὸ εἶ­ναι, ὅ­πως λέ­γε­ται, ἡ κε­νο­δο­ξί­α. Ἡ φρι­κτὴ αὐ­τὴ ἀρ­ρώ­στια τῆς ψυ­χῆς, ποὺ σκορ­πί­ζει σὲ μιὰ στιγ­μὴ ὅ­λους τοὺς κό­πους τοῦ ἀν­θρώ­που. Εἶ­ναι θη­ρί­ο «παμ­φά­γον», ὅ­πως τὸ ὀ­νο­μά­ζου­με. Για­τί παμ­φά­γον; Δι­ό­τι τρώ­ει καὶ ἐ­ξα­φα­νί­ζει τὰ πάν­τα, ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τὲς τοῦ ἀν­θρώ­που.
Λέ­γα­με προ­η­γου­μέ­νως γιὰ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­χουν τὴν ἀ­νάγ­κη μας. Λοι­πὸν ὑ­πάρ­χουν ἀρ­κε­τοὶ ποὺ δεί­χνουν τέ­τοι­α ἀ­γά­πη. Τρέ­χουν, φρον­τί­ζουν ἀρ­ρώ­στους, ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους ἀ­νήμ­πο­ρους ἀν­θρώ­πους, ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­να καὶ ἀ­προ­στά­τευ­τα παι­διά. Ἀ­σφα­λῶς γι᾿ αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα εἶ­ναι ἀ­ξι­έ­παι­νοι. Ὅ­μως με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς – τα­λαί­πω­ροι πραγ­μα­τι­κὰ – τί πα­θαί­νουν; Αὐ­τὸ τὸ κα­λὸ ποὺ κά­νουν δὲν τὸ κρα­τᾶ­νε κρυ­φό. Δὲν φρον­τί­ζουν νὰ ἀ­πο­φύ­γουν τοὺς ἐ­παί­νους τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λὰ τοὺς ἐ­πι­δι­ώ­κουν καὶ εὐ­χα­ρι­στοῦν­ται σ᾿ αὐ­τούς. Καὶ μά­λι­στα, ἂν τύ­χει καὶ κά­ποι­ος δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν προ­σφο­ρά τους, γί­νε­ται ἀν­τι­κεί­με­νο ἀν­τι­πά­θειάς τους. Φο­βε­ρὸ πράγ­μα! Ὅ­λους τοὺς κό­πους τους τοὺς προ­σφέ­ρουν δω­ρε­ὰν στὸν δι­ά­βο­λο! Δι­ό­τι τε­λι­κὰ ἡ κε­νο­δο­ξί­α ἐ­κεῖ κα­τα­λή­γει, νὰ εἶ­ναι λα­τρεί­α τοῦ δι­α­βό­λου. «Εἰ­δω­λο­λα­τρί­α» τὴν ὀ­νο­μά­ζει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος. Γρά­φει ἐ­πὶ λέ­ξει: «κε­νό­δο­ξός ἐ­στιν εἰ­δω­λο­λά­τρης πι­στός». Ὁ κε­νό­δο­ξος, λέ­γει, εἶ­ναι φαι­νο­με­νι­κὰ μὲν πι­στὸς Χρι­στια­νός, στὴν οὐ­σί­α ὅ­μως εἰ­δω­λο­λά­τρης!
Θὰ μπο­ρού­σα­με πολ­λὰ νὰ ση­μει­ώ­σου­με γι᾿ αὐ­τὸ τὸ θη­ρι­ῶ­δες πά­θος, ἀλ­λὰ βέ­βαι­α ὁ χῶ­ρος δὲν ἐ­παρ­κεῖ. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ἐ­δῶ νὰ τε­λει­ώ­σου­με. Νὰ πα­ρα­κα­λέ­σου­με μό­νο τὸν Κύ­ριο νὰ μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴν κα­τα­στρο­φι­κὴ ἀ­σθέ­νεια.
Κύ­ρι­ε, ἀ­ξί­ω­σέ μας νὰ εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀ­γά­πης πρὸς τοὺς ἀ­δελ­φούς μας. Ἀλ­λὰ ἡ ἀ­γά­πη μας νὰ εἶ­ναι σὰν τὴ δι­κή σου, ἀ­λη­θι­νή, ἄ­δο­λη καὶ ἀ­φα­νής. Νὰ μὴν προ­σφέ­ρε­ται σὰν βέ­βη­λη θυ­σί­α στὸν ἐ­γω­ι­σμό μας, ἀλ­λὰ νὰ εἶ­ναι ὁ­λο­καύ­τω­μα ἀ­ψε­γά­δια­στο, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου σὲ Σέ­να.
Σὲ Σέ­να, ποὺ εἶ­σαι ὀ Θε­ὸς τῆς Ἀ­γά­πης!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου